Translate

Saturday, November 1, 2025

Πρώτη κριτική Μάνου Τασάκου για τα παραπεταμένα μου



(Το ιστορικό της κριτικής του κ. Τασάκου...
Είχα ζητήσει στις 26 Ιανουαρίου 2020 σε προσωπικό μήνυμα στο fb, στον κ. Τασάκο να ρίξει μια ματιά στα ποιήματά μου που είχα στο blog. Kαι εδώ μια μικρή απολογία. Ποτέ μέχρι σήμερα δε ζήτησα τη γνώμη κριτικού. Δεν ξέρω αν ήταν από εγωισμό. Απλά δεν είχα εμπιστοσύνη στη ψυχή τους. Στον κ. Τασάκο διέκρινα όχι μόνο τη γνώση πραγματικά του αντικειμένου, τη διορατική ματιά, την ικανότητα να ανάγει την κριτική σε έργο τέχνης, αλλά διέκρινα επίσης μια ευγενική, ειλικρινής και έντιμη ψυχή. Και όλα αυτά, μονάχα από τα κείμενά του στο διαδίκτυο. Χωρίς να τον ξέρω προσωπικά, χωρίς να έχουμε συναντηθεί καν σε κάποια εκδήλωση. Του ζήτησα λοιπόν να ρίξει μια ματιά στα ποιήματά μου, ενώ ήμουν πια 55 ετών. Επειδή πέρασαν δύο μήνες και δεν πήρα απάντηση, συμπέρανα πως είτε δεν του άρεσαν και δεν απάντησε για να μην με πικράνει, είτε δεν είχε χρόνο να τα δει. Και επειδή είχα κουραστεί και βαρεθεί πολλά χρόνια να βλέπω τα ικανά (κατ' εμέ) ποιήματά μου στο blog -ίσως και από μια ανάγκη ανανέωσης- τα κατέβασα τον Μάρτιο του 2020 όλα και ανέβασα ποιήματά μου που δεν εκτιμούσα ιδιαίτερα, ας πούμε... τα παραπεταμένα μου. Ο κ. Τασάκος λοιπόν σε αυτή τη φάση μπήκε στο blog μου. Λόγω φόρτου εργασίας, είδε τα ποιήματά μου τον Απρίλιο και έπεσε πάνω στα παραπεταμένα. Ατυχία βέβαια. Η πρώτη λοιπόν κριτική έγινε πάνω σε αυτά.)




Κύριε Πύργαρη καλησπέρα σας…

Ζητήσατε την γνώμη μου για ποιήματα που έχουν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα σας. Τα διάβασα όσο μπορούσα προσεκτικότερα, (είναι ανελέητος ο χρόνος και ο όγκος των έργων που καταφθάνουν μεγάλος) και θα αναφερθώ πρωτίστως σε κείνα που θεώρησα ως περισσότερο άρτια και αξιόλογα. Θυμηθείτε πάντως ότι στο τέλος-τέλος, όσα γράφω παρακάτω είναι απλώς μία γνώμη, τίποτε αμετάκλητο και τίποτε φυσικά εξ ορισμού αλάνθαστο ή τελειωμένο.
Ανάμεσα λοιπόν σ’ αυτά που διάβασα, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, θα ξεχώριζα το ποίημα «Το ποτάμι»...

Το ποτάμι

Κάθονταν αμίλητοι οι γέροι
στο παλιό... το πέτρινο γεφύρι.
Δεν ήταν πια παιδιά, να ψάξουν

από πού έρχεται
και πού πηγαίνει το ποτάμι.

Ήσυχα δολώναν τα καλάμια

περιμένοντας
τα ψάρια να τσιμπήσουν...


Είναι ολιγόστιχο και εκ των πραγμάτων δεν φλυαρεί, εικονογραφεί με τρόπο λιτό και πειστικό, δίνει εξαιρετικά την αντίστιξη ανάμεσα στην επαναστατημένη νιότη και το παραιτημένο γήρας και, προ πάντων, εμπερικλείει έναν στοχασμό. Οπωσδήποτε στοχασμό όχι πρωτότυπο, (μα δεν υπάρχει και παρθενογέννεση πια στην ποίηση, τουλάχιστον όχι συχνά…), αλλά η απόδοσή του είναι πρωτότυπη και απολύτως εύστοχη. Παρά το ότι γραμμένο σε ελεύθερο στίχο, διαθέτει επίσης ρυθμό. Λίγη προσοχή μόνο χρειάζονται τα σημεία στίξης, στο συγκεκριμένο ποίημα τα κόμματα θέλουν κάποιες αλλαγές στην τοποθέτησή τους. Κατά τα λοιπά ένα πράγματι καλό ποίημα.
Το «Μυρμήγκι» διαθέτει επίσης παρόμοιες αρετές, η δύναμή του απλώς μειώνεται σε σχέση με το προηγούμενο γιατί απουσιάζει κάποια πρωτότυπη μεταφορά ή αλληγορία σε ένα κατά τα λοιπά χιλιοειπωμένο θέμα. Παρόλα αυτά έχει τις ίδιες αρετές με το «Το ποτάμι» σε ρυθμό, λιτότητα και αρχιτεκτονική στίχου...

Μυρμήγκι

Να μιλάς για σένα κάθε είκοσι χρόνια
αυτό είναι δύναμη
γιατί δεν είσαι, παρά ένα μυρμήγκι
που σέρνει με κόπο το σπυρί του
κάθετα διασχίζοντας, την άσφαλτο…

Η «Μνήμη καλοκαιριού» είναι επίσης ένα καλό ποίημα, ιδιαίτερα καλό στην εικονογραφία του, τόσο που θα μπορούσε να αποτελέσει και στιγμιότυπο ευρύτερης ενότητας με καλοκαιρινές εικόνες ή αναμνήσεις. Θα μπορούσε επίσης να σταθεί εξαιρετικά ως προεισαγωγικό κείμενο σε έκδοση συλλογής.

Μνήμη καλοκαιριού

Συναντήθηκα με κάτι τεμπέλικα δέντρα
μ' έναν δυόσμο στοχαστικό και περιπατητή
με τζίτζικες σταχτιούς που παίζαν
κρυφτό στα φυλλοκάρδια
και κάτι πονηρά πουλιά που καρτερούσαν
να στρέψεις αλλού τη κεφαλή
για να σου κλέψουν ψίχουλα
πάνω απ' το τραπέζι...

Τι στο καλό γυρεύαμε αυτό το καλοκαίρι
τόσοι τυχοδιώκτες, στο ίδιο μέρος;

Αν και «αντιποιητικό» σε γλώσσα, μού άρεσε πολύ και το «Άδοξη Ειρήνη». Ένσταση διατηρώ μοναχά για τον τίτλο, για ένα τόσο χαμηλότονο ποίημα βρίσκω πως είναι υπερβολικά πομπώδης, στερεότυπος και κάπως μελοδραματικός. Η αλλαγή του νομίζω πως θα βελτίωνε καθοριστικά, (άλλωστε και ο τίτλος στίχος είναι…) ένα έτσι κι αλλιώς γερό ποίημα.

(Άδοξη ειρήνη) 'Αντρες που ξέμειναν εδώ...

Άντρες που ξέμειναν εδώ
που δεν ξεκίνησαν ποτέ
για κάποια Τροία...
δεν έχουν να πληρώσουν τη ΔΕΗ
και δε διαφέρει αυτή η πληγή
απ' τις πληγές ενός Διομήδη
ενός Μαχάονα, τίποτα-

Αυτά τα τέσσερα ποιήματα τα νομίζω αξιότερα ανάμεσα στα υπόλοιπα, δεν είναι κακή αναλογία.
Τώρα, να πω δυο λόγια για την συνολική αίσθηση που αφήνουν τα υπόλοιπα. Ή, για να το πώ διαφορετικά, ποια είναι εκείνα τα προβλήματα που δεν τ’ αφήνουν ν’ απογειωθούν, να ευστοχήσουν, να γενούν ποίηση υψηλής αξίας;
Το πρώτο, η γλώσσα, είναι αρκετές οι φορές που γλιστρά στο στερεότυπο και στερεότυπο σημαίνει λέξη πολυχρησιμοποιημένη που έχει χάσει το νοηματικό της βάρος. Δείτε για παράδειγμα τους στίχους
«…τις φέτες αφήνοντας να στριφογυρίζουν
στο αναπάντητο τραπέζι τής Τάξης…»
Τι πάει να πει άραγε αναπάντητο τραπέζι; Τι προσθέτει στο ποίημα ως νόημα, έστω ως στολίδι; Είναι από εκείνα τα επίθετα που χρησιμοποιούνται κατά κόρον στην σημερινή ποίηση, αλλά στην ουσία τους είναι κενά, βρίσκονται εκεί μόνο και μόνο για να προσθέσουν στο κείμενο καλολογία, βάρος, να υπονοήσουν στοχασμό. Δυστυχώς πετυχαίνουν το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα, κάμουν το ποίημα να ακούγεται μη γνήσιο, επιτηδευμένο. Είναι αλήθεια ότι στα περισσότερα ποιήματά σας αυτό το «ελάττωμα» δεν περισσεύει, αλλά πάντως δεν παύει να υπονομεύει κάποιες καλές ιδέες και να τραυματίζει την οικονομία τού κειμένου.
Ο δεύτερος μεγάλος εχθρός ενός ποιητή είναι η κοινοτοπία, ένας κάποιος μελοδραματισμός, μία μελαγχολική διάθεση, που όμως δεν βρίσκει πειστική δικαιολογία, δεν έχει εμφανείς πυροδοτήσεις, δεν διαθέτει αυθορμητισμό. Θα έλεγα ότι το ποίημα «Φεγγοβολιά», (ως παράδειγμα το χρησιμοποιώ…)

Φεγγοβολιά 

Φεγγοβολιά στη νύχτα μου
πώς ν’ αφεθώ στον άνεμο
και την αδίσταχτη φωτιά που με προστάζει
καπνός ο εαυτός μου
χάνεται αψηλάφητος κι αλλάζει
καθώς μια χίμαιρα
με όλες τις ευχές
και μ’ όλες τις κατάρες με προετοιμάζει

γι’ άλλο ταξίδι ονειρευτό
γιατί με σένα την Ιθάκη μου ζυγιάζει...

τείνει προς αυτά τα χαρακτηριστικά, είναι σχετικά όμορφο τεχνικά και γλωσσικά, όμως δεν κατορθώνει ν’ αποτυπώσει την «κεντρική ιδέα», μια έντονη ψυχική κατάσταση, μια αποκορύφωση, έστω μια λύτρωση. Είμαι βέβαιος πως γνωρίζετε ότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση στην ποίηση κρύβει πολλές παγίδες και η επιτήδευση είναι η πρώτη από αυτές, ένας παλαιός ποιητικός κανόνας έλεγε «όσο πιο κοντά το πρόσωπο, τόσο πιο χαμηλός ο τόνος τού στίχου». Είναι και ένας από τους λόγους, για παράδειγμα, που ο Καβάφης προτιμά σε πολλά του ποιήματα το τρίτο πρόσωπο – είναι μία τεχνική που αποφορτίζει την ένταση στο κείμενο και «περνά» ευκολότερα μηνύματα, που σε διαφορετική περίπτωση θ’ ακούγονταν πολύ διδακτικά ή πολύ στομφώδη.
Και το τρίτο πρόβλημα σχετίζεται φυσικά με το νοηματικό βάθος, τον στοχασμό που κρύβεται πίσω από τον στίχο. Εδώ έχουμε και την μεγαλύτερη δυσκολία στους νέους ιδιαίτερα ποιητές που γράφουν σε δύο διαστάσεις και αγνοούν την τρίτη, εκείνη τού βάθους.
Υπάρχουν ποιήματα όμορφα, αισθητικά άρτια, που μάς ταξιδεύουν σε μια διαφορετική πραγματικότητα και είναι ποιήματα οπωσδήποτε απαραίτητα, πρόκειται για ποίηση που υπηρέτησε πιστά η Αθηναϊκή σχολή, εν μέρει οι συμβολιστές και αρκετοί ακόμη. Δεν υποτιμώ καθόλου την προσφορά τους, μάλιστα σύντομα θα επιστρέψω σε όλους αυτούς με αφορμή ένα αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο. Το ποίημα σας «Φιλί», (ένα όμορφο ποίημα), είναι ένα παράδειγμα αυτής τής κατηγορίας...

Φιλί

Μελάτο σύκο ανάμεσα στα στόματα
των κορμιών ο Άυγουστος γινώνει
είναι η αρχαία πείνα
τα χείλη μυστικά σιμώνει
προς τον καρπό, που ξάφνου χάνεται
και χείλη ακουμπούν

αντί γι' αυτόν
τα χείλη...

Είναι πολύ όμορφο πράγματι, καθώς δημιουργεί ανάγλυφη την εικόνα τού καλοκαιριού, ενώ όλα τα ρήματα που χρησιμοποιούνται συντείνουν σε τούτη τη θερινή ραστώνη, στο μέλωμα, στην ηδυπάθεια, στην παραλυτική ζέστη.
Όμως, από ένα σημείο και πέρα, όλο τούτο εξελίσσεται, (ή θα πρέπει να εξελίσσεται), πέρα από την φωτογραφία μιάς σκηνής, προς το παρασκήνιό της. Και εκεί είναι που δίνει εξετάσεις η καλή ποίηση, όταν δηλαδή ξεκινά να φιλοσοφεί, να αναρωτιέται, να προβληματίζεται, (έξοχο δείγμα παρόμοιας ποίησης ο Παπατζώνης). Δεν είναι εύκολο, καθόλου εύκολο.
Νομίζω λοιπόν ότι, ενώ σε ένα πρώτο επίπεδο τα δείγματα γραφής σας είναι πολύ καλά, γίνεται απαραίτητη η εξέλιξη τής ποιητικής σας προς μονοπάτια περισσότερο απαιτητικά, βαθύτερα, στοχαστικότερα. Η αισθητική δεν πρέπει βεβαίως να χαθεί, μήτε κάποιες ιδιαιτερότητες τής γραφής σας, (ο τρόπος για παράδειγμα που χρησιμοποιείτε τον διασκελισμό στον στίχο…), απλώς κρατώντας τα όποια σημερινά πλεονεκτήματα να διευρύνετε τα νοηματικά πεδία.
Βεβαίως, δεν θα ήθελα να παρεξηγηθώ. Εάν αναφερόμαστε στα σημερινά κριτήρια (;) για την ποίηση, τα ποιήματά σας στέκουνται αξιοπρεπώς και με το παραπάνω. Όσα αναφέρω εδώ βασίζονται σε κριτήρια διάφορα, πολύ πιο απαιτητικά. Και μ’ αυτήν την έννοια, είναι κριτήρια που δεν αρκούνται στην ευκολία, στην γρήγορη γραφή, στα τετριμμένα. Η απόφαση είναι τού κάθε ποιητή ξεχωριστά για το ποιον δρόμο θέλει να ακολουθήσει.
Ίσως σάς στενοχώρησα και λυπάμαι εάν αυτό συμβαίνει. Αλλά επιζητώντας μία κρίση, νομίζω ότι επιζητάτε περισσότερο την επισήμανση κάποιων αδυναμιών, παρά τον έπαινο. Και όπως είπα στην αρχή δεν είναι παρά μία γνώμη. Πιθανώς και λανθασμένη.
Εύχομαι τα καλύτερα σε όσα δημιουργείτε…

Με εκτίμηση,
Μάνος Τασάκος
28/4/2020

Δεύτερη κριτική Μάνου Τασάκου για ορισμένα ποιήματά μου

(Στη συνέχεια, του έστειλα τα ποιήματα που εγώ θεωρούσα καλά. Και ο κ. Τασάκος απάντησε πάλι. Εν κατακλείδι, λαμβάνοντας υπ' όψη και τις δύο κριτικές προσεγγίσεις του, έχω να πω πως δεν έκανα λάθος όταν τον εμπιστέυθηκα να ρίξει μια ματιά στα ποιήματά μου. Ο κ. Τασάκος με σεβάστηκε χωρίς να χαϊδέψει τ΄αυτιά μου. Σε σημεία μάλιστα είχε απόλυτο δίκιο και υιοθέτησα τις αλλαγές που πρότεινε. Είδα το έργο μου με τα δικά του μάτια και τούτο με βοήθησε.Τον ευχαριστώ για την τιμή που μου έκανε να ασχοληθεί με τα ποίηματά μου και έλαβα πολύ σοβαρά τις προσεγγίσεις του. Στο κάτω κάτω έχουμε να κάνουμε με έναν μαιτρ του είδους -αν όχι τον μοναδικό, έναν από τους ελάχιστους που έχουν απομείνει κριτικούς της ποίησης- και θα ήταν αδιανόητη αφέλεια και αμετροέπεια από μέρους μου, να μη λάβω σοβαρά ακόμη και τις επικρίσεις του)...




Κύριε Πύργαρη, καλησπέρα σας…

Κατ’ αρχάς να ζητήσω να συγχωρέσετε την μεγάλη καθυστέρηση στην επικοινωνία μας.
Θα γενώ λίγο αιρετικός και μάλλον θα σάς ξαφνιάσω. Διάβασα τα ποιήματά σας και προσπάθησα να θυμηθώ τα προηγούμενα, εκείνα που ονομάσατε πρωτόλεια, (γράφω «να θυμηθώ», γιατί δυστυχώς δεν τα βρήκα στο blog σας). Και εκείνο που θα έλεγα με μία πρώτη ανάγνωση, είναι πως τα πρωτόλεια υπόσχονται αρκετά περισσότερα από τα επόμενα. Προσπάθησα να σκεφθώ τούς λόγους. Και νομίζω ότι ένας από τους βασικότερους είναι η λεγόμενη οικονομία κειμένου.
Στην καλή ποίηση πολλές φορές εκείνα που διαθέτουν μεγαλύτερη ένταση είναι όσα δεν γράφονται ή όσα υπονοούνται. Όσοι γράφουμε, εκ των προτέρων υποθέτουμε ότι ο αναγνώστης δεν θα αντιληφθεί εύκολα τα νοηματικά τού κειμένου και έτσι γινόμαστε πολλές φορές υπερβολικά επεξηγηματικοί, κάποιες φορές και φλύαροι.
Βεβαίως, παίζει ρόλο και το περιεχόμενο. Για παράδειγμα το ποίημά σας «Καταφιλήσω…», (το βρήκα αρκετά ενδιαφέρον…), τεχνοτροπίας Καβαφικής, απαιτεί κάπως εκτενέστερη περιγραφή και μία θεατρικότητα.

Καταφιλήσω…

Ήταν ωραίο το δειλινό...
Η Κασσιανή μες στο κελί, σε έξαρση ποιητική
μίαν ωδή εδούλευε. Μα όταν έγραψε...
''καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω 
τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις''
έπεσε σε συλλογή... -''Καταφιλήσω'';
Πώς από μέσα της ξεπήδησε η λέξη αυτή;
Φανέρωνε ταπεινοσύνη, συντριβή
ή ήταν έντεχνα κρυμμένη, ερωτική;
Καλύτερο δε θάταν  το ''ασπασθώ;''
''ασπασθώ τους αχράντους σου πόδας!''
Πιο σεπτό! Πιο ιερό! Αλλά ''καταφιλήσω'';;;;

Τον κάλαμο επήρε η Κασσιανή
να διορθώσει την παρεκτροπή.
Μα δεν επρόλαβε...
άλογα μπήκαν στην αυλή
και μια φωνή... -Ο αυτοκράτορας!

...................................

Αργότερα, σα βγήκε απ' την κρυψώνα της
λίαν τρεμάμενη, σκύβει στην περγαμηνή...
''ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν
κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη''
είχε προσθέσει ο Θεόφιλος
κάτω απ' τη δική της την ωδή...
-Μα πώς μπορεί μέσα στον ύμνο της
τόσο αδιάντροπα, αυτός να βλασφημεί;
Ποιαν Εύα; Την αφεντιά της εννοεί, που προ ολίγου
τα βήματά του ακούοντας, έτρεξε να κρυφτεί!
Πολύ οργίσθη η Κασσιανή
και πήρε να κάψει την ωδή...

Μα ήταν ωραίο το δειλινό!
Και στο κελί της έμπαινε, μια ευωδιά γαζίας...
(απ' την κρυψώνα της... άκουγε την ανάσα του
την προσμονή του ένιωθε, πούθελε να τη δει
κάποια στιγμή ακούστηκαν ακόμη και...λυγμοί)

-Θα τους κρατούσε! Δεν ήταν οι στίχοι του κακοί
την έθελγε κι η σκέψη, κάτι να είχανε μαζί
έναν δικό τους ύμνο, πνευματικό παιδί!
Λοιπόν, θα τους κρατούσε!...
(από τη χαραμάδα, μόνο τα πόδια του  έβλεπε
πόδια λευκά... τα δάχτυλα, οι αστράγαλοι
καμάρες και κατατομή αρμονικά...
μόνο τα πόδια του έβλεπε τα πόδια τ' ακριβά
που τόσο ωραία έντυναν, σανδάλια περσικά)

......................................

-Όσο για το ''καταφιλήσω'' είναι πιο δοτικό
ψυχρό και σύντομο εκείνο το ''ασπασθώ''
(άσε που αντικρούεται και με το... ΄΄αποσμήξω΄΄)
΄΄Καταφιλήσω, τους αχράντους σου πόδας...΄΄
Πάει καλύτερα, θα το άφηνε...

Αντίθετα, ο «Μινώταυρος», (πολύ καλή η ιδέα τής ανατροπής τού μύθου), θα μπορούσε να είναι ένα στακάτο, ολιγόστιχο ποίημα, ικανό να προβληματίσει για τις αναλογίες με τα σημερινά δεδομένα, κάτι όμως που χλομιάζει μέσα από την υπερβολική περιγραφή...

Μινώταυρος

Καιρός να δούμε στα μάτια την αλήθεια
για ό,τι συνέβη τότε στη μακρινή την Κρήτη
στου Μίνωα το βασίλειο, που την Αθήνα είχε
με κατάρα πολύχρονη γερά δεμένη...

Ο Θησέας στον σκοτεινό λαβύρινθο
βρήκε τον Μινώταυρο μα δε τον σκότωσε
αντίθετα, ο γιος του Αιγαία έπεσε απ΄ το τέρας
που ακολουθώντας το κουβάρι
έξω στο κόσμο βγήκε με του Θησέα τη μορφή

(δε τον αναγνώρισε κανείς
η λύπη -μαύρη πεταλούδα-
πέταξε απ΄ το στήθος των ταμμένων νέων
που ξέσπασαν σε αναφιλητά λυτρωτικά
οι ναύτες ζητωκραύγασαν, ετοίμασαν γιορτή
με σφάγια, με κόκκινα κρασιά
κι η Αριάδνη σκίρτησε κρυφά από χαρά...

Μονάχα ο Αιγαίας
μονάχα εκείνος από μακριά αντικρίζοντας
κατά πώς έπλεε το πλοίο
κατάλαβε το φοβερό το μυστικό
και έπεσε απ΄ τον βράχο)

Από τότε, στον άδειο θρόνο κάθεται ο Μινώταυρος
κι όψεις αλλάζοντας, τη δόλια Αθήνα κυβερνά
τη μέρα, φορώντας το στέμμα και τα μπιχλιμπίδια του
για έργα, νόμους, για πρόοδο μιλά
και το καλό των πολιτών
μα σαν η νύχτα πέσει, τον πνίγει η μάσκα
παλιές συνήθειες τον τραβούν
την πρωινή αμφίεση με ανακούφιση πετά
και ως δικαιούχος νόμιμος
τις μίζες του ηδονικά μετρά...

Προσπαθήστε να κρατήσετε μόνο την δεύτερη και την πέμπτη στροφή και ξαναδιαβάστε το ποίημα...

Ο Θησέας στον σκοτεινό λαβύρινθο
βρήκε τον Μινώταυρο μα δε τον σκότωσε
αντίθετα, ο γιος του Αιγαία έπεσε απ΄ το τέρας
που ακολουθώντας το κουβάρι
έξω στο κόσμο βγήκε με του Θησέα τη μορφή...

Από τότε, στον άδειο θρόνο κάθεται ο Μινώταυρος
κι όψεις αλλάζοντας, τη δόλια Αθήνα κυβερνά
τη μέρα, φορώντας το στέμμα και τα μπιχλιμπίδια του
για έργα, νόμους, για πρόοδο μιλά
και το καλό των πολιτών
μα σαν η νύχτα πέσει, τον πνίγει η μάσκα
παλιές συνήθειες τον τραβούν
την πρωινή αμφίεση με ανακούφιση πετά
και ως δικαιούχος νόμιμος
τις μίζες του ηδονικά μετρά...

Πιθανότατα θα δείτε ότι διατηρεί αυτονομία και το καλύτερο όλων, επικεντρώνει στην κεντρική ιδέα δίχως περισπασμούς. Αυτό είναι ένα πείραμα που κάμω συχνά και με τα δικά μου γραπτά. Εάν κάτι μετά την αφαίρεσή του δεν αδυνατίζει το κείμενο, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να περισσεύει, να πρέπει να διαγραφεί.
Το ίδιο θα έλεγα για τις «Θερμοπύλες», ειρήσθω εν παρόδω ότι η προσπάθειά σας να (ξανα)γράψετε την ιστορία, είναι μία πολύ καλή αρχή για ποίηση πρωτότυπη...

Θερμοπύλες

(γράμμα ενός στρατιώτη)

-Ως πότε οι γενναίοι

των ενόχων θα είναι

το λευκό άλλοθι-


i

Λιγόστεψαν πια αυτά που καρτερώ, στις Θερμοπύλες πατέρα
χάλασε το κορμί μου η αναμονή. Πονάω πριν τις βροχές
και τρίβω τους αστραγάλους με λάδι -όπως οι γέροι παλιά-
με πειράζει κι η θύμησή σου, να περιμένεις τη μεγάλη μου νίκη
εφημερίδες στο καφενείο κάθε μέρα διαβάζοντας.
Όμως εγώ πολυμήχανος της εποχής, ποτέ δεν υπήρξα
ούτε σήκωσα Δούρειους ίππους, άλλους να κάψω...
Οδυσσεύς της συμφοράς θα μου πεις
αφού δε μπόρεσα ποτέ να στηρίξω μια νίκη
πάνω σε άλλων δυστυχία
-ίσως γι’ αυτό να έγινα, της άμυνας στρατιώτης-

Μα η πικρή αλήθεια πατέρα, είναι πως εχθρό ακόμη δεν είδαμε
αντί τους Πέρσες, κουνούπια απωθούμε, με όπλο μας το Αουτάν
χρόνια καθόμαστε άπραγοι, καταστρώνοντας σχέδια
δοκιμάζοντας τα νεύρα μας όλη μέρα
μας έχει τρελάνει αυτή η αναμονή
και οι ανιχνευτές μετά από μέρες
ωχροί γυρίζουν με άδειο βλέμμα...
Ακονίζουμε σπαθιά και ακόντια, μα εχθρός πουθενά
όλο νομίζουμε πως έρχεται μέσα σε σύννεφα σκόνης
και τρέχουμε ασθμαίνοντας στις γραμμές
μα τίποτε άλλο απέναντι τελικά
παρά ο ψεύτης αέρας...

ii

Καθώς φαίνεται ο Ξέρξης μας περιφρονεί, δε μας υπολογίζει
ίσως πάλι, ποτέ να μη ζήλεψε όσα τάξαμε εμείς να φυλάμε
ή μπορεί να πέρασε κιόλας, χωρίς να πάρουμε είδηση
και ήδη να μας κυβερνά...

(Πάντως εδώ ευρέως ψιθυρίζεται
πως οι μάχες δε δίδονται πια σε Θερμοπύλες
μπορεί με τα τηλέφωνα να κανονίζονται
των πόλεων  οι παραδόσεις
σ’ εχθρούς που τις κατέχουν
χωρίς να φαίνονται ποτέ)...
Οπότε νίκες από μας μη καρτεράς
ή τρελοί θα γυρίσουμε ή καθόλου
-γιατί γυρισμός χωρίς μάχη
στο σπίτι, είναι πατέρα ντροπή-

Φίλησέ μου τη μάνα -θάχει πολύ γεράσει-
και τον άρρωστο αδερφό
(πόσο νοστάλγησα τη μουριά στην αυλή
κι έναν καφέ στη σκιά της!)

Ξεχάστε με τώρα, βγάλτε τα πέρα μόνοι
ίσως λιποτακτήσω και στα βουνά χαθώ
αν δε με βρούνε παγωμένο το πρωί
από συντρόφου χέρι...


Ο Υιός σου
στρατιώτης άκαπνος
Θερμοπύλες
έτη πολλά

 Όταν όμως θέλετε να δώσετε έκταση αρκετή σε ένα ποίημα είναι καλό να υπάρχουν αποκορυφώσεις. Ας δούμε τις «Θερμοπύλες» συγκριτικά με το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» τού Καβάφη. Είναι και εκείνο ένα μεγάλο σε έκταση ποίημα, (στην ουσία ένα μικρό θεατρικό, αγαπούσε πολύ τα σκηνικά ο Καβάφης…), όμως παρά την εκτενή περιγραφή, (και μάλιστα την επαναληπτικότητα στίχων), έφτασε η κατάληξή του να γενεί παροιμιώδης και να απομείνει διαχρονική στην νεοελληνική γραμματεία. Ο λόγος είναι ότι όλη η ένταση, όλος ο διάλογος των προηγούμενων στροφών, καταλήγουν σε ένα δίστιχο σαφές, νοηματικά πεντακάθαρο, ακόμη και σε κείνα που υπονοούνται.
Βεβαίως στην ποίηση δεν υπάρχουν κανόνες ή τουλάχιστον οι κανόνες μπορούν πάντοτε να ανατρέπονται. Οι «Θερμοπύλες» είναι ένα καλό στην σύλληψή του ποίημα, όμως, επειδή ακριβώς είναι ένα δραματικό ποίημα, κατά την γνώμη μου απαιτεί μία δυναμικότερη ισορροπία ανάμεσα στις στροφές του. Επίσης, έτσι καθώς στην ουσία αποτελεί έναν μονόλογο ενός ανθρώπου που κουράστηκε να πολεμά ανεμόμυλους, ο διαχωρισμός σε στροφές αφαιρεί κάπως από την έντασή του. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να είναι ένα γράμμα με αρκετά αποσιωπητικά, σχεδόν δίχως σημεία στίξης και ό,τι άλλο θα μπορούσε να αποδώσει ακριβέστερα την ψυχική αναταραχή ενός ανθρώπου. Θυμηθείτε ότι έχουμε στην ουσία να κάνουμε με κάποιον που μετά από χρόνια κατάλαβε το μάταιο των προσπαθειών του, κατάλαβε αίφνης ότι είναι ταγμένος σε μία πλάνη, σε ένα πουκάμισο αδειανό. Ο μονόλογός του θα έπρεπε να αποτυπώνει όλη την τρικυμία, όλη την αγανάκτηση, θυμό και λύπη που τον κυριεύουν. Εάν το ποίημα αποκτήσει παραπάνω ένταση, νομίζω ότι μπορεί να γενεί πολύ καλό.
Πολύ καλό και το σατιρικό «Του ποιητή τα θαύματα», μπορεί να θυμίζει τα ανάλογα των Καρυωτάκη και Ουράνη θεματικά, αλλά είναι πρωτότυπο...

Του ποιητή τα θαύματα

Μορφές που κάποτε περάσαν και μ’ αγγίξαν
μορφές που κάποτε σαν όλους μας εζήσαν
νεκροί, πούχουν υπάρξει κι έχουν σβήσει
απ’ άκρη σ’ άκρη μ’ έχουν κατακλύσει...

Δίχως φωνή, δίχως ζωή
να καρτεράνε τη στιγμή
να βρω καιρό, να βρω τον ήλιο
να βρω γαλήνη και βασίλειο
για άλλη μια, να πάω πίσω
και στα χαρτιά να τους ξυπνήσω...

Νεκροί στα σάβανά τους καρτερούνε
εμέ τον ποιητή για να σωθούνε
Σα το Χριστό κοντά τους θα σταθώ
«Δεύρο εσύ!» θα πω, αφού προσευχηθώ
-κι ευθύς θα ζωντανεύω τους τον βίο
αθάνατοι να ζήσουν στο βιβλίο-

Όμως, δε θα μπορέσω ν’ αποφύγω
-όταν από τον κόσμο τούτο φύγω-
τον φόβο που θα μ’ έχει κυριεύσει
«εμένα, ποιος θα ζωντανέψει;»


Να πω και κάτι για το ποίημα «Κωνσταντινούπολη, Αύγουστος 1072». Νομίζω ότι και εδώ, εάν συμμαζευθούν κάποιοι στίχοι ή και αφαιρεθούν εντελώς, έχωμε ένα καλό ιστορικό ποίημα, ιδιαίτερα καθώς η τελευταία στροφή προσφέρει εκείνο που έγραψα προηγουμένως, δηλαδή μία αποκορύφωση, μία κάθαρση, έστω και ζοφερή...

Κωνσταντινούπολη, Αύγουστος 1072


Κωνσταντινούπολη
Αύγουστος 1072 

i

Τις τελευταίες μέρες του περνά
εξόριστος στη νήσο Πρώτη
ο άλλοτε γενναίος αυτοκράτορας
ο Ρωμανός -αφού εκάρη μοναχός-

Είναι η θέσις του πολλά οικτρή
καθώς σκληρά ετιμωρήθη
μετά την ήττα του στο Ματζικέρτι
για έγκλημα καθοσιώσεως...
(πατώντας ο νέος αυτοκράτωρ την υπογραφή
σωματικής ασφάλειας, που τούχε υποσχεθεί
διέταξε στο Κοτυάειον να βγάλουν του τα μάτια)

ii
Μα πώς, με τέτοιο έγκλημα τον Διογένη φόρτωσαν;
Η χήρα Αυγούστα ελεύθερα τον διάλεξε
και μ' όλους τους τύπους ενυμφεύθη
κι όταν εχρίσθη, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά
μία στην Πόλη, μια στα σύνορα!
(Λυσσάξανε οι κληρονόμοι Δούκες
γόνοι νωθροί και ξεπεσμένοι
μονάχη έγνοια τα συμπόσια, οι ηδονές κι επαύλεις
τους έκοψε το παντεσπάνι ο Ρωμανός
γι' αυτό τον πρόδωσαν στο Ματζικέρτι)

Τώρα πεθαίνει μόνος στο νησί.
Καθώς απαγορέψανε γιατρούς
κακοφορμίσαν οι πληγές, βρωμάει
και λεν πως πλήθος σκώληκες
σαλεύουνε στις κόγχες...

iii
Αύγουστος
ωραία λικνίζονται στον λιμένα τα πλοία
από τα περιβόλια έρχονται ευωδιές πεπονιών
Κυριακή, χαρά Θεού για τους Έλληνες
τα τζιτζίκια τραγουδούν στις συκιές ομαδόν…

Ο αέρας εφέτος καλός, δροσερός!
(όλοι ανύποπτοι, μακάριοι, ευτυχείς
νίπτει τας χείρας ο επιλήσμων λαός
κι ο μόνος που βλέπει τη συμφορά να έρχεται
ένας ετοιμοθάνατος τυφλός)...

Παρατηρώντας το έργο σας, βλέπω ότι στην πλειονότητά του το διαπερνούν δύο βασικές επιρροές – η μία είναι τού Καβάφη και η άλλη τού Καρυωτάκη ή για να το πω καλύτερα τής γενεάς τού 20 και κάπως τού μεσοπολέμου. Ταυτόχρονα βλέπω πως όταν το θελήσετε, μπορείτε και συμπυκνώνετε τον στίχο, επικεντρώνετε νοηματικά, εστιάζετε στο σημαντικό ή στο σύμβολο που οδηγεί στο σημαντικό. Με βάση αυτά τα δεδομένα, νομίζω ότι το «στοίχημα» είναι να καταφέρετε την σύγκραση αυτών των στοιχείων, έτσι ώστε να προκύψει αποτέλεσμα φρέσκο και πρωτότυπο.
Υπάρχει συνταγή γι’ αυτό; Πιθανότατα όχι. Όμως νομίζω ότι κάποια πράγματα μπορούν να βελτιωθούν.
Το πρώτο είναι εκείνο που έγραψα και στην αρχή, η οικονομία κειμένου. Προσπαθήστε να περιορίσετε τον στίχο στα απαραίτητα, επενδύστε στην λιτότητα, ιδιαίτερα στα υπαρξιακά ποιήματα. Γράψτε και ξαναγράψτε το ποίημα, έως ότου πεισθείτε πως τίποτα το περιττό δεν υπάρχει μέσα του. Χρησιμοποιήστε περισσότερα σημεία στίξης αντί για λέξεις, όταν θελήσετε να δηλώσετε παύσεις, έκπληξη, θαυμασμό, απορία ή λύπη. Αποφύγετε όσο μπορείτε τα κακέμφατα, (για παράδειγμα στο ποίημα «Στον Καρυωτάκη», ο στίχος «που στ’ όνομά σου…»).

Στον Καρυωτάκη

-και συ στον Γολγοθά να παίζεις
τον τελευταίο μήνα της Πρεβέζης-

Κώστα -που τα θλιμμένα σου τραγούδια
πολλούς εμάγεψαν- άραγε την ύστατη στιγμή
της πιστολιάς, είδες τις δάφνες, τα λουλούδια
που στ' όνομά σου θα υψώνονταν σωροί

(πικρή, παράκαιρη αμοιβή των στίχων σου
που λάμπουν ακόμη ζωντανοί)
ή μήπως δε γνώρισες ποτέ το ύψος σου
και σαν παρίας έφυγες, μια έρημη ψυχή;

Δεν έλειψαν του ύφους σου οι κριτές
κι ήσαν πολλοί της αισιοδοξίας οι νονοί
''Ο Πεισιθάνατος!'' ''Ποίηση παλιά, του χτες!''
και ''Το παράδειγμά του προς αποφυγή!''

Όμως δεν είδαν που πήρες τον ασήμαντο
αξία τούδωσες, τον βάφτισες στο άβατο
(αφού κι ο πιο μικρός, με βίο ακύμαντο
στα μεσαλώνια, χτυπιέται με τον θάνατο)

Εδώ αλλάξανε πολλά. Του λόγου η εκφορά
απείρως δοκιμάστηκε, μεγάλοι ποντοπόροι
Νόμπελ μας έφεραν, όμως ίδια η μοναξιά
στα πεδινά μας και στα όρη. Κι οι φόροι,

δυσβάστακτοι πια, λαού που τον πατούν
κανάγιες με σεβιότ σ' απρόσιτα γραφεία.
Κόμματα κρύα, πράττουν κατά το δοκούν
και αριστεύουν στη ψηφoθηρία (θηρία

λυτά, που βλέπουν τους πελάτες τους σα λεία)
Δε γράφουμε πια, πληκτρολογούμε αφειδώς
μπροστά σε οθόνες, περιτέχνως με μανία
επί παντός (για τους αστέγους  ασφαλώς

για τα κοάλα και τους πολέμους στη Συρία )
Μ' αυτά γερνούμε και περνά ο καιρός
λένε πως λιώνουν και οι πάγοι εις τη Σιβηρία
-μπορεί να φταίει ο καπιταλισμός-

Δεν έχω άλλα να σου γράψω, δυστυχώς
ο κόσμος μας γλυκός, πικρός σε μία άβυσσο
αγώνας για το ψωμί, το άλας και το φως
να μου γράψεις τα δικά σου απ' τον παράδεισο...

Επιμεληθείτε λίγο παραπάνω τον στίχο. Εκτός από τα σημεία στίξης, δώστε προσοχή στους διασκελισμούς, (κάποιες φορές προσθέτουν, αλλά πολλές φορές διασπούν την ανάγνωση και αλλοιώνουν τον ρυθμό), προσπαθήστε στον υπαρξιακό στίχο να χρησιμοποιείτε λέξεις «θερμές», στον σαρκασμό λόγιες και στα ιστορικά ποιήματα γλώσσα μικτή. Οργανώστε όσο καλύτερα γίνεται τις αποκορυφώσεις, φαντασθείτε το ποίημα σαν μία ανάποδη πυραμίδα, οι πρώτοι στίχοι μπορούν ίσως και να φλυαρούν κάποιες φορές, οι καταληκτικοί ποτέ, το ποίημα μπορεί να είναι «σαν φωνή μακρινή που σβήνει σιγά-σιγά…». Εκμεταλλευθείτε την αγάπη σας για την ιστορία και συνεχίστε να την χρησιμοποιείτε σαν δεξαμενή για την ποιητική σύλληψη.
Δείτε λίγο και τον ρυθμό. Είδα ότι στα έμμετρα ποιήματά σας αγαπάτε τον ενδεκασύλλαβο, δεν είναι κακός, αλλά θέλει κάποια μαεστρία στις τομές του, καθώς διαφορετικά γίνεται μονότονος, σαν στρατιωτικό βήμα. Για γοργό βηματισμό προτιμήστε τον τεμαχισμό τού δεκαπεντασύλλαβου, (8+7). Εάν επιμείνετε στον ενδεκασύλλαβο, προσέξτε τον τονισμό (ίσως τροχαίος, αντί για ίαμβος; ), με την σωστή του χρήση μπορούν να προκύψουν εξαιρετικά αποτελέσματα, (δείτε για παράδειγμα το θαυμάσιο ποίημα τού Σεφέρη «Θεατρίνοι, Μ.Α»).
Έχω την αίσθηση, (και συγχωρείστε με εάν κάμω λάθος), ότι η απόσταση που σάς χωρίζει από τα καλύτερα αποτελέσματα, σχετίζεται με τον χρόνο που μπορείτε να αφιερώσετε. Με περισσότερη αφοσίωση στην άχαρη εργασία, (διορθώσεις, πειραματισμοί, παραλλαγές, τροποποιήσεις και άλλα) και λίγη προσοχή στα τεχνικά, νομίζω ότι θα υπάρξουν σημαντικά αποτελέσματα. Έχετε γλωσσική επάρκεια, ιστορική μνήμη και γνώση και αγάπη για τον στίχο. Αυτή είναι η πρώτη ύλη, μα θέλει γέμισμα, εμβάθυνση, περισσότερο στοχασμό και κάποιες γνώσεις ποιητικής.
Εάν δεν τα έχετε ήδη τα βιβλία, θα σάς πρότεινα τα «Κριτικά» τού Άγρα, ένας από τους ελάχιστους άξιους κριτικούς στην νεοελληνική λογοτεχνία, που παρά τις ατέλειες και τα τυπικά λάθη, ευστοχεί σχεδόν πάντοτε στις κρίσεις του. Με έμμεσο τρόπο, μέσα από τα κείμενά του, θα διαπιστώσετε λάθη και αστοχίες στην νεότερη ελληνική ποίηση. Είναι πέντε τόμοι, αλλά φυσικά μπορείτε να τους προμηθεύεστε και χωριστά. Η τρίτομη ανθολογία Αποστολίδη επίσης παραμένει από τις καλύτερες, (αν και κάπως ακριβή), καθώς ανθολογεί με κριτήριο και όχι τυχαία. Διαφωνώ με κάποιες παραλείψεις της και κυρίως την απουσία επικαιροποίησης την τελευταία δεκαετία, αλλά ακόμη κι έτσι είναι ένας καλός ποιητικός οδηγός. Γενικότερα όμως μην επαναπαύεστε στα νεοελληνικά δοκίμια για την ποίηση, τα περισσότερα είναι στεγνές ακαδημαϊκές εργασίες ή μονότονα επηρεασμένα από την γενεά τού 30. Δυστυχώς στην κριτική τής λογοτεχνίας η βιβλιογραφία εγγράφει ένα μεγάλο κενό.
Τέλος, το ύφος, αυτή η μεγάλη κατάρα και η μεγάλη ουτοπία τού κάθε ποιητή, η αναζήτηση δηλαδή ενός ύφους διακριτού, ξεχωριστού, μίας ταυτότητας γραφής. Για τους περισσότερους από εμάς είναι δύσκολο, για να μην πω ακατόρθωτο. Μία παρηγορία όμως είναι πως ακόμη και πολύ σημαντικοί ποιητές, δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από τις επιρροές τους και ποτέ δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν ύφος αναγνωρίσιμο. Τα λέω αυτά, γιατί ίσως και να σας ενοχλεί που οι επιρροές σας αναγνωρίζονται κάπως εύκολα στους στίχους σας. Τίποτε το κακό σ’ αυτό, εάν το ποίημα είναι καλό. Θυμηθείτε μόνο ότι επάνω στο Καβαφικό ποίημα για το σκάκι, έχουν γραφτεί τουλάχιστον παρόμοια τρία ποιήματα από γνωστούς ποιητές και είναι όλα τους καλά. Μα από την άλλη, το νομίζω σχεδόν βέβαιο, ότι εάν ασκηθείτε περισσότερο επάνω στην γραφή, αργά και σταθερά, στοιχεία τής δικής σας γραφίδας θα αρχίσουν να αχνοφαίνονται και να ωριμάζουν.
Στην πραγματικότητα καλείσθε να γεφυρώσετε μία μικρή αναντιστοιχία. Ενώ συμπαθείτε πολύ Καβάφη και Καρυωτάκη, (ποιητές έντονους, θερμούς), τα κείμενά σας κρατούν μία απόσταση από το συναίσθημα, την ένταση, την καταβύθιση σε πιο σκοτεινές πλευρές τής συνείδησης. Ενώ δηλαδή η ιδιοσυγκρασία σας τείνει περισσότερο προς τον λυρισμό, την υπαρξιακή ποίηση και τον συμβολισμό, αυτό δεν αποτυπώνεται βιωματικά πάντοτε στους στίχους σας. Στην πραγματικότητα είναι πρόβλημα εκφραστικό που μπορεί να βελτιωθεί με την συνεχή άσκηση και πειραματισμούς επάνω στην γλώσσα.
Θα μπορούσαμε να πούμε κι άλλα αρκετά, αλλά δυστυχώς ο χρόνος πιέζει. Και να θυμάστε πάντοτε ότι σύμφωνα με τα κριτήρια των πολλών, τα ποιήματά σας μπορούν να σταθούν και να εκδοθούν δίχως πρόβλημα, απλώς η δική μου κρίση είναι αυστηρότερη και σκοπεύει το άξιο να γενεί αξιότερο.
Στην διάθεσή σας για ό,τι χρειασθείτε...

Με εκτίμηση,
Μάνος Τασάκος

Tuesday, November 28, 2023

Το δώρον της Αφροδίτης

 


  Θα ήτο έως δέκα οκτώ ετών ο Θέμης, το έτος εκείνο όπου διέμενεν εις το ξενοδοχείον, ίνα προετοιμασθή διά τας πανελληνίους εξετάσεις του. Παρηκολούθει το μεταλυκειακόν, όπου παρηκολούθουν όσοι τελειόφοιτοι μαθηταί του Λυκείου, είχον αποτύχει το τελευταίον έτος να εισαχθούν εις το Πανεπιστήμιον ή όσοι δεν ήσαν ηυχαριστημένοι με την Σχολήν εις την οποίαν είχον εισαχθεί και επεθύμουν, να εισαχθούν εις άλλην. Οι περισσότεροι μαθηταί του μεταλυκειακού, ήσαν σοβαροί και επιμελείς. Άλλως δεν υπήρχεν λόγος να επεκτείνουν έτι τας μαθητικάς σπουδάς των. Κάλλιο να εσυνέχιζαν τον βίον τους αλλαχού, διά να εύρουν τον δρόμον τους...

   Ο Θέμης είχεν αποτύχει εις τας εξετάσεις του προηγουμένου έτους, ουχί από έλλειψιν πνεύματος, αλλά εξ αφελείας και έλλειψιν προκαθορισμένου στόχου. Ίσως να είχεν χάσει και την πίστιν εις τον εαυτόν του, ικανό διάστημα διά λόγους που δεν είναι της παρούσης. Λοιπόν, το περασμένον έτος δεν εδιάβαζεν ως απήτουν αι περιστάσεις. Μα ότε απεφάσισεν να δοκιμάση ξανά, εστρώθη κανονικώς! Από τας πρώτας ημέρας παρηκολούθει προσεκτικώς τας παραδόσεις των καθηγητών και εις το δωμάτιόν του εδιάβαζεν μετά ζήλου. Εδοκιμάσθη όμως εις τον αγώναν του να επιτύχη και ιδού πώς...
  Έναν μήνα περίπου μετά την έναρξιν των μαθημάτων -τα οποία εγένοντο εις το παλαιόν του Λύκειον, εν τρίωρον κάθε εσπέρας- αίφνης ενεφανίσθη εις την αίθουσαν κοπέλα εκπάγλου καλλονής! Έφθασεν ομού με την φιλόλογον, η οποία την εσύστησεν αρχικώς εις τους μαθητάς, λέγουσα προσέτι πως επαγγελματικοί λόγοι την εκράτησαν άχρι τούδε, μακράν των παραδόσεων. Εις το εξής όμως, θα παρακολουθεί ανελλιπώς...
   Η κοπέλα ήτο πράγματι πειρασμός! Ως εκείνα τα άνθη όπου είναι ξέχειλα από νέκταρ. Εις το ζενίθ των χρωμάτων! Εκάθισεν εις γειτνιάζον θρανίο με το θρανίο του Θέμη και καθήμενη του έριψεν έν αστραποβόλον βλέμμα και μειδίαμα, όπου ο Θέμης τα εχρειάσθη!

    ΄΄Καλά δεν ήμασταν μέχρι τώρα;΄΄εσκέφθη και έσκυψεν εις το βιβλίον του.

 

    Η καλλονή που ήκουγε εις το όνομα Ρένα, ήτο τρία έτη μεγαλυτέρα του Θέμη. Εισελθούσα όμως από μικρά εις τον αγώνα του βίου, απώλεσε προσωρινώς  την επιθυμίαν ή την ελπίδα να έμβη εις κάποιαν Σχολήν. Προσφάτως όμως, απεφάσισεν να ξαναδοκιμάση.

   Ήτο υψηλή, εύσχημος, μελαχρινώσα με λευκόν δέρμα και πρόσωπον ηδυπαθές ως κάλεσμα. Τα χείλη ερωτικά, φιλήδονα και μάτια καστανά ευμεγέθη ως απαστράπτουσαι λίμναι εις του ηλίου το φως. Λαιμός κύκνου. Ήτο ωραιοτάτη γυνή, η οποία υπό άλλας συνθήκας θα ημπορούσε να είναι καλλιτέχνις, ηθοποιός ή τι άλλο, διά να καταπλήττη τα πλήθη εις τα θέατρα και τας οθόνας. Ποίος ηξεύρει όμως, ποία τύχη την έκαμε να εργάζεται ως γραμματεύς οκτώ και δέκα ώρας την ημέραν, εις εν αποπνικτικόν και ασθενικόν γραφείον.

    Από την πρώτην στιγμήν που η Ρένα ενεφανίσθη εις την αίθουσαν, έδειξεν μίαν προτίμησην εις τον Θέμην. Σαφώς ερωτική! Ο μαθητής έως τότε, ήτο χαμένος εις τα συνέδρια του Λάιμπαχ και της Βερόνας, εις τας συναρτήσεις και τας παραγώγους των μαθηματικών, εις τους Αουγκούστ Κοντ και  Μαξ Βέμπερ της κοινωνιολογίας. Και ευρέθη αίφνης να τον φλερτάρει καθημερινώς, γυνή καλλονή και μοιραία! Ήτο και σχετικώς αμαθής βεβαίως εις τα τοιαύτα ο Θέμης. Αι ερωτικαί έως τότε εμπειρίαι του, πενιχραί. Η Ρένα όμως έμπειρος και ωραία, έδειχνεν χωρίς την παραμικράν αναστολήν τας προθέσεις της. Έστρεφεν πολλάκις την κεφαλήν κατά την διάρκειαν του μαθήματος και του χαμογελούσεν. Εις το διάλειμμα τον εκουβέντιαζεν συνεχώς και ήθελεν να μανθάνη τα πάντα περί αυτού. Τι μουσική του αρέσει,  πού διαμένει, εάν έχει σχέσιν και τα τοιαύτα. Σύντομα λοιπόν, ο Μαξ Βέμπερ, αι συναρτήσεις και τα συνέδρια της Βερόνας, ήρχισαν αργά να βυθίζονται εις την βάσην της πυραμίδος των ενδιαφερόντων του Θέμη και απέμεινεν εις την κορυφήν, μόνον το πρόσωπον και το... ελκυστικότατον σώμα της Ρένας. Ίσως να ήτο η θεσπεσία μύστις που στέλλει η θεά Αφροδίτη εις κάθε αγόρι, να το μυήση εις την τέχνην του έρωτος και να το μεταμορφώση εις άνδρα. Αλλά η μύστις είχεν έρθει εις ακατάλληλον χρόνον.

  Παρά το πάρωρον όμως της εμφανίσεώς της, είχεν καταφέρει εντός συντόμου διαστήματος, να θέση τον Θέμη εις την τροχιάν της. Ως να ήτο εκείνος εις μικρός, πτωχός πλανήτης, ός είχεν χάσει τον δρόμον του και εγύριζεν πια, ουχί γύρω από τον ήλιον ως έδει, αλλά γύρω υπό μιας οπτασίας όπου αίφνης ενεφανίσθη εις τον κόσμον και την έλεγαν... Ρένα! Με την σκέψιν της ξυπνούσε και με την σκέψιν της εκοιμάτο πια ο Θέμης...


    Έν απόγευμα εκείνων των ημερών, είχεν φτιάξει καφέν εις το μικρό δώμα του ξενοδοχείου όπου διέμενε και είχεν ηνοίξει το βιβλίον της ιστορίας, προσπαθών επιτέλους να συγκεντρωθή. Ματαίως όμως. Ματαίως πάλιν και πάλιν! Όσον και να προσεπάθει... μετά την τρίτην σειράν, εχάνοντο αι έννοιαι, εχάνοντο αι χρονολογίαι και τα ονόματα και εις την σελίδα ενεφανίζετο το πρόσωπον της Ρένας. Να μειδιά επί πονηροίς και να τον καλεί ηδυπαθώς. Ο Θέμης θυμωθείς έκλεισεν το βιβλίον και το επέταξεν εις το κρεβάτι, αντιλαμβανόμενος πια πως είχεν μπλέξει άσχημα, με αυτόν τον πειρασμόν που εφανερώθη εις τον ήσυχον άχρι τούδε, κόσμον του. Αν εσυνεχίζετο αυτή η κατάστασις, θα έχανε και εφέτος τας εξετάσεις του. Επάνω εκεί, εκτύπησεν η πόρτα. Ο Θέμης εθεώρησεν πως θα ήτο εις εκ των ολίγων φίλων που τον επεσκέπτοντο ενίοτε και ανεκουφίσθη. Ουχί μόνον θα περνούσε αβασανίστως η ώρα με τον φίλον, αλλά εάν ήτο και εκ των εμπίστων, πιθανώς να εξομολογείτο και το ερωτικόν του μαρτύριον διά να ξαλαφρώση. Και ίσως να ενεστερνίζετο και κάποιαν συμβουλήν, προς αποφυγήν των χειρίστων. Με αυτήν την διάθεσιν λοιπόν, ήνοιξε την θύραν...

  Αντί διά φίλον όμως, ο Θέμης αντίκρισεν την Ρένα! Ο πειρασμός ήτο ανένδοτος και ίστατο ολοζώντανος εμπρός του!

   -Καλησπέρα!

   -Καλησπέρα...

   -Στο είχα πει πως θα έρθω!

   Ο Θέμης προσεπάθησε τάχιστα να ενθυμηθή πότε του είχεν ειπεί πως θα ήρχετο, αλλά δεν ενεθυμήθη. Καλά καλά δεν ενεθυμείτο εάν της είχεν ειπεί πού διέμενε. Η Ρένα όμως ήξευρε και τώρα εστέκετο μειδιούσα, πανέμορφος, με μίαν κοντήν φούσταν πολύ άνω των γονάτων, εμπρός του. Και ήτο διά πρώτην φοράν βαμμένη εις τα όμματα και τα μήλα του προσώπου. Και ερυθρό κραγιόν εις τα χείλη. Προσπαθών να ανακτήση την ψυχραιμίαν του, της έκαμε χώρο διά να εισέλθη. Έν κύμα γυναικείου, μεθυστικού αρώματος, εισέβαλλεν εις το δώμα του Θέμη. Έκλεισε την θύραν και ησθάνθη ως να ήτο φυλακισθείς εις κλωβόν, ομού με αδηφάγον λέαιναν. Είχεν ιδεί εν τέτοιον θέαμα, εις τας οθόνας με τον Τσάρλι Τσάπλιν...

   Η Ρένα ήρχισε να περιφέρηται, επιθεωρώσα το μικρόν δώμα του Θέμη, ο οποίος προσεπάθει να ανακτήση την ψυχραιμίαν του.                                                   

   -Να σου κάνω καφέ;

   -Ναι, μέτριο με γάλα αν έχεις...

  Ο Θέμης επήγε εις το ψυγείον, όπου επάνω του διετήρει καφέν και ζάχαρην και ήρχισε να τον ετοιμάζη, ενώ μύριαι σκέψεις επερνούσαν από το μυαλό του. Ουδεμία αμφιβολία υπήρξεν, διά τον λόγον όπου εκείνη είχεν έλθει εις το δώμα του. Δεν ήτο καμμία παρθένος, ωσάν τας πρώην συμμαθητρίας του, όπου διά να αποσπάση τις ένα φιλί, έπρεπε να τας πολιορκήση μήνας και έτη ως ο Κουταχής το Μεσολόγγιον ή ως ο Μωάμεθ την Πόλιν. Κάθε γυνή επιθυμεί τον μύθον της ίνα κατακτηθή, αλλά η Ρένα δεν ήτο κάθε γυναίκα. Ελευθερίων ηθών και αρκετά μεγάλη διά να ικανοποιείται μόνον με φλερτ, φιλιά και παίγνια. Μάλλον είχε ξεπεράσει προ πολλού τους μύθους του έρωτος. Είχεν έλθει αίφνης εις το δώμα του, δυόμιση ώρας πριν αρχίσει το μάθημα, επί σκοπού... διά να τελειώση η υπόθεσις! Ήτο ολοφάνερον! Επί πλέον δεν ήτο ερωτευμένη με τον Θέμην, το θέμα δεν ήτο αισθηματικόν, ήτο καθαρώς σαρκικόν. Της ήρεσε μάλλον και ήθελε να τον απολαύση σωματικώς. Και επιτέλους, ίσως το μεταλυκειακόν να ήτο μία διέξοδος διά την Ρένα, μόνο και μόνο διά να εύρη τον έρωτα. Διότι απ΄ ό,τι είχεν δείξει άχρι τούδε, τα μαθήματα δεν την πολυενδιέφερον. Ενεγράφη μάλλον εις το μεταλυκειακόν, διά να έχη μία ερωτικήν διέξοδον. Διά να εύρη εραστήν, πού το κακόν; Ήτο όντως μία χρυσή ευκαιρία διά τον Θέμην, να μυηθή εις τον έρωτα από αυτήν την ωραία γυναίκα, όπου έκαμε τα πάντα να του δείξη πως ήτο διαθέσιμη. Το ερώτημα όμως... άλλο. Εάν και ο Θέμης, ήτο το ίδιο έτοιμος και διαθέσιμος. Πώς ημπορούσε ούτος ο άπειρος νεανίας των δέκα οκτώ ετών, με το πενιχρόν ερωτικό παρελθόν, να κάμη καλά μίαν αδηφάγον λέαιναν;

   Ο καφές ητοιμάσθη, η Ρένα ήρχισε να τον πίει περιφερόμενη αργά εις το δώμα, βαστώσα τον εις την δεξιάν χείρα με τους πολλούς δακτυλίους εις τους ωραίους δαχτύλους της. Ήτο η αρχόντισσα του απογεύματος και το ήξευρε. Εμειδία συνεχώς, εμειδία ομιλούσα και διά τα πιο απλά πράγματα. Ο Θέμης καθήμενος εις μιαν καθέκλαν, προσεπάθει να συμμετάσχη εις τα λεγόμενα, μα αλλού έτρεχεν ο νους του. Τι έπρεπε να κάμη; Να αναμένη δική της κίνηση ή να τα παίξη όλα για όλα; Και αν τον απέριπτε; Πονεί μια απόρριψις εις αυτήν την ηλικίαν. Όμως όλα ήσαν φως φανάρι! Δεν ήλθεν εις το δώμα του η Ρένα διά να πίη φραπέν! Κάποιαν στιγμή, εκείνη, ηκούμπισε εις το έπιπλο του καθρέπτου. Μισή καθήμενη, μισή ορθία. Η φούστα πια ήτο πολύ άνω των γονάτων, αποκαλύπτουσα δύο υπέροχους λεπτοφυείς πόδας. Πόδας ελαφίνας! Εστάθη εκεί και τον έβλεπε μειδιώσα προκλητικώς. Ο Θέμης το απεφάσισεν. Δεν ήτο δα και τόσο ανόητος. Εσηκώθη, την επλησίασε, έγειρε ολίγον και ήρχισε τρεμάμενος να την φιλά απαλά εις τον μακρύν, λευκόν λαιμόν της. Η Ρένα δεν ανθέστη. Απέμεινεν εκεί, ανυψώσα ολίγον την κεφαλήν, ίνα τον ευκολύνη εις το έργον του. Δεν εσήκωσε τας χείρας να τον απομακρύνη, δεν έκαμε κάποιαν βιαίαν κίνησιν εναντίον του. Παρέμενεν εκεί μειδιώσα, απολαμβάνουσα το συρτόν απαλόν φιλί εις τον λαιμόν της, ασθμαίνουσα ελαφρώς. Παραλλήλως όμως, εψιθύριζεν την λέξιν... ΄΄Σταμάτα...΄΄.

    -Σταμάτα... σταμάταα... σταμάταααα...

  Ο Θέμης κατάλαβε βεβαίως ότι ετούτο δεν ήτο κυριολεκτικόν ΄΄σταμάτα΄΄. Είχε άλλην έννοιαν. Ομοίαζε περισότερο με... απειλή! Σταμάτα μικρέ, γιατί αν εσύ θες μία, εγώ θέλω δύο! Σταμάτα, γιατί δε θέλω πολύ να σε σπρώξω στο κρεβάτι.... Σταμάτα γιατί αν μπλέξεις μαζί μου, θα έχεις κακά ξεμπερδέματα.... Αυτό όμως, ήτο και το λάθος της. Διότι ακριβώς εδώ, ο Θέμης εστράβωσεν. Αφού παιδί μου θες, γιατί λες σταμάτα; Αφού όλο το σώμα έχει ήδη δοθεί, διατί τα χείλη σου λέγουν αλλέως; Έκαμεν λοιπόν, αυτό που δεν επεθύμει πραγματικώς η Ρένα. Εσταμάτησε και θυμωθείς, απεμακρύνθη πεισματικώς από εκείνην. Εκάθισεν πάλιν εις την καθέκλαν!

    -Σταματώ λοιπόν!

    Η Ρένα είχεν ερυθριάσει εις το πρόσωπον μα παρά την απομάκρυνσίν του, έδειχνε χαρούμενη, διότι είχεν καταλάβει πια, ότι ήρεσε τελικώς και αυτή εις τον Θέμην, αφού εκείνος εξεφράσθη επιτέλους και επετέθη ερωτικώς εις τον αισθησιακόν λαιμόν της.

  Όμως, ουδέν άλλον εγένετο το απόγευμα εκείνο, εις το δώμα του Θέμη. Οι δύο παρολίγον ερασταί, αφού εξήντλησαν την υπόλοιπην ώραν τους ομιλώντες περί ανέμων και υδάτων, κάποτε εξεκίνησαν ομού διά το σχολείον. Υπήρχεν μία ζέσις ακόμη ανάμεσά τους. Ομιλούσαν και εγελούσαν. Όλα έδειχναν, πως ήσαν και οι δύο ικανοποιημένοι με ό, τι έγινε. Ο πάγος είχεν σπάσει, οπότε ήτο ζήτημα ημερών -δια να μην είπωμεν ωρών-  να ολοκληρωθή η κατάστασις...
  Φευ όμως! Ο αμαθής εις τα τοιούτα Θέμης, τα εγκρέμισεν όλα εν μία νυκτί! Διά την ακρίβειαν, τα εγκρέμισεν όλα, εντός ενός διαλείμματος. Διότι το ίδιο βράδυ έκαμεν κάτι εντελώς παράλογον! Εις ένα διάλειμμα -χωρίς να υπάρχει ουδείς προφανής λόγος- ευρέθη να χαριεντίζεται εις τον αύλειον χώρον του σχολείου, με ετέραν συμμαθήτριαν του μεταλυκειακού -ας την πούμε Μαρίαν- την οποίαν άχρι τούδε, ουδέποτε είδεν ερωτικώς! Εφιλίετο και εχαριεντίζετο μαζί της τουλάχιστον εν τέταρτον, εις την έξωθεν μικράν κλίμακα του ναού που υπήρχεν εντός του σχολείου και μόνο ότε είχεν αρχίσει το μάθημα, εισέβαλλαν ομού εις την αίθουσαν, αναμαλλιασμένοι και ξαναμμένοι και εις τέτοιαν κατάστασιν, ώστε ακόμη και μία όρνις να ήτο εκεί, θα εκαταλάβαινε τι έκαμον οι δύο των τα προηγούμενα λεπτά, εις το σκότος του αύλειου χώρου του σχολείου των...

 Όπως ήτο φυσικό, η υπόθεσις με την Ρένα εναυάγησε άπαξ διά παντός! Αφού και μία όρνις θα εκαταλάβαινε τι έκαμε ο Θέμης με τη Μαρία εκείνο το βράδυ, μόνο να φαντασθή δύναται τις, πόσα εκατάλαβε η Ρένα, που ήτο γαλή με πέταλα εις τα τοιούτα! Δεν του είπεν τίποτα απολύτως. Η συμπεριφορά της από εκείνο το βράδυ όμως, ήλλαξε άρδην. Του εφέρετο φιλικώς πια, αλλά μόνον φιλικώς. Ως να ήτο ο μικρός αδελφός της. Και έρριψεν αλλού τον ερωτικόν προβολέαν της. Ματαίως ο Θέμης επερίμενε τα παλαιά φλερτ, τας εντέχνους νύξεις, τα ερωτικά της υπονοούμενα. Ματαίως επερίμενε το  ποθητό χτύπημα εις την θύραν του, όπου θα ενεφανίζετο πάλι εκείνη. Ώσπου κατάλαβε ότι το πουλί είχεν πετάξει. Και τα έβαλε με τον εαυτό του, όπου είχεν φερθεί τόσον ανωρίμως. Και το ωραίον, πως με την Μαρίαν δεν ευρέθη ξανά ποτέ εις ερωτικήν διάθεσιν. Αίφνης εσυμπεριφέροντο οι δυο τους, ως να μην είχεν γίνει το παραμικρόν ανάμεσά τους. Μα δεν τον έγνοιαζε ερωτικώς η Μαρία. Το θέμα ήτο η Ρένα μα εκείνη, αφού αντελήφθη με τι... μόμολο είχε να κάμει, επέταξε μακριά. Και απέμεινεν πάλι μόνος ο φτωχός Θέμης, να έχη από πάνω και ενοχάς. Διατί είχεν φερθεί ανεντίμως και απέναντι εις την Ρένα και απέναντι της Μαρίας. Ναι, ανεντίμως! Ματαίως προσεπάθει να εύρη έναν λόγον που να δικαιολογή την παράλογον πράξιν του. Μήπως το έκαμε διά να ζηλέψει η Ρένα και να πέση εις την αγκάλην του; Μα εκείνη είχεν ήδη πέσει, ήτο ζήτημα ημερών -διά να μην πούμε ωρών- να τελειώσει η υπόθεσις. Μα τότε; Τι αυτοκαταστροφή ήτο αυτή; Μόνον έναν λόγον ευρήκε τελικά ο Θέμης, που ενδεχομένως να εδικαιολόγει την ανόητον και ανέντιμον πράξιν του. Και ο  λόγος ήτο, πως ήθελεν να καταστρέψει πραγματικώς αυτήν την σχέσιν εν τη γενέσει της! Διότι θα τον απεμάκρυνε ίσως από τον σκοπόν του, να εισέλθη εις το πανεπιστήμιον. Διότι ούτος ο αμαθής και ανώριμος νεανίας, ένοιωθε αδύναμος έμπροσθεν του ερωτικού θηλυκού σίφουνα! Και θα ημπορούσε εντός ολίγου, να καταλήξη παίγνιον εις τα χέρια της. Ενώ είχεν τον σκοπόν του, το έτος εκείνο...

  Ολίγον αργότερα ετελείωσαν πραγματικά όλα. Έν σούρουπον που ο Θέμης επήγαινε εις τα μαθήματά του, όλως τυχαίως είδε την Ρέναν εις μίαν οδόν εντός οχήματος. Εις την θέσιν του οδηγού, εκάθητο ωραίος μυστακοφόρος ανήρ, τριάντα περίπου ετών. Το βλέμμα του Θέμη εσυναντήθη με της Ρένας και του εφάνη πως τον εκοίταξε με κατανόηση και αγάπη ως να του έλεγεν... ''Μακάρι να μην ήσουν τόσο ανόητος και ανώριμος''...

  Δεν ήλθεν εις το μάθημα η Ρένα εκείνην την ημέραν. Από τότε ο Θέμης ήρχισε να επανέρχεται. Επόνεσε κάποιας ημέρας, αλλά ανεκουφίσθη συνάμα. Όταν ήνοιξε πάλι τα βιβλία του και ήρχισαν να εμφανίζονται ξανά εις την θέσιν τους τα συνέδρια του Λάιμπαχ και αι συναρτήσεις, χωρίς να παρουσιάζεται το πρόσωπον και το σώμα της Ρένας, εκατάλαβε ότι είχε περάσει ως ο Οδυσσέας από την νήσον των Σειρήνων, αλλά είχεν σωθεί. Είχε θυσιάσει έναν πολύτιμον έρωτα μα όσο κι αν επόνεσε αυτό, είχε βγει εις την λεωφόρον της ζωής και ήτο ξανά εντός του στόχου του. Εκατάλαβε, ότι δεν δυνάμεθα να τα έχωμε όλα. Πάντα κάτι κερδίζομε, κάτι χάνομε. Εκείνο το έτος, ο Θέμης ίσως να μην ωρίμασε ερωτικώς, ωρίμασε όμως εν την ζωή. Η ανοησία που επέδειξε εις το ζήτημα, ενδεχομένως να προέρχετο από εν... de profundis ένστικτο αυτοσυντήρησης. Από μίαν ψυχικήν και εγκεφαλικήν λειτουργία αυτοπροστασίας, διά να μην εξέλθη από τον στόχον του. Διότι τον έρωτα ηκολουθεί πάντα βάσανος. Ζήλειαι, μελαγχολίαι και τα τοιαύτα. Και δεν χωρούν δύο καρπούζια εις μίαν μασχάλην. Κατέστρεψεν λοιπόν, το ριψοκίνδυνον ενδεχόμενον. Δι΄αυτό ίσως, ο στόχος αργότερα επετεύχθη. Ο Θέμης επέρασεν εις το πανεπιστήμιον. Εξ΄άλλου, ήτο ακόμη μικρός. Είχεν καιρόν διά έρωτες...

    Πάντα ενεθυμείτο όμως, με αγάπη την Ρένα. Οι δρόμοι των ανθρώπων, κάποτε χωρίζουν. Και οι δύο παρ'ολίγον ερασταί, έμειναν φίλοι έως την αποχαιρετιστήριον εορτή του Ιουνίου, η οποία έγινεν μετά τας εξετάσεις, εις μίαν ταβέρναν της επαρχιακής πόλης. Μετέβη με όχημα εκεί η παρέα των υποψηφίων και επειδή εις το όχημα που επέβαινε ο Θέμης επερίσσευε εν άτομον, η Ρένα εκάθισε εις τους πόδας του...

   -Εγώ θα καθίσω στα πόδια του Θέμη! είπε και εκάθισε αγκαλιάζουσά τον.

   Εφόρει πάλι εν μεθυστικόν άρωμα και πάλι μίαν κοντήν φούστα. Όπως εκάθητο εκεί εις την αγκάλην του, ήσκυψε μίαν στιγμή και εψιθύρισε...

   -Τώρα που έγραψες καλά, θα φύγεις ε;

    Ο Θέμης έγνεψε καταφατικά...

    -Ναι!

    -Κρίμα... θα σε χάσουμε...

   Ήθελε να της ειπή εν μεγάλο συγγνώμη, μα δεν το έκαμε. Την εξετίμα και ως άνθρωπο την Ρένα. Ήτο καλόκαρδη, θετικός άνθρωπος. Ίσως όμως είχεν καταλάβει και εκείνη την αιτίαν της παράλογης συμπεριφοράς του. Δεν του εκράτησε καμίαν κακία. Εκείνη την εποχή, είχε την δύναμιν να τον κάμη παίγνιον, εάν εκουνούσε ακόμη ολίγον το μικρό της δάχτυλο. Όμως δεν το έκαμε. Τον άφησε ήσυχο να εύρη τον δρόμον του. Η Ρένα ίσως να ήτο όντως εν δώρο. Η θεσπεσία μύστις που είχεν στείλει η θεά Αφροδίτη, διά να μεταμορφώση τον Θέμη από νεαρόν έφηβο εις άνδρα. Όμως η θεά δεν είχεν υπολογίσει τον στόχον του Θέμη. Το δώρον ήτο ωραιότατον μα πάρωρον. Ο Θέμης έφυγεν από εκείνην την αποχαιρετιστήριον εορτήν της παρέας των υποψηφίων με λύπην μεν, διότι εν κεφάλαιον έκλεινεν και θα έχανε  διά παντός την ωραίαν Ρένα και καλούς φίλους, αλλά με ανοικτήν καρδίαν διά το νέο που ήρχετο. Ελπίζων έτι, να μην του κρατά καμμίαν κακίαν και η θεά Αφροδίτη που εκ των πραγμάτων ηναγκάσθη, να μην αποδεχθή το ακριβόν και πολύτιμον δώρον της...


(Φιλολογική επιμέλεια: Κυριάκος Γεωργιάδης)

28/11/23

Wednesday, September 27, 2023

Ο γέλως ο γαργαριστός!





                                                      -ένα διήγημα του Γιώργου Πύργαρη-


   Ήτο τάμα ζωής να επισκεφθώ κάποτε την οικίαν του προσφιλούς μου συγγραφέως Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, εις Σκίαθον. Υπήρξεν δι' εμέ, μέγας διδάσκαλος! Ουχί μόνον διά την γλώσσαν και την τεχνικήν της απαραμίλλου γραφής του, ουχί μόνον διά το τερπνόν των θεμάτων του και την ανάδειξιν τόσων και τόσων λαικών ηρώων, αλλά και διά την ηθικήν στάσιν ολοκλήρου ζωής. Την στωικότητα, την καρτερία και την συνέπεια πράξεως και βίου. Την ταπεινότητά του... Και επιτέλους -τι κι αν εγώ ειπώ όσα- ήτο ο Παπαδιαμάντης!... Ο Παπαδιαμάντης! Τελεία και παύλα! Το όνομα και μόνον ηρκεί! Και μόνον τούτο, δύναται να μεταφέρει την αύραν μίας ευφρόσυνης, παρηγορητικής αθωότητος, ως νάμα ζωής! Τάμα πολλών ετών λοιπόν, να επισκεφθώ εις Σκίαθον την οικία του, όπου λειτουργεί σήμερον ως μουσείον...




   Το εκατόρθωσα  κάποτε μετά της συζύγου μου. Εφθάσαμεν εις Σκίαθον με πλοίον από Άγιον Κωνσταντίνον -διαπερνόντες τα στενά Αρτεμισίου- καταμεσήμερον μίας Δευτέρας της ενδεκάτης Σεπτεμβρίου. Δυστυχώς όμως, αι συγκυρίαι δεν ήσαν άρισται ούτε δι' εμέ εκείνην την ημέραν, ούτε διά την νήσον. Την παραμονήν της αναχωρήσεώς μας, απώλεσα φίλον παιδικόν. Η κηδεία του θα εγένετο το απόγευμα της Δευτέρας. Το αποφασισμένο ταξείδιον όμως, η προαποστολή χρημάτων διά τα εισιτήρια και τα έξοδα της διαμονής μας, καθώς και αι περιορισμέναι ημέραι αδείας της συζύγου μου, δεν επέτρεπον οιαδήποτε αναβολήν. Έτσι, με ανάμεικτα συναισθήματα εκ της απωλείας του φίλου -ακόμη και ενοχάς οπού δεν θα παρευρισκόμην εις την κηδείαν του- έφθασα εις την νήσον, η οποία δεν ήτο και αύτη εις τα καλύτερα της. Ολίγας ημέρας πριν, είχεν κτυπήσει και αυτήν ο φονικός Ντάνιελ, ο οποίος κατέπνιξεν πρωτίστως ολόκληρον την Θεσσαλίαν. Καρδίτσα, Λάρισσα και Μαγνησία έπαθον ανυπολογίστους ζημίας εις γεωργίαν, κτηνοτροφίαν και διαφόρους επιχειρήσεις. Επανενεφανίσθη η παλαιά λίμνη Κάρλα! Ολόκληρα χωρία επνίγησαν κάτω από τόνους ύδατος. Υπήρξαν δε και αρκετά θύματα. Ολική καταστροφή! Και η νήσος όμως του  προσφιλούς μου συγγραφέως, παρησίαζε και εκείνη εικόναν οικτράν...




   Ιλύς εκ του τυφώνος των προηγουμένων ημερών, ξύλα και αδιευκρινίστου είδους φερτά, ευρίσκοντο κατά μήκος των παραλίων οδών, εις τον παλαιόν και νέον λιμένα της νήσου. Οι καταστηματάρχαι είχον ανεστραμμένας τράπεζας, καθέκλας και πολυθρόνας και επροσπάθουν να καθαρίσωσι τα καταστήματά των, ενώ συγχρόνως διάφοροι εργάται και συνεργεία, έδιδον τον ιδικόν των αγώνα, ίνα επαναφέρουν την νήσον είς την προτεραίαν κατάστασιν. Διότι ήτο σχετικά νωρίς και ανεμένεντο ακόμη πλείστοι ξένοι...
   Υπό τοιαύτας συνθήκας λοιπόν, εφθάσαμεν εις Σκίαθον. Αφού συνεφάγαμεν εις μίαν ταβέρναν προς την ανατολικήν πλευράν του νέου λιμένος, εις την συνέχεια κατηυθήνθημεν εκ της οδού οπού στεφανώνει την πόλη ως διάδημα, προς την περιοχή της Μεγάλης Άμμου, όπου και τακτεποιήθημεν εις τον δεύτερον όροφον, ενός εκ των κτισμάτων του συγκροτήματος Αζελέα. Ευγήκα εις βεράνταν. Εφυσούσεν αήρ και έκαμεν αρκετήν ψύχραν, παράξενην διά αρχάς Σεπτεμβρίου. Η δε θάλασσα -οπού εξετείνετο εμπρός μου- ήτο θολή και κυματώδης. Εκάμαμεν καλά άραγε, που απεφασίσαμεν ταξείδιον υπό τοιαύτας συνθήκας, ελέω καιρού και απροβλέπτου Φθινοπώρου;... Ανηρωτήθην...




 Ηγέρθην ενωρίς την επομένην πρωίαν, κατακλυσθείς υπό μεγάλην αδημονίαν, διότι επρόκειτο επιτέλους να επισκεφθώ την οικίαν του ιερού συγγραφέως. Τάμα ζωής! Είχωμεν αποπειραθεί να την επισκεφθώμεν και την προηγουμένην εσπέραν μα δεν επροκάμαμεν. Κουρασμένοι από το ταξείδιον, κατεκλίθημεν εις το δώμα μας το απομεσήμερον μα ηργήσαμε να εγερθώμεν. Ότε εφθάσαμεν λοιπόν  εις την οικίαν του συγγραφέως, ήτο πλέον αργά. Κυρία του μουσείου εκ του φεγγίτου του υπογείου, μας ενημέρωσεν πως η ώρα ήτο πια περασμένη -όντως εννέα βραδινή- και πως το μουσείον επάνω δεν είχεν ηλεκτρικόν ρεύμα. Οπότε, ακόμη και αν η ιδία ήθελε να παρατείνει δι' ολίγου το σχόλασμα διά χάρη μας, θα ήτο αδύνατον να ειδώμε εν μέσω σκότους, το παραμικρόν εκ της οικίας του συγγραφέως. Δίκιον είχε βεβαίως. Λοιπόν και αύριον ημέρα ήτο, δεν θα εχάλει ο κόσμος...
  Την πρωίαν όμως ηδημόνων. Ηγέρθην πριν ακόμη προβάλλει ο ήλιος. Ετοίμασα καφέν και εβγήκα πάλιν εις την βεράνταν. Ο ουρανός ήτο καθάριος και επρομηνύετο ημέρα θερμή. Η θάλασσα γαληνή ως ύελος και άφαντος η χθεσινή θολότης. Το θέρος μετά την επέλασιν του τυφώνος, ήτο πάλι εδώ.




 Εκάθισα να απολαύσω τον καφέν, τα σιγαρέττα μου και την ηρεμίαν του εύμορφου πρωινού. Αίφνης ενεθυμήθην διήγημα του Παπαδιαμάντη όπου ανεφέρετο η περιοχή της Μεγάλης Άμμου, εις την οποίαν τώρα ευρισκώμην. Επρόκειτο για τον "νεκρό ταξιδιώτη" όπου πνιχθείς τίς μεσοπέλαγα, οδηγήθη των ρευμάτων -ως ο ίδιος να τα όριζε- κάπου εδώ, ανάμεσα Μεγάλης Άμμου και ενός καρναγίου ευρισκομένου τότε -εάν εκ του διηγήματος ενθυμούμαι καλώς- στας παραλίους ρίζας του λόφου όπου επάνω του στέκει αιώνας τώρα το κοιμητήριον. Ω πόσην θέλξιν ησθανόμην, να ευρίσκομαι εις μέρη όπου εφώτισεν διά της αθανάτου πένας του, ο μέγας Παπαδιαμάντης! Και μήπως εξ όλων, δεν επήδουν φαντάσματά του; Μήπως καθώς επάτησα λιμάνι, δεν εφαντάσθην εκείνον τον καλόν χαμάλην τον Κακόμην, να είναι μεμιγμένος με τους εργάτας όπου εδιόρθωναν το νησί; Μήπως δεν είδα να περιπατούν ωσάν σκιαί οι ήρωές του; Οι καπετάνιοι του; Ακόμη και εκείνος της Κοκώνας... και του Χριστόψωμου ο ατυχής... και τον Παλούκαν. Μήπως δεν ενεθυμήθην την πομπήν του επιταφίου... Πάσχα εις  Σκίαθον και τον παπά Αδαμάντιο; Μήπως δεν εφαντάσθην να σουλατσάρουν εις τον λιμένα οι μάγκαι οι ναυαγοσώσται... οι τυχοδιώκται... και να σαλτάρουν επιδεξίως εις λέμβους... ο Λούκας ο Πούνος, ο Θανάσης Πουγαδής, ο Παναγής της Χρόναινας; Εφαντάσθην και τη Φραγκογιαννού ακόμη... το Λαλιώ, την Μοσχούλαν, την Πολυμνίαν... ή μήπως να είπω εν τέλει την Χαρίκλειαν περί του αληθούς; Τόσες και τόσους άλλους...
   Δι' όλα αυτά, ηδημόνων υγρός. Ως να μην ήμην εις νήσον τωρινήν και στερέαν, μα εις το νέφος του κόσμου του Παπαδιαμάντη. Εκατόν είκοσι ...εκατόν εξήντα έτη οπίσω, νέφος κι εγώ. Μα εκεί καθώς ήμην, βυθισθείς εις αισθαντικήν ρέμβην, διεσπάσθη εκείνη από σμήνος αφρόψαρων, όπου έπαιζεν με θόρυβον εμπρός μου εις την επιφάνειαν της αυγινής και γαληναίας θαλάσσης. Σχεδόν αμέσως, ευμεγέθης τόννος με άγκαθας εις την ράχην και την κοιλίαν, επεχείρησεν άλμα από τα βάθη. Διέγραψεν εις τον αέραν καμπύλη τροχιάν και εχάθη ξανά από τα όμματά μου, κάμνων μέγαν πλαταγισμόν.  




  Δεν επρόλαβα να συνέλθω από εκείνην την εντυπωσιακήν δι' εμέ εικόνα  -εξ απαλών ονύχων στεριανός και χερσαίος- και ενεφανίσθη δέλφιν ανοικτά του αιγιαλού. Προέβαλλεν αίφνης, ανεύπνευσεν με τον ραχιαίον φυσητήρ του, εστάθη ολίγον οκνά ανάμεσα θαλάσσης και ορίζοντος και εβυθίσθη ξανά στο έρεβος του βυθού, ανύποπτος καν διά την ύπαρξίν μου. Την εμφάνισιν του δέλφινος, εξέλαβα ως καλόν οιωνόν.
  Εν τω μεταξύ, ο ήλιος είχεν αρχίσει να ανατέλλει εξ ευωνύμων μου. Η ημέρα σήμερον θα ήτο ένδοξος! Η σύζυγος, δεν είχε την εδικήν μου κάψαν διά Παπαδιαμάντην. Την ενεδιέφερον περισσότερο αι ακρογιαλιαί και αι χρυσίζουσαι άμμοι. Όσο εγώ ανεζήτων πληροφορίας εις το κινητόν μου διά τον ηγαπητόν μου συγγραφέα και το μουσείον του, εκείνη είχε μάθει όλας τας παραλίας και τας ταβέρνας της νήσου. Και ουχί μόνον τούτο, είχεν και έτοιμον πρόγραμμα...
   -Αύριο θα πάμε στις Κουκουναριές! Μετά θα επιστρέψουμε για φαγητό στην πόλη! Μεθαύριο θα πάμε Τσουγκριά και θα φάμε εκεί το μεσημέρι... Την άλλη, μπάνιο στο Βρωμόλιμνο και θα φάμε στο Κοχύλι!  Στα Λαλάρια, θα δούμε αν θα πάμε, θα το αποφασίσω αργότερα!
  Από αύριον βεβαίως ετούτα τα σπουδαία, που δι' εμέ -διά να πούμε την αλήθειαν- ήσαν κομμάτι αδιάφορα. Είτε Κουκουναριές, είτε Αχλαδιές, είτε μουσμουλιές και τζιτζιμιτζιχοτζιριές, το ίδιο και το αυτό μου εφαίνετο. Σήμερον όμως η ημέρα θα ήτο εδική μου! Αφιερωμένη εις Παπαδιαμάντην! Και δεν θα ήρχετο μαζί μου η σύζυγος την πρωίαν, θα όδευα μόνος διά την οικία του! Κατάνυξις! Εκείνη θα ρέμβαζε εις την βεράνταν όλο το πρωινόν και αργότερα ίσως ελούετο εις τον αιγιαλό, έμπροσθεν της οικίας μας. Θα επεσκέπτετο το μουσείον το απόβραδο με την βόλτα, εν πλήρη χαλάρωσει, ως ο οιοσδήποτε τυχαίος. Είπωμεν, δεν είχε την εδικήν μου κάψαν διά Παπαδιαμάντην...




 
   Άφησα το αυτοκίνητον εις τον χώρον στάθμευσης, πλησίον του κοιμητηρίου. Σχεδόν αδύνατον να εύρης θέσιν εκείθεν τέτοιαν εποχήν, παραδόξως όμως ευρήκα. Η ώρα θα ήτο ολίγον μετά τας οκτώ -το μουσείον ήνοιγε εννέα- οπότε διέθετα χρόνον να επισκεφθώ και τον τάφο του. Είχον επισημάνει εκ του διαδικτύου την θέσιν του. Ολίγα μονάχα βήματα, αριστερά της εισόδου.
  Απόλυτος ησυχία. Και ερημία. Μονάχα αι πρωιναί τρίλιαι των σπούργων ηκούοντο και το παιχνίδισμά των εις τους κυπάρισσους του κοιμητηρίου. Τωόντι, ο τάφος του συγγραφέως ήτο ολίγα μονάχα βήματα εξ ευωνύμων της εισόδου. Καγκελόφρακτος, εξόν από την πλευρά της ανατολής. Ιστάμενος υπό ξυλίνου εις την κορυφήν σταυρού... ΙC...Ενθάδε κείται Ο ΧΡ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ... απεβίωσεν 2/1/1911 ΚΑ...
  Έμπροσθέν μου, εις τους πόδας του τάφου, φυόμενος εντός μικράς, πηλίνου γαστέρος, τάλας -εκ του τυφώνος- βασιλικός. Οικόσχημον σκεύασμα, παλαιικόν και ασβεστωμένον υπό του σταυρού, διαθέτων μαρμάρινην επιγραφήν έμπροσθεν, επληροφόρει τους επισκέπτας πως ενθάδε ήτο θαμμένος και ο πατήρ Αδαμάντιος... ΙΕΡΕΥΣ ...ΤΕΛΕΥΤΗΣΑΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ 78 ΕΤΩΝ... ΤΟ.... ΟΙ ΘΕΩΜΕΝΟΙ ΤΟΥΤΟ....ΕΥΧΕΣΘΕ ΥΠΕΡ... Εδώ ακριβώς, ενεθυμήθην τον Καβάφην. Έχει συγγράψει θαύματα επ' αυτού.




  Ήξευρα πως ο τάφος εμπρός μου, ενδεχομένως να ήτο κενός από Αλέξανδρον Παπαδιαμάντην. Αι γνώμαι διίσταντο και πολλά ελέγοντο. Ακόμη, πως οι Σκιαθίται εξέθαψαν την σορό, ολίγας μόνον ημέρας μετά την ταφήν. Παράδοξος και μακάβριος εκδοχή, ουδείς όμως γιγνώσκει με ακρίβειαν εάν και τι συνέβη. Το βέβαιον, πως η κάρα του συγγραφέως, φυλάσσεται σήμερον εις τον ναόν της Παναγίας της Λημνιάς, ενθάδε. Τα επίλοιπα άγνωστα. Όμως... ακόμη και αν δεν υπήρχεν ίχνος οστού του αγαπημένου συγγραφέως σήμερον εδώ, ουδόλως εμετριάζετο η ταραχή μου να ευρίσκωμαι διά πρώτην φοράν εις την ζωή μου, τόσον σιμά του. Τελικώς, έτι και εάν υστερότερα κάποιοι απώλεσαν τα οστά... εδώ, εις αυτό ακριβώς το σημείον της γης, έθαψαν κάποτε ολόκληρον Παπαδιαμάντην! Εδώ απέμειναν να τον κλαύσουν αι αδελφαί του, στες 3 Ιανουαρίου του 1911! Εδώ ηκούσθη το μοιρολόι της Ουρανίας... ΄΄να σε παινέσω ήθελα, μα συ΄σαι παινεμένος... στου βασιλιά την κάμαρη, είσαι ζωγραφισμένος΄΄.  Εδώ ήρχοντο τας ημέρας εκείνας, να φέρουν έλαιον διά το κανδήλιον, θυμίαμα λιβάνου και να κάμουν με τον ιερέα τρισάγιον... Εδώ, να παρ' η ευχή! Ακριβώς εδώ!
  Εκοίταξα γύρω. Ερημία. Έβγαλα τον ψάθινο πίλον μου και τον απέθεσα εις μίαν λόγχην του καγκελοφράκτου τάφου. Ασκεπής πια. Έπειτα γονυκλινής, έκαμα τον σταυρό μου και σκύψας ταπεινά την κεφαλήν μέχρις εδάφους -με εσώψυχον, βαθύ και ειλικρινές σέβας-  απέτισα τον δέοντα φόρον τιμής εις το πνεύμα ενός αγγέλου! Όστις επέρασεν τα μύρια όσα, επέρασεν μαρτύρια, τα πάνδεινα... κατηραμένη πτώχεια είς το ζωντανό κιβούρι του... και μοναξιάν αφόρητον... και καταφρόνιαν οικτράν... Μα εν τέλει ενίκησε! Διότι κατέφερε τον μυστικόν σκοπόν του, να εναποθέση εις κόσμον τα πτερόεντα δώρα του...
   Ηγέρθην ανάλαφρος εκ της συντόμου αύτης εκ βαθέων ενατενίσεως, προς πνεύμα αείποτε λαμπρόν και σπουδαίον, ευχόμενος υπέρ ψυχής του. Επήρα τον πίλον μου και χαιρέτησα. Επεθύμων διακαώς να απευθύνω ιδίαν στάσιν προς Αλέξανδρον Μωραϊτίδην, ικανόν λογοτέχνην και παιδαγωγόν -φίλον και εξάδελφον του ειρημένου συγγραφέως- όστις προς το τέλος του βίου του, εκάρη μοναχός ως Ανδρόνικος. Δυστυχώς όμως, ηγνόουν παντελώς πού ήτο ο τάφος του. Και συνεργός γύρω ουδείς, στο αχανές κοιμητήριον. Μη δυνάμενος λοιπόν να πράξω τί ως προς τούτο, ευγήκα, υψώνων  απλώς την χείρα με τον πίλον μου προς χαιρετισμό του Μωραιτίδου ή Ανδρονίκου, όπου και αν ήτο θαφθείς ο συγχωρεμένος. 
   Θα όδευα πια πεζός διά το μουσείον. Δέκα λεπτά υπόθεσις ήτο...

 

   Δέκα λεπτά, μα μηδέ κάν οκτώ και ήμισυ! Η αγοραία οδός Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη εσάλευε νωθρώς. Οι καταστηματάρχαι ήνοιγον τα καταστήματά των και εναπόθεταν την πραγμάτεια των έμπροσθεν των θυρών, λαμβάνοντες τόπον και εκ του πεζόδρομου. Η κίνησις δεν ήτο ακόμη ακμαία, μα ένιοι αγουροξυπνηθέντες Γερμανοσάξονες, καθώς και Ιταλοί, εγευμάτιζον πρωινόν, ένθεν κακείθεν κατά μήκος της οδού. Επέλεξα έναν καφενέν -μη απέχων μακράν του μουσείου- και εβολεύθην. Παρήγγειλα πρωινό απλούν και γαλλικόν καφέν -διότι είχον πίει ήδη ελληνικόν- αναμένων τας εννέα...
  Ήμην πλέον πλησίον του οίκου του! Πλησίον μίας μεγίστης αισθητικής απολαύσεως, όπου επεθύμουν διακαώς έτη και έτη! Το να ανέλθω την κλίμακα που επάτει και εκείνος, να ανασάνω εντός των τειχών όπου ανέπνεεν και εκείνος, το να ειδώ και να εγγίξω αντικείμενα που εώρα και ήγγιζεν εκείνος, θα ήτο δι' εμέ κορυφαία συγκίνησις. Και ο καφές και το πρωινόν δεν ήσαν πια δι' εμέ, παρά το ύστατον εμπόδιον προ της επισκέψεως είς τον οίκον του Παπαδιαμάντη. Ή μήπως θα έπρεπε να είπω... εξορμήσεως; Διότι... τοιούτος ήτο ο ενθουσιασμός μου, ώστε επαρομοίαζον έσωθέν μου αύτην την επίσκεψιν... με εξόρμησιν, διά την κατάκτησιν πολυπόθητου κάστρου! Ελάχιστα έγγιξα και καφέν και πρωινόν. Πλην του καπνού του σιγαρέττου μου, ουδέν επήγαινε με όρεξην κάτω... Εννέα και ένα εσηκώθην και με ορμήν κατηυθύνθην εις το -προς κατάκτησιν- κάστρον...

   


   Βήματα πέντε, τέσσερα, τρία, δύο, ένα... Εστάθην έμπροσθεν του φεγγίτου, όπου την προηγουμένην εσπέραν, ευγενής κυρία μας είχεν ειπεί, πως είχωμεν φθάση αργά. Μα σήμερον, ουδείς εκεί ήτο. Παρέμεινα δι' ολίγον αμήχανος ορών ένθεν κακείθεν. Κυρία μαγαζάτωρ εις το βάθος δεξιά όπου τακτεποίει, έγνεψεν εις κάποιον αόρατον δι' εμέ -προφανώς ευρίσκετο μετά την γωνίαν- δεικνύουσά με διά νεύματος. Σχεδόν αμέσως ενεφανίσθη εκ της ανατολικής γωνίας, ξανθόχρους, νόστιμος κυρία, έχοντας εις χείρας εν σάρωθρον. 
   -Τι θα θέλατε;
   -Να επισκεφθώ το μουσείο...
   -Βεβαίως, ελάτε!
   Διέκρινα όμως -ή μου εφάνη- μικρόν θυμόν εις τα όμματα της. Αστραπιαίον. Σαν να εσκέπτετο... ''Όνειρο το είδες πρωί πρωί χριστιανέ μου; Δεν ήπιαμε ακόμη καφέ, δεν άνοιξαν καλά καλά τα μάτια μας! Ούτε να σκουπίσω τον χώρο μ' άφησες!''... Ίσως μου εφάνη όμως, ίσως μου εφάνη...
  Έπειτα, απίθωσεν το σάρωθρον εις τον τοίχον και τείνουσα την δεξιάν της, με προσεκάλεσε να κατευθυνθώ προς το μέρος της, εις την ανατολικήν πλευράν του κτηρίου. Προς στιγμήν εστάθην αμήχανος έμπροσθεν του φεγγίτου. Παραδόξως, μετά την χθεσινήν επίσκεψιν, είχον απομείνει με την εντύπωσιν, πως ο φεγγίτης ούτος, ελειτούργει ως ταμείον, όπου επλήρωναν οι επισκέπται. Διά τούτο, δεν εκούναγα ρούπι απ΄εκεί!
   -Να πληρώσω; ερώτησα.
  -Όχι ελάτε από δω, επέμενεν η κυρία, δεικνύουσα την κατεύθυνσιν με τεταμένην ακόμη την χείραν. Ηκολούθησα. Μα καθώς την προσεπέρασα εις την γωνίαν, διά να ευγώμεν εις την κλίμακα της βορείας εισόδου, ήκουσα οπίσω μου...
   -Καλέ! Περάσατε τον φεγγίτη για γκισέ; Χαχα! Καλέ! Πέρασε τον φεγγίτη για γκισέ! Χάααααχαχαχα...
   Θα παρηρχόμην το γεγονός, εάν εκείνο δεν εσυνοδεύετο από γέλωτα παρατεταμένον και κακαριστόν! Κατ΄ αρχάς εξεπλάγην! Μετά εθύμωσα! Ευρισκόμην εις μίαν ιερήν της ζωής μου στιγμήν και ο ξανθόχρους ούτος δαίμων, εγέλα μαζί μου! Προσεβλήθην! Εστράφην προς το μέρος της και είπον αυστηρά επιπλήτων αυτήν, λες και ήμην εγώ ο οικοκύρης...
   -Ξέρετε πού βρίσκεστε; Στο σπίτι του Παπαδιαμάντη!!
  Επάγωσεν! Έμεινεν ενεά. Εμπερδεύθει! Ποίος γνωρίζει πόσαι σκέψεις επέρασαν αυτομάτως εις το μυαλόν της...'' -Ποιος να είναι τούτος δω με τα μούσια και το ψάθινο καπέλο; Γιατί ήρθε τόσο νωρίς και με τόση φόρα; Μήπως με εμπαίζει; Είναι κοινός θνητός ή μήπως κανένας επιθεωρητής μουσείων του υπουργείου; Ή μήπως άνθρωπος της προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία έχει κανονισμένη επίσκεψη στο μουσείο αυτές τις μέρες και είχε έρθει να αναγνωρίσει το έδαφος;''
  Η ξανθόχρους, είχεν γίνει κάτωχρος. Ως τόσο, εις την προσπάθειαν να δικαιολογήσει φράσην και γέλωτα -προ πάντων το... κακαριστόν της υποθέσεως- ο διαπληκτισμός εσυνεχίσθη δι' ολίγου ακόμη αναμετάξυ μας. Σύντομα όμως επήρε άκρως επαγγελματικόν ύφος και με οδήγησε εις την κλίμακα. Αφού ανήλθαμεν, επλήρωσα και εισήλθαμεν εις την οικίαν-μουσείον, αμφότεροι τελούντες εν ταραχή και αμηχανίαν...
  Εστάθη εις την άκρη του χωλ, σχεδόν εις την είσοδον και ήρχισεν να λέγει τας ενδεδειγμένας πληροφορίας διά την περίστασιν, ως ξεναγός. Εν ποίημα σχεδόν, όπου θα το έλεγεν κάθε φοράν εις κάθε επισκέπτην ή επισκέπτας. Την διέκοψα μάλλον αγενώς -το συνειδητεποίησα εκ των υστέρων- λέγων πως έχω εντρυφήσει έτη και έτη εις τον Παπαδιαμάντην, γιγνώσκω πλείστα από την τέχνην, τον βίον και τας επιστολάς του ακόμη και πως... τέλος πάντων είμαι και εγώ συγγραφεύς. Δεν έχω ανάγκην λοιπόν το... λογίδριον, ας μην κοπιάζει να μου λέγει τα τετριμμένα...
   Ησθάνθη μάλλον ανακούφισην. Ουχί επιθεωρητής μουσείων ο κύριος, μα συγγραφεύς. Μάλιστα...
  -Καλώς! Σας αφήνω λοιπόν να δείτε το μουσείο. Αν θέλετε να ρωτήσετε κάτι φωνάξτε με. Εδώ έξω από την πόρτα θα είμαι. Όταν τελειώσετε, θα κατέβουμε να σας δείξω το υπόγειο...
   Ηύγεν. Ήτο ό,τι επεθύμουν. Να απομείνω μόνος... Ύπαγε απ΄εδώ αποφώλιον τέρας!...
  Μα έπρεπε να αφήκω εις την άκρην την άσχημην διάθεσιν όπου μου εδημιούργησεν η απρόσμενος αύτη σύγκρουσις, διότι ευρισκόμην επιτέλους εις την κρύπτην και τα μυστικά του βασιλέως! Και ο βασιλεύς εδώ, ήτο ο Παπαδιαμάντης! Εις τα κομμάτια λοιπόν ο γέλως ο κακαριστός και ο ξανθόχρους δαίμων! 







   Ήρχισα να περιπλανώμαι εις τα δώματα. Εις το κελλίον του παπά Αδαμάντιου... εις το σαλόνι με τον παλαιόν καναπέ, τον καθρέπτην και την υάλινη θήκην με χειρόγραφα του συγγραφέως... τον κονδυλοφόρον... το μελανοδοχείον. Οποία συγκίνησις! Τα ίχνη του!...Εις τους τοίχους πίνακες με την μορφή του, έγγραφα όπου τον αφορώσι, το απολυτήριον σπουδών του, παλαιαί φωτογραφίαι και άλλα. Επέρασα εις το δώμα όπου απέθανεν. Με την εντοιχισμένη ντουλάπαν και είδη εποχής, την ψάθινην καθέκλαν, τον σοφράν, την εστίαν... να εκεί σιμά της εστίας άφησεν την ύστατην πνοήν ο άγγελος. Πνευμονία... Ολίγον πριν, ήκουσε μακρόθεν κάλαντα από παιδία. Ηυχαριστήθη... Υπήρξεν λοιπόν, υπήρξεν... Αφήσας οπίσω θεσπέσια ίχνη... Όμως υπήρξεν! Ήτο κάποτε ζωντανός... ολοζώντανος, περιπατούσεν και ανέπνεεν εντός των τειχών ετούτων, όπου τώρα περιπατούσα και ανέπνεον και εγώ!
  Εις κάθε μου βήμα το ξύλινον πάτωμα έτριζεν, επαναφέρον με όμως εις την πραγματικότητα. Και η πραγματικότης δυστυχώς ήτο... ξανθόχρους! Ήμην έτι συγχυσμένος. Παρά την βαθείαν συγκίνησην, δεν ημπορούσα να απολαύσω εντελώς την πολυπόθητον ετούτην επίσκεψιν, όπου τόσον ελαχταρούσα! Ήκουγα εις τα ώτα μου τον κακαριστόν γέλωτα και ήτο ως να είχεν εισέλθει εντός μου, ο ίδιος ο διάβολος...
 Έμπροσθέν μου ζωγραφικός πίναξ, όπου απεικόνιζε την σεπτήν μορφήν του Παπαδιαμάντη. Εστάθην...




    -Περίμενα καλύτερη υποδοχή κυρ Αλέξανδρε... εψιθύρισα.
  Δεν εσάλεψε. Παρέμενεν εκεί καθάριος, ακραιφνής, άγιος, με χαμηλωμένη την κεφαλήν και σταυρωμένας χείρας. Με όμματα σχεδόν κλειστά. Αμέτοχος, ολύμπιος, άφθαρτος. Ως να μην είχεν καμμίαν ανάμειξιν πια, εις το ατυχές περιστατικόν του φθαρτού, υποσέληνου κόσμου μας. Όμως εγώ είχον ακόμη παράπονον. Από εκείνον πια, όχι από τον δαίμονα... Πώς επέτρεψεν να μοι φερθούν τοιουτοτρόπως εις την ιδίαν του οικίαν; Εις έναν πνευματικόν συγγενήν του; Εις αδελφόν; Εγώ όπου υπάγω και όπου σταθώ, περί αυτού λέγω. Και μήπως εις εκδοθέν βιβλίον μου -φιλοσοφικόν και δοκιμιακόν- δεν του εχάρισα δεκαοκτώ συναπτάς σελίδας, διά να τον επαινεύω απνευστί; Να τον συνεκρίνω και με αυτόν ακόμη τον μέγα Ντοστογιέφσκι, εις τον οποίον Ρώσσον, είχον αφιερώσει σελίδας μονάχα τρεις; Πώς επέτρεψεν λοιπόν, τοιούτον κακαριστόν γέλωτα εις βάρος μου; Αχ κυρ Αλέξανδρε, δεν μου τα λέγεις καλά!... Κακαριστόν γέλωτα εις βάρος μου, εις την ιδίαν σου οικία, όπου είχον έρθει να επισκεφθώ με τόσην θέρμην και ευρύχωρον καρδίαν;
  Τότε, ωσάν η αγία μορφή να εσάλεψεν αμυδρώς -σχεδόν αδιοράτως- τα σεπτά χείλη της εις τον πίνακα...
   -Δεν ήταν κακαριστό το γέλιο, ήταν γαργαριστό! εψιθύρισεν μόνον και σώπασε πάλιν, παίρνοντας την προτεραίαν ασάλευτον στάσιν της...
   Αφού συνήλθα από την έκπληξιν τοιούτου οραματικού φαινομένου που ήγγιζεν τα όρια του θαύματος, εβάλθην να κατανοήσω την διαφοράν μεταξύ κακαριστού και γαργαριστού γέλωτος. Κάτι σημαντικόν ήθελεν να μου ειπή ο συγγραφεύς! Και έδει να το εύρω...







   Ήρχισα πάλιν την περιπλάνησιν εις τα δώματα της οικίας του συγγραφέως, χωρίς όμως να παρατηρώ ενδελεχώς, παρά να σκέπτομαι. Το παλαιόν πάτωμα, εις κάθε μου βήμα έτριζεν... έτριζεν. Ως να ήθελεν κάτι να μοι ειπή. Να με οδηγήσει μάλλον εις το φως. Και η έξοδος δεν ήργησεν...
   Τωόντι, υπήρξεν μεγίστη διαφορά ανάμεσα κακαριστού και γαργαριστού γέλωτος. Διότι ο πρώτος εξάγεται εκ των... κακαρισμάτων των ορνίθων. Είναι άλογος και ανόητος. Δεικνύει χαιρεκακίαν και προέρχεται εξ ενστίκτων ταπεινών. Ο γαργαριστός γέλως όμως, άλλου παπά ευαγγέλιον. Εξάγεται εκ του γάργαρου ύδατος. Ως τρέχει εις καθάριαν πηγήν. Δεικνύει πηγαίον αυθορμητισμόν, αίσθησιν του αστείου, δεικνύει άνθρωπον θερμόν, πλήρους αισθημάτων. Δεικνύει εν γένει αθωότητα. Και μάλλον είχεν δίκαιον -εις το όραμα του πίνακος- ο κυρ Αλέξανδρος. Ο γέλως της κυρίας ήτο γαργαριστός και ουχί κακαριστός! Εγέλασεν αυθορμήτως ως άνθρωπος, επειδή επέρασα τον φεγγίτη διά γκισέν! Δεν έπρεπε δα, να το πάρω και τόσον κατάκαρδα... Έπειτα, οι νησιώται δεν ομοιάζουν με εμάς τους χερσαίους. Δρουν αυθορμήτως και είναι κομμάτι... πιο τραγουδιστικοί!
   Μία παρεξήγησις ήτο τελικά αύτη η ανόητος σύγκρουσις! Και έπειτα, είχεν δίκαιον η κυρία! Είχον εφορμήσει ως σίφων πρωίαν πρωίαν εις το κάστρον, δεν είχεν προκάμει καλά καλά να ηνοίξει τας θύρας. Την επήρα εκ των μούτρων! Και δεν εκάθητο η καημένος, δεν το είχεν ρίξει εις χαζολόημα ή καφέν, παρά εκαθάριζεν μετά σαρώθρου -ήτοι σκούπας- τον αύλειον χώρον! Ναι, δεν ήτο δαίμων τελικά, αλλά μία κυρία ξανθόχρους... νόστιμος... μία κυρία εργαζομένη, με γέλωτα καθάριον και γαργαριστόν, μία κυρία με αίσθησιν του αστείου και των ανθρωπίνων αδυναμιών. Και εγώ -όπου ήμην πάντοτε εχθρός των τύπων, φίλτατος της αμεσότητος και του πηγαίου αυθορμητισμού- είχον φερθεί παρά φύσει, είχον φερθεί αγενώς! Αγενώς! Λοιπόν... το πράγμα έπρεπε να διορθωθεί, αυθωρεί και παραχρήμα!...


 

   Η κυρία ενεφανίσθη εις το χωλ. Προσέγγισα διά συμφιλίωσιν. Της εξηγήθην. Έπταιε ο ενθουσιώδης χαρακτήρ μου. Έπταιε που είχον έρθει ενωρίς. Ήτο όμως τάμα ζωής. Ο Παπαδιαμάντης εσήμαινε πολλά δι' εμέ. Έτη και έτη προετοίμαζα ετούτο το ταξείδιον! Εμειδίασε αγαθώς. Μοι είπεν πως είχεν περάσει και εκείνη κοπιώδες τριήμερον. Ο τυφών είχε πλημμυρίσει το υπόγειον με τα βιβλία του Παπαδιαμάντη. Το ύδωρ και η ιλύς του πρωτοφάντου υετού, είχον εισβάλλει από την θύραν του υπογείου και τον ανατολικόν φεγγίτην. Σχεδόν δύο μέτρα ύδατος και ίλεως εις το υπόγειον! Τρεις ημέρας η ιδία μετά συναδέλφων της, είχον ελάχιστον κοιμηθεί, μόνον και μόνον διά να επαναφέρουν το μουσείον εις την προτέραν. Είχον όμως κατορθώσει -διότι περί Ηρακλείου κατορθώματος επρόκειτο, ωσάν εκείνο εις τους σταύλους του Αυγείου- να καθαρίσωσι το υπόγειον και να διασώσωσι άπαντα τα σπάνια βιβλία. Τας πρώτας εκδόσεις των έργων του συγγραφέως. Τα επίλοιπα, στεγνώνουν ήδη! Εν τέλει, θα διασωθώσι όλα! Το υπόγειον, είναι ήδη και πάλιν επισκέψιμο! Εδόθησαν αμοιβαίαι εξηγήσεις. Εφιλιώσαμεν. Και μοι είπεν, εάν έχω τελειώσει με τον επάνω όροφο να περάσωμεν διά ξενάγησιν εις το υπόγειον... Και πως δύναμαι να επισκέπτωμαι το μουσείον όποτε επιθυμώ αυτάς τας ημέρας, με το ίδιον εισιτήριον φυσικά. Εφιλιώσαμεν...
    Εξερχόμενος, είδον εις την κλίμακα της εισόδου, άνδρα λευκόμαλλον με μύστακα παχύν ωσάν του Ανδρούτσου. Άνω τον εβδομήκοντα. Εφόρει μελανά ομματουάλια, εβάστει την κουπαστήν της κλίμακος και εώρακέ με, βλοσυρός. Έλεγες πως ήτο έτοιμος διά καυγάν και ας μην ήτο η ηλικία του ιδανική διά καυγάν. Εφαίνετο όμως αποφασισμένος. Ανέδυεν μίαν αύραν, ωσάν να ήτο ο άρρην γάτος της γειτονιάς. Θα ειδεποιήθη ως φαίνεται, πως κατέφθασεν περίεργος μουστερής -η αφενδιά μου- ενδεχομένως όμως να ευρίσκετο κάπου πλησίον και είδεν με τα όμματά του και ήκουσε με τα ώτα του, τον πρωινόν σύντομον διαπληκτισμόν. Μην γνωρίζων βεβαίως ποίος πραγματικά ήμην, μη ηξεύρων πως και εγώ με τον τρόπον μου, ήμην είς φρουρός του ιδίου πνεύματος, είχεν έλθει μάλλον να προστατεύση την κυρίαν και τα ιερά, ίσως και από έναν μανιακό... πού ηξεύρεις! Έτσι ωμοίαζε. Ωσάν φρουρός των ιερών και οσίων της οικίας Παπαδιαμάντη! Και προστάτης των γυναικών! Ο οποίος είχε να κάμει με έναν άρτι αφιχθέντα, επικίνδυνον και αλλοπρόσαλλον πειρατήν... Εμέ! Αγνοών προφανώς πως είχωμεν φιλιώσει ήδη με την κυρίαν, εσυνέχιζεν να με παρατηρή βλοσυρός, πίσω από τα ερεβώδη ομματουάλια του, ιστάμενος εις την αρχήν περίπου της κλίμακος, εβαστώντας με την δεξιάν την κουπαστήν... έτοιμος να χιμήξει εάν χρειαστεί και να με συντρίψη ο γέρων...




   Όμως ημείς -αφού είδωμεν δι' ολίγον το καλοκαιρινόν μαγειρείον της οικογενείας- εκατέβημεν εις το υπόγειον. Μας ηκολούθησεν και ο περίεργος μυστακοφόρος, χωρίς διόλου να ομιλή. Ότε εφθάσαμεν κάτω, η κυρία με πληρεφόρησεν, πως το υπόγειον εχρησιμοποιείτο ως αποθήκη τροφίμων διά την οικογένειαν του παπά Αδαμαντίου. Άλευρα, έλαια και τα λοιπά. Υπήρχεν και εν πηγάδιον εντός του υπογείου. Τωόντι όμως, το υπόγειον ήστραπτεν από καθαριότητα και τάξιν! Τα σπάνια βιβλία των πρώτων εκδόσεων του Παπαδιαμάντη, ευρίσκοντο πάλι εις θέσιν των, απείρακτα. Εάν δεν το εγνώριζα, θα έλεγα πως δεν επέρασαν ποτέ απ' εδώ, δύο μέτρα ύδατος και άφθονος ιλύς, τρεις μόλις ημέρας πριν. Οι υπεύθυνοι, θα πρέπει να έδωκαν τιτάνιον αγώνα, ίνα αποκαταστήσωσι την τάξιν! Αγώνα τωόντι, ωσάν του Ηρακλέως...
   Η κυρία εν ευθέτω χρόνω, με συνέστησεν και εις τον βλοσυρόν φρουρόν, όπου έως τότε εσυνέχιζεν να παραμένη σιωπηλός και δυσπρόσιτος. Ήτο τελικά, ο κύριος Νίκος Ακρίβος. Αξιόλογος εικαστικός της Σκίαθου, όμως με ταξείδια ακόμη και στο εξωτερικόν, με σπουδάς, με πανεμόρφους ζωγραφικούς πίνακας -απ' ο, τι είδον εκ των υστέρων- και τωόντι, άνθρωπος του οίκου. Όστις συνέβαλε τα μέγιστα, ίνα καθαρίση το υπόγειον και διασωθώσι τα βιβλία. Ωμιλήσαμεν εν τέλει διά πολλά, ικανήν ώραν. Διά τον Παπαδιαμάντην, την ζωήν εις Σκίαθον και εις Αθήνας, τον Μερλιέ, τας αδελφάς, την γλώσσα, τα έργα του. Εφιλιώσαμεν και με εκείνον -αν και εδώ που τα λέμε- δεν είχωμεν αλλάξει αναμετάξυ μας, κουβένταν κακιάν. Η κυρία μου εδώρισεν έν βιβλίον του Παπαδιαμάντη. Το διήγημα ΑΓΑΠΗ ΣΤΟΝ ΚΡΕΜΝΟ -εκδόσεως Δήμου Σκίαθου. Όπου πέραν του διηγήματος περιείχεν διευκρινίσεις και σχόλια και αρκετάς φωτογραφίας του οίκου και του ζεύγους των ηρώων του διηγήματος. Του Γιάννη Μυγδαλάκη και της Μαριώς, του Πετριού... Θεός σχωρέστους. Μου εχάρισεν επίσης και δύο μολύβους. Εφιλιώσαμεν διά τα καλά...




   Την εσπέραν ευρισκόμην εις το μπαρ ''Portobello''. Έπινον ουίσκι με πάγον. Ως πάντα εις χαμηλόν ποτήριον. Εχάζευα την βόλταν εις την Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη και τους ξένους, οι οποίοι επηγαινοέρχοντο. Άλλοι εδείπνων, άλλοι έπινον, άλλοι εψώνιζαν και άλλοι απλώς εβόλταραν. Η σύζυγος ήτο ολίγο πίο κάτω. Είχεν υπάγη εις έν περίεργον κατάστημα, όπου οι πελάται θέτουν τους πόδας εντός υάλινων δοχείων όπου περιέχουν ύδωρ. Εις το ύδωρ μέσα, κολυμβώσι μικροί ιχθύες. Οι ιχθύες αύτοι, πεινώσι διά πόδας ανθρώπων! Δεν είναι βέβαια πιράνχας, ακίνδυνοι είναι. Όντως όμως... λαίμαργοι διά πόδας ανθρώπων... Όταν τίς, θέτει τους πόδας του εις το υάλινο δοχείον, οι ιχθύες πίπτουν με ορμήν επάνω τους και με δεκάδες-εκατοντάδες τσιμπήματα, αφαιρώσι τα νεκρά κύτταρα, μικροσκοπικάς πέτσας και παν τι, όπου δεν είναι απαραίτητον εις τους πόδας. Κοντολογίς, τους καθαρίζουν ολοτελώς! Αύτη η επίθεσις των ιχθύων όμως, προκαλεί μίαν ανακουφιστικήν αίσθησιν εις τον κάτοχο των ποδών. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζετο η σύζυγος, η οποία επέμενε -άγιον με έκαμεν- να επισκεφθώ το εν λόγω κατάστημα, διά να απολαύσω και εγώ το παράξενον ετούτο μασάζ. Ηρνήθην όμως πεισματικώς. Προετίμησα το ''Portobello'' εκεί σιμά, το ουίσκι με πάγον σε χαμηλόν ποτήριον, την ρέμβην και το νυμφοπάζαρον -οφθαλμών πανδαισία- της οδού Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη...




   Η εσπέρα ήτο γλυκεία. Το θέρος είχεν πάλιν επιστρέψει διά τα καλά. Και εκεί, πίνων το ουίσκι μου και αναμένων την σύζυγον, έφερον εις τον νου τα γεγονότα της ημέρας. Αίφνης, εξεκαθάρισαν όλα! Διότι όλα ήτον μία σκευωρία του πνεύματος του κυρ Αλέξανδρου. Εκείνο το... γάργαρο πνεύμα λοιπόν, με καλωσόρισεν εις τον οίκον του, με τον ιδικόν του παράξενον τρόπον. Μου ετοίμασεν μικρόν καψώνιον. Ως κάποιοι ιδιαίτεροι εις ανθρώπους οπού αγαπούν. Αφήνων διά καλωσόρισμα, ουχί την αδιαφορίαν και την ψυχρότητα, αλλά γέλωτα γαργαριστόν, μέσω της ξανθοχρώσης κυρίας. Διά να διασαλεύσουν δι΄ολίγου την τάξιν και να εμετρήσουν την δύναμιν των ψυχών...
  Εντός του οίκου και της ιερής αύρας του Παπαδιαμάντη, επήρα σπουδαίον μάθημα. Διήνυσα τάχιστα την απόστασιν από το... σκοτεινόν ΄΄κακαριστόν΄΄ εις το ευγενές ΄΄γαργαριστόν΄΄ και ευρήκα έξοδον προς το φως. Άλλως, θα έμενον αιχμάλωτος κακών αισθημάτων. Θα εγέμιζα σκότος. Όμως ο δαίμων, εμεταμορφώθη εις σπουδαίαν γυναίκα. Και εγώ ηλευθερώθην εκ του στόματος του λέοντος! Αρνητική ενέργεια μετετράπη εις θετικήν! Η σύγκρουσις εις φιλίαν. Το χάος εις δημιουργία. Διότι και ετούτο  ήθελεν εν τέλει, ο ιερός συγγραφεύς εξ εμού. Να μεταμορφώσω αύτην την εμπειρίαν εις διήγημα. Όπου επήρα την απόφασιν να συγγράψω, εκεί ακριβώς εις το ''Portobello'', ενώ ανέμενον την σύζυγον και πίνων το ουίσκι μου! Ήτο όλον ήδη εντός μου! Εκ της αρχής μέχρι τέλους και μάλιστα με λεπτομερείας! Και δεν θα ήτο ίσως εκεί, εάν όλα είχαν υπάγη ωρολόγιον το πρωί... Εάν δεν υπήρχεν το έναυσμα, το οποίον διασάλευσεν προσωρινώς την συναισθηματικήν τάξιν. Και απεφάσισα μάλιστα, να το συγγράψω, ουχί εις την δημοτικήν αλλά  εις την καθαρεύουσαν! Και ας μην την εδιδάχθην ποτέ. Προς τιμήν του Παπαδιαμάντη βεβαίως, ός ήξιζεν εν τέτοιον ριψοκίνδυνον εγχείρημα! Ότε ήλθεν η σύζυγος, της ανακοίνωσα ταύτην την απόφασιν ευτυχής... Θα ήρχιζα από αύριον κιόλας!

 

   Εμείναμεν ολίγας ημέρας ακόμη εις την Σκίαθον. Εις το διάστημα τούτο, επεσκέφθην και πάλιν το μουσείον Παπαδιαμάντη. Ησύχως πια, χωρίς γέλωτες και διαπληκτισμούς. Εν τω μεταξύ ανεκάλυψα και την μαγεία της πλατείας Παπαδιαμάντη. Και το έξοχον καφενείον... ''η νοσταλγός''! Έκτοτε, πού με έχανες πού με εύρισκες, εκεί ήμην! Τα πρωινά εκεί έπιον τον καφέν μου και τας νύκτας εκεί έπιον το ποτό μου. Δέκα βήματα από την οικία του κυρ Αλεξάνδρου. Σιμά εις την αύρα του...




   Μίαν πρωίαν, απελάμβανα τον καφέν μου εις την ''νοσταλγόν''. Υπό του πεύκου της πλατείας Παπαδιαμάντη, ευρίσκοντο και αι τρεις κυρίαι του μουσείου και εξέλαβα πως είχαν παραγγείλει τους καφέδες των εις το καφενείον που ήδη ευρισκώμην. Ειδοποίησα την κυρίαν Κυριακήν -ιδιοκτήτριαν- πως θα επλήρωνα εγώ τους καφέδες των κυριών. Επεθύμουν να εξαλείψω και το παραμικρόν ίχνος κακής έξεως, εκ της παρεξηγήσεως της πρώτης ημέρας. Αι κυρίαι με ευχαρίστησαν εγκαρδίως. Μοι είπον πως ανέμενον εις ολίγον την πρόεδρον της Δημοκρατίας, η οποία θα επεσκέπτετο το μουσείον και κατόπιν θα έπαιρνε τον καφέν ή το αναψυκτικόν της εις την ''νοσταλγό'', το καφενείο που ήδη ευρισκώμην. Ίσως ήτο η μοναδική ευκαιρία εις την ζωή μου, να χαιρετήσω διά χειραψίας ολόκληρην πρόεδρον της Δημοκρατίας και να πίω πλησίον της τον καφέν μου. Όμως, άλλα είχωμεν αποφασίσει διά σήμερον. Δεν εστάθην λοιπόν. Όπως δεν εστέκετο και ο κυρ Αλέξανδρος εις τους βασιλείς. Χαιρέτησα τας κυρίας, ευχήθηκα καλήν τύχην με την πρόεδρον και απέφυγα διά των στενών, προς αντάμωσιν της συζύγου, όπου θα εβάζαμεν πλώρην διά άμμους και αιγιαλούς...





   Την τελευταίαν ημέραν, πάλιν έπιον τον καφέν μου εις την ΄΄νοσταλγόν΄΄. Αίφνης, ο νεανίας του καταστήματος, άφησεν εις την τράπεζαν έμπροσθέν μου γλυκόν ουρανοκατέβατον, το οποίον βέβαια δεν είχον παραγγείλει. Εις την απορίαν μου, ηπάντησε πως μοι το κερνά η Ρούλα του μουσείου, η οποία εόρταζε μία από τας προηγουμένας ημέρας. Έστρεψα την κεφαλήν εις το πεύκον, όπου εκεί ήτο η ξανθόχρους φίλη μου, μετά του εικαστικού κυρίου Ακρίβου. Η Ρούλα τελικώς ήτο Σταυρούλα και εόρταζε του Σταυρού εις τας δεκατέσσερις. Ηυχαρίστησα από την θέσιν μου, ηυχήθειν, έφαγα το γλυκόν και επήγα και εγώ υπό του δροσιστικού πεύκου, σιμά τους. Ήθελον πρωτίστως να τους αποχαιρετήσω, διότι ήτο το τελευταίον μου πρωινόν εις την νήσον. Το μεσημέρι θα εσαλπάραμεν. Τα είπαμε δι΄ολίγον και μάλιστα με τον κυρ Νίκο ωμιλήσαμεν και διά κοινούς γνωστούς, εικαστικούς. Του εξέφρασα επίσης και τον θαυμασμό μου διά τα έργα του, όπου εν τω μεταξύ είχον εύρει εις το διαδίκτυον. Ετραβήξαμεν και φωτογραφίας. Τέλος, τους απεχαιρέτησα συγκεκινημένος. Ενθυμούμαι ακόμη με την ιδίαν συγκίνησιν, αυτούς τους ωραίους φρουρούς της οικίας του Παπαδιαμάντη εις την Σκίαθον. Και τους ευχαριστώ διά το έναυσμα και ας είχεν βάλει το χεράκι του και το παιχνιδιάρικον πνεύμα του κυρ Αλέξανδρου, που περιφέρηται ως φαίνεται εις τα πάτρια... Χωρίς τον γέλωτα εκείνον τον γαργαριστόν όμως, το διήγημα ετούτο δεν θα υπήρξεν...


Φιλολογική επιμέλεια: 
Κυριάκος Γεωργιάδης

27.09.2023