φτωχός, ξερακιανός
χλωμός κι ανέραστος
που άγρυπνος μεσάνυχτα
σ' ένα κελί μελλοθανάτου
μπαίνει...
δεν είχα μάτια να δω τα κοντινά/ παρ' αποσύρθηκα με τη ματιά του αθάνατου/ στ' ανθρώπινο μελίσσι/ να δώσω αλήθεια κι ομορφιά (Habui oculis videre propinquo Secessit etiam per oculos immortalis Alveus umano Dare veri pulchritudinem)