Translate

Sunday, November 5, 2023

Ο Νικόλας ο μαρμαράς

 


διήγημα (πορτραίτο)

  Ο Νίκος ο μαρμαράς, φίλος καλός. Λαϊκός τύπος, εξωκαρδιά. Ίσιος άνθρωπος, αλλά πότης και με μεγάλες ατυχίες στη ζωή του. Είχε χάσει σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τον μικρότερο αδερφό του, τον Γιαννάκη. Ίδια ηλικία με μένα ο μικρός. Είκοσι δύο χρονών έφυγε. Ζούσε στην Αθήνα, μα πέρασε με κόκκινο μια νύχτα το φανάρι και σκοτώθηκε. Με μηχανή. Του στοίχισε πολύ αυτός ο θάνατος του Νίκου. Τρομάξαμε να τον συνεφέρουμε. Συγκλονιστήκαμε κει μεις απ΄αυτό το ξαφνικό. Μετά το δυστύχημα, έφυγε και κείνος από την Αθήνα και επέστρεψε στο χωριό. Να είναι τουλάχιστον κοντά στους ηλικιωμένους και βαθιά πικραμένους γονείς του. Μα αν είχε μια έφεση μέχρι τότε στο ποτό, μετά το δυστύχημα το παράκανε. Πολλές φορές μας κούραζε, να τον μαζεύουμε απ΄ την αυτοκαταστροφή και την κραιπάλη εκείνης της πρώτης περιόδου του πένθους. Λιώμα γινόταν. Όμως ο χρόνος είναι γιατρός λένε. Σιγά σιγά βρήκε τους ρυθμούς του στο χωριό. Έπαιρνε δουλειές τριγύρω, κουτσά στραβά τάφερνε βόλτα. Έπινε συχνά, αλλά πολλές ήταν και νηφάλιος. Χιουμορίστας ο Νίκος και μυαλό ξυράφι. Η φιλοσοφία του ήταν λίγα και καλά. Όσα έπιανε τα χάλαγε σε φαί, κρασί και γλέντια. Είχε κάνει από νωρίς τις επιλογές του. Δεν είχε σκοπό να παντρευτεί. Η φιλοσοφία του ήταν... αφού δε θα πάρουμε τίποτα μαζί μας, δε χρειάζεται να σκοτωνόμαστε. Να ζούμε σα σπουργίτια. Όσα πάνε κι όσα έρθουν. Ίσα να περνάμε καλά κι ας είναι και φτωχά. Μα η φτώχεια θέλει καλοπέραση! Γι΄αυτό... πιάσε δυο ΄΄μπύρους΄΄ κάπελα και τα λεφτά στον τρύγο!
   Τα χρόνια που ακολούθησαν, κάναμε πολύ παρέα. Του είχα δώσει και δουλειές στο σπίτι. Να βάλει τα μάρμαρα στο μπαλκόνι και στην εξωτερική σκάλα, να μου αλλάξει τα πλακάκια στο σαλόνι. Καλός μάστορας όταν ήταν νηφάλιος, αλλά καμιά φορά έκανε τα δικά του. Δούλευε τρεις μέρες καλά, την τέταρτη την κοπανούσε ξαφνικά για να πιει. Πήγαινε στον καφενέ, γινόταν κουνουπίδι και ερχόταν μετά να συνεχίσει μεθυσμένος τη δουλειά. Κι έτσι όπως ήταν, τα έκανε μαντάρα...
   Μια φορά, τον έβαλε η γυναίκα μου και ξήλωσε πέντε μέτρα μάρμαρα. Γιατί ενώ όλα πήγαιναν ρολόι μέχρι ένα σημείο στο ανατολικό μπαλκόνι, ξαφνικά τα μάρμαρα άρχιζαν να ανηφορίζουν σα να του είχαμε παραγγείλει, πως θέλουμε να κάνουμε εκεί μότο κρος. Τα είχε βάλει μεθυσμένος φυσικά.
   -Θα τα φάω με τη μηχανή αργότερα... και θα τα φέρω... φέρω ίσια! έλεγε ψευδίζοντας από το κρασί στη γυναίκα μου.
  -Τι να φας με τη μηχανή ρε; Ολόκληρο λόφο έκανες στο μπαλκόνι! Τώρα! Ξήλωσέ τα τώρα! Μετά πήγαινε να κοιμηθείς κάνα δυο μέρες και όταν ξεμεθύσεις, έλα να τα βάλεις σωστά! του είπε θυμωμένη η γυναίκα μου.
   Ήθελε δεν ήθελε ο Νικόλας, τα ξήλωσε. Και όταν ξεμέθυσε, ήρθε και τα έβαλε σωστά. 
  Είχε κάνει πολλά τέτοια. Κάποτε έφτιαξε πρωί πρωί τη λάσπη μέσα στο σαλόνι μιας κυρίας, για να βάλει τα πλακάκια και πετάχτηκε απέναντι στο καφενείο να πιει ένα τσίπουρο στο πόδι...
  -Ένα στα γρήγορα για να ζεσταθούμε κυρά! Κάνει ψοφόκρυο σήμερα! Μέχρι να πεις κίμινο, θα είμαι πίσω!
  Επέστρεψε μετά από μια βδομάδα! Το τσιμέντο εν τω μεταξύ  είχε ταρατσώσει στο σαλόνι της κυρίας και τρέχανε να το σπάσουνε με κομπρεσέρ. Κατά τ΄ άλλα καλός μάστορας... 


   Αυτά για εισαγωγή. Μα δεν άρχισα να γράφω για τον Νίκο σήμερα, για να τον παινέσω ή να τον κατηγορήσω για τα μαστορικά του. Θέλω να δώσω απλά μια εικόνα αληθινή, για έναν φίλο καλό που στην τελική δεν έκανε σε κανέναν άλλον κακό με ορισμένες επιλογές του, παρά μονάχα στον εαυτό του. Στις παρέες ήταν περιζήτητος. Γιατί είχε καλή καρδιά. Με την ευστροφία του, με τα καλαμπούρια του, με τα ρεμπέτικα τραγούδια και τις απίθανες ιστορίες του. Εμένα με έλεγε ποιητή. Έκανε παρέες από δημάρχους μέχρι παρακατιανούς, χωρίς να διακρίνει...
  -Μην καμαρώνει κανένας! Ο καιρός έχει γυρίσματα και όλοι ήμαστε παιδιά του ίδιου Θεού! έλεγε καμιά φορά.
   Χαρακτήριζε τον εαυτό του αναρχοαυτόνομο πια, μετά από μακρά θητεία στο ΚΚΕ στη νεανική του ηλικία κι ένα σωρό πολιτικές περιπέτειες. Κάποτε τον σάπισαν στο ξύλο, κάτι παρακρατικοί. Τον παράτησαν σε μια ερημιά να πεθάνει, βάζοντας και μια τεράστια πέτρα πάνω στο κεφάλι του. Σώθηκε από θαύμα. Αλλά τα τελευταία χρόνια δεν πίστευε ούτε στην αριστερά, ούτε στη δεξιά, ούτε πουθενά. Μιλούσε για αριστερούς και δεξιούς φασίστες. Μην ακούς μπαρούφες, τα ίδια σκατά είναι όλοι! Δε θεωρούσε πως η πολιτική και οι πολιτικοί μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Μόνο να χαλάσουν τον κόσμο μπορούνε αυτοί! Τελευταία δήλωνε αναρχοαυτόνομος. Χωρίς να πιστεύει όμως πραγματικά, ούτε στην... αναρχοαυτονομία. Αν με ρωτούσες ποια ήταν τελικά η φιλοσοφία του, θα σου έλεγα πως κινούνταν ανάμεσα στη λιτότητα του Διογένη και στην ευδαιμονία του Επίκουρου. Μπορούσε το ίδιο άνετα να ζήσει με ελάχιστα, μέσα σε ένα πιθάρι, όπως και με πολλά σε ένα παλάτι που βούλιαζε στην αφθονία και την ηδονή. Προσαρμοζόταν παντού ο Νικόλας...
   Κάποτε, προς έκπληξη όλων μας, αποφάσισε να γίνει ψάλτης! Τον είχαμε χάσει εκείνη την άνοιξη. Δεν άφησε Χαιρετισμούς, Κυριακές, εσπερινούς, όρθρους. Πού τον έχανες πού τον έβρισκες, χωμένος στο δεξί ψαλτήρι του Αη Γιώργη, ανάμεσα στους άλλους ψαλτάδες! Ούτε κρασιά, ούτε ποτά. Τίποτα! Σοβαρός σοβαρός, καλοντυμένος και όχι με τα πρόχειρα ρούχα της δουλειάς όπως τον είχαμε συνηθίσει, έβγαινε μετά την εκκλησιά με την παρέα του παπά και των ψαλτάδων. Πήγε μέχρι και τη Μεγάλη Βδομάδα αυτή η δουλειά. 
   Τη Μεγάλη Παρασκευή, μετά την περιφορά του Επιταφίου, στρίψαμε με τον Ψηλό για ουζάκια στην πλατεία. Η βραδιά ήταν υπέροχη, ανοιξιάτικη. Πασχαλινές ευωδιές είχαν κατακλύσει τη μικρή μας πλατεία, μαζί με τις μυρωδιές από ψητά χταποδάκια, γαρίδες και καραβίδες. Κόσμος πολύς επέστρεφε κατά παρέες από την εκκλησία και έπιανε τραπεζάκια στην καφετέρια Ζυγός και κάτω από το πλατάνι, για να απολαύσει τα νόστιμα θαλασσινά του Γεωργίου. Χωριανοί που είχαν έρθει από την Αθήνα και άλλες πόλεις, αδέρφια, ξαδέρφια, συγγενείς, φίλοι που είχαν καιρό να βρεθούν, χαιρετιούνταν και συζητούσαν γελαστοί αυτό το ανοιξιάτικο βράδυ, που παρά τα πάθη και τη σταύρωση του Χριστού, έδειχνε χαρούμενο κι ευτυχισμένο. Εξ άλλου, όλοι περίμεναν σε λίγο το Πάσχα. Αύριο θα ετοίμαζαν τα αρνιά, τα κλήματα και τις σούβλες...
  Όταν σχόλασε εντελώς η εκκλησία, εμφανίστηκε και ο μαρμαράς. Χαμογελαστός, νηφάλιος, με το πουκαμισάκι του στην τρίχα και το παντελόνι με τσάκιση. Ήρθε στο τραπέζι μας. Του είχα σκαρώσει δίστιχο. Τον περίμενα στη γωνία για τις απουσίες...
   -Ο Νίκος ο μπεκροκανάτης - αποφάσισε να γίνει ψάλτης! 
   Του το κοπάνησα. Γύρισε και με κοίταξε. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, ενώ το πρόσωπό του πήρε τον συνήθη μορφασμό πρώιμου θριάμβου, όταν ετοιμαζόταν να πει κάτι σπουδαίο τάχα...
   -Ποιητής εκ του προχείρου, έχων την μορφή του χοίρου!... ξεφώνησε και ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.
   Όμως, νομίζω πως κάπου εκεί, έληξε και η θητεία του ως ψάλτης. Όχι εξ αιτίας του δικού μου δίστιχου φυσικά, απλά γιατί τότε έκλεισε  μάλλον, ο σύντομος κύκλος της συναναστροφής του με τα θεία...

    Είχε μεγάλο ταλέντο στη μαγειρική. Δεν ήταν μόνο καλοφαγάς, ήταν και δημιουργός. Και ως -από φυσικού- φιλήδονος, ήταν μαέστρος και στα γευστικά. Ιδιαίτερα στις σούπες. Περί αυτού λοιπόν, ήθελα να μιλήσω εξ αρχής σήμερα, αλλά περιέτρεξα κάπως από δω κι από κει, για να δώσω σαφή εικόνα του σπουδαίου ανδρός και εσαεί φίλου, Νικόλα του μαρμαρά...
   Ήταν αρχές Νοέμβρη νομίζω, προχωρημένο Φθινόπωρο. Είχε βρέξει την προηγούμενη μα δεν είχε ξεκόψει. Ετοιμαζόταν πάλι. Ο μαρμαράς με είχε βρει από νωρίς και με είχε καλέσει το βράδυ στο σπίτι του για φαγητό. Στην υπόγα. Είχε αγοράσει πόδια μόσχου, όπου με τον μυελό, με τα κολλαγόνα του και τα λοιπά, ευελπιστούσε να μας προσφέρει σπουδαίο έδεσμα! Το απογευματάκι όμως εκείνης της ημέρας, είχε έρθει στο πατρικό, καλός φίλος του πατέρα μου και είχαμε κι εκεί τραπεζώματα. Αποξεχάστηκα λοιπόν στο πατρικό, έφαγα, ήπια. Και μόνο όταν σουρούπωσε για τα καλά, θυμήθηκα τον μαρμαρά. Αισθανόμουν βέβαια χορτάτος, αλλά θα πήγαινα στην υπόγα του για την παρέα. 
   Άφησα το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι του κοντά στο πεύκο, ενώ είχε αρχίσει πάλι να βρέχει. Στο υπόγειο βρήκα στρωμένους ήδη στο μικρό τραπέζι, τον Ψηλό και τον γέρο Αποστόλη, τον πατέρα του Ψηλού. Και τον μαρμαρά φυσικά, που ανακάτευε κεφάτος μια κατσαρόλα που έβραζε πάνω σε ένα πρόχειρο γκάζι. Η σύναξη είχε αποφασιστεί να γίνει στο υπόγειο, για να μην ενοχλήσουμε τους γέροντες γονείς του μαρμαρά, που κατοικούσαν στο επάνω σπίτι.
   -Καλώς τον ποιητή! Στρώσου! Σε λίγο βγαίνει η σούπα! Βάζω τις τελευταίες πινελιές... Πάρε ό, τι κρασί θες, από τα βαρέλια δίπλα! Λευκό αριστερά, κόκκινο δεξιά!
    -Εγώ φαγωμένος είμαι! Για την παρέα ήρθα! είπα και κάθισα στο μικρό τραπεζάκι του υπογείου, που ίσα ίσα χωρούσε τέσσερα άτομα.
   -Καλά, δοκίμασε τη σούπα του μαρμαρά και μετά πάρε απόφαση! είπε ο Νίκος και έριξε μέσα στην κατσαρόλα λίγο κριθαράκι. 
Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν τυρί και ελιές. Γέμισα το ποτήρι μου κατ΄ευθείαν από το βαρέλι, μπρούσκο κοκκινέλι και κάθισα. Τσούγκρισα με τους άλλους δυο συνδαιτημόνες, ενώ αρχίσαμε να μιλάμε για διάφορα. Έξω μπουμπούνιζε και έβρεχε για τα καλά. Σε λίγο έγινε η σούπα και ο Νίκος κοίνωσε στα πιάτα. Εγώ στην αρχή αρνήθηκα, γιατί δεν πεινούσα διόλου, μα εκείνος επέμενε να δοκιμάσω.
   -Τέλος πάντων, βάλε δυο κουταλιές στο πιάτο να μη σε προσβάλλω. 
   Μου έβαλε και δοκίμασα. Έπαθα σοκ! Παραμένει μέχρι σήμερα, μια από τις πιο σπάνιες γευστικές εκπλήξεις της ζωής μου. Πεντανόστιμη, απίθανη... πιπεράτη! Από φυσικού μου όταν έχω φάει, πρέπει να περάσουν πολλές ώρες μέχρι να ξαναβάλω στο στόμα μου κάτι. Εκείνη η σούπα όμως ήταν φοβερή! Σα να την είχε φτιάξει ένας από τους πιο εξεζητημένους σεφ του κόσμου. Του είπα να γεμίσει το πιάτο. Και μετά ζήτησα κι άλλο...
   -Α ώστε θες και περίσσευμα ε;; Και μούκανες τον περήφανο! είπε ο Νικόλας και μου γέμισε για δεύτερη φορά το πιάτο.
    Ήταν ωραία βραδιά. Έξω χαλούσε τον κόσμο στη βροχή που κροταλούσε στην αυλή, ενώ ακούγονταν συνεχώς μπουμπουνητά και κεραυνοί. Και μεις ασφαλείς στην υπόγα του μαρμαρά. Μακάριοι σαν ποντικοί χωμένοι βαθιά στην τρύπα μας, αραγμένοι πάνω σε ζεστά χνούδια, απολαμβάναμε την καταπληκτική σούπα και τα υπέροχα μερακλίδικα κρασιά του. Και τι δεν είπαμε... Παλιές ιστορίες, αστεία, τραγούδια της τάβλας κατά το συνήθειό μας. Θυμάμαι και τον γέρο Αποστόλη, να προσπαθεί κάποια στιγμή να μας πείσει, πως όση στάχτη και αν πέσει από το τσιγάρο στο ποτήρι με το κρασί, δεν παθαίνει κάτι αυτός που θα το πιει. Εμείς αντιδρούσαμε και λέγαμε πως ο άνθρωπος θα είναι για το νοσοκομείο μετά. Ο γέρο Αποστόλης όμως επέμενε τόσο πολύ, που για να μας πείσει, έβαλε εμένα και τον μαρμαρά να ρίξουμε όλη τη στάχτη των τσιγάρων μας στο ποτήρι του. Στην αρχή αρνηθήκαμε μα ήταν τόσο επίμονος και έδειχνε τόσο βέβαιος γι΄αυτό που έλεγε, που τελικά το κάναμε. Ο γέρος σήκωσε το ποτήρι με τη στάχτη και το κατέβασε μονορούφι! Τελικά δεν έπαθε τίποτα! Ούτε εκείνη την ώρα, ούτε τις επόμενες. Και το πρωί, εμφανίστηκε στο καφενείο μια χαρά. 

  Από την τετράδα αυτής της ωραίας βραδιάς, μόνο εγώ ζω πια. Ο γέρο Αποστόλης έφυγε από γεράματα, ο Ψηλός από δυστύχημα και ο μαρμαράς από καρκίνο του ήπατος, πενήντα τεσσάρων ετών. Η ασθένεια ήρθε σιγά σιγά. Πρώτα εμφανίστηκε ένας βαθύς πόνος στα μάτια του. Μετά άρχισε να χάνει κιλά. Μου φανέρωσε κάποτε ο ίδιος ότι δίνει την άνιση μάχη, αν και είχαμε καταλάβει αρκετοί, πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ένα πρωί όμως μου το είπε...




      - Αδερφέ έχω καρκίνο, αλλά θα το παλέψω κι ό, τι γίνει!
    Και πράγματι το πάλεψε παλικαρίσια. Όσο προχωρούσε όμως η ασθένεια, τόσο έφευγε από πάνω του ο παλιός διονυσιασμός του. Μέχρι που πίσω έμεινε μονάχα το απόσταγμα του Νίκου του μαρμαρά. Ένας συνετός και σοφός άντρας που μιλούσε ψιθυριστά κι έδινε συμβουλές. Θυμάμαι εκείνη την εποχή είχα ένα μικρό περιβολάκι στην αυλή μου, με αναρριχώμενες ντομάτες, κολοκύθια και διάφορα ζαρζαβατικά. Του άρεσε να έρχεται εκεί. Καθόμασταν στον ίσκιο, του έφερνα μια πορτοκαλάδα -μόνο πορτοκαλάδα έπινε πια- και τα λέγαμε. Καμία σχέση με τον άλλοτε πότη και γλεντζέ...
    -Δεν έχω από κανέναν παράπονο. Μόνος μου έφαγα το κεφάλι μου. Ας όψονται οι ουσίες και τα ποτά. Δεν έχει καμία σημασία όμως να πω, ότι μετανιώνω για κάτι. Ω γέγονε... γέγονε!
    Δεν είδαν πολλοί αυτήν την πλευρά του Νίκου. Τη συνετή, τη σοφή, τη σπουδαία. Γιατί άρχισε να μη εμφανίζεται πια συχνά στην πλατεία και τα καφενεία, όπως παλιά. Είχε πάρει τον ανήφορο του γολγοθά του και τον ανέβαινε μόνος, έχοντας ελάχιστους δίπλα του. Και ένας από αυτούς τους ελάχιστους, ήμουν κι εγώ.
   Δε θα ξεχάσω ποτέ την τελευταία φορά που τον είδα ζωντανό. Καθόμασταν ένα μεσημέρι στην καφετέρια και ξαφνικά είδα το κεφάλι του να σκάει λίγο από το στενό. Μας κοίταξε για τρία δευτερόλεπτα. Σήκωσα το χέρι και τον κάλεσα. Διέκρινα για κλάσματα του δευτερολέπτου, τον δισταγμό του. Από δω η ζωή, πίσω ο θάνατος. Διέκρινα στα μάτια του την επιθυμία να έρθει προς εμάς, να έρθει προς τη ζωή, αλλά φαίνεται δεν μπορούσε. Η καρδούλα του τόξερε. Ήταν βασανιστικό να μας βλέπει ξέγνοιαστους εκεί, ενώ εκείνος πονούσε σωματικά και μετρούσε μέρες. Χωρίς να απαντήσει στο νεύμα μου, τράβηξε απότομα το κεφάλι και χάθηκε ξανά από το οπτικό μου πεδίο. Κατάλαβα πως τον άρπαζε πια η άλλη πλευρά. Εκείνη τη στιγμή, αποχαιρέτησε τη ζωή που αγαπούσε τόσο και στράφηκε πίσω ολομόναχος, για να διανύσει τα τελευταία μέτρα της ύστατης, πικρής ανηφοριάς. Λίγες ώρες αργότερα, μάθαμε πως τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, γιατί είχε αφόρητους πόνους. Σε δύο ημέρες -μέσα σ΄ ένα σύννεφο ανακουφιστικής μορφίνης- έσβησε για πάντα ο Νικόλας ο μαρμαράς...

   Δεν ξέρω ποιον από τους δύο Νίκους προτιμώ. Τον διονυσιακό, τον πότη, τον γλεντζέ, τον ετοιμόλογο, τον εύστροφο, τον υπερβολικό ή το απόσταγμά του, τον συνετό, σοφό ψιθυριστή, που μούδινε συμβουλές τελευταία, για τα φυτά και τη ζωή. Όσο περνούν τα χρόνια, ξέρω ότι μου λείπουν και οι δύο. Είναι κάποιοι άνθρωποι, που όταν φεύγουν, αδειάζει κάτι από την ατμόσφαιρα γύρω και ο μαρμαράς ήταν ένας απ΄αυτούς. 
   Έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες για τον παράδεισο. Οι περισσότεροι φαντάζονται έναν τόπο γαλήνιο όπου στους πράσινους κήπους του, βολτάρουν όλοι οι καλοί άνθρωποι και συνομιλούν. Εγώ λέω, πως ο παράδεισος πρέπει να είναι, όπως θέλει ο καθένας να είναι. Ο δικός μου -όταν κλείσω κι εγώ τα μάτια μου- είναι να βρεθώ ξαφνικά σε ένα εξωτικό νησί. Σε μια υπέροχη ακρογιαλιά, όπου δίπλα της θα βρίσκεται ένα ξύλινο μπαρ. Να παίζει τρομπέτα σε μιαν άκρη ο Miles Davis και να δύει ο ήλιος. Και καθώς πλησιάζω, να βλέπω στα σκαμπό του πάγκου τον μαρμαρά και τον Ψηλό. Να με κοιτάζουν χαμογελαστοί και να γεμίζουν βότκα το ποτήρι μου, ενώ γύρω να λικνίζονται αργά σε ρυθμούς τζαζ, ωραίες μαύρες και λατίνες...



(5/11/23)
Γιώργος Πύργαρης