Και μούλεγες πάντα
πως το χειρότερο θάναι
το νάμαστε αυτόνομοι
πεπερασμένοι...
χωρίς την υπόνοια
πως ρίζες ήμαστε, αθάνατου δέντρου
που τρέφεται απ' τις οδύνες μας
ανθίζει απ' τα αναφιλητά μας
και καρπίζει, ολοένα καρπίζει
μες στην αόρατη άνοιξη...
δεν είχα μάτια να δω τα κοντινά/ παρ' αποσύρθηκα με τη ματιά του αθάνατου/ στ' ανθρώπινο μελίσσι/ να δώσω αλήθεια κι ομορφιά (Habui oculis videre propinquo Secessit etiam per oculos immortalis Alveus umano Dare veri pulchritudinem)