Translate

Saturday, October 21, 2023

Ο λαγός του Ματαφιά

 


-διήγημα-


   Όταν έφτασα στη Λέσβο τον Σεπτέμβριο του '89, για να συνεχίσω τη θητεία μου ως έφεδρος αξιωματικός, δεν είχε κοπάσει ακόμη στους στρατιωτικούς κύκλους, ο θρύλος του Στρατηγού Ματαφιά. Είχε υπηρετήσει στο νησί πριν λίγα χρόνια, αφήνοντας πίσω τεράστιο οχυρωματικό και εκπαιδευτικό έργο. Γι' αυτό ο θρύλος του κρατούσε ακόμη. 
   Ακούγαμε απίστευτες ιστορίες γι' αυτόν. Τον έτρεμαν όλοι! Δίκαιος μα αυστηρός απέναντι σε στρατιώτες και αξιωματικούς. Πατριώτης. Δεν υπολόγιζε κανέναν μπροστά στο καλό της πατρίδας. Ούτε κυβερνήσεις, ούτε πρωθυπουργούς. Είχε δε, μια ιδιαίτερη συμπάθεια στους απλούς στρατιώτες. Κυκλοφορούσε η φήμη, πως είχε εγκλωβιστεί κάποτε στην Κύπρο από τους Τούρκους και αυτοί που τον έσωσαν ήταν στρατιώτες και όχι αξιωματικοί. Από τότε "έτρεχε" άγρια τους αξιωματικούς. Λέγονταν κι άλλα πολλά. Για σχέσεις με τον Οτσαλάν και τους Κούρδους, για μυστικές επιχειρήσεις πέραν του ελληνικού χώρου, για απίστευτες οχυρώσεις στις νήσους, για ξαφνικές εφόδους όπου μπορεί κανείς να φαντασθεί... Άγρυπνος. Δεν κοιμόταν ποτέ. Λεγόταν πως ήταν επικηρυγμένος από τους Τούρκους κι ένα σωρό άλλα. Τώρα τι απ' αυτά έστεκε πραγματικά και τι όχι, ένας Θεός ξέρει... Πού τελείωνε η αλήθεια και άρχιζε ο μύθος, μόνο όσοι τον γνώρισαν από κοντά μπορούν να μας πουν. Εμείς το '89, νιώσαμε μόνον την αύρα του. Σα να είχε φύγει ο κομήτης και να είχε αφήσει πίσω την αστρόσκονή του...
    Δε θα διηγηθώ όμως σήμερα κάτι σημαντικό από τη ζωή του ή κάτι από τα τρελά και θαυμαστά που ακούγονταν κατά καιρούς για κείνον. Θα διηγηθώ μια ευτράπελη ιστορία του, όπως μου τη διηγήθηκε ένας Συνταγματάρχης πεζικού, που υπηρετούσε τότε μαζί του...

  Μία ημέρα λοιπόν, εμφανίσθηκε στο στρατηγείο, ένας Μυτιληνιός και θέλησε να δει τον Στρατηγό. Οι στρατιώτες της φρουράς ειδοποίησαν και ο Ματαφιάς έδωσε την άδεια να ανέβει ο άνθρωπος -που βαστούσε μία σακούλα στο χέρι- στο γραφείο του...
   -Καλημέρα Στρατηγέ μου!
   -Καλημέρα σας! απάντησε ο Ματαφιάς, τι θα θέλατε; 
   -Στρατηγέ μου, σας έχω σε μεγάλη εκτίμηση. Κάνετε τόσα για το νησί μας και επειδή είμαι κυνηγός, σας έφερα έναν λαγό. Είναι λάγαρος όμως! Πάνω από τρία κιλά! Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σας Στρατηγέ μου... Εμείς οι Μυτιληνιοί σας χρωστάμε μεγάλες χάρες!
   Χαμογέλασε ο Ματαφιάς. Αγαπούσε τους ανθρώπους του λαού. Και ο ίδιος άλλωστε, δεν βαστούσε από πρίγκιπες. Από λαϊκή οικογένεια καταγόταν. Πρόσφερε στον άνθρωπο καφέ, τον ευχαρίστησε, τα είπανε για λίγο και ο καθένας πήγε στη δουλειά του. Πριν απ' αυτό όμως, ο Ματαφιάς έστειλε τον λαγό στη Λέσχη Αξιωματικών της Μυτιλήνης, με την εντολή να τον φυλάξουν στην κατάψυξη, ώστε σε πρώτη ευκαιρία να τον φάει με κάποιον φίλο...
   Ο Στρατηγός όμως εκείνη την περίοδο, δεν έσωνε. Πολύ δουλειά. Είχε αναλάβει οχυρωματικά έργα σε επικίνδυνη για απόβαση περιοχή της νήσου και κυριολεκτικά δεν κοιμόταν. Τη νύχτα σχέδια, την ημέρα σκαψίματα και χτισίματα. Χώρια οι ασκήσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα, βολές, πορείες και νυχτερινές εφορμήσεις, για να διαπιστώσει την ετοιμότητα ταγμάτων και φρουρών της στρατιάς του. Μία στην Καλλονή, μία στο Μανταμάδο, μία στη Μόρια, την άλλη στην Πέτρα και την Προβοσκίδα. Λαγοκοιμόταν για λίγο στις διαδρομές με το τζιπ ο Στρατηγός και το πρωί, πάλι απ' την αρχή. Κοντολογίς ο λαγός ξεχάστηκε στην κατάψυξη της λέσχης Αξιωματικών Μυτιλήνης...


   Στις 8 Νοεμβρίου όμως εκείνου του έτους της δεκαετίας του 1980, η πόλη γιόρταζε όπως κάθε χρόνο, την απελευθέρωση της από τους Τούρκους -το 1912. Την ημέρα των Ταξιαρχών. Λειτουργίες, δοξολογίες και φυσικά παρέλαση στο λιμάνι, αξιωματικών και στρατιωτών του Ματαφιά. Ο οποίος παρακολούθησε περήφανος τα παλικάρια του -που παρήλαυναν και έτρεμε η γη- από ένα σημαιοστόλιστο βάθρο στην παραλιακή, μαζί με τις αρχές του τόπου πλησίον του Νομάρχη, ο οποίος εκτιμούσε και κείνος, ιδιαίτερα τον Στρατηγό.
   Όταν τελείωσε η παρέλαση, όλοι οι επίσημοι έσπευσαν να χαιρετήσουν και να συγχαρούν τον κύριο Ματαφιά για την άψογη εμφάνιση του στρατεύματος. Εκείνος όμως που έδειχνε πιο ενθουσιασμένος απ' όλους, ήταν ο Νομάρχης...
   -Τα συγχαρητήρια μου Στρατηγέ! Με εσάς εδώ, το νησί μας αισθάνεται ασφαλές περισσότερο από κάθε άλλη φορά!
   -Ευχαριστώ πολύ κύριε Νομάρχα, δεν κάνουμε τίποτε άλλο, παρά το καθήκον μας... απάντησε ο Ματαφιάς. 
   -Όμως Στρατηγέ μου...
   -Παρακαλώ...
   -Να Στρατηγέ μου! Βρισκόμαστε όλο σε επίσημες εκδηλώσεις. Θα ήθελα μια φορά να τα πούμε πιο χαλαρά, να πιούμε ένα κρασάκι σαν φίλοι βρε αδερφέ!
   Τότε ακριβώς, ο Ματαφιάς, θυμήθηκε τον λαγό! Και χάρηκε. Και κείνος ήθελε να πιει δύο ποτηράκια χαλαρά με τον κύριο Νομάρχη. Εξ' άλλου δεν είχε καθίσει καθόλου όλο το φθινόπωρο και το καλοκαίρι! Για άδεια βέβαια, ούτε συζήτηση εδώ και χρόνια! Λοιπόν, θα τον καλούσε το Σάββατο το βράδυ στη Λέσχη Αξιωματικών, για να φάνε μαζί  αυτόν τον περιφρονημένο μέχρι σήμερα, λαγό...
   -Κύριε Νομάρχα, πέσατε στην περίπτωση! Έχω στη λέσχη αξιωματικών, έναν λαγό τεφαρίκι! Θα δώσω εντολή να τον φτιάξουν στιφάδο. Ραντεβού λοιπόν το Σάββατο στις οκτώ το βράδυ, στη λέσχη αξιωματικών!
   -Έγινε Στρατηγέ! Το Σάββατο λοιπόν... Με κάνετε πολύ χαρούμενο, που θα βρεθώ μαζί σας...


   Το Σάββατο το βράδυ ψιλόβρεχε κι έκανε φοβερό κρύο. Ο Ματαφιάς έφθασε στη λέσχη με το τζιπ και τον οδηγό του, ένα τέταρτο πριν τις οκτώ με στρατιωτική περιβολή. Αλλά με κοντομάνικο πουκάμισο, παρά τη βροχή και το ψοφόκρυο. 
   -Κρυώνω και μόνο που τον βλέπω! ψιθύρισε ο δόκιμος στον λοχαγό δίπλα του, καθώς τον είδε από το τζάμι, να έρχεται με το κοντομάνικο.
   Ο Ματαφιάς μπήκε μέσα χαρούμενος, πρώτον γιατί του άρεσε η βροχή  και δεύτερον γιατί θα έκανε το τραπέζι λαγό στιφάδο, σε έναν άνθρωπο που και κείνος συμπαθούσε πολύ. Στον Νομάρχη, ο οποίος ανήκε μάλιστα στη... δημοκρατική παράταξη. Και ο Ματαφιάς, παρά την αυστηρότητα του, παρά τον τρόμο που ενέπνεε σε αξιωματικούς και στρατιώτες -και περισσότερο στους εχθρούς- στην πραγματικότητα αγαπούσε την ελευθερία και τη δημοκρατία. Και αν ήταν αυστηρός με τους στρατιώτες του, ήταν ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο... Γιατί πίστευε πως πρέπει να είναι πανέτοιμοι να προστατεύσουν την ελευθερία και τη δημοκρατία. Οι στρατιώτες είναι η ασπίδα αυτών των δύο υπέρτατων αγαθών. Και πρέπει να είναι από ατσάλι αυτή η ασπίδα...
   Μπήκε στη λέσχη αφού στην εξώπορτα, σκούπισε για λίγο τα παπούτσια του στο χαλί. Μετά προχώρησε στα ενδότερα, τρίβοντας τα χέρια του. Θα χαλάρωνε για λίγο με τον συμπαθή κύριο Νομάρχη. Η ευαίσθητη μύτη του, ήδη έπιανε στην ατμόσφαιρα, τα αόρατα κύματα μαγειρευτού στιφάδου. 
   -Καλησπέρα! Όλα καλά; ρώτησε τον υπεύθυνο λοχαγό της λέσχης και διάλεξε ένα τραπέζι κοντά στη τζαμαρία.
   -Καλησπέρα! Μάλιστα Στρατηγέ μου... απάντησε ο λοχαγός.
   -Φέρτε μου ένα ποτήρι κρασί! Μπρούσκο! Βαθύ κόκκινο!
   Ο Ματαφιάς αισθανόταν όμορφα τούτο το βράδι. Έβλεπε τις σταγόνες τη βροχής που έπεφταν πάνω στη τζαμαρία και αισθανόταν μια παράξενη θαλπωρή. Χαμογέλασε με τον εαυτό του. Γερνούσε μάλλον. Εκείνος που είχε φάει με το κουτάλι στη στρατιωτική του ζωή εκστρατείες, σκηνάκια, ασκήσεις στα χιόνια, ανταρτοπόλεμους, εκείνος που είχε πάει στο εξωτερικό εκπαιδεύοντας ξένους μαχητές για το καλό της πατρίδας, που είχε περάσει τόσα και μάλιστα βρισκόταν από το πρωί μέχρι την άλλη μέρα το πρωί στα μέτωπα του αγώνα, αισθανόταν μια παράξενη έλξη για θαλπωρή τελευταία. Ίσως ήταν ώρα να βγει στη σύνταξη. Να φτιάξει ένα σπίτι σ΄ ένα χωριό, να ανάβει το χειμώνα το τζάκι και να μαζεύει τα βράδια φίλους. Όμως όχι, για το Θεό! Βαστούσε ακόμα! Έβραζε το αίμα του! Και η πατρίδα τον είχε ακόμη ανάγκη! Όταν ένας στρατιώτης έφερε το κρασί και δοκίμασε, ένας μικρός θυμός αναδεύτηκε μέσα του και προσπάθησε να διώξει αυτές τις σκέψεις περί... θαλπωρής και σύνταξης, που ένιωσε προς στιγμή να τον κυριεύουν. Ξέσπασε στον στρατιώτη...
   -Το θέλω λίγο πιο κρύο πανάθεμά σας! Βάλε το μπουκάλι για λίγο στην κατάψυξη, μέχρι να έρθει ο Νομάρχης!
   Ο στρατιώτης πήρε το μπουκάλι με το κρασί και έσπευσε να εκτελέσει τη διαταγή του Στρατηγού...
   -Τη βάψαμε! Έχει τα νεύρα του! είπε στον δόκιμο, που περιφερόταν αγχωμένος στην κουζίνα.


   Όμως δεν ήταν αγχωμένος μόνο ο δόκιμος εκείνο το βράδυ. Ήταν και ο λοχαγός και οι μάγειροι και οι βοηθοί και οι στρατιώτες σερβιτόροι. Καμιά δεκαπενταριά άτομα στη λέσχη Αξιωματικών Μυτιλήνης εκείνο το βράδυ, θάθελαν να άνοιγε η γη να τους καταπιεί. Ο λοχαγός μάλιστα, δεν είχε κλείσει μάτι την προηγούμενη νύχτα. Και είχε δίκιο να μην κοιμηθεί. Από τη στιγμή που ήρθε στη λέσχη η διαταγή του Ματαφιά να αποψύξουν τον λαγό που είχε στείλει κάποτε και να τον μαγειρέψουν ώστε να είναι έτοιμος στις οκτώ το βράδυ του Σαββάτου, τους έπιασε όλους πανικός. Απλά γιατί δεν υπήρχε λαγός! Όσο κι αν έψαξαν στις καταψύξεις, όσο κι αν τις άδειασαν και τις ξαναάδειασαν, ίχνος λαγού δε βρέθηκε! Και ενώ όλοι αναλώνονταν με το μεταφυσικό ερώτημα τι μπορεί να έχει γίνει ο λαγός του Ματαφιά, αφού κατά ομολογία όλων δεν τον είχε πειράξει κανείς, κατέφθασε ο δόκιμος με τον λαντζέρη στρατιώτη της λέσχης, τον Καψάλη. Είχαν πάει για ψώνια στην αγορά. ΄Οταν ο Λαρισαίος Καψάλης έμαθε τα καθέκαστα, έδωσε επιτέλους την εξήγηση...
   -Αϊ ρε... θαν αυτούις που πετάξαμ! Κάναμ΄απόψυξ΄ τον Ιούν΄, τουν ξεχάσαμ΄απόξου και βρώμσε!
   Του λοχαγού του ήρθε να τον πνίξει!
   -Και τώρα; Τι κάνουμε  τώρα Καψάλη; Βρες μου λαγό τώρα! Τώρα!!
  -Και πού να τουν εύρω κυρ λουχαγέ; Σάματις είμ΄ κυνηγός; Βλεπ΄ς κάνα δίκανου; Ή τον έχμε δεμένου δώ παραπέρα και μας περιμέν΄;
  Ο λοχαγός και ο δόκιμος έπεσαν σε απόγνωση. Τόφερναν από δω, τόφερναν από κει, λύση δε φαινόταν πουθενά. Αδιέξοδο! Πού να έβρισκαν λαγό μέσα σε λίγες ώρες; Να πούνε στον Ματαφιά πως τον έχασαν, θα τους έπαιρνε ο διάολος. Άσε που μπορεί να νόμιζε, πως του τον έφαγαν κιόλας... Πάνω στην απελπισία τους λοιπόν, υιοθέτησαν την πρόταση του Καψάλη...
  -Ό,τι γίνκε γίνκε κυρ λουχαγέ! Θα πάμι στην αγουρά, θα πάρουμ΄ ένα κνέλι και θα το μαγειρέψουμ΄ στιφάδ΄... Κι ου Θεός βοηθός!
   Γι΄αυτό ήταν σε κατάσταση πανικού οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες της λέσχης στη Μυτιλήνη, εκείνο το Σαββατόβραδο. Δε μαγείρευαν λαγό για τον Ματαφιά... αλλά κουνέλι! Και βρίσκονταν τώρα, ακριβώς σ΄αυτό που είχε πει ο Καψάλης. Στο... ο Θεός βοηθός!


   Στις οκτώ ήρθε και ο Νομάρχης. Μετά τις αμοιβαίες φιλοφρονήσεις, κάθισαν και κάποια στιγμή, ο Στρατηγός έδωσε εντολή να σερβίρουν. Όταν όμως ήρθαν τα πιάτα και άρχισαν να τρώνε, δεν άργησε ο Ματαφιάς να καταλάβει, ότι αυτό που έτρωγαν δεν ήταν φυσικά λαγός. Κατ΄ αρχήν από το χρώμα. Το κρέας του λαγού είναι μαύρο, ενώ ετούτο ήταν λευκό. Μετά από τη νοστιμιά. Καλομαγειρεμένο ήταν και το κουνέλι βέβαια, αλλά άλλη η χάρη και η νοστιμιά του λαγού. Τι έγινε ο λαγός του; Ο Ματαφιάς άρχισε να βράζει από μέσα του, αλλά προσπάθησε να κρατήσει τη ψυχραιμία του, γιατί απέναντί του είχε υψηλό προσκεκλημένο. Ο Νομάρχης από την άλλη, κατάλαβε δεν κατάλαβε τι έτρωγε, ήταν πάντως μέσα στην καλή χαρά... 
  -Και τι νόστιμος ο λαγός Στρατηγέ!... και... Τον έχουν μαγειρέψει τέλεια τον λαγό οι στρατιώτες σου Στρατηγέ! 
   Σα να τόνιζε κάπως παράξενα όμως τη λέξη ΄΄λαγός΄΄ ο Νομάρχης. Μήπως τον δούλευε; Αλλά πάλι, μπορεί να ήταν και ιδέα του. Πάντως το άδειασε το πιάτο του ο Νομάρχης και ο Ματαφιάς έδωσε εντολή να του βάλουν κι άλλη μερίδα, που ο καλεσμένος δεν αρνήθηκε. Σε λίγο χόρτασαν, το κρασάκι άρχισε να κάνει τη δουλειά του και η κουβεντούλα κυλούσε φιλικά και όμορφα περί ανέμων και υδάτων. Άρχισαν να λένε μάλιστα και αστεία και να γελούν τρανταχτά οι δύο συνδαιτημόνες. Όλα έδειχναν τοσο τέλεια, που ο λοχαγός με το δόκιμο που τους παρακολουθούσαν διακριτικά αλλά με κομμένη την ανάσα τόση ώρα, άρχισαν να ξεφυσούν ανακουφισμένοι. Κάποτε όμως πέρασε η ώρα. Ο Νομάρχης σηκώθηκε να φύγει. Ο Ματαφιάς τον ξεπροβόδισε ως την έξοδο και επειδή είχε αρχίσει να βρέχει πολύ, έδωσε εντολή σε έναν στρατιώτη να τον συνοδεύσει με μια ομπρέλα στο αυτοκίνητό του. Όταν το όχημα του επισκέπτη απομακρύνθηκε, ένα ουρλιαχτό έσκισε την αίθουσα της λέσχης...
    -Λοχαγέ!
    Ήταν ο Ματαφιάς που είχε πετάξει στα σκαλιά το φιλικό προσωπείο που φορούσε τόση ώρα για τον φιλοξενούμενό του και τώρα ερχόταν οργισμένος και ακάθεκτος, καταπάνω στον λοχαγό...
    -Μαζευτείτε όλοι! Θα σας σκίσω! Δε θα με κάνετε ρεζίλι εσείς εμένα! Εδώ μπροστά, προσοχή όλοι! 
   Ο λοχαγός, ο δόκιμος και οι στρατιώτες της λέσχης -που πετάχτηκαν σαν ποντίκια μέσα από την κουζίνα- στάθηκαν όλοι προσοχή μπροστά στον Ματαφιά...
    -Τι εντολή έδωσα να φτιάξετε σήμερα λοχαγέ;
    -Λαγό στιφάδο Στρατηγέ μου!
    -Και σεις τι φτιάξατε;
    -Λαγό νομίζω Στρατηγέ μου!
    -Νομίζεις; Νομίζεις; Αν αυτός ήταν λαγός, εγώ είμαι ο Άρης Βελουχιώτης!
  Ο Ματαφιάς άρχισε τον εξάψαλμο. Πως τον έκαναν ρεζίλι, πως ολόκληρος Νομάρχης δεν ήταν κάνα χαζοπούλι να μην καταλάβει πως δεν έτρωγε λαγό αλλά ένα παλιοκούνελο και πως εκτέθηκε ανεπανόρθωτα απέναντι σε έναν καλό φίλο, ο οποίος θα κοινωλογήσει σε όλο το νησί πως ήμαστε άχρηστοι, αφού άλλα λέμε κι άλλα κάνουμε και πως κοροιδεύουμε τον κόσμο... πως δεν ήμαστε άξιοι ούτε ένα τραπέζι με λαγό στιφάδο να κάνουμε. Ο Ματαφιάς άρχισε να μοιράζει φυλακές. Στον λοχαγό, στον δόκιμο, στους στρατιώτες. Και όταν ένιωσε πως ξέσπασε, γύρισε να φύγει. Η τελευταία λέξη που είπε ήταν... 
    -Άχρηστοι! 
    Μα πριν προλάβει να φτάσει στην εξώπορτα, άκουσε μια φωνή πίσω του...
    -Επιτρέπετ΄ Στρατηγέμ;
   Ο Ματαφιάς στράφηκε πάλι προς τη γραμμή των στρατιωτών, που τελούσαν ακόμη υπό προσοχή.
   -Ποιος; Ποιος μίλησε; ούρλιαξε.
   -Ιγώ Στρατηγέμ! είπε ο Καψάλης κι έκανε ένα βήμα μπροστά.
   Ο Ματαφιάς τον πλησίασε αγριεμένος.
   -Λέγε! Λέγε, τι θες να πεις. Κατ΄αρχήν παρουσιάσου!
   Ο Καψάλης με βροντερή, θαρραλέα φωνή παρουσιάστηκε...
   -Στρατιώτς πεζκού, Καψάλς Νικόλαους!
   -Λέγε, τι έχεις να πεις στρατιώτη πεζικού Καψάλη;
   Εκείνος, με την ιδιαίτερη προφορά του χωριού του, έντιμα και παλικαρίσια, άρχισε να εξηγεί στον Στρατηγό, πώς είχε πραγματικά η υπόθεση. Όλη την αλήθεια. Πως έκαναν απόψυξη το καλοκαίρι, ξέχασαν τον λαγό πίσω από ένα κουτί, ο λαγός μύρισε και τον πέταξαν. Μετά φοβήθηκαν να πούνε την αλήθεια και...
   Ο Ματαφιάς ακούγοντας αυτόν τον γενναίο στρατιώτη που δεν υπολόγισε τίποτα και βγήκε ακόμη και μπροστά από το λοχαγό του για να εξηγηθεί μαζί του, χάρηκε μέσα του. Τέτοιους στρατιώτες ήθελε! Μετά άρχισε να διαλύει  την οργή του, η ιδιαίτερη προφορά του Καψάλη. Τους αγαπούσε αυτούς τους στρατιώτες ο Ματαφιάς. Που είχαν αφήσει τα χωριά τους, γονείς και φίλους, ίσως κοπέλες και αρραβωνιαστικές και είχαν έρθει σ΄αυτά τα νησιά να υπηρετήσουν την πατρίδα. Ναι, τους αγαπούσε. Αυτά τα χωριατόπαιδα έβαζαν στις δύσκολες στιγμές πάντα τα στήθια τους μπροστά. Αυτά τα απλά παιδιά από τα χωριά της Ελλάδας ήταν αγνά και αν γινόταν κάτι θα πολεμούσαν για να υπερασπίσουν μια σπιθαμή γης, σαν σκυλιά. Κοντολογίς, ο Καψάλης με λίγες κουβέντες, με τη φιλαλήθειά του, με την παλικαριά και με την ιδιαίτερη προφορά του, μέσα σε ένα λεπτό τον είχε τουμπάρει τον Ματαφιά. Μα το γλυκό είχε και κερασάκι...
    -Γι΄αυτό Στρατηγέμ αποφασίσαμ ούλοι μαζί, να σας φτιάξμε έναν... ήμερο λαγό!
   Ο Ματαφιάς ήταν ήδη έτοιμος να παραδοθεί και να συγχωρήσει τους πάντες, μετά την παρέμβαση του Καψάλη και να τη γλιτώσουν με μια απλή επίπληξη. Θα έριχνε μόνο πέντε μέρες φυλακή στον λοχαγό, γιατί δεν του είχε πει την αλήθεια. Όταν άκουσε όμως τον Καψάλη να αποκαλεί το κουνέλι... ήμερο λαγό, δεν κρατήθηκε. Ξέσπασε σε γέλια...
   Γύρισε πάλι προς την έξοδο και χωρίς να κοιτάζει φώναξε...
   -Άκυρες όλες οι φυλακές! Μια χαρά τα πήγατε όλοι! Καλό βράδυ!
   Όταν άκουσαν το τζιπ να απομακρύνεται, χαλάρωσαν από τη στάση προσοχής, ανακουφισμένοι. Μόνο ο Καψάλης έφερε μια γυροβολιά γύρω από τον εαυτό του, σα να χόρευε ζειμπέκικο...
   -Πόσο θα έχς τουν Καψάλ΄ ακόμα κυρ λουχαγέ να σι΄ σώνει;;; Χάιντε μωρέ κι έχου έξουδο σήμερα! Θα του κάψουμε με τσ΄ γκόμνες στου λιμάν΄...
      

Γιώργος Πύργαρης
21/10/23

Saturday, October 14, 2023

Η φάρσα

  


-διήγημα-

(εις την απλήν καθαρεύουσαν βεβαίως, λόγω κεκτημένης ταχύτητος και... του νόμου 
της αδρανείας, διότι εγράφη αμέσως μετά το... ο γέλως ο γαργαριστός)


  Το έτος εκείνο, ο Θέμης προητοιμάζετο διά εισαγωγικάς εξετάσεις, εις το Πανεπιστήμιον. Ένοικίαζεν δωμάτιον εις Θήβαν. Εις το ξενοδοχείον Νιόβη. Διαμένων εκεί, εδιάβαζεν σοβαρώς εκ της αρχής της περιόδου, διά τας επερχομένας πανελληνίους, αίτινες θα διεξήγοντο τον ερχόμενον Ιούνιον...
  Το δώμα ήτο καλόν. Καθαρόν, ζεστόν τους χειμερινούς μήνας και διέθετεν μικρόν εξώστην προς ανατολάς. Έβλεπεν προς Επαμεινώνδου, την κεντρικήν οδόν της πόλεως. Μοναδικόν μειονέκτημά του, πως δεν διέθετεν ιδιωτικήν τουαλέτα. Ήτο πιο φθηνόν έτσι. Η τουαλέτα ήτο κοινή με άλλους ενοίκους και ευρίσκετο εις το τέλος του διαδρόμου. Όμως, δεν ήτο μέγα το θέμα. Δεν υπήρχεν δα και κοσμοσυρροή εις εκείνην την πτέρυγαν. Ο Θέμης όποτε επήγαινε εις τουαλέταν, την έβρισκεν πάντα εύκαιρην, ακόμα και διά λουτρόν με θερμόν ύδωρ.  
  Οι πελάται του ξενοδοχείου, ήσαν συνήθως περαστικοί. Επαγγελματίαι ταξιδιώται οίτινες διενυκτέρευον διά μίαν μόνον νύκταν, ελάχιστοι μαθηταί, ξένοι τουρίσται κυρίως τους θερμούς μήνας, διαβατικοί έμποροι και αρκετοί έφεδροι ή μόνιμοι αξιωματικοί, οίτινες υπηρέτουν εις τον στρατώνα των Θηβών. Κάποτε είχεν εμφανισθεί και μία μοιχαλίς εκ Ρόδου, η οποία παρέτησεν εκεί σύζυγον και παιδία και ήλθεν να εύρη τον εραστή της -νεαρόν αξιωματικόν- όστις μέχρι προσφάτως υπηρέτει εις Ρόδον ως φαίνεται, μα έλαβεν μετάθεσιν διά Θήβαν. Η γυνή, μεθ΄ ολίγον καιρόν -μη ανθέξασα μακράν του- τον ηκολούθησεν. Το γεγονός εμαθεύθη, διότι ο αξιωματικός αντέδρασεν ασκαρδαμυκτί, ότε αίφνης την είδεν εμπρός του. Θυμωθείς επέπληξεν σφόδρα την ασύνετον πράξιν της, οπού έκαμεν του κεφαλιού της ύπανδρος γυνή, χωρίς μάλιστα να τον ηρωτήσει. Εν συνεχεία, εκείνος ηξηφανίσθη εκ του ξενοδοχείου, αφήνοντάς την ως λέμε... μπουκάλαν! Η μοιχαλίς έμεινεν αρκετάς  ημέρας εκεί, αναμένουσα ματαίως τον εραστήν και καθώς ήτο ελαφρόμυαλος, έκλαιγεν και εκοινωλόγει εις πάντας το πάθημά της, ζητώσα βοήθεια ακόμη και εξ αγνώστων... να της εφέρουν οπίσω τον εραστήν ή να την δανείσουν χρήματα, διά να επιστρέψει εις Ρόδον. Τελικώς, μάλλον προθυμοποιήθει να την δανείσει εις ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου -αμφιβόλου ποιότητος πρόσωπον, με πρώην θητείαν εις φυλακάς- όστις ενδεχομένως να εζήτει και ερωτικά ανταλλάγματα εξ αυτής. Τώρα, τι απόγινε εις την Ρόδον και εάν ο ηπατηθείς σύζυγος την εδέχθη, σκοτεινόν και αδιερεύνητον. Η ουσία, πως μία των ημερών, οι ένοικοι του ξενοδοχείου Νιόβη, ησύχασαν εκ των οχλήσεων της δωδεκανησίου μοιχαλίδος...

  Ο Θέμης όμως, είχεν πάρει σοβαρά τας εξετάσεις του. Ήθελεν οπωσδήποτε να εισέλθει εις το πανεπιστήμιον. Δι' αυτό, δεν είχεν πολλά με τους περιστασιακούς ή μονίμους συνενοίκους του, μήτε επεδίδετο εις βόλτας εις καφετερίας και ντισκοτέκ ως έκανε τα προηγούμενα έτη. Εδιάβαζεν αφειδώς και εδιαβίει ησύχως εις το δωματιάκι του. Μοναδική διασκέδασις, έν παλαιόν κασετόφωνον με ολίγας κασέτας, όπου το ήνοιγεν χαμηλώς εις το διάβασμα, διά να έχει συντροφίαν την μουσικήν.
  Παραφωνία μόνη εις την γαλήνην των ημερών εκείνων, εις ανθυπολοχαγός. Διέμενεν εις το διπλανόν ακριβώς δώμα. Μία μεσοτοιχία τους εχώριζε. Διέθετε και εκείνο εξώστην -γειτνιάζοντος του εξώστου του Θέμη. Ο θηριώδης ούτος ανθυπολοχαγός, ήτο εν γένει ήσυχος και αθόρυβος ανήρ, πολλάς ώρας της ημέρας μάλιστα, έλειπεν εις τον στρατώνα. Ενίοτε όμως εδέχετο επίσκεψιν υψηλής ξανθοκόμου και καλλιπύγου νεαράς, ήτις ήρχετο μάλλον εξ Αθηνών. Τας ημέρας εκείνας λοιπόν, ο ανθυπολοχαγός και η νεαρά, επεδίδοντο εις συνεχείς ερωτικάς περιπτύξεις και οι στεναγμοί των διεπέρνων την μεσοτοιχίαν, ενοχλούντες τα μάλα τον δόλιον Θέμην. Ο οποίος όμως δεν ημπορούσε να κάμει τι... Να ομιλήσει εις τον θηριώδη ανθυπολοχαγόν ή να διαμαρτυρηθεί εις την διεύθυνσιν του ξενοδοχείου; Δεν έκαμεν τίποτα απολύτως, παρά υπέμενεν ως άλλος Ιώβ, τους σκανδαλιστικούς ήχους του γειτνιάζοντος δώματος, όποτε ενεφανίζετο η θερμή και καλλίπυγος ερωμένη. 

 Ενίοτε όμως και ο Θέμης, εδέχετο επισκέψεις φίλων και συμμαθητών. Εις εξ αυτών, ήτο και ο συγχωριανός του Γαβρίλης. Ο οποίος το περασμένον έτος -ότε ο Θέμης δεν διέθετε δώμα εις Θήβαν αλλά επηγαινοέρχετο καθημερινά εκ του χωρίου του με την συγκοινωνίαν- τον είχε σώσει ότε απεκλείσθη αίφνης εις την πόλιν εκ της χιόνος, φιλοξενών τον εις το πτωχικόν μα σωτήριον -ως απεδείχθη- δώμα του.
  Εν απόγευμα του έαρος λοιπόν, ο Γαβρίλης επεσκέφθη τον Θέμην εις το ''Νιόβη''. Οι δύο φίλοι έφτιαξαν καφέν - ήτο της μοδός τω καιρώ εκείνω ο χτυπητός εις πλαστικόν σέικερ φραπές- και τον έπιον με καλαμάκιον, συζητώντες διά διάφορα ανούσια της ηλικίας των. Η... καλλίπυγος του ανθυπολοχαγού την ημέραν εκείνη, ευρίσκετο εις το διπλανόν δώμα και ο Θέμης το εγνώριζεν ασφαλώς. Ο δε Γαβρίλης ηγνόει εντελώς και τον ανθυπολοχαγόν και την ερωμένην, όπως φυσικά και τας θορυβώδεις, ερωτικάς περιπτύξεις των...
   Αφού οι δύο φίλοι τα είπον ικανήν ώραν, ο Γαβρίλης κάποιαν στιγμήν, εξέφρασε την ανάγκην να μεταβεί εις την τουαλέτα διά να ουρήσει. Ήτο προχωρημένον έαρ, έκαμεν ζέστη και η μπαλκονόθυρα ήτο ορθάνοιχτος. Ο Γαβρίλης ήτο μάλαμα παιδί. Πανέξυπνος, φιλόξενος, καλόκαρδος, πιστός φίλος, μα ενίοτε ολίγον αφελής. Επίστευεν, ό,τι και να του έλεγεν κανείς, νομίζων ότι είχον όλοι την καλήν του καρδίαν και μπέσαν. Ο Θέμης -ως να τον εκίνησε δαίμων φαρσέρ, την ημέραν εκείνην- ηθέλησεν να κάμει μικρόν αστείον εις τον φίλο του, που βεβαίως ηγάπα...
  -Γαβρίλη, το δωμάτιο είναι μια χαρά, αλλά στο θέμα της τουαλέτας έχω ένα μικρό πρόβλημα...
  -Δηλαδή;
  -Να, για να πάω στην τουαλέτα, πρέπει να βγω στο μπαλκόνι, να πηδήσω το χώρισμα και να βρεθώ στο διπλανό μπαλκόνι. Εκεί είναι η τουαλέτα!
  -Σοβαρά; είπεν ο ανύποπτος Γαβρίλης.
  -Σοβαρά! απήντησεν ο Θέμης.
  Ο Γαβρίλης ηύγε εις τον εξώστην. Είδε το χώρισμα.
  -Καλά, δεν είναι και τίποτα δύσκολο να το πηδήσεις! Αλλά... κάνεις κάθε φορά αυτή τη δουλειά οπότε θες να πας τουαλέτα;
  -Τι να κάνω, μπορώ να κάνω κι αλλιώς; απήντησεν ο Θέμης.
  -Χειμώνα καλοκαίρι... Μέρα νύχτα, πηδάς από δω για να πας στην τουαλέτα;
  -Ναιιιι... απήντησεν ο Θέμης -εκπλαγείς και ο ίδιος, δια το πώς ο φίλος του δύναται να πιστεύει, τοιούτην παράλογον εκδοχήν-.
 -Ρε τι ξενοδοχείο είναι αυτό... Καλά, θα πάω όμως, γιατί δε κρατιέμαι, θα μου σκάσει η φούσκα!... είπεν ο Γαβρίλης.
  Ο Θέμης έτρεξεν διά να προλάβει τον φίλον του -και ίσως τα χειρότερα- αλλά εκείνος με έν σάλτον, είχεν ήδη πηδήσει το χώρισμα και είχεν βρεθεί εις τον εξώστην του ανθυπολοχαγού. Εκεί όμως, απόμεινεν ενεός! Ο Θέμης, είδεν τον Γαβρίλην στήλην άλατος, με ανοιχτόν στόμα και οφθαλμούς γουρλωμένους ωσάν μπάμπακας, να ορά προς το εσωτερικόν του δώματος και να μην δύναται να κάμει τι. Μόνον παρέμενεν ακίνητος εις την ιδίαν θέσιν. Άγαλμα! Με ανοικτόν στόμα και γουρλωμένους οφθαλμούς. Εις το κρεβάτι... θεόγυμνοι ο ανθυπολοχαγός με την καλλίπυγον, εις προχωρημένην ερωτικήν περίπτυξιν. Πόδες υψηλά και ώσεις! Είχον αρχίσει μάλιστα να ηκούγοντο δυνατά και οι συνήθεις ερωτικοί στεναγμοί των. Το ζεύγος όμως ήτο τόσον αφοσιωμένον εις το... έργον του  -ο ανθυπολοχαγός είχεν την πλάτην στραφείσα προς τον εξώστην- και ευτυχώς δεν αντελήφθη τον ακάλεστον και άκρως παρείσακτον διά την περίστασιν, επισκέπτην. Ο Γαβρίλης κάποιαν στιγμή, διαισθάνθη το λίαν επικίνδυνον της θέσεώς του και επιτέλους εκινήθη! Αθόρυβος ως αίλουρος, επήδησεν πάλιν εις τον εξώστην του Θέμη και διεσώθη! Είτα, ταραγμένος, κάθιδρος και λίαν ερυθρός εις το πρόσωπον, έπεσεν ανάσκελα εις το κρεβάτι, προσπαθών να συνέλθει εκ της εκπλάγου σκηνής όπου μόλις αντίκρισεν....
  -Ρε τι μού' κανες! Τι ήταν αυτό Παναγία μου!... Ρε τι ήταν αυτό που μού' κανες!... Καλά, πώς πίστεψα ο βλάκας τέτοιο ψέμα... Ρε πώς το σκέφτηκες αυτό! Ρε ξέρεις πόσο ξύλο θα τρώγαμε;; έλεγεν διαρκώς ο καημένος ο Γαβρίλης όπου μόνον τώρα αντελαμβάνετο τι ακριβώς εμηχανεύθη ο Θέμης, όστις είχε σωριασθεί εις το πάτωμα και εκράτει την κοιλίαν του εκ του γέλωτος...


Γιώργος Πύργαρης
13/10/23
Φιλολογική επιμέλεια: Κυριάκος Γεωργιάδης
(πίνακας: Χαλούλος Παναγιώτης)