στη θάλασσα εισχωρείς περήφανος
ανένδοτος, γεμάτος φως
-που όσο επιμένεις να βυθίζεσαι
τόσο τυφλώνει-
κι αντί...
μετά του πιστολιού τον κρότο
πλάι να γείρεις πέφτοντας...
φτερά στους ώμους σου
αστράφτουν μονομιάς
που απλώνουνται θαμβωτικά
με σπαρταρίσματα, καθώς
την πτήση δοκιμάζουν
για εκεί που ανήκεις
στο απέραντο!...
μ’ όλους μαζί τους εκλεκτούς...
μακριά απ' την πόλη αυτήν τη μίζερη
που οι ζωντανοί -με τρύπες κόκκινες
καταμεσής του στήθους-
ποδοπατούν των λόγων σου
την απλωμένη γύρη
ωχροί και άβουλοι
ωσάν πνιγμένοι...
27 Ιουλίου 2012