Να βαδίζει προς ένα φως μεσημεριανό!
Όχι ψηλά να πηγαίνει αλλά ευθεία, όπως πηγαίνει το χώμα. Ξυπόλητος.
Όχι προς την αίγλη μιας ψευδαίσθησης που υπάρχει και δεν υπάρχει
αλλά σ' ένα περιβόλι ζωντανό με βραγιές και μυρουδιές
έγχρωμο και ανθισμένο που κλαίει στη ζέστη του Ιουλίου
με δέντρα ολόγυρα όπου πάνω τους τζιτζίκια βασανίζουν ολημερίς το μαύρο
προσκαλώντας αδιάντροπα τον Αύγουστο. Εκεί κάτω από μια καρυδιά
να γεύεται το δροσερό νερό και τους καρπούς, να γεύεται
την απουσία αγαπημένων νεκρών - που κοιμούνται στους ίσκιους
την ευθραυστότητά του να γεύεται κι αυτή την ταπεινή ζωή
που μοιάζει πικραμύγδαλο. Που καίει από χαρά και πόνο
κι από έρωτα άδικο...