δεν είχα μάτια να δω τα κοντινά/ παρ' αποσύρθηκα με τη ματιά του αθάνατου/ στ' ανθρώπινο μελίσσι/ να δώσω αλήθεια κι ομορφιά (Habui oculis videre propinquo Secessit etiam per oculos immortalis Alveus umano Dare veri pulchritudinem)
Translate
Saturday, July 9, 2022
Ηνίοχος
Sunday, March 13, 2022
Επίσκεψη στην αρχαία Ασίνη
Πέρασαν χρόνια. Ένα χειμωνιάτικο Σαββατοκύριακο βρισκόμουν στο Ναύπλιο. Το πρωί της Κυριακής αποφάσισα να κάνω μια βόλτα προς Τολό. Απρογραμμάτιστα. Δεν ήξερα πού θα πήγαινα. Ο καιρός άσχημος. Μπερδεμένος. Αναποφάσιστος. Μια έφερνε καμία ψιχάλα, μια πήγαινε ν' ανοίξει. Μα ούτε άνοιγε. Σύννεφα έτρεχαν στον ουρανό, αφήνοντας καμιά φορά να φαίνεται ένας αδύναμος, βαριεστημένος ήλιος. Και φυσούσε. Ξαφνικά εμπρός μου μία ταμπέλα. ‘’Αρχαία Ασίνη’’! Η καρδιά μου φτερούγισε. Έστριψα και προχώρησα στον χωματόδρομο που με έβγαλε δίπλα από τον λόφο της αρχαίας Ασίνης. Έσβησα. Φυσούσε. Πήρα το μονοπάτι και ανέβηκα. Στον λόφο που ύψωσε σε ιερό ο Σεφέρης...
‘’Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος...’’
Πράγματι! Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος. Την πρώτη στιγμή που τον είδα, μια λάμψη αχτίδων χύθηκε από ψηλά πάνω στα κύματα, που έπεφταν ανάγλυφα και θολά στη καφετιά ευθύγραμμη αμμουδιά...
''Και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη..."
Ήμουν λοιπόν εκεί! Είχα βρεθεί ξαφνικά, ίσως όχι σε έναν πραγματικό τόπο, αλλά στη μέση ενός ποιήματος! Από τα ωραιότερα που είχα διαβάσει ποτέ. Ψυχή τριγύρω! Φυσούσε. Άρχισα να περπατώ αργά. Τι γύρευα σ’ αυτήν την ερημιά; Τον βασιλιά της Ασίνης; Τα χνάρια του Σεφέρη; Ένα στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα; Εμένα, το κενό μου ή μια εντάφια προσωπίδα;
Κοίταξα πέρα μακριά, τα πλοία στο άφαντο λιμάνι που ήταν και δεν είναι. Όλα μαζί γραμμή. Πήγαιναν στην Τροία. Ήμουν κι εγώ εκεί; Ή κάποιος άλλος πίσω μου, που μούδωσε το αίμα του; Και μου μιλά μέσα απ’ αυτό το αίμα; Τι γυρεύαμε στην Τροία ακολουθώντας αδιαμαρτύρητα τον βασιλιά μας; Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη... Όχι ας μη φύγω από δω, ας μη μεταφερθώ σε άλλο ιερό... Ας μείνω. Σ’ αυτόν τον βράχο. Σ’ αυτό το χάσμα του χρόνου...
Τριγυρνούσα ανάμεσα στα βράχια και τις πέτρες σα ξωτικό, παρακολουθώντας το δράμα της εξαφάνισης... της απουσίας. Ανθρώπων, βασιλείων, πολιτισμών. Πέτρες τριγύρω. Υποψία τειχών και όχι ακριβώς τείχη. Ποιος σκοτεινός Θεός τα γκρέμισε; Πιο κει μια τρύπα παράταιρη, ένα κρυφό πηγάδι. Νάταν από κει... νάταν απ’ αυτήν τη σκοτεινιά που ξεπήδησε ξάφνου η νυχτερίδα του και χτύπησε στο φως σα σε ασπίδα; Κι η νυχτερίδα ένα κενό. Έκσταση! Λείπουμε κιόλας. Έχουμε ήδη φύγει!...
Ο Βασιλιάς της Ασίνης ήταν εδώ ακριβώς που πατώ! Οι στρατιώτες του με τις αστραφτερές πανοπλίες ήταν εδώ ακριβώς που πατώ! Οι υπηρέτες του, οι γυναίκες του, εδώ! Πάνω σ’ αυτά τα βράχια, μέσα σ’ αυτά τα τείχη, να κουβαλάνε λάδια, φρούτα και πιθάρια! Μια λέξη μόνο. ‘’Ασίνη τε...’’ Φτάνει μια λέξη για να σε σώσει; Ναι, αν την έχει γράψει ή την έχει προφέρει ο Όμηρος...
Ο Σεφέρης ήταν εδώ! Κοιτάζω γύρω. Κανείς! Ολομόναχος. Πάνω σ’ αυτόν τον λόφο, μέσα σ΄αυτό το ποίημα! Πού πήγαν όλοι; Μόνος! Αγγίζω τις πέτρες για ν’ αγγίξω την αφή τους από την άλλη μεριά. Υποψιαζόμαστε άραγε ο ένας την παρουσία του άλλου; Στέκομαι για λίγο στη λέξη ''σκουτάρι''. Σηκώνω τα δάχτυλα, την ακουμπώ. Γκρίζα, σκουριασμένη, πολύτιμη λέξη. Σαν παλαιό άροτρο παρατημένο πια σε μιαν άκρη μα αίφνης πολύτιμο σαν εύρημα, γιατί το έχουν φτιάξει, το έχουν προφέρει αρχαία, άφαντα χείλη... Κι έχει οργώσει εκατοντάδες χρόνια τη μνήμη...
...Βέλος στον μήλιγγα. Από περίπολο Τρώων... Την ώρα που πλενόμουν. Κι η τέφρα, τα κόκαλά μου θαμμένα εκεί... Με έθαψαν οι σύντροφοι την ώρα που βασίλευε ο ήλιος -στάδια είκοσι από τα τείχη-... τοποθετώντας δίπλα μου κάτι φτωχά κτερίσματα.... Καμιά... καμιά εντάφια προσωπίδα. Δε γύρισα πίσω... Δε μ’ είδε ξανά η μαυρομάτα. Μα τότε... γιατί εδώ; Μόνος, σ’ ένα σωριασμένο βασίλειο ενώ φυσά ακατάπαυστα;.... Ποιος είμαι;... Ποιος τελικά είμαι; Μήπως είμαι ο βασιλιάς;... Ο βασιλιάς της Ασίνης;... Ή μήπως ένας νεκρός πολεμιστής του;...
Πήρα το δρόμο του γυρισμού. Στο αυτοκίνητο με περίμεναν η γυναίκα και τα παιδιά μου.Πώς από βασιλιάς, πώς από νεκρός πολεμιστής, βρέθηκα ξάφνου τόσο μπροστά στον χρόνο; Με μια γυναίκα και δύο παιδιά να περιμένουν, να τα πάω με αυτοκίνητο σ’ έναν παιδότοπο στο Ναύπλιο;
Βέλος στον μήλιγγα. Το τελευταίο που θυμάμαι, πως είχα σκύψει να πλυθώ...