Στον Αλέξανδρο Τσίγγο
i
-Του Λαέρτη ο καταραμένος γιος
που τα καλύτερα παιδιά μας, για πόλεμο ξεσήκωσε
σώος επέστρεψε, χαίρεται τώρα το παλάτι και το βιος του!
Τυλιγμένος στη δόξα και την αίγλη του
την... πόρνη αγκαλιάζει Πηνελόπη
πάνω στο αίμα το νωπό, των άτυχων μνηστήρων!
Την πόρνη ναι, που ως σκύλα σ' ανομολόγητο οίστρο
άπλωσε παντού τη μυρωδιά της, όλα τ' αρσενικά
καλώντας -που έβραζε το αίμα τους- κοντά της...
Τώρα παριστάνει την πιστή στον Οδυσσέα
που σώος επέστρεψε... Εκείνος σώος!
μα τα παιδιά μας, από ψάρια φαγωμένα
Τρώες και Κύκλωπες. Και πούναι η δόξα;
Πούναι τα πλούτη και τα λάφυρα;
Τι κέρδισε η Ιθάκη, από τον ξένο πόλεμο;
ii
-Αυτοί που ξεχειλίζουνε κακία και φθόνο
φτύνοντας με το κρασί βρισιές και ξόρκια
για μένα, τον Τηλέμαχο, τη δόλια Πηνελόπη...
τάχα ποτέ ευρέθηκαν, στη θέση τη δεινή
του βασιλιά που πρέπει, σημαντικές να πάρει
για τη χώρα αποφάσεις;
Γι’ αυτούς ο κόσμος όλος η ειρήνη και τα σπίτια τους
κι η ηθική στενή, μέχρι τον φράχτη της αυλής τους
«Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη»!
Μα πώς απ' το πρόσταγμα του κραταιού Αγαμέμνονα
η Ιθάκη η μικρή ν’ αποσκιρτήσει; Άπαντες πλην Ιθακιωτών;;;
Τώρα στους νικητές ανήκουν. Και των παιδιών τους τα παιδιά
χρόνια θα απολαύσουν, στη συμμαχία των Μυκηνών
τα δώρα της ειρήνης...
Χρυσαφικά και λάφυρα! Να τούτα δώ!
Τα μόνα που εσώθηκαν απ’ την εκδίκηση του Ποσειδώνα
τα δώρα των Φαιάκων, του βασιλιά Αλκίνοου, όλα δικά τους!
Μα δώρο μεγαλύτερο η δόξα της Ιθάκης
που μέχρι σήμερα δε γνώριζε κανείς
μα τώρα ως τα πέρατα και γενεές μπροστά
αιώνες θα γνωρίζουν...
Γιατί ο δικός της βασιλιάς, την Τροία την επτάκλειδη
μονάχα αυτός κατόρθωσε με πονηριά να ξεκλειδώσει
την όρεξη του αδηφάγου Σκάμαντρου, μια και καλή να κόψει
και τέλος σε φονικό ανώφελο, μονάχα αυτός εμπόρεσε να δώσει...
Και τα παιδιά τους περισσότερο παιδιά μου
πρώτος τα έκλαιγα, πρώτος εσπάραζα καθώς
στο αντρειωμένο στήθος τους, υπόκωφα χτυπούσε η πληγή
το κύμα τους κατάπινε ή πέφταν έκπληκτοι σ' αδίστακτα σαγόνια
-τι πιο βαριά κατάρα, μετά από τέτοιο δέσιμο
τους ακριβούς συντρόφους σου να χάνεις
μετά από τόσα που είδες μαζί τους πρωινά
ρημάδι να γυρνάς και έρμος στην πατρίδα
μνήμες χωρίς αναπαμό, γι' αυτό τρελός τις νύχτες
λουσμένος στον ιδρώτα μου, τους κράζω
γιατί είναι άδεια η καρδιά
κι ασήκωτη στους ώμους μου η δόξα-
Παρηγοριά μου μόνη, πως ζούνε μέσα μου
αφού καθώς εσβήναν, το τελευταίο βλέμμα το θολό
σε μένα τον ανήμπορο οι δύστυχοι χαρίζαν
γι' αυτό, ήλιοι στο αίμα και τα μάτια μου
λαμπρές οι σύντροφοι κολώνες
στο έπος και στη θύμηση
στη δόξα της Ιθάκης...
Οκτώβρης 2011
που σώος επέστρεψε... Εκείνος σώος!
μα τα παιδιά μας, από ψάρια φαγωμένα
Τρώες και Κύκλωπες. Και πούναι η δόξα;
Πούναι τα πλούτη και τα λάφυρα;
Τι κέρδισε η Ιθάκη, από τον ξένο πόλεμο;
ii
-Αυτοί που ξεχειλίζουνε κακία και φθόνο
φτύνοντας με το κρασί βρισιές και ξόρκια
για μένα, τον Τηλέμαχο, τη δόλια Πηνελόπη...
τάχα ποτέ ευρέθηκαν, στη θέση τη δεινή
του βασιλιά που πρέπει, σημαντικές να πάρει
για τη χώρα αποφάσεις;
Γι’ αυτούς ο κόσμος όλος η ειρήνη και τα σπίτια τους
κι η ηθική στενή, μέχρι τον φράχτη της αυλής τους
«Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη»!
Μα πώς απ' το πρόσταγμα του κραταιού Αγαμέμνονα
η Ιθάκη η μικρή ν’ αποσκιρτήσει; Άπαντες πλην Ιθακιωτών;;;
Τώρα στους νικητές ανήκουν. Και των παιδιών τους τα παιδιά
χρόνια θα απολαύσουν, στη συμμαχία των Μυκηνών
τα δώρα της ειρήνης...
Χρυσαφικά και λάφυρα! Να τούτα δώ!
Τα μόνα που εσώθηκαν απ’ την εκδίκηση του Ποσειδώνα
τα δώρα των Φαιάκων, του βασιλιά Αλκίνοου, όλα δικά τους!
Μα δώρο μεγαλύτερο η δόξα της Ιθάκης
που μέχρι σήμερα δε γνώριζε κανείς
μα τώρα ως τα πέρατα και γενεές μπροστά
αιώνες θα γνωρίζουν...
Γιατί ο δικός της βασιλιάς, την Τροία την επτάκλειδη
μονάχα αυτός κατόρθωσε με πονηριά να ξεκλειδώσει
την όρεξη του αδηφάγου Σκάμαντρου, μια και καλή να κόψει
και τέλος σε φονικό ανώφελο, μονάχα αυτός εμπόρεσε να δώσει...
Και τα παιδιά τους περισσότερο παιδιά μου
πρώτος τα έκλαιγα, πρώτος εσπάραζα καθώς
στο αντρειωμένο στήθος τους, υπόκωφα χτυπούσε η πληγή
το κύμα τους κατάπινε ή πέφταν έκπληκτοι σ' αδίστακτα σαγόνια
-τι πιο βαριά κατάρα, μετά από τέτοιο δέσιμο
τους ακριβούς συντρόφους σου να χάνεις
μετά από τόσα που είδες μαζί τους πρωινά
ρημάδι να γυρνάς και έρμος στην πατρίδα
μνήμες χωρίς αναπαμό, γι' αυτό τρελός τις νύχτες
λουσμένος στον ιδρώτα μου, τους κράζω
γιατί είναι άδεια η καρδιά
κι ασήκωτη στους ώμους μου η δόξα-
Παρηγοριά μου μόνη, πως ζούνε μέσα μου
αφού καθώς εσβήναν, το τελευταίο βλέμμα το θολό
σε μένα τον ανήμπορο οι δύστυχοι χαρίζαν
γι' αυτό, ήλιοι στο αίμα και τα μάτια μου
λαμπρές οι σύντροφοι κολώνες
στο έπος και στη θύμηση
στη δόξα της Ιθάκης...
Οκτώβρης 2011