Translate

Thursday, October 13, 2011

Η απολογία του Οδυσσέα



Στον Αλέξανδρο Τσίγγο


i

-Του Λαέρτη ο καταραμένος γιος
που τα καλύτερα παιδιά μας, για πόλεμο ξεσήκωσε
σώος επέστρεψε, χαίρεται τώρα το παλάτι και το βιος του!
Τυλιγμένος στη δόξα και την αίγλη του
την... πόρνη αγκαλιάζει  Πηνελόπη
πάνω στο αίμα το νωπό, των άτυχων μνηστήρων!
Την πόρνη ναι, που ως σκύλα σ' ανομολόγητο οίστρο
άπλωσε παντού τη μυρωδιά της, όλα τ' αρσενικά
καλώντας -που έβραζε το αίμα τους- κοντά της...
Τώρα παριστάνει την πιστή στον Οδυσσέα
που σώος επέστρεψε... Εκείνος σώος!
μα τα παιδιά μας, από ψάρια φαγωμένα
Τρώες και Κύκλωπες. Και πούναι η δόξα;
Πούναι τα πλούτη και τα λάφυρα;
Τι κέρδισε η Ιθάκη, από τον ξένο πόλεμο;


ii

-Αυτοί που ξεχειλίζουνε κακία και φθόνο
φτύνοντας με το κρασί βρισιές και ξόρκια
για μένα, τον Τηλέμαχο, τη δόλια Πηνελόπη...
τάχα ποτέ ευρέθηκαν, στη θέση τη δεινή
του βασιλιά που πρέπει, σημαντικές να πάρει
για τη χώρα αποφάσεις;

Γι’ αυτούς ο κόσμος όλος η ειρήνη και τα σπίτια τους
κι η ηθική στενή, μέχρι τον φράχτη της αυλής τους
«Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη»!
Μα πώς απ' το πρόσταγμα του κραταιού Αγαμέμνονα
η Ιθάκη η μικρή ν’ αποσκιρτήσει; Άπαντες πλην Ιθακιωτών;;;
Τώρα στους νικητές ανήκουν. Και των παιδιών τους τα παιδιά
χρόνια θα απολαύσουν, στη συμμαχία των Μυκηνών
τα δώρα της ειρήνης...

Χρυσαφικά και λάφυρα! Να τούτα δώ!
Τα μόνα που εσώθηκαν απ’ την εκδίκηση του Ποσειδώνα
τα δώρα των Φαιάκων, του βασιλιά Αλκίνοου, όλα δικά τους!
Μα δώρο μεγαλύτερο η δόξα της Ιθάκης
που μέχρι σήμερα δε γνώριζε κανείς
μα τώρα ως τα πέρατα και γενεές μπροστά
αιώνες θα γνωρίζουν...
Γιατί ο δικός της βασιλιάς, την Τροία την επτάκλειδη
μονάχα αυτός κατόρθωσε με πονηριά να ξεκλειδώσει
την όρεξη του αδηφάγου Σκάμαντρου, μια και καλή να κόψει
και τέλος σε φονικό ανώφελο, μονάχα αυτός εμπόρεσε να δώσει...

Και τα παιδιά τους περισσότερο παιδιά μου
πρώτος τα έκλαιγα, πρώτος εσπάραζα καθώς
στο αντρειωμένο στήθος τους, υπόκωφα χτυπούσε η πληγή
το κύμα τους κατάπινε ή πέφταν έκπληκτοι σ' αδίστακτα σαγόνια
-τι πιο βαριά κατάρα, μετά από τέτοιο δέσιμο
τους ακριβούς συντρόφους σου να χάνεις
μετά από τόσα που είδες μαζί τους πρωινά
ρημάδι να γυρνάς και έρμος στην πατρίδα
μνήμες χωρίς αναπαμό, γι' αυτό τρελός τις νύχτες
λουσμένος στον ιδρώτα μου, τους κράζω
γιατί είναι άδεια η καρδιά
κι ασήκωτη στους ώμους μου η δόξα-
Παρηγοριά μου μόνη, πως ζούνε μέσα μου
αφού καθώς εσβήναν, το τελευταίο βλέμμα το θολό
σε μένα τον ανήμπορο οι δύστυχοι χαρίζαν
γι' αυτό, ήλιοι στο αίμα και τα μάτια μου
λαμπρές οι σύντροφοι κολώνες
στο έπος και στη θύμηση
στη δόξα της Ιθάκης...




Οκτώβρης 2011

Wednesday, September 14, 2011

Ρίζες


Και μούλεγες πάντα
πως το χειρότερο θάναι
το νάμαστε αυτόνομοι
πεπερασμένοι...
χωρίς την υπόνοια

πως ρίζες ήμαστε, αθάνατου δέντρου
που τρέφεται απ' τις οδύνες μας
ανθίζει απ' τα αναφιλητά μας

και καρπίζει, ολοένα καρπίζει
μες στην αόρατη άνοιξη...

Saturday, September 10, 2011

Φθορά αδιόρατη




Σαλεύει η κουρτίνα
το καλοκαίρι τελειώνει...
καθώς εκείνη ντύνεται κι αυτός καπνίζει
χιλιάδες μικροσκοπικοί μαύροι σκαφτιάδες
στη άκρη του αριστερού ματιού
βαθαίνουν τη ρυτίδα, που λίγο πριν
εκείνη χαμογελώντας φίλησε...



1990 Αύγουστος, Μυτιλήν
η

Friday, August 19, 2011

η λίμνη


Πώς εγκλωβίστηκες στον βυθό αυτής της παράξενης 
λίμνης... ο πάγος ήρθε απρόσκλητος από ψηλά
και φίλησε τα πάντα μέχρι τα έγκατα...

Eκεί που όλα μύριζαν ζωή
δεν είδες γύρω τις χαραγματιές
σε κύκλωσαν αργά λευκοί κεραυνοί
μικροί και αθόρυβοι -σχεδόν ύπουλοι-
τόσο που δεν άκουσες τους τριγμούς
τόσο που δεν ένιωσες τη θερμοκρασία να πέφτει
μέχρι που έπηξε γύρω σου το νερό
κι ακίνητος έμεινες σ' αυτήν τη θέση
ολόγυμνος στον βυθό με το καμάκι στο χέρι
έτοιμος να χτυπήσεις τον στόχο
που λάμπει εμπρός σου, ολόχρυσο ψάρι

-σαν κάτι όνειρα παλιά 
που θες όσο τίποτα να τρέξεις μα τα μέλη αρνούνται
ενώ η καρδιά πάλλεται μέσα σου ζεστή και κόκκινη...
και το ατρόμητο ψάρι εκεί, ολόχρυσο, στραφταλιστό
την καμακιά, το τελειωτικό χτύπημα
κοροϊδεύοντας περιμένει-

Θολό το τοπίο, γύρω σκιές και τα φύκια
που έχουν πάψει κι αυτά να σαλεύουν
τα πεταμένα από χρόνια σκουπίδια -μπουκάλια
προφυλακτικά και σκουριασμένοι τενεκέδες-
κι αυτό το κρεβάτι που έχει πέσει κάπως λοξά
στην άκρη, της υδάτινης χαράδρας
και πάνω του ένα τρομαγμένο αγόρι
-έρημο κι αυτό, σαν κάκτος-
με μάτια κόκκινα, φλογισμένα
κρατώντας το χέρι μιας θεάς αγαπημένης
βλέπει να ροδίζει ντροπαλά η υποκρισία
κάτω από τη διάφανη, τους δέρματός της μεμβράνη...

Κι ο ήλιος ψηλά, πολύ ψηλά
ένα κίτρινο πυρακτωμένο σίδερο, θολό κι αυτό
σαν πεθαμένη ελπίδα...



Αυγουστος 2011

Wednesday, August 10, 2011

Κίρκη


Στην αμμουδιά -που μερεμέτιζαν οι σύντροφοι
το πλοίο της φυγής- καθόλου δεν εφάνη
μα ούτε στα παλάτια της
μονάχος του τις ερημιές, αγρίμι αναμετρούσε
και τα καλέσματά της -για δείπνα, μουσικές
και τελευταίες αγκαλιές- με πείσμα απωθούσε...

-Κι αν είναι εδώ η Ιθάκη μου;
κι αν είναι η Κίρκη μια νέα Πηνελόπη;
Να, στα σκοτάδια κιόλας, ένας αγέννητος Τηλέμαχος
με λύπη με κοιτά και να τον αναστήσω
καρπίζοντας τα σπλάχνα της, με αγωνία περιμένει...
Μήπως να μείνω εδώ;
Μήπως να δω κι εγώ έναν Τηλέμαχο
από μικρό να μεγαλώνει;
Μήπως για πάντα να ξεχάσω
το εξοντωτικό κι αμφίβολο ταξίδι;

..................................

Αύγουστο όμως, αποχαιρέτησε την Κίρκη
ενέδωσε στης Πηνελόπης το κάλεσμα το μακρινό
και στην οδυνηρή, του πρώτου Τηλεμάχου νοσταλγία
(έτσι κι αλλιώς το ήξερε... και μέσα στη δική της αγκαλιά
στη μαγική της λήθη, χαμένος στα χρυσαφένια της μαλλιά
στης ηδονής το ξέσπασμα και στα γλυκά
σαν σύκα ώριμα φιλιά -το ήξερε-
η Ιθάκη θάχε τον τελευταίο λόγο
σε τούτο το ταξίδι...)

τώρα στη πλώρη στέκεται μισός
όχι, δεν είναι εύκολο να παρατάς μια μάγισσα
μια Κίρκη...
μια Καλυψώ...
ας είναι και μια άσημη Μαρία...



-Αύγουστος 2011-

Thursday, July 28, 2011

Η μούσα



Καθόταν στην άκρη του πιο επικίνδυνου βράχου. Κοιτούσε πέρα την ανάκατη θάλασσα, μη μπορώντας να ξεχωρίσει αν ήταν νύχτα ακόμα ή μέρα.
Εδώ κατοικούσανε χρόνια. Μα ένα βράδυ, εκείνη τον έπιασε να εκλιπαρεί την γαλήνη. Είχε δειλιάσει. Μόνο αυτό δε συγχώρησε στον ποιητή της. Γι' αυτό, μάζεψε τα ολόχρυσα δαχτυλιδάτα της μαλλιά που αγγίζανε το χώμα, έκρυψε κει τα μυστικά και τους ψιθύρους κι ανέμισε σα περιστέρι που πετά μα δε το βλέπεις...

Και τώρα εκείνος ξανάρθε. Και την θυμήθηκε. Τα λόγια της που μπερδεύονταν με τον άνεμο, τα σιωπηλά δάκρυά της πίσω από τους βράχους.
Πόσο τον είχε αγαπήσει!
Του τα συγχωρούσε όλα. Ακόμη κι όταν εκείνος χανόταν στους δρόμους, όταν μεθούσε σε θορυβώδη μπαρ, αγκαλιάζοντας γυναίκες ανθρώπινες και μπερδεμένες.

Καθόταν στην άκρη του πιο επικίνδυνου βράχου. Ο άνεμος δυνατός. Οποιαδήποτε στιγμή θα μπορούσε να πέσει. Μα παρέμενε όρθιος, ανάμεσα σ' αυτό που δε φαινότανε για νύχτα ή για μέρα.
Την είχε χάσει.
Την όμορφη νεράιδα που του ψιθύριζε τραγούδια. Κοίταξε πέρα το ξερονήσι που ανέβαινε απότομα ψηλά και δε πατούσε ανθρώπινο πόδι. Μονάχα γλάροι είχαν φωλιές στις χιλιάδες τρύπες του.
Έφερε στο μυαλό του τα χρόνια που έζησε χωρίς αυτήν. Είχε γίνει ρεαλιστής, κορόιδευε τα ποιήματα και τα γραφτά του. Ξυπνούσε και κοιμόταν σε καθορισμένες ώρες και σε καθορισμένες ώρες διασκέδαζε μετρημένα.

Άκουσε πάλι το πέταγμα της φυγής της. Ένα περιστέρι που πετά απαλά μέσα στη νύχτα. Την θυμήθηκε πανέμορφη να κάθεται πάνω στους βράχους και να πλέκει περιδέραια από κοχύλια. Του έφτιαχνε περιδέραια, ακόμη κι όταν εκείνος έκανε έρωτα με άλλες, ακόμη κι όταν σήκωνε τα μανίκια του και έπλενε τα πιάτα στον νεροχύτη.
Καμιά φορά, έκλεινε απότομα την βρύση, γυρνούσε προς τους βράχους που βρισκόταν εκείνη και της φώναζε...
-Φύγε! δε γίνεται ν' αγαπήσει άνθρωπος νεράιδα!
Αυτή χαμογελούσε. Ο άνεμος έπαιζε με τα μαλλιά της -πόσο μικρή έμοιαζε όταν ο άνεμος έπαιζε με τα μαλλιά της- και εκείνος έφευγε θυμωμένος, βροντώντας πίσω του τη πόρτα.
Όταν επέστρεφε, την έβρισκε κλαμένη. Δε της μιλούσε τότε. Μόνο ξάπλωνε δίπλα της και παρατηρούσε τα χέρια της που συνέχιζαν να πλέκουν περιδέραια από κοχύλια. Πόσα τέτοια δεν είχε πλέξει! Μετά γυρνούσε και του τα φόραγε κι ας ήξερε, πως αν χτυπούσε το κουδούνι κι έρχονταν επισκέπτες, εκείνος θα σηκωνόταν απότομα, θα τραβούσε απ' το λαιμό του τα περιδέραια και θα τα πετούσε στο τοίχο, με τα κοχύλια να σπάνε και να σκορπίζουν στους βράχους...
-Φύγε! Δε γίνεται ν’ αγαπήσει άνθρωπος νεράιδα!

Κάποιες φορές δεν άνοιγαν σε κανέναν. Κι ας χτυπούσε το κουδούνι. Τότε έγραφαν στίχους. Μπορούσε να γεννήσει πανέμορφους στίχους εκείνη, μα επειδή δεν είχε την δικιά του ματαιοδοξία, τον διόρθωνε μόνο, όταν εκείνος έγραφε κάτι πολύ ανόητο. Όταν όμως θυμόταν κάποια ωραία θνητή και προσπαθούσε να γράψει γι' αυτήν, η νεράιδα σηκωνόταν και χανόταν στους βράχους.
-Είσαι ζηλιάρα! της φώναζε και πετούσε τη σελίδα στη θάλασσα.
Την περίμενε κι όταν αυτή δεν ερχόταν, έπιανε το παλτό του και χανόταν στη πόλη.

Επέστρεφε συνήθως αργά και λίγο μεθυσμένος κι εκείνη έτρεχε κοντά του. Έπλεκε τα χέρια της στο λαιμό του και σηκωνόταν να τον φιλήσει, όχι τόσο για να τον φιλήσει, όσο για να δει αν έχει στο γιακά κραγιόν ή αν μυρίζει γυναικείο άρωμα.

Άκουσε πάλι το πέταγμα της φυγής της. Ένα περιστέρι που πετά απαλά μέσα στη νύχτα. Ξεκούμπωσε το πουκάμισο και το πέταξε. Έβγαλε τα παπούτσια, τις κάλτσες. Απόμεινε γυμνός στην άκρη του πιο επικίνδυνου βράχου.
Η βροχή άρχισε να πέφτει ξαφνικά. Ρυάκια πάνω του, στα μαλλιά, το πρόσωπο, το στήθος, τους μηρούς.
Άκουσε πάλι το πέταγμα της φυγής της...

Πήρε μια πετσέτα και την έφερε στο πρόσωπό. Έμεινε ώρα έτσι. Όταν σκουπίστηκε και άνοιξε τα μάτια, βρισκόταν μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη του δωματίου. Η κουρτίνα, σάλεψε λίγο από το δροσερό αεράκι της ανοιχτής μπαλκονόπορτας. Από μέσα, άκουσε τις σιγανές ομιλίες των δυο του παιδιών, που έπαιζαν ήσυχα στο σαλόνι…


1996

Friday, July 15, 2011

Λέαινα


Αγέρωχη και μελαγχολική
πανέμορφη, η λέαινά μου
μια καστανόξανθη απειλή.
Aιθέρια στο μαύρο φόρεμα
κι απόκοσμη 
-σα ξάφνου να ξεπήδησε
στης πόλης το φανάρι
μεσ' από ποίημα του Μπωντλαίρ-
κισσοί στα πόδια τα χυτά
υπέροχα σανδάλια

.............................

Στητή...
ελαφροπάτητη στις φυλλωσιές
και ευωδιές της νύχτας
καραδοκεί ηδύπαθη και απειλεί 
-με πόθου στεναγμούςμε μυστικά
με χάδια και αναπαμούς
και μια πλεξούδα όνειρο
που ανέμελα πλέκει στα μαλλιά-
μια για πάντα την καρδιά μου
να σπαράξει η λέαινά μου
απειλεί...