-διήγημα-
Ο Ντάρδας περπατούσε αργά προς την πλατεία του χωριού, βαθιά συλλογισμένος. Αιτία, το κατοστάρικο που χρώσταγε στον Μπεκιάρη εδώ και δύο μήνες και δεν το είχε επιστρέψει ακόμη. Ο άλλος όμως του το ζήτησε ψες. Του έδωσε μάλιστα και διορία. Μία μονάχα μέρα! Μέχρι σήμερα το βράδυ το ήθελε οπωσδήποτε, γιατί το είχε μεγάλη ανάγκη. Όχι πως ο Μπεκιάρης ήταν κάνας σκληρός τοκογλύφος και θα του έκανε κάτι αν δεν έπαιρνε σήμερα τα χρωστούμενα. Φίλος του ήταν, μα και κείνος φτωχός φαμελιάρης και ποιος ξέρει σε ποια ανάγκη βρισκόταν ο άνθρωπος. Έπειτα, του είχε δώσει το κατοστάρικο με μία κουβέντα όταν τo ζήτησε. Δεν ήθελε λοιπόν ο Ντάρδας να κρεμάσει τον φίλο του, ούτε ο ίδιος βέβαια να βγει από τον λόγο του. Έλα όμως, που δεν είχε ακόμη οικονομηθεί! Και δε φαινότανε φως από πουθενά προς το παρόν…
Ο Αλέκος ο Ντάρδας, δεν ήταν βέβαια κάνας τεμπέλης που είχε μπαρμπάτσι τη δουλειά. Όπου την έβρισκε πήγαινε. Και στον θερισμό πήγαινε και στον τρύγο και τον μπολιαστή και τον σακιαστή έκανε. Του χρωστούσαν και κείνου άλλωστε αρκετά μεροκάματα, μα του είχαν πει τα αφεντικά να περιμένει λίγο ακόμη. Γι’ αυτό ο καημένος, ήταν προς το παρόν ρέστος...
Ακόμη και τον μπαρμπέρη έκανε ο Ντάρδας για να τα φέρει βόλτα. Μαζί με τον Καλιάτση, ήταν οι δυο επίσημοι μπαρμπέρηδες του χωριού. Μεταξύ τους όμως, υπήρχε ένας κρυφός ανταγωνισμός. Πόλεμος όμως κανονικός! Ο καθένας βέβαια είχε τη στρατηγική του σ’ αυτόν τον πόλεμο. Ο Ντάρδας προσπαθούσε να κρατήσει και να κερδίσει τους πελάτες με το χαμόγελο. Πάντα ευγενικός, πάντα γλυκομίλητος απέναντι σ’ αυτούς που τον προτιμούσαν, το ίδιο όμως φερόταν και σ΄ αυτούς που δεν τον προτιμούσαν. Ποτέ δεν έδειξε δυσαρεστημένος, ποτέ δεν τους γύρισε κουβέντα. Ήθελε να τους κερδίσει με την καλοσύνη. Και μερικές φορές κέρδιζε. Κι αν δεν κέρδιζε, καλή καρδιά! Ο άλλος πάλι, σφήκα έτσι κι αλλιώς. Κατσούφης συνεχώς με τους μόνιμους πελάτες του, κατσούφης και με τους άλλους. Αν έβλεπε άνθρωπο φρεσκοκουρεμένον που δεν είχε κουρέψει ο ίδιος, τούλεγε μια καλημέρα μισή. Ένα μουρμούρισμα μέσα από τα δόντια, χωρίς να τον κοιτάζει. Σε αυτούς βέβαια, έκοβε και τις φάρσες. Τους τιμωρούσε με το να αγνοεί εντελώς την ύπαρξή τους. Γιατί τους άλλους -τους μόνιμους πελάτες- δεν τους άφηνε σε χλωρό κλαρί. Οι φάρσες του εναντίον τους, δεν είχαν τελειωμό. Τους έφτιαχνε καφέ στο δωματιάκι που είχε για κουρείο, αλλά αντί για ζάχαρη έβαζε πιπέρι. Άλλοτε, εκεί που κούρευε κάποιον, έβγαινε ξαφνικά έξω -τάχα πως τον φώναξε κάποιος- έπιανε κουβέντα με έναν φανταστικό χωριανό, έλεγε κάτι... «σώπα ρε» «πότε ρε» «εδώ είναι κουρεύεται!» ώστε ο άλλος από μέσα να ακούει και ξαφνικά έμπαινε τάχα αναστατωμένος και βγάζοντας βιαστικά την ποδιά από τον λαιμό του πελάτη, τούλεγε πως έπρεπε να τρέξει γρήγορα, γιατί πήρε φωτιά το σπίτι του! Πεταγόταν ο άλλος αλαφιασμένος και έτρεχε στο σπίτι του για να δει πως δεν έτρεχε τίποτα τελικά και πως όλα ήταν μια χαρά. Το μόνο που δεν ήταν μια χαρά, ήταν το μισοκουρεμένο κεφάλι του ή το μισοξυρισμένο του πρόσωπο, που ήταν μάλιστα και γεμάτο με σαπουνάδες! Τέτοια έκανε ο Καλιάτσης. Μα αντί να χάσει τους πελάτες του με όλες αυτές τις παραλυσίες -για έναν περίεργο λόγο που μόνο οι γνώστες της ανθρώπινης ψυχολογίας γνωρίζουν- όχι μόνο δε τους έχανε, αλλά κέρδιζε κι άλλους. Είχε πάντα περισσότερους από τον Ντάρδα. Σε αυτό βέβαια, ίσως συντελούσε και το γεγονός, ότι το σπίτι του -όπου σε ένα δωματιάκι διατηρούσε το κουρείο- ήταν ακριβώς στην πλατεία του χωριού, ενώ του Ντάρδα ήταν μακρύτερα. Παρά τον πόλεμο όμως και τον ανταγωνισμό μεταξύ τους, κάποτε επιχείρησαν και μια κοινοπραξία μαζί, προς μεγάλη έκπληξη βέβαια όλων των χωριανών! Νοίκιασαν μαζί ένα δωματιάκι σε μιαν άκρη της πλατείας και άρχισαν να δέχονται πελάτες με τον εξής μοναδικό κανόνα… Να βαστούσαν σειρά. Να κουρεύει μία ο ένας μία ο άλλος, ανεξάρτητα από το ποιος πελάτης έμπαινε στο μαγαζί ή ποιανού πελάτης ήταν αυτός που έμπαινε, την προηγούμενη περίοδο του ψυχρού πολέμου. Αυτή η κοινοπραξία όμως, τελείωσε άδοξα όπως άρχισε. Στην ουσία, χωρίς να φταίει κανείς. Μια μέρα, μπήκε ένας πελάτης του Καλιάτση στο κουρείο ενώ ήταν η σειρά του Ντάρδα να κουρέψει. Εκείνος όμως επέμενε να τον κουρέψει ο Καλιάτσης. Ο Ντάρδας -που νόμισε πως αυτό το είχε σχεδιάσει επίτηδες ο... συνεταίρος του- έφερε έναν ξάδερφό του την επόμενη, ο οποίος απαίτησε να τον κουρέψει ο Ντάρδας, ενώ ήταν η σειρά του Καλιάτση να κουρέψει. Έτσι, ο παράδοξος αυτός συνεταιρισμός, τινάχτηκε γρήγορα στον αέρα και ο καθένας πήγε στην δουλειά του, για να συνεχιστεί ο αέναος και μυστικός αυτός πόλεμος, μεταξύ των δύο μπαρμπέρηδων…
Έτσι είχαν τα πράγματα εκείνο το πρωί που ο Ντάρδας προχωρούσε βαρύς και συλλογισμένος προς την πλατεία. Όμως δεν πρόφτασε καλά καλά να φτάσει εκεί και είδε τον Καλιάτση να του κάνει νόημα από την άλλη άκρη. Γιατί μπορεί ο Καλιάτσης να μην έλεγε καλημέρα στους πελάτες του Ντάρδα, όμως στον ίδιο μιλούσε κανονικά σα να μην έτρεχε τίποτα και σα να μην υπήρχε αυτός ο... υπόγειος πόλεμος μεταξύ τους. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα λοιπόν, τα πράγματα άλλαξαν άρδην για τον καημένο τον Ντάρδα. Ο Καλιάτσης του είπε πως είχαν έρθει βλάχοι στο βαθύρεμα, δυο-τρία χιλιόμετρα δυτικά του χωριού και επειδή ήταν ακούρευτοι κι αξύριστοι τόσο καιρό απάνω στα βουνά, είχαν στείλει άνθρωπο για να πάει κουρέας εκεί να τους καλλωπίσει. Ο ίδιος δεν μπορούσε να πάει, γιατί ήταν μάρτυρας σε ένα δικαστήριο στη Θήβα και έπρεπε να φύγει οπωσδήποτε με το λεωφορείο. Ο Ντάρδας κόντεψε να πετάξει απ’ τη χαρά του! Οι βλάχοι, έρχονταν ακόμα τότε στο χωριό -τη δεκαετία του ΄60- για να ξεχειμάσουν με τα ζωντανά και τα σόγια τους. Την Άνοιξη έφευγαν πάλι για τα βουνά. Θα ήταν καμιά εκατοστή νοματαίοι από δαύτους -χωριό ολόκληρο- και η υπόθεση μύριζε χοντρό μεροκάματο.
-Μ’ έσωσες! Χρωστάω του Μπεκιάρη ένα κατοστάρικο και δεν έχω μία. Κι έχω διορία μέχρι το βράδυ!
Ευχαρίστησε τον Καλιάτση -και από μέσα του τον Θεό που είχε κανονίσει τα πράματα έτσι- και ξεκίνησε. Έβγαλε φτερά στα πόδια. Πέρασε από το σπίτι, πήρε τα σύνεργα, μηχανές ψαλίδια, ξυραφάκια, κολόνιες, καθρέφτες, ποδιές και ξεκίνησε για το βαθύρεμα. Μωρέ θα ξεχρέωνε μονομερίς τον Μπεκιάρη!
Βγήκε απ’ το χωριό τρισευτυχισμένος κι ανάλαφρος. Πιάνοντας τα ριζά, πήρε τον δρόμο για το βαθύρεμα. Ήταν προχωρημένο φθινόπωρο -κόντευε να μπει ο χειμώνας- μα η μέρα ήταν όμορφη, ζεστή, ανοιξιάτικη. Δεξιά του ο όγκος από το πουρναρόφυτο βουνό το Πυργάρι, που στεκόταν πάνω απ’ το χωριό σαν φύλακας άγγελος, απ’ τη μεριά του βορρά. Το αγαπούσε το Πυργάρι ο Ντάρδας. Το ήξερε από μικρό παιδί. Το ανεβοκατέβαινε τότε, πολλάκις κάθε μέρα. Αγαπούσε τις ευωδιές από το θυμάρι και την ανθισμένη σφάκα. Τη θέα από ψηλά, καθώς ατένιζε κάτω το χωριό και πέρα την απλωμένη κοιλάδα. Αγαπούσε τους ήχους απ’ τα τροκάνια και τα βελάσματα. Τα τιτιβίσματα των πουλιών. Της τσίχλας το τσιρ και του κότσυφα το πνιχτό κρώξιμο. Toυ αετού το επιβλητικό πέταγμα. Ακόμη και το ουρλιαχτό της απόγνωσης των μοναχικών τσακαλιών, τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες αγαπούσε. Αλλά και την άλλη ζωή του βουνού λάτρευε. Τη μυστική. Την κρυμμένη στις λόχμες. Το σούρσιμο του φιδιού και της χελώνας, το χτυποκάρδι του λαγού στις σκιές των πουρναριών, της αλεπούς το αλαφροπάτημα. Της πέρδικας το κακάρισμα πάνω στα βράχια καθώς και το πέταγμά της το τρομερό και θορυβώδες στην κατηφόρα. Ακόμη και της ακρίδας το σάλτο αγαπούσε. Τις μυστικές σπηλιές του βουνού στα έγκατά του, τις κρυφές πηγές, τα ποτάμια, τους καταρράκτες και τις λίμνες στα σπλάχνα του. Όλα αυτά τα μαγικά. Σαν το Πυργάρι να μην ήταν βουνό μα ένας καλοκάγαθος, θεόρατος γίγαντας, ξαπλωμένος σαν τσέλιγκας, όπου εμπρός στη θερμή και προστατευτική αγκαλιά του, έβρισκε θαλπωρή το χωριό και οι κάτοικοί του. Τον αγαπούσε πολύ, αυτόν τον γίγαντα ο Ντάρδας. Το αγαπούσε πολύ το Πυργάρι του...
Περπατούσε βιαστικός και ανάλαφρος για το βαθύρεμα σα να ήταν δέκα χρόνια νεότερος. Το έδαφος στα ριζά ήταν πετρώδες μα ο Ντάρδας ήξερε πως σε λίγο θα φύτρωναν εκεί ραδίκια, ζόχια και όλα τα άγρια χόρτα του Θεού. Και μανιτάρια αν το ήθελε ο καιρός και έκανε βροχές με ομίχλες και νοτιάδες. Τι ωραία που είναι τελικά η ζωή! Όλες οι εποχές έχουν τη χάρη και τα καλά τους. Δημιουργέ... τα πάντα εν σοφία εποίησες!
Δεν ήταν πλούσιος ο καημένος ο Ντάρδας μα κανείς δεν του στερούσε το δικαίωμα να αισθάνεται ευτυχισμένος. Να χαίρεται τον ήλιο, τη βροχή και το χιόνι. Κοιμόταν και ξυπνούσε με την έγνοια πώς θα βγάλει τον επιούσιον της κάθε μέρας, μα ήταν καλά, είχε την υγειά του και γι’ αυτό ακριβώς, αισθανόταν κάτι παραπάνω από πλούσιος και γεμάτος ευγνωμοσύνη. Γιατί, τι θέλει ο άνθρωπος για να είναι καλά; Να έχει την υγειά του, δικαιοσύνη και έναν Θεό πάνω απ’ το κεφάλι του, που να του λέει ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό. Και με τον Θεό ο Ντάρδας τα πήγαινε καλά. Δεν ήταν βέβαια κανένας θρησκόληπτος που έβγαζε μάτια με τις μετάνοιες μπροστά στα εικονίσματα, ούτε κι από κείνους που υπερθεμάτιζαν στην αγορά υπέρ του Θεού. Μα ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, δεν ήτανε και θεομπαίχτης. Στεκόταν ταπεινά απέναντι στον Θεό, τον είχε δεχθεί και από ανάγκη και από παράδοση. Πήγαινε στην εκκλησιά κάθε Κυριακή, άναβε το κεράκι του, έπιανε μια γωνιά σε μιαν άκρη να μη φαίνεται, άκουγε τη λειτουργία, ψιθύριζε από μέσα του μια προσευχή και με το δι’ ευχών του παπά, έπαιρνε αντίδωρο και πήγαινε μαζί με τους φίλους του στον καφενέ. Εκεί οι φίλοι έβαζαν κάνα μεζεδάκι, έπιναν κρασάκι και περνούσε η ώρα με ιστορίες και κουβεντούλα. Καμιά φορά, έπιαναν και το τραγούδι. Κι ήταν άμα τους άκουγες τόσο ήσυχοι και ευγενικοί, τόσο όμορφο κι αρμονικό όλο αυτό, που έλεγες πως εκείνοι συνέχιζαν στον καφενέ τη θεία λειτουργία. Αυτά τα μικρά αγαπούσε ο Ντάρδας. Δεν ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο, ούτε να μπλέξει με τα μεγάλα και τα μάταια και ήταν πραγματικά πολύ σοφός και πλούσιος, στην ταπεινότητά του...
Περπατούσε λοιπόν προς το βαθύρεμα -σχεδόν έτρεχε τρισευτυχισμένος εκείνο το πρωινό- κολυμπώντας συνάμα και σ’ ένα γλυκό συναίσθημα ευγνωμοσύνης για τον Καλιάτση, που μπορεί να ήταν ανταγωνιστής, μπορεί να έκανε χοντρές μέχρι παρεξηγήσεως πλάκες, αλλά τον έσωσε σήμερα μ’ αυτήν τη δουλειά. Είχε κατά βάθος καλή καρδιά ο άτιμος ο Καλιάτσης!!
Κάποτε, έφτασε στο βαθύρεμα. Παράξενο όμως. Μια κατανυκτική ησυχία βασίλευε παντού. Πουθενά βλάχοι. Ούτε μουλάρια, ούτε πρόβατα, ούτε τροκάνια, ούτε σκυλιά, ούτε καλύβες, ούτε κουτσούβελα. Ο Ντάρδας ανησύχησε. Ανέβηκε γρήγορα σ’ έναν βράχο να εποπτεύσει καλύτερα την περιοχή. Σημάδι ανθρώπου τριγύρω. Έβαλε τα χέρια του χωνί κι άρχισε να φωνάζει…
-Κάνας χριστιανός εδώ;
Καμιά απάντηση. Μονάχα ο αντίλαλος της δικής του φωνής μέσα στην χαράδρα κι ένας κότσυφας που φτερούγισε ενοχλημένος από ένα κοντινό πουρνάρι. Άλλη μια προσπάθεια...
-Μήπως είναι κανένας βλάχος εδώ τριγύρω;
Τίποτα. Απόλυτη ησυχία. Ο Ντάρδας τα χρειάστηκε. Μήπως δεν κατάλαβε; Μήπως ο Καλιάτσης του είπε κάποια άλλη περιοχή και κείνος κατάλαβε βαθύρεμα; Ή μήπως…
Κατέβηκε απ’ τον βράχο ενώ ένιωσε να ανεβαίνει από μέσα του, ένα κύμα αγανάκτησης και οργής... ή μήπως ο Καλιάτσης έκανε πάλι τα δικά του; Ναι, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία, τον είχε κοροϊδέψει. Του την είχε φέρει για τα καλά. Τον είχε στείλει στου διαόλου τη μάνα μόνο και μόνο για να σπάσει πλάκα. Και ο βλάκας έφαγε το παραμύθι, σα να μην ήξερε τον αχαΐρευτο τον Καλιάτση. Ο καημένος ο Ντάρδας κάθισε καταγής, να πάρει μιαν ανάσα. Να συνέλθει από το ξαφνικό χτύπημα. Αν είχε τώρα μπροστά του τον Καλιάτση, θα τον έπνιγε...
Λίγο αργότερα έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού, οργισμένος, ταπεινωμένος και προπαντός ανήσυχος, πολύ ανήσυχος για το κατοστάρι που έπρεπε να δώσει σήμερα στον Μπεκιάρη. Είχε νιώσει πως κρατούσε σφιχτά αυτό το ξεφτιλισμένο κατοστάρικο, μα εκείνο είχε γλιστρήσει και είχε πετάξει ξαφνικά σαν πουλί μέσα από την χούφτα του. Έφτασε μπερδεμένος στην πλατεία του χωριού. Από τη μια ήθελε να κρυφτεί, από την άλλη να βρει τον Καλιάτση και να τον βρίσει. Ναι, πίστευε πως ένα καλό βρίσιμο, το χρειαζόταν σήμερα ο Καλιάτσης. Ή ένα φτύσιμο στα μούτρα, χωρίς να του πει λέξη. Ναι, αυτό θα ήταν καλύτερο. Ένα φτύσιμο και ας μην ήταν του χαρακτήρα του.
Στο καφενείο έπεσε πάνω σε μια παρέα αργόσχολων και τους ρώτησε φουριόζος αν είδαν τον Καλιάτση. Γιατί είχε καταλάβει πια, πως και η ιστορία με το δικαστήριο, ήταν ένα παραμύθι.
-Ο Καλιάτσης; Ούουου έφυγε από ώρα. Πήρε τα σύνεργα και πήγε στο χιλιομόδι να κουρέψει τους βλάχους! του είπαν εκείνοι.
Δεύτερο χτύπημα. Ώστε έτσι λοιπόν! Τώρα εξηγούνταν όλα. Ο Καλιάτσης δεν του την είχε φέρει απλά για να σπάσει πλάκα. Είχε λόγο και μάλιστα σοβαρό που του την έστησε. Ήθελε να τον απομακρύνει, για να κουρέψει εκείνος τους βλάχους. Οι οποίοι βέβαια, δεν είχαν καταλύσει φέτος στο βαθύρεμα δυτικά του χωριού, αλλά ανατολικά και βόρεια! Σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση... Στο χιλιομόδι! Στο Μπογάζι! Ο Ντάρδας ένιωσε να καταρρέει... σωριάστηκε σχεδόν σε μια καρέκλα.
-Να κεράσουμε κάτι; του πρότειναν οι αργόσχολοι.
-Μια πορτοκαλάδα... ψιθύρισε εξουθενωμένος ο Ντάρδας. Διψούσε.
Πίνοντας την πορτοκαλάδα όμως, συνήλθε κάπως. Όχι, δεν έπρεπε να καταθέσει έτσι τα όπλα. Ήταν ακόμη νωρίς. Οι βλάχοι ήταν πολλοί, δε θα τους κατάφερνε όλους ο Καλιάτσης. Θα πήγαινε κι αυτός στο Μπογάζι! Αν έτρεχε τώρα, προλάβαινε ακόμη να βγάλει το μεροκάματο και το κατοστάρι του Μπεκιάρη. Συλλογιζόμενος έτσι, σήκωσε το μπουκάλι, ρούφηξε με μια γουλιά την εναπομείνουσα πορτοκαλάδα, ψιθύρισε ένα ΄΄ευχαριστώ΄΄ στην παρέα που τον κέρασε και πήδησε στον δρόμο...
Είχε όλα τα σύνεργα μαζί του. Τώρα περπατούσε βιαστικός -σχεδόν έτρεχε- ανατολικά. Πέρασε μπροστά από τον Αη Γιώργη, βγήκε απ΄το χωριό, προσπέρασε τον βράχο και έστριψε πριν το ξωκκλήσι των Ταξιαρχών αριστερά, κατευθυνόμενος βόρεια πια, προς το ξωκκλήσι της Παναγίας. Σχεδόν έτρεχε. Διάβηκε την περασιά στη ράχη του βουνού -που στο σημείο αυτό χαμήλωνε κατά πολύ- βγήκε στο παλιό εγκαταλλειμένο χωριό το Παζαϊτη, έφτασε στο ξωκκλήσι της Παναγίας, έκαμε βιαστικός τον σταυρό του και έφτασε τελικά ασθμαίνοντας στην άλλη ραχούλα που έβλεπε στο χιλιομόδι...
Πράγματι, οι βλάχοι το είχαν στήσει εκεί. Ένα πολύχρωμο ανθρωπολόι. Με τα ζα τους, με τα κοπάδια τους, με τα κουτσούβελά τους, με τα κιλίμια και τα υφαντά τους. Αρκετοί μάλιστα είχαν σηκώσει ήδη τα στελέχη για τις καλύβες τους. Ξεφόρτωναν τώρα και καλάμια απ΄τα μουλάρια, να τις ντύσουν...
Και κάπου εκεί μέσα, ο Καλιάτσης! Κάτω από κάτι θεόρατα πουρνάρια στις παρυφές του βουνού, να κουρεύει αράδα... Και να περιμένουν γύρω, ένα σωρό ακούρευτα βλαχόπουλα!
-Α ρε καψοκαλύβη Καλιάτση! ψιθύρισε οργισμένος ο Ντάρδας, προσπαθώντας να πάρει μερικές ανάσες, από το απνευστί μέχρι τώρα βάδην του.
Δεν έχασε όμως καιρό. Γρήγορα σηκώθηκε και πήρε την πλαγιά προς τους βλάχους. Δεν πρόφτασε όμως να πλησιάσει. Μόλις τον πήραν χαμπάρι τα τσοπανόσκυλα που τριγύριζαν εκεί, άρχισαν να γαυγίζουν δαιμονισμένα και να τον κυνηγούν. Τον πήραν στο κατόπι... Για λίγο νόμισε πως θα τον ξεσκίσουν τα άγρια ποιμενικά. Κατάφερε όμως να φτάσει πάλι στη ράχη και τα σκυλιά τον παράτησαν. Έπεσε κάτω λαχανιασμένος. Χωρίς ελπίδα, χωρίς δυνάμεις. Του είχε βγει η γλώσσα στην τρεχάλα. Έπρεπε επιτέλους να το αποδεχθεί... Δεν ήταν η μέρα του σήμερα. Περίμενε λίγη ώρα και αφού ήρθε στα συγκαλά του, πήρε κατηφής και νικημένος -σέρνοντας σχεδόν τα πόδια του- τον δρόμο του γυρισμού...
Το βράδυ, με το ίδιο σερνάμενο βήμα, βγήκε στην πλατεία. Τώρα, έπρεπε να αντιμετωπίσει, τον Μπεκιάρη. Δεν είχε κατοστάρικο να δώσει. Δεν ήθελε όμως και να κρυφτεί. Πέρα από το ότι δεν ήταν του χαρακτήρα του κάτι τέτοιο, ο Μπεκιάρης ήταν φίλος του. Να κρυφτεί από τον φίλο του; Θα του εξηγούσε πώς έχει η κατάσταση, θα του έλεγε να κάνει δυο-τρεις μέρες υπομονή, μέχρι να οικονομηθεί λίγο από τα μεροκάματα που του χρωστάγανε και θα τελείωναν όλα. Θα καταλάβαινε ο φίλος του, δε θα τούπαιρνε το κεφάλι. Στο κάτω κάτω, είχε κάνει τα αδύνατα δυνατά, για να μη βγει από τον λόγο του. Είχε εξαντληθεί εντελώς σήμερα, για να οικονομήσει αυτό το κατοστάρικο!
Είδε τον Μπεκιάρη να κάθεται μονάχος του, στο καφενείο του Νικολάκη. Δίπλα -στο μικρό πετρόχτιστο- καθόταν ο Καλιάτσης. Ρέμβαζε και κάπνιζε κάτω από την περγουλιά ο αθεόφοβος, σα να μην έτρεχε τίποτα! Ο Νικολάκης ήταν γιος του Καλιάτση και είχε χτίσει κολλητά στο πέτρινο του πατέρα του, το καφενείο. Ο Ντάρδας ανεβαίνοντας τα λίγα σκαλοπάτια, ένιωσε ξαφνικά πως δεν είχε δύναμη να αντιμετωπίσει κανέναν απ΄ τους δύο. Ούτε τον Μπεκιάρη, ούτε τον Καλιάτση που ήθελε τόσο πολύ να τον φτύσει πριν από λίγες ώρες. Έφτασε με κρύα καρδιά στο τραπέζι του φίλου του και κάθισε στην καρέκλα, αναστενάζοντας.
-Καλά ρε, δε σε πήραμε κι από το λαιμό... Έτρεξες πρωί πρωί να δώσεις τα λεφτά στον Καλιάτση, λες και δε θα βρισκόμασταν... του είπε ο Μπεκιάρης και άναψε τσιγάρο.
Ο Ντάρδας, γύρισε και κοίταξε κατάπληκτος τον φίλο του. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Ώσπου ο Μπεκιάρης του εξήγησε, πως ήρθε πριν από λίγη ώρα ο Καλιάτσης και του έδωσε ένα κατοστάρικο λέγοντας...
-Ήρθε εδώ το πρωί ο Ντάρδας και μου άφησε αυτό το κατοστάρικο για σένα!
Αυτό είχε πει ο Καλιάτσης και είχε απαγκιάσει πάλι κάτω απ΄την περγουλιά.
Ο Μπεκιάρης βιαζόταν όμως -έψαχνε να βρει κάποιον - και έφυγε γρήγορα. Ο Ντάρδας σηκώθηκε και πλησίασε μπερδεμένος τον άσπονδο εχθρό του. Όταν εκείνος όμως τον είδε νάρχεται από μακριά, θέλησε να μπει στο σπίτι. Ο Ντάρδας τον πρόλαβε όμως, τη στιγμή που διάβαινε την πόρτα...
-Σωτήρη!
Ο Καλιάτσης στράφηκε. Έδειχνε όπως πάντα, μουτρωμένος.
-Τώρα να σε ευχαριστήσω που μου πλήρωσες το χρέος ή να σε βρίσω για τη ταλαιπώρια και το ρεζιλίκι; του είπε ο Ντάρδας.
Ο Καλιάτσης πήγε να μπει στο σπίτι χωρίς να απαντήσει, μα τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Γύρισε και στράφηκε στον Ντάρδα...
-Δε μου χρωστάς τίποτα! είπε σα θυμωμένος.
-Αφού είσαι καλός άνθρωπος ρε, γιατί τα κάνεις αυτά; είπε ο Ντάρδας.
Ο Καλιάτσης πήγε να μπει μέσα μα ακούγοντας τον άλλον κρατήθηκε. Έστρεψε τα γαλάζια μάτια του, ίσα πάνω στον Ντάρδα...
-Ρε ξέρεις τι χαβά έκανα εγώ, την ώρα που σε κυνηγάγανε τα σκυλιά κι έτρεχες στον ανήφορο; Όχι κατοστάρι... Και πεντακοσάρι θα πλήρωνα για τέτοιο θέαμα! είπε ο Καλιάτσης και χωρίς να περιμένει απάντηση -έτσι πάλι σα θυμωμένος- έστρεψε την πλάτη και χάθηκε για τα καλά, στα ενδότερα της οικίας του...
Γιώργος Πύργαρης
11/10/23