Διήγημα
-Μέγας κόσμος εχάθη! Ερεβώδης και άδηλος, ο που ήρχετο...-
Ο Θέμης ευρίσκετο εις το πατρικόν του. Είχεν υπάγη εκείνο το πρωινό να κουράρει τον αυτάδελφόν του, όπως έκαμε καθημερινώς. Εις αναπηρικό αμαξίδιον ο αδελφός, εξ' αιτίας ασθενείας. Είχεν περάσει μίαν θυελλώδη γρίππην, έμεινε κατασταλθείς με τεχνικήν αναπνευστική υποστήριξη δύο και ήμισυ μήνας εις την εντατικήν εις τους Αγίους Αναργύρους των Αθηνών και έκτοτε δεν εκατόρθωσε να ορθωθεί. Όμως ο ατυχής, είχεν και άλλα. Ότε ήτο εις τον στρατόν, είχεν εκδηλώσει ψυχικήν νόσον, η οποία πολύ εταλαιπώρησε και τον ίδιον και την οικογένεια. Ενίοτε εγένετο βίαιος και επιθετικός, διότι εκατατρέχετο υπό φανταστικάς μανίας καταδιώξεως, χάνοντας κάθε λογικήν... Πολλοί έλεγον πως... από αυτό το μαράζι έφυγεν η καλή μήτηρ των. Όπως και ο πατήρ. Αφ' ης στιγμής όμως έπεσεν εις αναπηρίαν, ήτο πιο εύκολα διαχειρίσιμος. Ο Θέμης εφρόντιζε να του δίδει καθημερινώς τα φάρμακά του και ο Μιχάλης δεν διέφερε πια από έναν υγιή άνθρωπο. Εσυζητούσε κανονικώς όπως όλοι, εφρόντιζε τον εαυτό του όπου εδύνατο, ενίοτε εμαγείρευε πρόχειρα φαγητά και πολλές τον έβλεπαν να παίζει κιθάρα -ήτο επιδέξιος- και να τραγουδά, εις το μπαλκόνι του οίκου του. Είναι παράξενο πόσο ένα μικρό χάπι Αλοπεριντίν, ημπορή να διατηρήσει έναν άνθρωπο που πάσχει από τοιαύτην ψυχικήν νόσον, υγιήν, σχεδόν φυσιολογικόν.
Αφ' ης στιγμής λοιπόν απέθανον οι γονείς των, ο Θέμης εφρόντιζε τον αδελφό του και επήγαινε εις το πατρικόν του δύο, τρεις και τέσσερις φοράς την ημέραν. Διά να του δώκει τα φάρμακα, να του κάμει ένα μπάνιο, να του πάει φαγητό, να του κόψει σύκα. Στο ίδιο χωριό διέμενε άλλωστε και εκείνος με τη γυναίκα και τα τέκνα του. Αγαπούσε όμως τον αδελφό του, γιατί άλλον από την πρώτη του οικογένεια δεν είχε. Τον ήθελε να υπάρχει εκεί εις το πατρικό και ας ήτο υποχρεωμένος να τον φροντίζει καθημερινώς και να εκπληρεί τας ανάγκας του, χάνοντας πολλές από τες ελευθερίες του...
Εκείνο το πρωινό λοιπόν, ο Θέμης είχε δώσει το Αλοπεριντίν και ήμισυ Ακινετόν εις τον Μιχάλη και εσυζητούσαν πως έπρεπε να αλλάξουν τον καφέ. Μανιώδης καπνιστής ο Μιχάλης, έφτιαχνε πολλούς καφέδες την ημέραν διά να συνοδεύει τα σιγαρέτα του, με αποτέλεσμα να μην εκοιμάται καλώς τας νύκτας. Οπότε ο Θέμης του επρότεινε να πάρουν ντεκαφεινέ, όπου δεν έχει καφεΐνη... και ας έφτιαχνεν έπειτα, όσους καφέδες ήθελε...
Εκεί επάνω, ηκούσθη η κραυγή... Ήτο ανατριχιαστική! Σαν να ήρχετο από το υπερπέραν. Θολή και βραχνέα, σα να εκπορευόταν εκ ερεβώδους σπηλαίου. Γυναικεία... Σπαρακτική... Κι έπειτα πάλι σιωπή...
Ό Θέμης και ο Μιχάλης απέμειναν ως αγάλματα. Αλληλοκοιτάχθηκαν δι' ολίγον έντρομοι, μα γοργά ο Θέμης, ευγήκεν εις την βεράνταν της μονοκατοικίας. Τον ηκολούθησε και ο Μιχάλης με το αμαξίδιον. Απόλυτη ησυχία εις τη γειτονιά. Ερημία. Η ώρα θα ήτο περί της δεκάτης πρωινής, μα γύρω δεν εφαίνετο ψυχή ζώσα... Από πού ήλθεν λοιπόν αυτή η κραυγή; Ο Θέμης στράφηκε εις τον αδελφό του...
-Την άκουσες και συ ρε ή ήταν ιδέα μου;
-Τι ιδέα σου ρε;; Και βέβαια την άκουσα! Παναγία μου!...Τι ήταν αυτό;;
Το χωρίον των, καθώς και η γειτονιά του πατρικού, είχον έμβη εδώ και έτη εις μελανόν καιρόν. Πού η παλαιά πολυκοσμία, πού η πάλαι ποτέ ζωντάνια... οι άνθρωποι. Το χωρίο άδειαζε. Μόνο θάνατοι και διόλου γεννήσεις. Το περασμένον έτος συνέβησαν εις το χωρίο δεκαεπτά θάνατοι -πέντε εξ΄αυτών νέων- και μόνον μία γέννησις. Οσμή παρακμής εβασίλευε παντού. Και ερημία. Εις την γειτονιά των, εις ολίγους μόνον οίκους εδιατηρείτο ζωή. Πολλοί ήσαν σφαλιστοί, εφόσον οι ηλικιωμένοι παλαιοί αφέντες των, είχον αποθάνει και οι κληρονόμοι εζούσαν εις Αθήνα ή εις άλλας πόλεις. Ένιαι οικίαι τις είχον ενοικιάσει, μετανάσται εκ του Πακιστάν, εκ του Μπαγκλαντές, έτι και εκ του Νεπάλ τελευταίως. Δεν ήτο πια αυτό οπού ήξευραν το χωριό των. Μόνο μνήμαι... Μνήμαι και μνήματα...
Όμως, από πού ημπορεί να ήλθεν αυτή η κραυγή; Εις τον δρόμο δεν εκινούτο μήτε κύνας. Μία γαλή μόνον λιαζόταν εις την κολώνα της μάντρας. Αριστερά, εις το πάλαι ποτέ οσπίτιον του Γιώργου Λάμπρου, όπου διέμενεν εκεί με τη σύζυγο και τας θυγατέρας του, δεν υπήρχεν ψυχή. Μόνον μία τσέτα Πακιστανών πια, οι οποίοι τέτοιαν ώραν έλειπον εις αγροτικάς εργασίας. Η δε θύρα των, ήτο ερμητικά κλειστή. Έναντι διέμενεν ο παιδικός φίλος του Θέμη, Σωτήρης. Όμως τέτοιαν ώρα έλειπεν και εκείνος εις τους αμπέλους του. Ψυχή δεν υπήρχεν πια και εκεί, αφού οι γονείς του Σωτήρη... ο μπάρμπα Ντίνος και η θεία Νίτσα, είχον αποθάνει. Δεξιά, το ερημικό πέτρινο, του μπάρμπα Πανάγου και της θείας Μαρίας. Αποδημήσαντες εις Κύριον εδώ και πολλά έτη. Η δε εναπομείνουσα θυγάτηρ των, εζούσε εις την Αθήνα... σπανίως ήρχετο πια. Πιο κάτω και εκεί ερημία. Το σπίτι των Παναήδων, όπου εζούσε πια μόνος, εις τυφλός εγγονός. Έρημοι και σφαλιστοί παρακάτω οι οίκοι του μπάρμπα Πέτρου Δαούτη και της θείας Κούλιας, όπου ενίοτε διέμενεν άλλη μία τσέτα μεταναστών εκ του Μπαγκλαντές. Έρημοι και οι οίκοι του μπάρμπα Μιχάλη και της Ιφιγένειας, του Αγαμέμνονα και της Σιδερής. Όλοι νεκροί...
Ο Θέμης έστριψε ένα τσιγάρο και κάθισε εις μίαν καθέκλαν της βεράντας. Και όμως, δεν ήσαν πάντοτε έτσι τα πράγματα... Το χωρίο προ είκοσι-τριάκοντα ετών, έσφυζεν από ζωή! Η γειτονιά των μία οδός φωτός, όπου κάθε οίκος ήτο μια ευτυχισμένη κυψέλη! Γέροντες και γραίαι εις τας αυλάς και βεράντας εσυζητούσαν, δραστήριοι μεσήλικες επηγαινοέρχοντο με τρακτέρ και αυτοκίνητα, με μικρά κοπάδια αμνοεριφίων... Τα παιδία -πολλά παιδία- την εσπέραν εσυνάζοντο εις σημεία της οδού και έπαιζον διάφορα παιχνίδια... Κυνηγητό, κρυφτό, ποδόσφαιρο, βεζύρη, τα μήλα... παιχνίδιον όπου ενίοτε ελάμβαναν μέρος και μεγάλοι. Φωναί και γέλια παντού. Οι άνθρωποι ήσαν μονιασμένοι και δεμένοι, ο καθείς κατανοούσε τας δυσκολίας του άλλου, αι γυναίκαι οπού ευρίσκοντο την ημέρα εις τας αγροτικάς εργασίας και δεν είχον προκάμει να ζυμώσουν, δεν το είχαν κακό να δανεισθούν μισό καρβέλι, ντομάτες, αυγά από την γειτόνισσα. Την άλλην τα επέστρεφαν φυσικά... Οι άνθρωποι εμοιράζοντο δίκαια το φως του ηλίου, βοηθούσαν ο ένας τον άλλον εις το κόψιμο του πατατόσπορου, εις τον τρύγον, εις τα κρόμμυα, τον καπνόν. Οι οίκοι ήσαν ανοικτοί εις όλους! Ουδείς θα επίστευε εκείνην την εποχή, πως όλα θα εγίνοντο εντός ολίγων ετών καπνός, πως το χωρίο θα εμαράζωνε ως σταφίδα... πώς θα άλλαζε εντελώς το χρώμα και τον χαρακτήραν του, με τόσους μετανάστας εξ ανατολής, πως οι εναπομείναντες θα ησθάνοντο τόσο μόνοι, τόσο παραμελημένοι από τας κυβερνήσεις, όπου έδιδαν την εντύπωση ουχί μόνο πως δεν ενδιαφέρονται διά την κατάστασιν του χωρίου και των χωρίων της υπαίθρου εν γένει, μα το χείριστο... πως δεν είχον καν επίγνωσιν αυτής της καταστάσεως. Το μόνο οπού δεν παρέλειπαν να δηλώνουν εις τας τηλεοράσεις, ήτο πως εκείνοι δεν ήσαν νατιβισταί...
Ο μοναδικός οίκος όπου ήτο έτι εν ζωή εις αυτήν την οδόν, ήτο ο οίκος της Αθηνάς και της θυγατρός της. Υπανδρευμένη με τον Πάρη -αστυνομικό- η Σπυριδούλα, είχαν και δύο υπέροχα παιδία. Τον Γιαννάκη και την Αθηνούλα. Μόνον η δική τους αυλή εθύμιζε λοιπόν, κάτι από τα παλαιά. Ο Γιαννάκης έπαιζεν με την αδελφή του τα απογεύματα, κρυφτό, μπάλα, εφώναζαν, εμάλωναν, εγελούσαν... Τα καλοκαίρια εκαταβρέχοντο με το λάστιχο της βρύσης, κοντολογίς η οικία των ήτο ευτυχής και η μόνη που αντιστεκόταν με πείσμα, εις τον γενικόν μαρασμόν. Όμως σήμερα και αυτά τα παιδία έλειπαν εις το σχολείο, οι γονείς των στας εργασίας των και η γραία Αθηνά είχεν υπάγη εδώ και αρκετάς ημέρας, στα πατρικά της μέρη εις τα ορεινά της Καρδίτσης...
Από πού ήλθεν λοιπόν αυτή η κραυγή;
Οι δύο αδελφοί απέμειναν αρκετήν ώρα εις την βεράντα, προσπαθώντας να δώκουν μίαν λύσιν εις το ανεξήγητον του φαινομένου, μα δεν τα κατάφεραν. Μήπως ήτο κάποια περαστική γυνή που δεν επρόλαβαν να ιδούν; Και διατί εκραύγασε; Μήπως συνέβη κάποιο κακό, που δεν εγνώριζον ακόμη; Ή μήπως ήτο κάποια μεταφυσική δραστηριότης, όπου παραδόξως η ενέργειά της, επηρέασε και τους δύο; ...
Κάπως έτσι αορίστως, έκλεισεν εντός του το ζήτημα ο Θέμης και δίχως να εύρη απαντήσεις, εσυνέχισεν την ζωή του. Ώσπου ελησμόνησεν εντελώς το ζήτημα...
Θα επέρασεν ένα έτος. Μίαν ημέραν, όδευε από την πλατεία πάλι προς τον αδελφό του. Καθώς επλησίαζε όμως εις το πατρικό του, συνάντησε εις το διπλανό σπίτι, την Βούλα. Ήτο παλαιά γειτόνισσα των παιδικών του χρόνων. Θυγάτηρ του μπάρμπα Πανάγου και της θείας Μαρίας -έτη τώρα συγχωρεμένων- και είχε υπανδρευθή εις τας Αθήνας. Όσο ζούσε ο Φώτης ο άνδρας της -ένας ζωντανός, αεικίνητος και χωρατατζής ανήρ- επισκέπτονταν συχνά το χωριό και ήνοιγαν το μικρό σπίτι των γονέων. Μετά την απώλεια και αυτού, αι επισκέψεις αραίωσαν. Όμως η Βούλα απώλεσε το περασμένο έτος και την αδελφή της Σοφία. Εμφάνισε αίφνης ειλεό εκείνη και κατά την διάρκεια μιας αποτυχημένης εγχειρίσεως, δυστυχώς εχάθη. Ο Θέμης μάλιστα είχε παραστεί και εις την κηδεία της, εις τας Αθήνας...
Η Βούλα λοιπόν, καλοστεκούμενη αλλά εβδομηντακονταετής πια -ο Θέμης ως παιδίον την ενθυμείτο κοπέλα, οπού πολλές έβγαινεν με την αδελφή της και έπαιζον όλοι μαζί εις τον δρόμο τα μήλα- ήτο ακόμη ψυχολογικό ράκος. Αφού εχαιρετίσθησαν εγκαρδίως, είπεν στον Θέμη πως ακόμη δεν έχει κατορθώσει να υπερβεί τον αιφνίδιον θάνατον της ηγαπημένης αδελφής. Αλήθεια, ήσαν πολύ δεμέναι. Του εξομολογήθη ακόμη, πως προ ενός έτους περίπου, ήλθεν μόνη διά μίαν δίωρην επίσκεψιν εις ταύτην την οικίαν... μα ότε ήνοιξε την θύραν, ησθάνθη τέτοιαν απελπισίαν αντικρίζοντας το βουβό εσωτερικόν του πτωχού πατρικού, οπού δεν άνθεξε. Την πλημμύρισαν αίφνης αι μνήμαι των παιδικών ετών, των γονέων, του απωλεσθέντος συζύγου, της αδελφής, τόσαι εορταί, τόσα Πάσχα... Χριστούγεννα, κουβένται, γέλωτες, αστεϊσμοί, τραγούδια... βεγγέραι με γείτονας, συγγενείς και γειτόνισσας... τόσα περιστατικά... ευωδιαί, μύρια συναισθήματα... Απόμεινε εις την θύρα, θωρώντας με τρόμο την παρούσα σιωπή... τα βουβά έπιπλα, το κενό ντιβάνι, το κλειστόν παράθυρον, την σβηστήν πατρογονικήν εστίαν και συνειδητοποίησε πως όλοι πια είχον φύγει διά παντός, ήτο η μόνη οπού έμενε να σηκώσει το βάρος απεράντου μνήμης... Συνειδητοποίησε πως ο χρόνος ήτο μέγας φονεύς και εκείνη ορθή αλλά έρημη, ολομόναχη ανάμεσα σε νεκρούς, θύμησες και ερείπια!
Απόμεινε εκεί εις την θύραν... Δεν ημπόρεσε να κάμει βήμα εντός... Και χωρίς να το θέλει, ξεπήδησε εκ βαθέων της, η ρειθήσα τραγική κραυγή...
Γιώργος Πύργαρης
22 Αυγούστου 2024