...Aίφνης σηκώθηκε και πλησίασε την ποίηση
που έπαιζε αμέριμνη στην αυλή σαν κορίτσι
λοιπόν, την πυροβόλησε εν ψυχρώ στο κεφάλι!...
Έπειτα τράβηξε για την αγορά, να πιεί τσίπουρα
μέχρι να έρθουν τα περιπολικά να τον πάρουν...
Όμως δεν ήρθε κανείς
δεν αναφέρθη στις αρχές η απώλειά της
μάλλον την απουσία της δεν ένιωσαν
καν αυτοί που καμώνονται τους δικούς
(κάτι πολυλογάδες σαλονιών και τοιούτοι)
έτσι επέστρεψε παραπατώντας στο σπίτι
γλιστρώντας λίγο πάνω στο αίμα της
έπειτα στάθηκε στο παράθυρο όλη νύχτα
κοιτώντας τα γυμνά κλαριά της φλαμουριάς
στο αποτρόπαιο φως της σελήνης...
Τα χαράματα, τον κυρίευσε η ερημιά
εκείνη η μοναξιά του δολοφόνου
δεν ήθελε κανέναν να δει
έπινε και κάπνιζε μέρες...
Μέχρι εκείνο το πρωί
που την είδε ολοζώντανη
να παίζει πάλι στην αυλή
τότε πλύθηκε, ξυρίστηκε, ντύθηκε
και βγήκε στους δρόμους σφυρίζοντας
(χωρίς να ξέρει, αν η ξαφνική ευθυμία του
ήταν επειδή ξέφυγε επιτέλους απ' αυτό το κακό
ή επειδή σύντομα, θα είχε πάλι τη χαρά
να την ξανασκοτώσει...)
-τα σκοτεινά ποιήματα-
10.12.2020