Translate

Sunday, July 28, 2024

Το θρονί...

 



   Ο Κώτς Ματθαίος, ήτο γέρων. Παλαιός πολεμιστής. Εις την νεότητά του είχεν βιώσει συνεχείς πολέμους εις τον βορράν και την ανατολή. Και πού δεν επήγε... Τώρα, εις την δύσιν του βίου του -εφόσον είχεν υπανδρεύση τας θυγατέρας του- ησύχαζεν εις τον καφενέν και απολάμβανε μετά της γραίας του, την γαλήνην του οίκου των, όπου εντός του υπήρχεν φυσικά και εστία. Τον χειμώνα, η παραστιά δεν ήσβηνε ποτέ. Ο γαμβρός του, ο οποίος διέμενεν εις γειτνιάζουσα οικίαν, τον επρομήθευε αφειδώς με πλήθος καυσοξύλων, κομμένων εκ του όρους, όπου εις τας ρίζας του ίστατο το μικρό χωρίον των. Ο Κώτς Ματθαίος επερνούσε αρκετάς ώρας της ημέρας έμπροσθεν της πυρός, καθήμενος εις το ηγαπημένο θρονί του, το οποίον είχεν ο ίδιος κατασκευάσει με τας χείρας του, πριν από αρκετά έτη, υπό ξύλου καρυδιάς. 
   Η εστία ήτο η ζωή των δύο γερόντων. Εκεί εθερμαίνοντο, εμαγείρευον, συζητούσαν και πότε πότε φιλονικούσαν ως φιλονικούν ανωδύνως μεταξύ των, οι γέροντες. Εκείνου όμως, του ήρεσε πολύ να ευρίσκεται έμπροσθεν της πυρός εις το θρονί, όπου επάνω του είχε δέσει και έν μαξιλάριον ως σαμάρι, διά να εκάθεται εις τα μαλακά. Έψηνεν καστάνους, πλακόπιττας και ενίοτε ίσως και χοιρινά κοψίδια, τα οποία εσυνόδευε πάντα μετά ξανθού ρητινούχου οίνου, όπου επαρασκεύαζε ο ίδιος κάθε Σεπτέμβριον εκ των σαββατιανών αμπέλων του, μετά επιμόνου προσοχής, καθαριότητος και μαεστρίας.
  Μίαν των ημερών όμως, ήλθον τα πάνω κάτω. Επιστρέψας ο Κωτς Ματθαίος από τον καφενέν, καθήμενος εις το θρονί του διά να θερμανθεί έμπροσθεν της πυρός -έξω είχεν ηρχίσει να πίπτει χιών- επρόσεξε πως εκείνο ήτο κάπως ασταθές. Εσηκώθη και το περιεργάσθη. Δεν ήργησε να συμπεράνει, πως εκ της πολυκαιρίας είχεν φαγωθεί ο εις πους του θρονίου από την μίαν πλευράν και τούτο ήτο το αίτιον που εκείνο εσείετο. Δεν επτοήθη ο γέρων. Επήγε εις την μικράν κάμαρην όπου εφύλαγεν κάμποσα εργαλεία, πήρε έν πριόνιον και επέστρεψεν εις το καθιστικόν της παραστιάς. Θα έτρωγε ολίγον τον έτερον πόδα του θρονίου και ούτε γαλή, ούτε ζημία. Η κανονικότης θα επανήρχετο πάλιν εις την οικίαν του. Ήσκυψε λοιπόν και ήρχισε να σιγοπριονίζει τον έτερον πόδα. Όταν όμως ετελείωσεν και εκάθισε επάνω να το δοκιμάση, πάλιν το θρονί εσείετο. Δεν εστέκετο σταθερό εις τον τόπον του. Μάλλον το επήρε πολύ... Ο γέρων το εσήκωσεν, το έφερε εις το ύψος των οφθαλμών και αφού ησφάλισεν τον έναν, προσπάθησεν να εύρη το προεξέχον ελάττωμα εις τον έναντι πόδαν, τον οποίον έφαγε και τούτον κομμάτι, με το πριόνιον. Όταν εδοκίμασε όμως... πάλι το θρονί εσείετο...
   Επαιδεύθη έτσι ο γέρων, ικανήν ώραν. Μία έτρωγε με το πριόνι τον έναν πόδα, μία τον άλλον. Μα ισορροπία δεν ευρίσκετο... Τέλος, το θρονί είχε χαμηλώσει τόσο, όπου επιτέλους κατενόησε πως ακόμη κι αν έβρισκε τελικώς ισορροπία, θα ήτο εντελώς άχρηστον. Ήτο πια τόσον χθαμαλόν, όπου εκούραζε περισσότερον, παρά εξεκούραζε τον αναβάτην του. Το επήρε λοιπόν, απήλλαξε το ξύλο από το σαμάριον και το έριξεν στην πυρά, όπου έκαιγεν σιμά του...
   -Άντε στο διάβολο! Γέρασες παλιόξυλο! είπεν ο Κώτς Ματθαίος και πλησίασε στο τζάκι μίαν καθέκλαν.
   Εκεί εκάθισεν, παρηκολουθώντας κάμποσην ώρα αμίλητος το θρονί -όπου τόσα έτη επέρασεν πάνω του- να καίεται. Αι φλόγαι το τύλιξαν απνεύστως και σιγά σιγά το κατέπιναν....
  -Μωρέ και γω σαν και σένα κουτζάθηκα! Σε λίγο καρτέρα με! είπεν τέλος ο Κώτς Ματθαίος απευθυνόμενος στο θρονί, όπου εγένετο έμπροσθέν του άνθραξ και στάκτη...


(Ολοκληρώθη την 28η Ιουλίου 2024)