Translate

Saturday, September 16, 2023

Η πλατεία Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο



-διήγημα/στον Άγγελο-


   Είναι πανέμορφη η πλατεία Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο. Μικρή, βολική, ανθρώπινη. Μπροστά στο σπίτι του συγγραφέα, σχεδόν κρυμμένη κι ας είναι σιμά στην οχλοβοή της κεντρικής οδού που φέρει κι εκείνη το όνομα του συγγραφέα μα τελικά δεν είναι, παρά μια τουριστική εμποροπανήγυρι για σουλάτσο, γρήγορο φαγητό και ψώνια. Τους καλοκαιρινούς μήνες εκεί, ακούς μόνον αγγλικά, ιταλικά και γερμανικά. Την ομορφιά της πλατείας Παπαδιαμαντη όμως, την ανακάλυψα εντελώς τυχαία ένα βράδυ...
  Είχα αποφασίσει να γράψω ένα διήγημα με αφορμή την επίσκεψή μου στο σπίτι-μουσείο του συγγραφέα -και είχα αρχίσει μάλιστα να το γράφω, ενώσο βρισκόμουν ακόμη στο νησί- αλλά δε θυμόμουν τι ακριβώς δέντρο δέσποζε στην ανατολική πλευρά. Και ήθελα να το αναφέρω. Το είχα δεί βιαστικά το πρωινό της επίσκεψής μου στο μουσείο, αλλά δεν το είχα προσέξει καλά, γιατί η προσοχή και τα συναισθήματα μου ήταν στραμμένα ολοκληρωτικά στην πολυπόθητη συνάντηση μου με το σπίτι του συγγραφέα. Όταν όμως εκείνο το βράδυ το ξαναθυμήθηκα, παρέκλινα από την κεντρική οδό, για να δω ποιο ήταν το δέντρο που ήθελα να αναφέρω στο διήγημά μου...
   Ξαφνικά βρέθηκα σε έναν άλλον κόσμο! Από το θορυβώδες πολύχρωμο μελίσσι, στην ησυχία και την ποίηση! Από το εμπόριο και τα ξενόγλωσσα κουβεντολόγια, στη μυσταγωγία! Δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι που όμως δεν απείχαν μεταξύ τους, παρά τριάντα μόλις δευτερόλεπτα! Ήταν σα να έστεκε εκεί -εμπρός στο σπίτι του- αόρατος φρουρός ο κυρ Αλέξανδρος και να μην άφηνε την... εξέλιξη να περάσει. Ήταν σα νάλεγε...
   -Όλα θα τ' αλλάξετε μωρέ, ετούτο όχι!
  Σα να είχε παγώσει ο χρόνος. Ένα μεγάλο πευκοκουκούναρο -αυτό ήταν το δέντρο που γύρευα τελικά- δέσποζε στη μέση της μικρής πλατείας. Αριστερά, το σπίτι του Παπαδιαμάντη και δίπλα του, άλλο θαύμα! Το καφενείο "η νοσταλγός"... Ένα παλιό πέτρινο με κεραμιδένια στέγη, με πόρτα και δυο παράθυρα ένθεν κακείθεν, σαν χαρούμενα, αστραποβόλα μάτια. Θα μπορούσε να ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο και το 1880. Και το 1909. Δεν αποκλείεται, να πρόκειται για το κτίριο που βρισκόταν παλαιότερα το γειτονικό παντοπωλείο του Ζιμπλού, που ο Παπαδιαμάντης περνούσε συχνά εκεί τα μεσημέρια και τ΄απογεύματά του. Μια τεράστια βουκαμβίλια γεμάτη μωβ άνθη ρίζωνε αριστερά της πόρτας και στεφάνωνε την πρόσοψη σαν κορώνα. Μικρότερα φυτά αναριχούνταν στον τοίχο από το μπροστινό παρτέρι. Στην πλατεία τακτοποιημένες πολυθρονίτσες και πάνω στα τραπεζάκια αναμμένα απαλά φωτιστικά. Ήταν χάρμα οφθαλμών! Απομείναμε με τη σύζυγό μου να χαζεύουμε έκθαμβοι αυτήν την απρόσμενη ομορφιά και ησυχία. Δεν αργήσαμε βέβαια διόλου να αποφασίσουμε πού θα περνούσαμε το αποψινό βράδυ. Δεν προλάβαμε καλά καλά να καθίσουμε και μια πανέμορφη και θρεμμένη γάτα με καφετιές ρίγες, στάθηκε ήρεμη δίπλα μας κι άρχισε να μας παρατηρεί, περιμένοντας ίσως το κατιτίς της. Σχεδόν αμέσως μια χαμογελαστή, μελαχρινή κι ευγενική κοπέλα, ήρθε να μας χαιρετήσει και να πάρει παραγγελία...

   Ήταν μαγικό για μένα να πίνω το ποτό μου λίγα μέτρα μονάχα από το σπίτι που έζησε, μεγάλωσε και άφησε την τελευταία του πνοή, ο αγαπημένος μου Παπαδιαμάντης! Τον φανταζόμουν εκεί τριγύρω, ανήσυχο νεανία να επιστρέφει κατηφής και θυμωμένος από την Χαλκίδα μετά τον τσακωμό του με έναν καθηγητή -επειδή βρήκε λέει τον καθηγητή ανεπαρκή- και να μη ξαναπατάει ποτέ πια σ' αυτό το Γυμνάσιο. Τον έβλεπα να προσπαθεί να διαλέξει ανάμεσα στον μοναχισμό και στη μόρφωση, να ετοιμάζει μαζί με τον φίλο του το ταξίδι στο Άγιο όρος, μα να επιστρέφει ξανά μετά από έξι μήνες, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Αθήνα. Τον έβλεπα να φεύγει και να επιστρέφει κάθε τόσο, ν' ακούει τον εξάψαλμο από τον πατέρα του -τον παπά Αδαμάντιο- γιατί παράτησε τις σπουδές του στη φιλοσοφική, τον έβλεπα να βγάζει το κεφάλι του από τη γωνία και να μας κοιτάζει ενώ πίναμε τα ποτά μας, τον έβλεπα να έρχεται στο σπίτι του με τον Καρκαβίτσα σε κείνη την περιβόητη επίσκεψη του 1909, τον έβλεπα να επιστρέφει καμιά φορά τρεκλίζοντας ελαφρά απ΄τις μουριές... το οινοπωλείο με το ολύμπιο μοσχάτο του Θωμά Σαραφιανού... Ήταν εκεί δίπλα μας, τόσο κοντά, αυτός ο αρχάγγελος των γραμμάτων, ο φτωχός, ο ρακένδυτος, ο σχεδόν πένης που όμως ύψωσε τον άνθρωπο και υποκλίθηκαν στο μεγαλείο του ακόμη και βασιλιάδες. Αύριο το πρωί μάλιστα -ναι αύριο το πρωί- θα επισκεπτόταν το σπίτι του κι αυτή η σημερινή πρόεδρος της Δημοκρατίας που βρισκόταν στη Σκιάθο για τα Κατσώνεια... Μα τι είχε τέλος πάντων αυτός ο άνθρωπος που συνεχίζουν να λατρεύουν οι πάντες, εκατόν δώδεκα χρόνια μετά τον θάνατό του; Ίσως επειδή ακόμη και οι βασιλιάδες, κρύβουν βαθιά μέσα τους έναν φτωχό Παπαδιαμάντη. Ίσως γιατί όλοι τελικά μέσα μας δεν ήμαστε τίποτε άλλο, παρά μοναχικοί και ρακένδυτοι άγγελοι, που έχουμε πέσει από τον ουρανό σ' έναν σκληρό κόσμο. Και ο Παπαδιαμάντης μας το μαρτύρησε.

   Ήμουν κυριευμένος από την αύρα του. Όμως από τις σκέψεις μου με έβγαλε η μελαχρινή κοπέλα του καφενείου "η νοσταλγός" που ερχόταν κάθε τόσο να μας εξυπηρετήσει. Πιάσαμε την κουβέντα. Ευγενική, ζωντανή, με χιούμορ, δεν άργησε να μας κερδίσει. Ήταν Σκιαθοπούλα. Δεν άργησα επίσης να καταλάβω, πως παρά τις τεράστιες αλλαγές των καιρών, την ξενομανία, την καθημερινή επέλαση της Φραγκιάς, των Γερμανών και των Σαξόνων, μέσα της παρέμενε Σκιαθοπούλα! Σαν τη Μαριώ το Πετρί του Γιάννη Μυγδαλάκη, ή τη Μοσχούλα στο όνειρο στο κύμα, όμως θα μπορούσε να είναι και κάθε άλλη Σκιαθίτισσα σαν αυτές που μας χάρισε ο Παπαδιαμάντης, από την ιλαρότητα μέχρι την τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης. Μα η Παναγιώτα -Παναγιώτα την έλεγαν- ήταν ακόμη νέα. Πρόσχαρη, προσηνής και χαμογελαστή. Ελληνίδα, πέρα ως πέρα! Θα μπορούσε να είναι ακόμη και το Λαλιώ στο διήγημα... "η νοσταλγός" που έδωσε και το όνομα στο υπέροχο καφενείο της, το οποίο διατηρούσε μαζί με την επίσης γλυκιά, ταπεινή και ευγενική αδελφή της, την Κυριακή...

   Όμως... όμως ήθελα ακόμη κάτι από αυτήν την άκρως συμπαθητική Σκιαθοπούλα, που έκανε χιούμορ ακόμη και με τους περαστικούς ξένους. Περνώντας από την πλατεία Παπαδιαμάντη και βλέποντας την ομορφιά αυτού του καφενείου, πολλοί ήθελαν να φωτογραφηθούν μπροστά στην πόρτα και τα σκαλοπάτια του και δε δίσταζαν να αγγαρεύουν κάθε τόσο την Παναγιώτα να τους τραβήξει φωτογραφίες με τα κινητά τους. Και εκείνη υπέμενε κάθε τόσο τις παρακλήσεις τους -είχε δεν είχε να εξυπηρετήσει πελάτες- υπέμενε ακόμη και τις απαιτήσεις τους να πάει πιο πίσω και ακόμη πιο πίσω για να πάρει γενικό πλάνο όλης της πρόσοψης κι ας ήξερε πως οι περισσότεροι απ' αυτούς, θα συνέχιζαν αλλού τη βόλτα τους και δε θα παράγγελναν ούτε μισό καφέ να τον πιουν στο ποδάρι ή να τον πάρουν στον δρόμο.
  -Αν όλοι αυτοί που έρχονται και φωτογραφίζονται εδώ, έπαιρναν και κάτι, θα είχαμε γίνει πλούσιοι! Αμ θ' αρχίσω να τους χρεώνω πέντε ευρώ τη φωτογραφία! έλεγε η Παναγιώτα και ξεσπούσε σε ένα γάργαρο γέλιο... 
  Όμως εγώ, ήθελα κάτι ακόμη απ' αυτήν. Με είχε κερδίσει, έβλεπα μέσα της όλες τις αυθεντικές Σκιαθίτισσες του συγγραφέα, αλλά μέσα μου με έτρωγε κάτι. Κάτι που για μένα ήταν πολύ σημαντικό. Ήθελα να τη ρωτήσω ποια η γνώμη της για τον Παπαδιαμάντη. Ήθελα να δω εάν τον έβλεπε σαν τουριστική ατραξιόν, σαν το μέσον που φέρνει ίσως λεφτά στο μαγαζί της. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Σε απογευματινή τηλεφωνική συνομιλία με φίλο μου -καθηγητή και υψηλό διανοούμενο- μου είχε πει το εξής μη παρήγορο και δυστυχές...
  -Εμεις οι πενηντάρηδες-εξηντάρηδες, ήμαστε οι τελευταίοι που γνωρίσαμε τον Παπαδιαμάντη! Είναι βλέπεις η γλώσσα του. Ακόμη κι αυτήν την απλή καθαρεύουσα, δεν την καταλάλαβαίνουν οι νέοι πια...
 -Κι αν τη μετατρέψεις στη δημοτική, σκότωσες τον Παπαδιαμάντη! συμφώνησα κι εγώ, αναλογιζόμενος ενδόμυχα, τον άγγελο που ανυψώθηκε πάλι στους ουρανούς, απογοητευμένος από τη γη και τους ανθρώπους, χωρίς να αφήσει τα πτερόεντα δώρα του...
  Πέρα από τ' άλλα λοιπόν, ήταν κι αυτό. Ήθελα να μάθω ποια ήταν και η γνώμη των νέων όπως η Παναγιώτα, για τον Παπαδιαμάντη. Ναι, με είχε κερδίσει, αλλά τώρα θα της έβαζα πιο δύσκολα. Είχαμε πει αρκετά μέχρι τότε, είχαμε κουβεντιάσει, γελάσει, είχε λιώσει ο πάγος. Ετοίμασα λοιπόν μέσα μου την παγίδα και κάποια στιγμή της είπα...
   -Έλα εδω βρε Παναγιώτα, θέλω να σε ρωτήσω κάτι...
   Ήρθε και στάθηκε όρθια απέναντι, ακουμπώντας το χέρι της σε μια πολυθρόνα. Δεν έχασα χρόνο...
  -Είστε επαγγελματίες εδώ σ' αυτήν την όμορφη πλατεία, το σπίτι του Παπαδιαμάντη κολλάει σχεδόν με το δικό σας καφενείο, κόσμος πάει κι έρχεται, αλλά πέρα απ' αυτά, τι είναι για σένα ο Παπαδιαμάντης; τη ρώτησα, σίγουρος ότι την είχα παγιδεύσει για τα καλά.
   Με κοίταξε για κλάσματα του δευτερολέπτου ερευνητικά. Μα δεν έχασε ούτε εκείνη καιρό...
  -Μα τι λες τώρα! Ο Παπαδιαμάντης ύψωσε τη γλώσσα μας! Έγραψε για μας! Είναι ό,τι ιερώτερο έχουμε! 
   Μα δεν ήταν μόνο αυτά που είπε. Ήταν ο τρόπος που τα είπε! Χωρίς να χάσει καθόλου τη φυσική της ευγένεια, διέκρινα όμως κι ένα πείσμα κι έναν αδιόρατο θυμό στο ύφος της. Σα να άγγιξα μέσα της, πράγματι κάτι ιερό. Σαν ο Παπαδιαμάντης να ήταν κάτι πολύ δικό της. Δεν ξέρω αν είχε διαβάσει ή εντρυφήσει στα έργα του Παπαδιαμάντη, η αύρα του όμως είχε περάσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μέσα της και παρέμενε εκεί ιερή, μακριά από κέρδη και κεσάτια. Ο Παπαδιαμάντης δεν ήταν για την Παναγιώτα μια τουριστική ατραξιόν που ίσως έφερνε κόσμο στο μαγαζί της, αλλά κάτι σεβάσμιο και απέριττο. Ύψωσε τη γλώσσα μας! Έγραψε για μας! Όχι κατ' ανάγκη για μας τους Σκιαθίτες, αλλά για μας που περιμένουμε εδώ όλους εσάς τους... τάχα μεγαλοσχήμονες να σας κάνουμε έναν καφέ για να επιβιώσουμε. Ο Παπαδιαμάντης έγραψε για μας τους απλούς, γι' αυτό είναι δικός μας κι όσο κι αν θέλετε όλοι εσείς οι Αθηναίοι και οι τάχα διανοούμενοι, δε θα μας τον πάρετε ποτέ! Δε θα τον λερώσετε, γιατί δεν μπορείτε να τον λερώσετε! Ποτέ! Ποτέ!
   Αυτά μου είπε με τα λόγια και το ύφος της η Παναγιώτα, αυτή η καταπληκτική Σκιαθοπούλα. Δεν έπεσε σε καμία παγίδα. Χάλασε τον ιστό με μια απλή κίνηση, έτσι όπως κάνουμε με το χέρι να χαλάσουμε τον ιστό μιας αράχνης. 

Νομίζω πως έχω μια φίλη πια στη Σκιάθο. Που με έκανε να καταλάβω πως σ' αυτόν τον τόπο υπάρχει ακόμη καλή μαγιά. Κι έχω κι ένα παραδεισένιο μέρος να πάω, αν με αξιώσει ο Θεός ποτέ να ξαναπάω. Δεν είναι τόσο οι χρυσές, δαντελένιες αμμουδιές δίπλα στη θάλασσα. Δεν είναι οι πράγματι πανέμορφες Κουκουναριές. Δεν είναι τόσο ο υπέροχος κόλπος της Τσουγκριάς απέναντι. Ούτε τα Λαλάρια. Είναι αυτή η όμορφη πλατεία και το καφενείο... η νοσταλγός. Να πίνω το ποτό μου εκεί μα που και που, να βλέπω και τον κυρ Αλέξανδρο, να σκάει στη γωνιά με το ποτήρι του και να μου κάνει βίβες...


Γιώργος Πύργαρης

16.9.23