Καθόταν στην άκρη του πιο επικίνδυνου βράχου. Κοιτούσε πέρα την ανάκατη θάλασσα, μη μπορώντας να ξεχωρίσει αν ήταν νύχτα ακόμα ή μέρα.
Εδώ κατοικούσανε χρόνια. Μα ένα βράδυ, εκείνη τον έπιασε να εκλιπαρεί την γαλήνη. Είχε δειλιάσει. Μόνο αυτό δε συγχώρησε στον ποιητή της. Γι' αυτό, μάζεψε τα ολόχρυσα δαχτυλιδάτα της μαλλιά που αγγίζανε το χώμα, έκρυψε κει τα μυστικά και τους ψιθύρους κι ανέμισε σα περιστέρι που πετά μα δε το βλέπεις...
Και τώρα εκείνος ξανάρθε. Και την θυμήθηκε. Τα λόγια της που μπερδεύονταν με τον άνεμο, τα σιωπηλά δάκρυά της πίσω από τους βράχους.
Πόσο τον είχε αγαπήσει!
Του τα συγχωρούσε όλα. Ακόμη κι όταν εκείνος χανόταν στους δρόμους, όταν μεθούσε σε θορυβώδη μπαρ, αγκαλιάζοντας γυναίκες ανθρώπινες και μπερδεμένες.
Καθόταν στην άκρη του πιο επικίνδυνου βράχου. Ο άνεμος δυνατός. Οποιαδήποτε στιγμή θα μπορούσε να πέσει. Μα παρέμενε όρθιος, ανάμεσα σ' αυτό που δε φαινότανε για νύχτα ή για μέρα.
Την είχε χάσει.
Την όμορφη νεράιδα που του ψιθύριζε τραγούδια. Κοίταξε πέρα το ξερονήσι που ανέβαινε απότομα ψηλά και δε πατούσε ανθρώπινο πόδι. Μονάχα γλάροι είχαν φωλιές στις χιλιάδες τρύπες του.
Έφερε στο μυαλό του τα χρόνια που έζησε χωρίς αυτήν. Είχε γίνει ρεαλιστής, κορόιδευε τα ποιήματα και τα γραφτά του. Ξυπνούσε και κοιμόταν σε καθορισμένες ώρες και σε καθορισμένες ώρες διασκέδαζε μετρημένα.
Άκουσε πάλι το πέταγμα της φυγής της. Ένα περιστέρι που πετά απαλά μέσα στη νύχτα. Την θυμήθηκε πανέμορφη να κάθεται πάνω στους βράχους και να πλέκει περιδέραια από κοχύλια. Του έφτιαχνε περιδέραια, ακόμη κι όταν εκείνος έκανε έρωτα με άλλες, ακόμη κι όταν σήκωνε τα μανίκια του και έπλενε τα πιάτα στον νεροχύτη.
Καμιά φορά, έκλεινε απότομα την βρύση, γυρνούσε προς τους βράχους που βρισκόταν εκείνη και της φώναζε...
-Φύγε! δε γίνεται ν' αγαπήσει άνθρωπος νεράιδα!
Αυτή χαμογελούσε. Ο άνεμος έπαιζε με τα μαλλιά της -πόσο μικρή έμοιαζε όταν ο άνεμος έπαιζε με τα μαλλιά της- και εκείνος έφευγε θυμωμένος, βροντώντας πίσω του τη πόρτα.
Όταν επέστρεφε, την έβρισκε κλαμένη. Δε της μιλούσε τότε. Μόνο ξάπλωνε δίπλα της και παρατηρούσε τα χέρια της που συνέχιζαν να πλέκουν περιδέραια από κοχύλια. Πόσα τέτοια δεν είχε πλέξει! Μετά γυρνούσε και του τα φόραγε κι ας ήξερε, πως αν χτυπούσε το κουδούνι κι έρχονταν επισκέπτες, εκείνος θα σηκωνόταν απότομα, θα τραβούσε απ' το λαιμό του τα περιδέραια και θα τα πετούσε στο τοίχο, με τα κοχύλια να σπάνε και να σκορπίζουν στους βράχους...
-Φύγε! Δε γίνεται ν’ αγαπήσει άνθρωπος νεράιδα!
Κάποιες φορές δεν άνοιγαν σε κανέναν. Κι ας χτυπούσε το κουδούνι. Τότε έγραφαν στίχους. Μπορούσε να γεννήσει πανέμορφους στίχους εκείνη, μα επειδή δεν είχε την δικιά του ματαιοδοξία, τον διόρθωνε μόνο, όταν εκείνος έγραφε κάτι πολύ ανόητο. Όταν όμως θυμόταν κάποια ωραία θνητή και προσπαθούσε να γράψει γι' αυτήν, η νεράιδα σηκωνόταν και χανόταν στους βράχους.
-Είσαι ζηλιάρα! της φώναζε και πετούσε τη σελίδα στη θάλασσα.
Την περίμενε κι όταν αυτή δεν ερχόταν, έπιανε το παλτό του και χανόταν στη πόλη.
Επέστρεφε συνήθως αργά και λίγο μεθυσμένος κι εκείνη έτρεχε κοντά του. Έπλεκε τα χέρια της στο λαιμό του και σηκωνόταν να τον φιλήσει, όχι τόσο για να τον φιλήσει, όσο για να δει αν έχει στο γιακά κραγιόν ή αν μυρίζει γυναικείο άρωμα.
Άκουσε πάλι το πέταγμα της φυγής της. Ένα περιστέρι που πετά απαλά μέσα στη νύχτα. Ξεκούμπωσε το πουκάμισο και το πέταξε. Έβγαλε τα παπούτσια, τις κάλτσες. Απόμεινε γυμνός στην άκρη του πιο επικίνδυνου βράχου.
Η βροχή άρχισε να πέφτει ξαφνικά. Ρυάκια πάνω του, στα μαλλιά, το πρόσωπο, το στήθος, τους μηρούς.
Άκουσε πάλι το πέταγμα της φυγής της...
Πήρε μια πετσέτα και την έφερε στο πρόσωπό. Έμεινε ώρα έτσι. Όταν σκουπίστηκε και άνοιξε τα μάτια, βρισκόταν μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη του δωματίου. Η κουρτίνα, σάλεψε λίγο από το δροσερό αεράκι της ανοιχτής μπαλκονόπορτας. Από μέσα, άκουσε τις σιγανές ομιλίες των δυο του παιδιών, που έπαιζαν ήσυχα στο σαλόνι…
1996