-διήγημα-
(εις την απλήν καθαρεύουσαν βεβαίως, λόγω κεκτημένης ταχύτητος και... του νόμου
της αδρανείας, διότι εγράφη αμέσως μετά το... ο γέλως ο γαργαριστός)
Το έτος
εκείνο, ο Θέμης προητοιμάζετο διά εισαγωγικάς εξετάσεις, εις το Πανεπιστήμιον. Ένοικίαζεν δωμάτιον εις Θήβαν. Εις το ξενοδοχείον Νιόβη. Διαμένων
εκεί, εδιάβαζεν σοβαρώς εκ της αρχής της περιόδου, διά τας επερχομένας
πανελληνίους, αίτινες θα διεξήγοντο τον ερχόμενον Ιούνιον...
Το δώμα ήτο καλόν. Καθαρόν, ζεστόν τους
χειμερινούς μήνας και διέθετεν μικρόν εξώστην προς ανατολάς. Έβλεπεν προς Επαμεινώνδου, την κεντρικήν οδόν της πόλεως. Μοναδικόν μειονέκτημά του, πως δεν
διέθετεν ιδιωτικήν τουαλέτα. Ήτο πιο φθηνόν έτσι. Η τουαλέτα ήτο κοινή με
άλλους ενοίκους και ευρίσκετο εις το τέλος του διαδρόμου. Όμως, δεν ήτο μέγα το
θέμα. Δεν υπήρχεν δα και κοσμοσυρροή εις εκείνην την πτέρυγαν. Ο Θέμης όποτε
επήγαινε εις τουαλέταν, την έβρισκεν πάντα εύκαιρην, ακόμα και διά λουτρόν με
θερμόν ύδωρ.
Οι πελάται του ξενοδοχείου, ήσαν συνήθως
περαστικοί. Επαγγελματίαι ταξιδιώται οίτινες διενυκτέρευον διά μίαν μόνον
νύκταν, ελάχιστοι μαθηταί, ξένοι τουρίσται κυρίως τους θερμούς μήνας,
διαβατικοί έμποροι και αρκετοί έφεδροι ή μόνιμοι αξιωματικοί, οίτινες υπηρέτουν
εις τον στρατώνα των Θηβών. Κάποτε είχεν εμφανισθεί και μία μοιχαλίς εκ Ρόδου,
η οποία παρέτησεν εκεί σύζυγον και παιδία και ήλθεν να εύρη τον εραστή της -νεαρόν αξιωματικόν- όστις μέχρι προσφάτως υπηρέτει εις Ρόδον ως φαίνεται, μα
έλαβεν μετάθεσιν διά Θήβαν. Η γυνή, μεθ΄ ολίγον καιρόν -μη ανθέξασα μακράν
του- τον ηκολούθησεν. Το γεγονός εμαθεύθη, διότι ο
αξιωματικός αντέδρασεν ασκαρδαμυκτί, ότε αίφνης την είδεν εμπρός του. Θυμωθείς
επέπληξεν σφόδρα την ασύνετον πράξιν της, οπού έκαμεν του κεφαλιού της ύπανδρος γυνή, χωρίς μάλιστα να τον ηρωτήσει. Εν συνεχεία, εκείνος ηξηφανίσθη εκ του
ξενοδοχείου, αφήνοντάς την ως λέμε... μπουκάλαν! Η μοιχαλίς έμεινεν
αρκετάς ημέρας εκεί, αναμένουσα ματαίως
τον εραστήν και καθώς ήτο ελαφρόμυαλος, έκλαιγεν και εκοινωλόγει εις πάντας το
πάθημά της, ζητώσα βοήθεια ακόμη και εξ αγνώστων... να της εφέρουν οπίσω τον
εραστήν ή να την δανείσουν χρήματα, διά να επιστρέψει εις Ρόδον. Τελικώς, μάλλον προθυμοποιήθει να την δανείσει εις ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου -αμφιβόλου ποιότητος πρόσωπον, με πρώην θητείαν εις φυλακάς- όστις ενδεχομένως να εζήτει και ερωτικά ανταλλάγματα εξ αυτής. Τώρα, τι απόγινε εις την Ρόδον και εάν ο ηπατηθείς σύζυγος την εδέχθη, σκοτεινόν και αδιερεύνητον. Η ουσία, πως μία των ημερών, οι ένοικοι του ξενοδοχείου Νιόβη, ησύχασαν εκ των οχλήσεων της δωδεκανησίου μοιχαλίδος...
Ο Θέμης όμως,
είχεν πάρει σοβαρά τας εξετάσεις του. Ήθελεν οπωσδήποτε να εισέλθει εις το
πανεπιστήμιον. Δι' αυτό, δεν είχεν πολλά με τους περιστασιακούς ή μονίμους
συνενοίκους του, μήτε επεδίδετο εις βόλτας εις καφετερίας και ντισκοτέκ ως
έκανε τα προηγούμενα έτη. Εδιάβαζεν αφειδώς και εδιαβίει ησύχως εις το
δωματιάκι του. Μοναδική
διασκέδασις, έν παλαιόν κασετόφωνον με ολίγας κασέτας, όπου το ήνοιγεν χαμηλώς
εις το διάβασμα, διά να έχει συντροφίαν την μουσικήν.
Παραφωνία μόνη εις την γαλήνην των ημερών
εκείνων, εις ανθυπολοχαγός. Διέμενεν εις το διπλανόν ακριβώς δώμα. Μία μεσοτοιχία
τους εχώριζε. Διέθετε και εκείνο εξώστην -γειτνιάζοντος του εξώστου του Θέμη. Ο
θηριώδης ούτος ανθυπολοχαγός, ήτο εν γένει ήσυχος και αθόρυβος ανήρ, πολλάς
ώρας της ημέρας μάλιστα, έλειπεν εις τον στρατώνα. Ενίοτε όμως εδέχετο
επίσκεψιν υψηλής ξανθοκόμου και καλλιπύγου νεαράς, ήτις ήρχετο μάλλον εξ
Αθηνών. Τας ημέρας εκείνας λοιπόν, ο ανθυπολοχαγός και η νεαρά, επεδίδοντο εις
συνεχείς ερωτικάς περιπτύξεις και οι στεναγμοί των διεπέρνων την μεσοτοιχίαν,
ενοχλούντες τα μάλα τον δόλιον Θέμην. Ο οποίος
όμως δεν ημπορούσε να κάμει τι... Να ομιλήσει εις τον θηριώδη ανθυπολοχαγόν ή
να διαμαρτυρηθεί εις την διεύθυνσιν του ξενοδοχείου; Δεν έκαμεν τίποτα
απολύτως, παρά υπέμενεν ως άλλος Ιώβ, τους σκανδαλιστικούς ήχους του γειτνιάζοντος
δώματος, όποτε ενεφανίζετο η θερμή και καλλίπυγος ερωμένη.
Ενίοτε όμως και ο
Θέμης, εδέχετο επισκέψεις φίλων και συμμαθητών. Εις εξ αυτών, ήτο και ο
συγχωριανός του Γαβρίλης. Ο οποίος το περασμένον έτος -ότε ο Θέμης δεν διέθετε
δώμα εις Θήβαν αλλά επηγαινοέρχετο καθημερινά εκ του χωρίου του με την
συγκοινωνίαν- τον είχε σώσει ότε απεκλείσθη αίφνης εις την πόλιν εκ της χιόνος,
φιλοξενών τον εις το πτωχικόν μα σωτήριον -ως απεδείχθη- δώμα του.
Εν απόγευμα του έαρος λοιπόν, ο Γαβρίλης επεσκέφθη τον
Θέμην εις το ''Νιόβη''. Οι δύο φίλοι έφτιαξαν καφέν - ήτο της μοδός τω καιρώ
εκείνω ο χτυπητός εις πλαστικόν σέικερ φραπές- και τον έπιον με καλαμάκιον,
συζητώντες διά διάφορα ανούσια της ηλικίας των. Η... καλλίπυγος
του ανθυπολοχαγού την ημέραν εκείνη, ευρίσκετο εις το διπλανόν δώμα και ο Θέμης το εγνώριζεν ασφαλώς. Ο δε Γαβρίλης ηγνόει εντελώς και τον ανθυπολοχαγόν και την ερωμένην,
όπως φυσικά και τας θορυβώδεις, ερωτικάς περιπτύξεις των...
Αφού οι δύο φίλοι τα είπον ικανήν ώραν, ο
Γαβρίλης κάποιαν στιγμήν, εξέφρασε την ανάγκην να μεταβεί εις την τουαλέτα διά
να ουρήσει. Ήτο προχωρημένον έαρ, έκαμεν ζέστη και η μπαλκονόθυρα ήτο
ορθάνοιχτος. Ο Γαβρίλης ήτο μάλαμα παιδί. Πανέξυπνος, φιλόξενος, καλόκαρδος, πιστός φίλος,
μα ενίοτε ολίγον αφελής. Επίστευεν, ό,τι και να του έλεγεν κανείς, νομίζων ότι είχον
όλοι την καλήν του καρδίαν και μπέσαν. Ο Θέμης -ως να τον εκίνησε δαίμων φαρσέρ, την ημέραν εκείνην- ηθέλησεν να κάμει μικρόν αστείον εις τον φίλο
του, που βεβαίως ηγάπα...
-Γαβρίλη, το
δωμάτιο είναι μια χαρά, αλλά στο θέμα της τουαλέτας έχω ένα μικρό πρόβλημα...
-Δηλαδή;
-Να, για να πάω στην τουαλέτα, πρέπει να βγω
στο μπαλκόνι, να πηδήσω το χώρισμα και να βρεθώ στο διπλανό μπαλκόνι. Εκεί είναι
η τουαλέτα!
-Σοβαρά; είπεν ο ανύποπτος Γαβρίλης.
-Σοβαρά! απήντησεν ο Θέμης.
Ο Γαβρίλης ηύγε εις τον εξώστην. Είδε το
χώρισμα.
-Καλά, δεν είναι και τίποτα δύσκολο να το
πηδήσεις! Αλλά... κάνεις κάθε φορά αυτή τη δουλειά οπότε θες να πας
τουαλέτα;
-Τι να κάνω, μπορώ να κάνω κι αλλιώς;
απήντησεν ο Θέμης.
-Χειμώνα καλοκαίρι... Μέρα νύχτα, πηδάς από
δω για να πας στην τουαλέτα;
-Ναιιιι... απήντησεν ο Θέμης -εκπλαγείς και ο ίδιος, δια το πώς ο φίλος του δύναται να πιστεύει, τοιούτην παράλογον εκδοχήν-.
-Ρε τι ξενοδοχείο είναι αυτό... Καλά, θα πάω
όμως, γιατί δε κρατιέμαι, θα μου σκάσει η φούσκα!... είπεν ο Γαβρίλης.
Ο Θέμης έτρεξεν διά να προλάβει τον φίλον
του -και ίσως τα χειρότερα- αλλά εκείνος με έν σάλτον, είχεν ήδη πηδήσει το
χώρισμα και είχεν βρεθεί εις τον εξώστην του ανθυπολοχαγού. Εκεί όμως,
απόμεινεν ενεός! Ο Θέμης, είδεν τον Γαβρίλην στήλην άλατος, με ανοιχτόν στόμα
και οφθαλμούς γουρλωμένους ωσάν μπάμπακας, να ορά προς το εσωτερικόν του δώματος
και να μην δύναται να κάμει τι. Μόνον παρέμενεν ακίνητος εις την ιδίαν θέσιν.
Άγαλμα! Με ανοικτόν στόμα και γουρλωμένους οφθαλμούς. Εις το κρεβάτι...
θεόγυμνοι ο ανθυπολοχαγός με την καλλίπυγον, εις προχωρημένην ερωτικήν
περίπτυξιν. Πόδες υψηλά και ώσεις! Είχον αρχίσει μάλιστα να ηκούγοντο δυνατά και
οι συνήθεις ερωτικοί στεναγμοί των. Το ζεύγος όμως ήτο τόσον αφοσιωμένον εις
το... έργον του -ο ανθυπολοχαγός είχεν την πλάτην στραφείσα προς τον εξώστην- και ευτυχώς δεν αντελήφθη τον
ακάλεστον και άκρως παρείσακτον διά την περίστασιν, επισκέπτην. Ο Γαβρίλης κάποιαν
στιγμή, διαισθάνθη το λίαν επικίνδυνον της θέσεώς του και επιτέλους εκινήθη!
Αθόρυβος ως αίλουρος, επήδησεν πάλιν εις τον εξώστην του Θέμη και διεσώθη!
Είτα, ταραγμένος, κάθιδρος και λίαν ερυθρός εις το πρόσωπον, έπεσεν ανάσκελα
εις το κρεβάτι, προσπαθών να συνέλθει εκ της εκπλάγου σκηνής όπου
μόλις αντίκρισεν....
-Ρε τι μού' κανες! Τι ήταν αυτό Παναγία
μου!... Ρε τι ήταν αυτό που μού' κανες!... Καλά, πώς πίστεψα ο βλάκας τέτοιο
ψέμα... Ρε πώς το σκέφτηκες αυτό! Ρε ξέρεις πόσο ξύλο θα τρώγαμε;; έλεγεν
διαρκώς ο καημένος ο Γαβρίλης όπου μόνον τώρα αντελαμβάνετο τι ακριβώς
εμηχανεύθη ο Θέμης, όστις είχε σωριασθεί εις το πάτωμα και εκράτει
την κοιλίαν του εκ του γέλωτος...
Γιώργος Πύργαρης
13/10/23
Φιλολογική επιμέλεια: Κυριάκος Γεωργιάδης
(πίνακας: Χαλούλος Παναγιώτης)