Πύργαρης - Pergares
δεν είχα μάτια να δω τα κοντινά/ παρ' αποσύρθηκα με τη ματιά του αθάνατου/ στ' ανθρώπινο μελίσσι/ να δώσω αλήθεια κι ομορφιά (Habui oculis videre propinquo Secessit etiam per oculos immortalis Alveus umano Dare veri pulchritudinem)
Translate
Friday, March 15, 2024
Αμφιλύκη...
Tuesday, November 28, 2023
Το δώρον της Αφροδίτης
Θα ήτο έως δέκα οκτώ ετών ο Θέμης, το έτος εκείνο
όπου διέμενεν εις το ξενοδοχείον, ίνα προετοιμασθή διά τας πανελληνίους
εξετάσεις του. Παρηκολούθει το μεταλυκειακόν, όπου παρηκολούθουν όσοι
τελειόφοιτοι μαθηταί του Λυκείου, είχον αποτύχει το τελευταίον έτος να
εισαχθούν εις το Πανεπιστήμιον ή όσοι δεν ήσαν ηυχαριστημένοι με την Σχολήν εις
την οποίαν είχον εισαχθεί και επεθύμουν, να εισαχθούν εις άλλην. Οι
περισσότεροι μαθηταί του μεταλυκειακού, ήσαν σοβαροί και επιμελείς. Άλλως δεν
υπήρχεν λόγος να επεκτείνουν έτι τας μαθητικάς σπουδάς των. Κάλλιο να
εσυνέχιζαν τον βίον τους αλλαχού, διά να εύρουν τον δρόμον τους...
΄΄Καλά
δεν ήμασταν μέχρι τώρα;΄΄εσκέφθη και έσκυψεν εις το βιβλίον του.
Η
καλλονή που ήκουγε εις το όνομα Ρένα, ήτο τρία έτη μεγαλυτέρα του Θέμη.
Εισελθούσα όμως από μικρά εις τον αγώνα του βίου, απώλεσε προσωρινώς την επιθυμίαν ή την ελπίδα να εισέλθη εις
κάποιαν Σχολήν. Προσφάτως όμως, απεφάσισεν να ξαναδοκιμάση.
Ήτο
υψηλή, εύσχημος, μελαχρινώσα με λευκόν δέρμα και πρόσωπον ηδυπαθές ως κάλεσμα.
Τα χείλη ερωτικά, φιλήδονα και μάτια καστανά ευμεγέθη ως απαστράπτουσαι λίμναι
εις του ηλίου το φως. Λαιμός κύκνου. Ήτο ωραιοτάτη γυνή, η οποία υπό άλλας
συνθήκας θα ημπορούσε να είναι καλλιτέχνις, ηθοποιός ή τι άλλο, διά να
καταπλήττη τα πλήθη εις τα θέατρα και τας οθόνας. Ποίος ηξεύρει όμως, ποία τύχη την έκαμε να
εργάζεται ως γραμματεύς οκτώ και δέκα ώρας την ημέραν, εις εν αποπνικτικόν και
ασθενικόν γραφείον.
Από την πρώτην στιγμήν που η Ρένα ενεφανίσθη εις την αίθουσαν, έδειξεν μίαν προτίμησην εις τον Θέμην. Σαφώς ερωτική! Ο μαθητής έως τότε, ήτο χαμένος εις τα συνέδρια του Λάιμπαχ και της Βερόνας, εις τας συναρτήσεις και τας παραγώγους των μαθηματικών, εις τους Αουγκούστ Κοντ και Μαξ Βέμπερ της κοινωνιολογίας. Και ευρέθη αίφνης να τον φλερτάρει καθημερινώς, γυνή καλλονή και μοιραία! Ήτο και σχετικώς αμαθής βεβαίως εις τα τοιαύτα ο Θέμης. Αι ερωτικαί έως τότε εμπειρίαι του, πενιχραί. Η Ρένα όμως έμπειρος και ωραία, έδειχνεν χωρίς την παραμικράν αναστολήν τας προθέσεις της. Έστρεφεν πολλάκις την κεφαλήν κατά την διάρκειαν του μαθήματος και του χαμογελούσεν. Εις το διάλειμμα τον εκουβέντιαζεν συνεχώς και ήθελεν να μανθάνη τα πάντα περί αυτού. Τι μουσική του αρέσει, πού διαμένει, εάν έχει σχέσιν και τα τοιαύτα. Σύντομα λοιπόν, ο Μαξ Βέμπερ, αι συναρτήσεις και τα συνέδρια της Βερόνας, ήρχισαν αργά να βυθίζονται εις την βάσην της πυραμίδος των ενδιαφερόντων του Θέμη και απέμεινεν εις την κορυφήν, μόνον το πρόσωπον και το... ελκυστικότατον σώμα της Ρένας. Ίσως να ήτο η θεσπεσία μύστις που στέλλει η θεά Αφροδίτη εις κάθε αγόρι, να το μυήση εις την τέχνην του έρωτος και να το μεταμορφώση εις άνδρα. Αλλά η μύστις είχεν έρθει εις ακατάλληλον χρόνον.
Παρά το πάρωρον όμως της εμφανίσεώς της, η... μύστις είχεν καταφέρει εντός συντόμου διαστήματος, να θέση τον Θέμη εις την τροχιάν της. Ως να ήτο εκείνος εις μικρός, πτωχός πλανήτης, ός είχεν χάσει τον δρόμον του και εγύριζεν πια, ουχί γύρω από τον ήλιον ως έδει, αλλά γύρω υπό μιας οπτασίας όπου αίφνης ενεφανίσθη εις τον κόσμον και την έλεγαν... Ρένα! Με την σκέψιν της ξυπνούσε και με την σκέψιν της εκοιμάτο πια ο Θέμης...
Έν
απόγευμα εκείνων των ημερών, είχεν φτιάξει καφέν εις το μικρό δώμα του
ξενοδοχείου όπου διέμενε και είχεν ηνοίξει το βιβλίον της ιστορίας, προσπαθών
επιτέλους να συγκεντρωθή. Ματαίως όμως. Ματαίως πάλιν και πάλιν! Όσον και να
προσεπάθει... μετά την τρίτην σειράν, εχάνοντο αι έννοιαι, εχάνοντο αι
χρονολογίαι και τα ονόματα και εις την σελίδα ενεφανίζετο το πρόσωπον της
Ρένας. Να μειδιά επί πονηροίς και να τον καλεί ηδυπαθώς. Ο Θέμης θυμωθείς έκλεισεν
το βιβλίον και το επέταξεν εις το κρεβάτι, αντιλαμβανόμενος πια πως είχεν
μπλέξει άσχημα, με αυτόν τον πειρασμόν που εφανερώθη εις τον ήσυχον άχρι τούδε,
κόσμον του. Αν εσυνεχίζετο αυτή η κατάστασις, θα έχανε και εφέτος τας εξετάσεις
του. Επάνω εκεί, εκτύπησεν η πόρτα. Ο Θέμης εθεώρησεν πως θα ήτο εις εκ των
ολίγων φίλων που τον επεσκέπτοντο ενίοτε και ανεκουφίσθη. Ουχί μόνον θα περνούσε
αβασανίστως η ώρα με τον φίλον, αλλά εάν ήτο και εκ των εμπίστων, πιθανώς να
εξομολογείτο και το ερωτικόν του μαρτύριον διά να ξαλαφρώση. Και ίσως να
ενεστερνίζετο και κάποιαν συμβουλήν, προς αποφυγήν των χειρίστων. Με αυτήν την
διάθεσιν λοιπόν, ήνοιξε την θύραν...
Αντί διά
φίλον όμως, ο Θέμης αντίκρισεν την Ρένα! Ο πειρασμός ήτο ανένδοτος και ίστατο
ολοζώντανος εμπρός του!
-Καλησπέρα!
-Καλησπέρα...
-Στο
είχα πει πως θα έρθω!
Ο Θέμης
προσεπάθησε τάχιστα να ενθυμηθή πότε του είχεν ειπεί πως θα ήρχετο, αλλά δεν
ενεθυμήθη. Καλά καλά δεν ενεθυμείτο εάν της είχεν ειπεί πού διέμενε. Η Ρένα
όμως ήξευρε και τώρα εστέκετο μειδιούσα, πανέμορφος, με μίαν κοντήν φούσταν
πολύ άνω των γονάτων, εμπρός του. Και ήτο διά πρώτην φοράν βαμμένη εις τα
όμματα και τα μήλα του προσώπου. Και ερυθρό κραγιόν εις τα χείλη. Προσπαθών να
ανακτήση την ψυχραιμίαν του, της έκαμε χώρο διά να εισέλθη. Έν κύμα γυναικείου,
μεθυστικού αρώματος, εισέβαλλεν εις το δώμα του Θέμη. Έκλεισε την θύραν και
ησθάνθη ως να ήτο φυλακισθείς εις κλωβόν, ομού με αδηφάγον λέαιναν. Είχεν ιδεί εν τέτοιον θέαμα, εις τας οθόνας με τον Τσάρλι Τσάπλιν...
Η Ρένα ήρχισε να περιφέρηται, επιθεωρώσα το μικρόν δώμα του Θέμη, ο οποίος προσεπάθει να ανακτήση την ψυχραιμίαν του.
-Να σου κάνω καφέ;
-Ναι, μέτριο με γάλα αν έχεις...
Ο Θέμης επήγε εις το ψυγείον, όπου επάνω του διετήρει καφέν και ζάχαρην και ήρχισε να τον ετοιμάζη, ενώ μύριαι σκέψεις επερνούσαν από το μυαλό του. Ουδεμία αμφιβολία υπήρξεν, διά τον λόγον όπου εκείνη είχεν έλθει εις το δώμα του. Δεν ήτο καμμία παρθένος, ωσάν τας πρώην συμμαθητρίας του, όπου διά να αποσπάση τις ένα φιλί, έπρεπε να τας πολιορκήση μήνας και έτη ως ο Κουταχής το Μεσολόγγιον ή ως ο Μωάμεθ την Πόλιν. Κάθε γυνή επιθυμεί τον μύθον της ίνα κατακτηθή, αλλά η Ρένα δεν ήτο κάθε γυναίκα. Ελευθερίων ηθών και αρκετά μεγάλη διά να ικανοποιείται μόνον με φλερτ, φιλιά και παίγνια. Μάλλον είχε ξεπεράσει προ πολλού τους μύθους του έρωτος. Είχεν έλθει αίφνης εις το δώμα του, δυόμιση ώρας πριν αρχίσει το μάθημα, επί σκοπού... διά να τελειώση η υπόθεσις! Ήτο ολοφάνερον! Επί πλέον δεν ήτο ερωτευμένη με τον Θέμην, το θέμα δεν ήτο αισθηματικόν, ήτο καθαρώς σαρκικόν. Της ήρεσε μάλλον και ήθελε να τον απολαύση σωματικώς. Και επιτέλους, ίσως το μεταλυκειακόν να ήτο μία διέξοδος διά την Ρένα, μόνο και μόνο διά να εύρη τον έρωτα. Διότι απ΄ ό,τι είχεν δείξει άχρι τούδε, τα μαθήματα δεν την πολυενδιέφερον. Ενεγράφη μάλλον εις το μεταλυκειακόν, διά να έχη μία ερωτικήν διέξοδον. Διά να εύρη εραστήν, πού το κακόν; Ήτο όντως μία χρυσή ευκαιρία διά τον Θέμην, να μυηθή εις τον έρωτα από αυτήν την ωραία γυναίκα, όπου έκαμε τα πάντα να του δείξη πως ήτο διαθέσιμη. Το ερώτημα όμως... άλλο. Εάν και ο Θέμης, ήτο το ίδιο έτοιμος και διαθέσιμος. Πώς ημπορούσε ούτος ο άπειρος νεανίας των δέκα οκτώ ετών, με το πενιχρόν ερωτικό παρελθόν, να κάμη καλά μίαν αδηφάγον λέαιναν;
Ο καφές ητοιμάσθη, η Ρένα ήρχισε να τον πίει περιφερόμενη αργά εις το δώμα, βαστώσα τον εις την δεξιάν χείρα με τους πολλούς δακτυλίους εις τους ωραίους δαχτύλους της. Ήτο η αρχόντισσα του απογεύματος και το ήξευρε. Εμειδία συνεχώς, εμειδία ομιλούσα και διά τα πιο απλά πράγματα. Ο Θέμης καθήμενος εις μιαν καθέκλαν, προσεπάθει να συμμετάσχη εις τα λεγόμενα, μα αλλού έτρεχεν ο νους του. Τι έπρεπε να κάμη; Να αναμένη δική της κίνηση ή να τα παίξη όλα για όλα; Και αν τον απέριπτε; Πονεί μια απόρριψις εις αυτήν την ηλικίαν. Όμως όλα ήσαν φως φανάρι! Δεν ήλθεν εις το δώμα του η Ρένα διά να πίη φραπέν! Κάποιαν στιγμή, εκείνη, ηκούμπισε εις το έπιπλο του καθρέπτου. Μισή καθήμενη, μισή ορθία. Η φούστα πια ήτο πολύ άνω των γονάτων, αποκαλύπτουσα δύο υπέροχους λεπτοφυείς πόδας. Πόδας ελαφίνας! Εστάθη εκεί και τον έβλεπε μειδιώσα προκλητικώς. Ο Θέμης το απεφάσισεν. Δεν ήτο δα και τόσο ανόητος. Εσηκώθη, την επλησίασε, έγειρε ολίγον και ήρχισε τρεμάμενος να την φιλά απαλά εις τον μακρύν, λευκόν λαιμόν της. Η Ρένα δεν ανθέστη. Απέμεινεν εκεί, ανυψώσα ολίγον την κεφαλήν, ίνα τον ευκολύνη εις το έργον του. Δεν εσήκωσε τας χείρας να τον απομακρύνη, δεν έκαμε κάποιαν βιαίαν κίνησιν εναντίον του. Παρέμενεν εκεί μειδιώσα, απολαμβάνουσα το συρτόν απαλόν φιλί εις τον λαιμόν της, ασθμαίνουσα ελαφρώς. Παραλλήλως όμως, εψιθύριζεν την λέξιν... ΄΄Σταμάτα...΄΄.
Όπως ήτο φυσικό, η υπόθεσις με την Ρένα εναυάγησε άπαξ διά παντός! Αφού και μία όρνις θα εκαταλάβαινε τι έκαμε ο Θέμης με τη Μαρία εκείνο το βράδυ, μόνο να φαντασθή δύναται τις, πόσα εκατάλαβε η Ρένα, που ήτο γαλή με πέταλα εις τα τοιούτα! Δεν του είπεν τίποτα απολύτως. Η συμπεριφορά της από εκείνο το βράδυ όμως, ήλλαξε άρδην. Του εφέρετο φιλικώς πια, αλλά μόνον φιλικώς. Ως να ήτο ο μικρός αδελφός της. Και έρριψεν αλλού τον ερωτικόν προβολέαν της. Ματαίως ο Θέμης επερίμενε τα παλαιά φλερτ, τας εντέχνους νύξεις, τα ερωτικά της υπονοούμενα. Ματαίως επερίμενε το ποθητό χτύπημα εις την θύραν του, όπου θα ενεφανίζετο πάλι εκείνη. Ώσπου κατάλαβε ότι το πουλί είχεν πετάξει. Και τα έβαλε με τον εαυτό του, όπου είχεν φερθεί τόσον ανωρίμως. Και το ωραίον, πως με την Μαρίαν δεν ευρέθη ξανά ποτέ εις ερωτικήν διάθεσιν. Αίφνης εσυμπεριφέροντο οι δυο τους, ως να μην είχεν γίνει το παραμικρόν ανάμεσά τους. Μα δεν τον έγνοιαζε ερωτικώς η Μαρία. Το θέμα ήτο η Ρένα μα εκείνη, αφού αντελήφθη με τι... μόμολο είχε να κάμει, επέταξε μακριά. Και απέμεινεν πάλι μόνος ο φτωχός Θέμης, να έχη από πάνω και ενοχάς. Διατί είχεν φερθεί ανεντίμως και απέναντι εις την Ρένα και απέναντι της Μαρίας. Ναι, ανεντίμως! Ματαίως προσεπάθει να εύρη έναν λόγον που να δικαιολογή την παράλογον πράξιν του. Μήπως το έκαμε διά να ζηλέψει η Ρένα και να πέση εις την αγκάλην του; Μα εκείνη είχεν ήδη πέσει, ήτο ζήτημα ημερών -διά να μην πούμε ωρών- να τελειώσει η υπόθεσις. Μα τότε; Τι αυτοκαταστροφή ήτο αυτή; Μόνον έναν λόγον ευρήκε τελικά ο Θέμης, που ενδεχομένως να εδικαιολόγει την ανόητον και ανέντιμον πράξιν του. Και ο λόγος ήτο, πως ήθελεν να καταστρέψει πραγματικώς αυτήν την σχέσιν εν τη γενέσει της! Διότι θα τον απεμάκρυνε ίσως από τον σκοπόν του, να εισέλθη εις το πανεπιστήμιον. Διότι ούτος ο αμαθής και ανώριμος νεανίας, ένοιωθε αδύναμος εμπρός εις αυτόν τον ερωτικόν θηλυκόν σίφουνα! Και θα ημπορούσε εντός ολίγου, να καταλήξη παίγνιον εις τα χέρια της. Ενώ αυτός είχεν τον σκοπόν του, το έτος εκείνο...
Δεν ήλθεν εις το μάθημα η Ρένα εκείνην την ημέραν. Από τότε ο Θέμης ήρχισε να επανέρχεται. Επόνεσε κάποιας ημέρας, αλλά ανεκουφίσθη συνάμα. Όταν ήνοιξε πάλι τα βιβλία του και ήρχισαν να εμφανίζονται ξανά εις την θέσιν τους τα συνέδρια του Λάιμπαχ και αι συναρτήσεις, χωρίς να παρουσιάζεται το πρόσωπον και το σώμα της Ρένας, εκατάλαβε ότι είχε περάσει ως ο Οδυσσέας από την νήσον των Σειρήνων, αλλά είχεν σωθεί. Είχε θυσιάσει έναν πολύτιμον έρωτα μα όσο κι αν επόνεσε αυτό, είχε βγει εις την λεωφόρον της ζωής και ήτο ξανά εντός του στόχου του. Εκατάλαβε, ότι δεν δυνάμεθα να τα έχωμε όλα. Πάντα κάτι κερδίζομε, κάτι χάνομε. Εκείνο το έτος, ο Θέμης ίσως να μην ωρίμασε ερωτικώς, ωρίμασε όμως εν την ζωή. Η ανοησία που επέδειξε εις το ζήτημα, ενδεχομένως να προέρχετο από εν de profundis ένστικτο αυτοσυντήρησης. Από μίαν ψυχικήν και εγκεφαλικήν λειτουργία αυτοπροστασίας, διά να μην εξέλθη από τον στόχον του. Διότι τον έρωτα ηκολουθεί πάντα βάσανος. Ζήλειαι, μελαγχολίαι και τα τοιαύτα. Και δεν χωρούν δύο καρπούζια εις μίαν μασχάλην. Κατέστρεψεν λοιπόν, το ριψοκίνδυνον ενδεχόμενον. Δι΄αυτό ισως, ο στόχος αργότερα επετεύχθη. Ο Θέμης επέρασεν εις το πανεπιστήμιον. Εξ΄άλλου, ήτο ακόμη μικρός. Είχεν καιρόν διά έρωτες...
-Κρίμα... θα σε χάσουμε...
Ήθελε να της ειπή εν μεγάλο συγγνώμη, μα δεν το
έκαμε. Την εξετίμα και ως άνθρωπο την Ρένα. Ήτο καλόκαρδη, θετικός άνθρωπος.
Ίσως όμως είχεν καταλάβει και εκείνη την αιτίαν της παράλογης συμπεριφοράς του.
Δεν του εκράτησε καμίαν κακία. Εκείνη την εποχή, είχε την δύναμιν να τον κάμη παίγνιον, εάν εκουνούσε ακόμη ολίγον το μικρό της δάχτυλο. Όμως δεν το έκαμε.
Τον άφησε ήσυχο να εύρη τον δρόμον του. Η Ρένα ίσως να ήτο όντως εν δώρο. Η
θεσπεσία μύστις που είχεν στείλει η θεά Αφροδίτη, διά να μεταμορφώση τον Θέμη
από νεαρόν έφηβο εις άνδρα. Όμως η θεά δεν είχεν υπολογίσει τον στόχον του
Θέμη. Το δώρον ήτο ωραιότατον μα πάρωρον. Ο Θέμης έφυγεν από εκείνην την
αποχαιρετιστήριον εορτήν της παρέας των υποψηφίων με λύπην μεν, διότι εν
κεφάλαιον έκλεινεν και θα έχανε διά παντός την ωραίαν Ρένα και καλούς φίλους,
αλλά με ανοικτήν καρδίαν διά το νέο που ήρχετο. Ελπίζων έτι, να μην του κρατά
καμμίαν κακίαν και η θεά Αφροδίτη που εκ των πραγμάτων ηναγκάσθη, να μην αποδεχθή το ακριβόν και πολύτιμον δώρον της...
(Φιλολογική επιμέλεια: Κυριάκος Γεωργιάδης)
28/11/23
Thursday, June 1, 2023
Το σκάκι
Saturday, July 9, 2022
Ηνίοχος
Sunday, March 13, 2022
Επίσκεψη στην αρχαία Ασίνη
Πέρασαν χρόνια. Ένα χειμωνιάτικο Σαββατοκύριακο βρισκόμουν στο Ναύπλιο. Το πρωί της Κυριακής αποφάσισα να κάνω μια βόλτα προς Τολό. Απρογραμμάτιστα. Δεν ήξερα πού θα πήγαινα. Ο καιρός άσχημος. Μπερδεμένος. Αναποφάσιστος. Μια έφερνε καμία ψιχάλα, μια πήγαινε ν' ανοίξει. Μα ούτε άνοιγε. Σύννεφα έτρεχαν στον ουρανό, αφήνοντας καμιά φορά να φαίνεται ένας αδύναμος, βαριεστημένος ήλιος. Και φυσούσε. Ξαφνικά εμπρός μου μία ταμπέλα. ‘’Αρχαία Ασίνη’’! Η καρδιά μου φτερούγισε. Έστριψα και προχώρησα στον χωματόδρομο που με έβγαλε δίπλα από τον λόφο της αρχαίας Ασίνης. Έσβησα. Φυσούσε. Πήρα το μονοπάτι και ανέβηκα. Στον λόφο που ύψωσε σε ιερό ο Σεφέρης...
‘’Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος...’’
Πράγματι! Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος. Την πρώτη στιγμή που τον είδα, μια λάμψη αχτίδων χύθηκε από ψηλά πάνω στα κύματα, που έπεφταν ανάγλυφα και θολά στη καφετιά ευθύγραμμη αμμουδιά...
''Και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη..."
Ήμουν λοιπόν εκεί! Είχα βρεθεί ξαφνικά, ίσως όχι σε έναν πραγματικό τόπο, αλλά στη μέση ενός ποιήματος! Από τα ωραιότερα που είχα διαβάσει ποτέ. Ψυχή τριγύρω! Φυσούσε. Άρχισα να περπατώ αργά. Τι γύρευα σ’ αυτήν την ερημιά; Τον βασιλιά της Ασίνης; Τα χνάρια του Σεφέρη; Ένα στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα; Εμένα, το κενό μου ή μια εντάφια προσωπίδα;
Κοίταξα πέρα μακριά, τα πλοία στο άφαντο λιμάνι που ήταν και δεν είναι. Όλα μαζί γραμμή. Πήγαιναν στην Τροία. Ήμουν κι εγώ εκεί; Ή κάποιος άλλος πίσω μου, που μούδωσε το αίμα του; Και μου μιλά μέσα απ’ αυτό το αίμα; Τι γυρεύαμε στην Τροία ακολουθώντας αδιαμαρτύρητα τον βασιλιά μας; Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη... Όχι ας μη φύγω από δω, ας μη μεταφερθώ σε άλλο ιερό... Ας μείνω. Σ’ αυτόν τον βράχο. Σ’ αυτό το χάσμα του χρόνου...
Τριγυρνούσα ανάμεσα στα βράχια και τις πέτρες σα ξωτικό, παρακολουθώντας το δράμα της εξαφάνισης... της απουσίας. Ανθρώπων, βασιλείων, πολιτισμών. Πέτρες τριγύρω. Υποψία τειχών και όχι ακριβώς τείχη. Ποιος σκοτεινός Θεός τα γκρέμισε; Πιο κει μια τρύπα παράταιρη, ένα κρυφό πηγάδι. Νάταν από κει... νάταν απ’ αυτήν τη σκοτεινιά που ξεπήδησε ξάφνου η νυχτερίδα του και χτύπησε στο φως σα σε ασπίδα; Κι η νυχτερίδα ένα κενό. Έκσταση! Λείπουμε κιόλας. Έχουμε ήδη φύγει!...
Ο Βασιλιάς της Ασίνης ήταν εδώ ακριβώς που πατώ! Οι στρατιώτες του με τις αστραφτερές πανοπλίες ήταν εδώ ακριβώς που πατώ! Οι υπηρέτες του, οι γυναίκες του, εδώ! Πάνω σ’ αυτά τα βράχια, μέσα σ’ αυτά τα τείχη, να κουβαλάνε λάδια, φρούτα και πιθάρια! Μια λέξη μόνο. ‘’Ασίνη τε...’’ Φτάνει μια λέξη για να σε σώσει; Ναι, αν την έχει γράψει ή την έχει προφέρει ο Όμηρος...
Ο Σεφέρης ήταν εδώ! Κοιτάζω γύρω. Κανείς! Ολομόναχος. Πάνω σ’ αυτόν τον λόφο, μέσα σ΄αυτό το ποίημα! Πού πήγαν όλοι; Μόνος! Αγγίζω τις πέτρες για ν’ αγγίξω την αφή τους από την άλλη μεριά. Υποψιαζόμαστε άραγε ο ένας την παρουσία του άλλου; Στέκομαι για λίγο στη λέξη ''σκουτάρι''. Σηκώνω τα δάχτυλα, την ακουμπώ. Γκρίζα, σκουριασμένη, πολύτιμη λέξη. Σαν παλαιό άροτρο παρατημένο πια σε μιαν άκρη μα αίφνης πολύτιμο σαν εύρημα, γιατί το έχουν φτιάξει, το έχουν προφέρει αρχαία, άφαντα χείλη... Κι έχει οργώσει εκατοντάδες χρόνια τη μνήμη...
...Βέλος στον μήλιγγα. Από περίπολο Τρώων... Την ώρα που πλενόμουν. Κι η τέφρα, τα κόκαλά μου θαμμένα εκεί... Με έθαψαν οι σύντροφοι την ώρα που βασίλευε ο ήλιος -στάδια είκοσι από τα τείχη-... τοποθετώντας δίπλα μου κάτι φτωχά κτερίσματα.... Καμιά... καμιά εντάφια προσωπίδα. Δε γύρισα πίσω... Δε μ’ είδε ξανά η μαυρομάτα. Μα τότε... γιατί εδώ; Μόνος, σ’ ένα σωριασμένο βασίλειο ενώ φυσά ακατάπαυστα;.... Ποιος είμαι;... Ποιος τελικά είμαι; Μήπως είμαι ο βασιλιάς;... Ο βασιλιάς της Ασίνης;... Ή μήπως ένας νεκρός πολεμιστής του;...
Πήρα το δρόμο του γυρισμού. Στο αυτοκίνητο με περίμεναν η γυναίκα και τα παιδιά μου.Πώς από βασιλιάς, πώς από νεκρός πολεμιστής, βρέθηκα ξάφνου τόσο μπροστά στον χρόνο; Με μια γυναίκα και δύο παιδιά να περιμένουν, να τα πάω με αυτοκίνητο σ’ έναν παιδότοπο στο Ναύπλιο;
Βέλος στον μήλιγγα. Το τελευταίο που θυμάμαι, πως είχα σκύψει να πλυθώ...
Wednesday, January 26, 2022
Αρχιμήδης
Tuesday, December 14, 2021
Ερμότιμος
είτα Πύρρος γένοιτο. Επειδή δε Πύρρος απέθανε
γενέσθαι Πυθαγόραν και πάντων των ειρημένων μεμνήσθαι. -
Saturday, January 16, 2021
Εγώ ο Διάκος...
Δεν πονώ πια.... Ως να μην έχω κορμί... να είμαι φως μόνον... Ένα φως
στρογγυλό και λευκό ως αυγό, από τα στήθια κι απάνου... Νομάτοι σωρό
μαζωμένοι τριγύρα να με κοιτάνε μουγκοί, έτσι όπως με έχουν στημένον... θέαμα οικτρόν, εις τούτην την άκρην του Ζητούνι... Δε με υβρίζουν
πια... δεν εφτύνουν όπως έκαμαν ότε με εφέρνανε... Ανάμεσό τους κι η μάνα... Τη
βλέπω... σκίζεται η καρδιά της, σιωπά και κοιτά κι όλο κλαίγει... επιθυμώ να
της ειπώ να μην κλαίγει, να της ειπώ πως δεν πονώ πια, για δεν ορίζω πια το
κορμί μου... ο πόνος επέρασεν, πάγει εκείνος... είμαι φως τώρα, μονάχα φως...
και τι έχει να σκιαχτεί το φως απόνα παλούκι;... Μα να της ομιλήσω δεν
ημπορώ... δεν έχω δύναμιν μήτε να σαλέψω τα γλέφαρα... Γνωρίζω πως εκείνη
βλέπει ακόμα με τα ομάτια της γης... βλέπει τον υιόν της αγνώριστον θέαμα...
εδαρμένον, αιματωμένον, πρηγμένον... με οφούσκες και πύο εις όλον του το κορμί
από το λάδι το καφτόν οπού του έριχναν ψές και εγελούσαν... και μ’ ένα ξύλινον
σουβλί να απερνά το κορμί κάτω από τα σκέλια... να απερνά μέσα από την κοιλιάν και να βγαίνει εις
την δεξάν ωμοπλάτην... αυτό βλέπει η μάνα... όχι πως είμαι φως, ένα άσπρο φως ως αυγό από τα στήθια κι απάνω, οπού ετοιμάζεται λεύτερο να πετάξει...
Ποτές δεν είχα την φαντασίαν πως θα εζούσα ετούτην την τιμήν... να απεράσω
όσα επέρασεν Εκείνος... Εκείνος οπού επίστεψα και εφόρεσα διά το καλόν Του και
ράσον. Τον Ιησού των Ελλήνων!... Τώρα γνωρίζω πώς επάνω εις τον σταυρόν,
Εκείνος δεν ήταν ένα άσκημο... αιματωμένον θέαμα, αλλά φως... Και τι ημπορούν
να κάμουν τρία παλιόκαρφια σ’ ένα περίλαμπρον φως;...
Επολεμήσαμεν γενναίως εις το γιοφύρι... Δεν εφοβήθημεν διόλου τον αριθμόν,
τα ντουφέκια, τα τουμπελέκια... αλαλαγμούς και αλόγατα... Ολίγοι, μα τους
εκρατήσαμεν γερά. Και όταν ετελείωσεν ο τζεμπχανές, ξεσπαθώσαμεν... Εκρατήσαμεν
την θέσιν πολεμώντας πεισματικά, δουλεύοντας τέλος μόνον χέρια, μαχαίρια... Και
πώς να εφεύγαμεν; Σιμά ο Λεωνίδας είχεν από τον τάφον ασκωθεί και
εκοιτούσεν... Αϊ να ήσταν εκεί! Να
ιδείτε πώς ευώδιαζεν ο ιδρώς και η μπαρούτι!... Να ιδείτε πώς εδαγκώναμεν...
και ζέστα του μεσημεριού... με τους
οδόντας τα φουσέκια! Μαύροι
εκαταντήσαμεν... Όμως ολίγοι έχουν την τύχην να εγνωρίσουν απόγιομα δίχως
αύριο... στιγμές βαριές ως αιώνες!
Ύστερις εμείναμεν όρθιοι μονάχα τρεις... ένα βόλι έκαψεν τον μηρόν μου...
ελαβώθην και η σπάθα σπασμένη... Ως σκύλοι επάνω μας έπεσαν!... ετελείωσαν
ογλίγωρα τους δυο μου συντρόφους. Απόμεινα ο ύστατος εν ζωή... Με δέσαν και με
επήραν...
Όμως τώρα δε πονώ πια... Ως να μην έχω κορμί. Ως νάμαι μονάχα φως... Ένα φως στρογγυλό και λευκό από τα στήθια κι απάνου... Κοιτώ πέρα... ένας αγέρας μαύρος και τραχύς έρχεται απεδώ να τους πάρει... Δεν έχουν σωσμό... όμως... αίμα πολύ ακόμη εις τα άνθη θα στάξει... και αίμα αδελφού απ’ αδελφό, την πέτρα θα βάψει... κι αυτήν την γυναίκα, άλλοι επάνω θα τραβούν, άλλοι κάτω... το νου σας στην ψεύτικη λευτεριά αδερφοί... το νου σας στους νέους της εσπέρας αφένδες... Αυτός ο πόλεμος ποτές δεν τελειώνει... όμως τώρα, ένα στρατί από άστρα... τον ουρανό και τη γης φαίνεται να ενώνει... χάνω τον κόσμο... κι ο καβαλάρης αυτός που ώρα κοιτά... ελυπήθη ως φαίνεται και το όπλο σηκώνει... γυναίκα αγέρωχη, αψηλή, από το μονοπάτι των άστρων, εμέ φαίνεται να σιμώνει... έχετε γεια αδελφοί... εγώ ο Διάκος, τα ύστερα λέγω... αυτός ο πόλεμος ποτές... ποτές δεν τελειώνει... κι η λευτεριά τους Έλληνας, πολλά... πολλά θα πληγώνει...
14/1/2021
Saturday, July 4, 2020
Καταφιλήσω...
Ήταν ωραίο το δειλινό...
Η Κασσιανή μες στο κελί, σε έξαρση ποιητική
μίαν ωδή εδούλευε. Μα όταν έγραψε...
''καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω
τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις''
έπεσε σε συλλογή... -''Καταφιλήσω'';
Πώς από μέσα της ξεπήδησε η λέξη αυτή;
Φανέρωνε ταπεινοσύνη, συντριβή
ή ήταν έντεχνα κρυμμένη, ερωτική;
Καλύτερο δε θάταν το ''ασπασθώ;''
''ασπασθώ τους αχράντους σου πόδας!''
Πιο σεπτό! Πιο ιερό! Αλλά ''καταφιλήσω'';;;;
Τον κάλαμο επήρε η Κασσιανή
να διορθώσει την παρεκτροπή.
Μα δεν επρόλαβε...
άλογα μπήκαν στην αυλή
και μια φωνή... -Ο αυτοκράτορας!
...................................
Αργότερα, σα βγήκε απ' την κρυψώνα της
λίαν τρεμάμενη, σκύβει στην περγαμηνή...
''ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν
κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη''
είχε προσθέσει ο Θεόφιλος
κάτω απ' τη δική της την ωδή...
-Μα πώς μπορεί μέσα στον ύμνο της
τόσο αδιάντροπα, αυτός να βλασφημεί;
Ποιαν Εύα; Την αφεντιά της εννοεί, που προ ολίγου
τα βήματά του ακούοντας, έτρεξε να κρυφτεί!
Πολύ οργίσθη η Κασσιανή
και πήρε να κάψει την ωδή...
Μα ήταν ωραίο το δειλινό!
Και στο κελί της έμπαινε, μια ευωδιά γαζίας...
(απ' την κρυψώνα της... άκουγε την ανάσα του
την προσμονή του ένιωθε, πούθελε να τη δει
κάποια στιγμή ακούστηκαν ακόμη και...λυγμοί)
-Θα τους κρατούσε! Δεν ήταν οι στίχοι του κακοί
την έθελγε κι η σκέψη, κάτι να είχανε μαζί
έναν δικό τους ύμνο, πνευματικό παιδί!
Λοιπόν, θα τους κρατούσε!...
(από τη χαραμάδα, μόνο τα πόδια του έβλεπε
πόδια λευκά... τα δάχτυλα, οι αστράγαλοι
καμάρες και κατατομή αρμονικά...
μόνο τα πόδια του έβλεπε τα πόδια τ' ακριβά
που τόσο ωραία έντυναν, σανδάλια περσικά)
......................................
-Όσο για το ''καταφιλήσω'' είναι πιο δοτικό
ψυχρό και σύντομο εκείνο το ''ασπασθώ''
Πάει καλύτερα, θα το άφηνε...
4.7.2020
Thursday, June 25, 2020
Οι κληρονόμοι
Friday, March 15, 2019
Τρεις παραλλαγές για τον Οδυσσέα
μία σπηλιά παντέρμη
την κατοικούνε πια μονάχα αετοί
μα αν πας μεσάνυχτα, κρυφά... την κρύα ώρα
με τον τρελό Τρελόνι!''
που απαλά στην άνοιξη θροΐζουν
σύμπλεγμα πάλης πέντε ανδρών...
''Λύστε μου μωρέ το ένα χέρι!''
καθώς τον δέσμιο, τέσσερις χτυπούν
με στόμια όπλων, πέτρες και γροθιές
τον βρίζουν, φτύνουν, τον τραβούν...
''Καλά αυτοί, μα εσύ γιατί ρε Γιάννη;''
Τα κρεμαστά του στρίβουν... λέοντα
μες στης νυχτιάς το ψιλοβρόχι
σα δράκοι που μόλις άγιο σκότωσαν
κι από την κούλια την ψηλή
Ανάληψη
Μέσα στα τρεχούμενα
του Παρνασσού νερά
αστράφτει ένα ξίφος ορθωτό
που βγαίνει από το μαύρο του κορμί
με τα σχισμένα χείλη
σα νέμεση κι υψώνεται και καρτερεί
το χέρι που θα πιάσει πάλι τη λαβή
το αδικαίωτο να δικαιώσει...
15/3/2019
Thursday, May 24, 2018
Πεταμένες σελίδες
Νοσταλγώ κάποιες παλιές σημειώσεις που γλίστρησαν
από τις χαραμάδες της ζωής μας και χάθηκαν
που έμειναν έξω από τα αμπαλάζ στις μετακομίσεις
και βρέθηκαν απ' τον καινούριο νοικάρη
τσαλακωμένες, μέσα σε συρτάρια μισάνοιχτα
Kάποιες σελίδες χειρόγραφες, ταπεινές
που τις θεωρήσαμε εντέλει ανάξιες
να μας ακολουθήσουν και τις αφήσαμε.
Κουβαλούσαν στίχους φτωχούς
σκέψεις βιαστικές, γεμάτες μουντζαλιές
κάποιο πρόσωπο ζωγραφισμένο στην άκρη
και μια κηλίδα κάπου, αδιευκρίνιστη
από καφέ, στάξιμο μανταρινιού
ή δάκρυ
Κάποτε όμως, μας είχαν βοηθήσει να περάσουμε
δύσκολες νύχτες, μας είχαν βοηθήσει ν' αντέξουμε
τη φιλοδοξία μας, γιατί κουρνιάσαμε πάνω τους
όπως οι γέροι που κρυώνουν πολύ
(γράφαμε ασταμάτητα
μόλις είχαμε γνωρίσει τους υψηλούς ποιητές
και θέλαμε να τους φτάσουμε)
24-5-2018
Saturday, September 19, 2015
Το ζαρκάδι
που δεν μπορείς να δεις
να πιάσεις, να μυρίσεις
που εμφανίζονται κρυφά
αργά το βράδυ
χωρίς φωνή
σαν άδεια ρούχα
που σαλεύουν φευγαλέα
στο σκοτάδι...
υποψίες
κρυμμένοι κυνηγοί
που σε ξυπνάνε ξαφνικά
από ένα λάθος πάτημα
-και στη σκανδάλη χάδι-
Όταν το φως ανάβεις
γύρω κανείς
του ρολογιού ο χτύπος μοναχά
μα στον καθρέφτη
έντρομο να σε κοιτά
ένα ζαρκάδι...
Monday, July 13, 2015
Ηττημένος Θησέας
μήτε καλά, μήτε κακά
-που με χαρά ξεπροβοδίσατε
για να σκοτώσει τον Μινώταυρο-
δεν τα κατάφερε...
Όμως ακόμη ζει
κι απ' ότι μάθαμε
χτυπήματα έδωσε γερά
κι αυτός μες στον λαβύρινθο...
Τώρα τραυματισμένος επιστρέφει
Friday, August 19, 2011
η λίμνη
Πώς εγκλωβίστηκες στον βυθό αυτής της παράξενης
και φίλησε τα πάντα μέχρι τα έγκατα...
Eκεί που όλα μύριζαν ζωή
δεν είδες τις παράξενες γύρω σου χαραγματιές
σε κύκλωσαν αργά λευκοί κεραυνοί
μικροί και αθόρυβοι -σχεδόν ύπουλοι-
τόσο που δεν άκουσες τους τριγμούς
τόσο που δεν ένιωσες τη θερμοκρασία να πέφτει
μέχρι που έπηξε γύρω σου το νερό
κι ακίνητος έμεινες σ' αυτήν τη θέση
ολόγυμνος στον βυθό με το καμάκι στο χέρι
έτοιμος να χτυπήσεις τον στόχο
που λάμπει εμπρός σου, ολόχρυσο ψάρι
-σαν κάτι όνειρα παλιά
ενώ η καρδιά πάλλεται μέσα σου ζεστή και κόκκινη...
και το ατρόμητο ψάρι εκεί, ολόχρυσο, στραφταλιστό
την καμακιά, το τελειωτικό χτύπημα
κοροϊδεύοντας περιμένει-
Θολό το τοπίο, γύρω σκιές και τα φύκια
που έχουν πάψει κι αυτά να σαλεύουν
τα πεταμένα από χρόνια σκουπίδια -μπουκάλια
προφυλακτικά και σκουριασμένοι τενεκέδες-
κι αυτό το κρεβάτι που έχει πέσει κάπως λοξά
στην άκρη, της υδάτινης χαράδρας
και πάνω του ένα τρομαγμένο αγόρι
-ακίνητο κι αυτό, σαν κάκτος-
με μάτια κόκκινα, φλογισμένα
κρατώντας το χέρι μιας θεάς αγαπημένης
βλέπει να ροδίζει ντροπαλά η υποκρισία
κάτω από τη διάφανη, τους δέρματός της μεμβράνη...
Κι ο ήλιος ψηλά, πολύ ψηλά
ένα κίτρινο πυρακτωμένο σίδερο, θολό κι αυτό
σαν πεθαμένη ελπίδα...
Αυγουστος 2011