Translate

Saturday, November 1, 2025

Πρώτη κριτική Μάνου Τασάκου για τα παραπεταμένα μου



(Το ιστορικό της κριτικής του κ. Τασάκου...
Είχα ζητήσει στις 26 Ιανουαρίου 2020 σε προσωπικό μήνυμα στο fb, στον κ. Τασάκο να ρίξει μια ματιά στα ποιήματά μου που είχα στο blog. Kαι εδώ μια μικρή απολογία. Ποτέ μέχρι σήμερα δε ζήτησα τη γνώμη κριτικού. Δεν ξέρω αν ήταν από εγωισμό. Απλά δεν είχα εμπιστοσύνη στη ψυχή τους. Στον κ. Τασάκο διέκρινα όχι μόνο τη γνώση πραγματικά του αντικειμένου, τη διορατική ματιά, την ικανότητα να ανάγει την κριτική σε έργο τέχνης, αλλά διέκρινα επίσης μια ευγενική, ειλικρινής και έντιμη ψυχή. Και όλα αυτά, μονάχα από τα κείμενά του στο διαδίκτυο. Χωρίς να τον ξέρω προσωπικά, χωρίς να έχουμε συναντηθεί καν σε κάποια εκδήλωση. Του ζήτησα λοιπόν να ρίξει μια ματιά στα ποιήματά μου, ενώ ήμουν πια 55 ετών. Επειδή πέρασαν δύο μήνες και δεν πήρα απάντηση, συμπέρανα πως είτε δεν του άρεσαν και δεν απάντησε για να μην με πικράνει, είτε δεν είχε χρόνο να τα δει. Και επειδή είχα κουραστεί και βαρεθεί πολλά χρόνια να βλέπω τα ικανά (κατ' εμέ) ποιήματά μου στο blog -ίσως και από μια ανάγκη ανανέωσης- τα κατέβασα τον Μάρτιο του 2020 όλα και ανέβασα ποιήματά μου που δεν εκτιμούσα ιδιαίτερα, ας πούμε... τα παραπεταμένα μου. Ο κ. Τασάκος λοιπόν σε αυτή τη φάση μπήκε στο blog μου. Λόγω φόρτου εργασίας, είδε τα ποιήματά μου τον Απρίλιο και έπεσε πάνω στα παραπεταμένα. Ατυχία βέβαια. Η πρώτη λοιπόν κριτική έγινε πάνω σε αυτά.)




Κύριε Πύργαρη καλησπέρα σας…

Ζητήσατε την γνώμη μου για ποιήματα που έχουν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα σας. Τα διάβασα όσο μπορούσα προσεκτικότερα, (είναι ανελέητος ο χρόνος και ο όγκος των έργων που καταφθάνουν μεγάλος) και θα αναφερθώ πρωτίστως σε κείνα που θεώρησα ως περισσότερο άρτια και αξιόλογα. Θυμηθείτε πάντως ότι στο τέλος-τέλος, όσα γράφω παρακάτω είναι απλώς μία γνώμη, τίποτε αμετάκλητο και τίποτε φυσικά εξ ορισμού αλάνθαστο ή τελειωμένο.
Ανάμεσα λοιπόν σ’ αυτά που διάβασα, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, θα ξεχώριζα το ποίημα «Το ποτάμι»...

Το ποτάμι

Κάθονταν αμίλητοι οι γέροι
στο παλιό... το πέτρινο γεφύρι.
Δεν ήταν πια παιδιά, να ψάξουν

από πού έρχεται
και πού πηγαίνει το ποτάμι.

Ήσυχα δολώναν τα καλάμια

περιμένοντας
τα ψάρια να τσιμπήσουν...


Είναι ολιγόστιχο και εκ των πραγμάτων δεν φλυαρεί, εικονογραφεί με τρόπο λιτό και πειστικό, δίνει εξαιρετικά την αντίστιξη ανάμεσα στην επαναστατημένη νιότη και το παραιτημένο γήρας και, προ πάντων, εμπερικλείει έναν στοχασμό. Οπωσδήποτε στοχασμό όχι πρωτότυπο, (μα δεν υπάρχει και παρθενογέννεση πια στην ποίηση, τουλάχιστον όχι συχνά…), αλλά η απόδοσή του είναι πρωτότυπη και απολύτως εύστοχη. Παρά το ότι γραμμένο σε ελεύθερο στίχο, διαθέτει επίσης ρυθμό. Λίγη προσοχή μόνο χρειάζονται τα σημεία στίξης, στο συγκεκριμένο ποίημα τα κόμματα θέλουν κάποιες αλλαγές στην τοποθέτησή τους. Κατά τα λοιπά ένα πράγματι καλό ποίημα.
Το «Μυρμήγκι» διαθέτει επίσης παρόμοιες αρετές, η δύναμή του απλώς μειώνεται σε σχέση με το προηγούμενο γιατί απουσιάζει κάποια πρωτότυπη μεταφορά ή αλληγορία σε ένα κατά τα λοιπά χιλιοειπωμένο θέμα. Παρόλα αυτά έχει τις ίδιες αρετές με το «Το ποτάμι» σε ρυθμό, λιτότητα και αρχιτεκτονική στίχου...

Μυρμήγκι

Να μιλάς για σένα κάθε είκοσι χρόνια
αυτό είναι δύναμη
γιατί δεν είσαι, παρά ένα μυρμήγκι
που σέρνει με κόπο το σπυρί του
κάθετα διασχίζοντας, την άσφαλτο…

Η «Μνήμη καλοκαιριού» είναι επίσης ένα καλό ποίημα, ιδιαίτερα καλό στην εικονογραφία του, τόσο που θα μπορούσε να αποτελέσει και στιγμιότυπο ευρύτερης ενότητας με καλοκαιρινές εικόνες ή αναμνήσεις. Θα μπορούσε επίσης να σταθεί εξαιρετικά ως προεισαγωγικό κείμενο σε έκδοση συλλογής.

Μνήμη καλοκαιριού

Συναντήθηκα με κάτι τεμπέλικα δέντρα
μ' έναν δυόσμο στοχαστικό και περιπατητή
με τζίτζικες σταχτιούς που παίζαν
κρυφτό στα φυλλοκάρδια
και κάτι πονηρά πουλιά που καρτερούσαν
να στρέψεις αλλού τη κεφαλή
για να σου κλέψουν ψίχουλα
πάνω απ' το τραπέζι...

Τι στο καλό γυρεύαμε αυτό το καλοκαίρι
τόσοι τυχοδιώκτες, στο ίδιο μέρος;

Αν και «αντιποιητικό» σε γλώσσα, μού άρεσε πολύ και το «Άδοξη Ειρήνη». Ένσταση διατηρώ μοναχά για τον τίτλο, για ένα τόσο χαμηλότονο ποίημα βρίσκω πως είναι υπερβολικά πομπώδης, στερεότυπος και κάπως μελοδραματικός. Η αλλαγή του νομίζω πως θα βελτίωνε καθοριστικά, (άλλωστε και ο τίτλος στίχος είναι…) ένα έτσι κι αλλιώς γερό ποίημα.

(Άδοξη ειρήνη) 'Αντρες που ξέμειναν εδώ...

Άντρες που ξέμειναν εδώ
που δεν ξεκίνησαν ποτέ
για κάποια Τροία...
δεν έχουν να πληρώσουν τη ΔΕΗ
και δε διαφέρει αυτή η πληγή
απ' τις πληγές ενός Διομήδη
ενός Μαχάονα, τίποτα-

Αυτά τα τέσσερα ποιήματα τα νομίζω αξιότερα ανάμεσα στα υπόλοιπα, δεν είναι κακή αναλογία.
Τώρα, να πω δυο λόγια για την συνολική αίσθηση που αφήνουν τα υπόλοιπα. Ή, για να το πώ διαφορετικά, ποια είναι εκείνα τα προβλήματα που δεν τ’ αφήνουν ν’ απογειωθούν, να ευστοχήσουν, να γενούν ποίηση υψηλής αξίας;
Το πρώτο, η γλώσσα, είναι αρκετές οι φορές που γλιστρά στο στερεότυπο και στερεότυπο σημαίνει λέξη πολυχρησιμοποιημένη που έχει χάσει το νοηματικό της βάρος. Δείτε για παράδειγμα τους στίχους
«…τις φέτες αφήνοντας να στριφογυρίζουν
στο αναπάντητο τραπέζι τής Τάξης…»
Τι πάει να πει άραγε αναπάντητο τραπέζι; Τι προσθέτει στο ποίημα ως νόημα, έστω ως στολίδι; Είναι από εκείνα τα επίθετα που χρησιμοποιούνται κατά κόρον στην σημερινή ποίηση, αλλά στην ουσία τους είναι κενά, βρίσκονται εκεί μόνο και μόνο για να προσθέσουν στο κείμενο καλολογία, βάρος, να υπονοήσουν στοχασμό. Δυστυχώς πετυχαίνουν το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα, κάμουν το ποίημα να ακούγεται μη γνήσιο, επιτηδευμένο. Είναι αλήθεια ότι στα περισσότερα ποιήματά σας αυτό το «ελάττωμα» δεν περισσεύει, αλλά πάντως δεν παύει να υπονομεύει κάποιες καλές ιδέες και να τραυματίζει την οικονομία τού κειμένου.
Ο δεύτερος μεγάλος εχθρός ενός ποιητή είναι η κοινοτοπία, ένας κάποιος μελοδραματισμός, μία μελαγχολική διάθεση, που όμως δεν βρίσκει πειστική δικαιολογία, δεν έχει εμφανείς πυροδοτήσεις, δεν διαθέτει αυθορμητισμό. Θα έλεγα ότι το ποίημα «Φεγγοβολιά», (ως παράδειγμα το χρησιμοποιώ…)

Φεγγοβολιά 

Φεγγοβολιά στη νύχτα μου
πώς ν’ αφεθώ στον άνεμο
και την αδίσταχτη φωτιά που με προστάζει
καπνός ο εαυτός μου
χάνεται αψηλάφητος κι αλλάζει
καθώς μια χίμαιρα
με όλες τις ευχές
και μ’ όλες τις κατάρες με προετοιμάζει

γι’ άλλο ταξίδι ονειρευτό
γιατί με σένα την Ιθάκη μου ζυγιάζει...

τείνει προς αυτά τα χαρακτηριστικά, είναι σχετικά όμορφο τεχνικά και γλωσσικά, όμως δεν κατορθώνει ν’ αποτυπώσει την «κεντρική ιδέα», μια έντονη ψυχική κατάσταση, μια αποκορύφωση, έστω μια λύτρωση. Είμαι βέβαιος πως γνωρίζετε ότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση στην ποίηση κρύβει πολλές παγίδες και η επιτήδευση είναι η πρώτη από αυτές, ένας παλαιός ποιητικός κανόνας έλεγε «όσο πιο κοντά το πρόσωπο, τόσο πιο χαμηλός ο τόνος τού στίχου». Είναι και ένας από τους λόγους, για παράδειγμα, που ο Καβάφης προτιμά σε πολλά του ποιήματα το τρίτο πρόσωπο – είναι μία τεχνική που αποφορτίζει την ένταση στο κείμενο και «περνά» ευκολότερα μηνύματα, που σε διαφορετική περίπτωση θ’ ακούγονταν πολύ διδακτικά ή πολύ στομφώδη.
Και το τρίτο πρόβλημα σχετίζεται φυσικά με το νοηματικό βάθος, τον στοχασμό που κρύβεται πίσω από τον στίχο. Εδώ έχουμε και την μεγαλύτερη δυσκολία στους νέους ιδιαίτερα ποιητές που γράφουν σε δύο διαστάσεις και αγνοούν την τρίτη, εκείνη τού βάθους.
Υπάρχουν ποιήματα όμορφα, αισθητικά άρτια, που μάς ταξιδεύουν σε μια διαφορετική πραγματικότητα και είναι ποιήματα οπωσδήποτε απαραίτητα, πρόκειται για ποίηση που υπηρέτησε πιστά η Αθηναϊκή σχολή, εν μέρει οι συμβολιστές και αρκετοί ακόμη. Δεν υποτιμώ καθόλου την προσφορά τους, μάλιστα σύντομα θα επιστρέψω σε όλους αυτούς με αφορμή ένα αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο. Το ποίημα σας «Φιλί», (ένα όμορφο ποίημα), είναι ένα παράδειγμα αυτής τής κατηγορίας...

Φιλί

Μελάτο σύκο ανάμεσα στα στόματα
των κορμιών ο Άυγουστος γινώνει
είναι η αρχαία πείνα
τα χείλη μυστικά σιμώνει
προς τον καρπό, που ξάφνου χάνεται
και χείλη ακουμπούν

αντί γι' αυτόν
τα χείλη...

Είναι πολύ όμορφο πράγματι, καθώς δημιουργεί ανάγλυφη την εικόνα τού καλοκαιριού, ενώ όλα τα ρήματα που χρησιμοποιούνται συντείνουν σε τούτη τη θερινή ραστώνη, στο μέλωμα, στην ηδυπάθεια, στην παραλυτική ζέστη.
Όμως, από ένα σημείο και πέρα, όλο τούτο εξελίσσεται, (ή θα πρέπει να εξελίσσεται), πέρα από την φωτογραφία μιάς σκηνής, προς το παρασκήνιό της. Και εκεί είναι που δίνει εξετάσεις η καλή ποίηση, όταν δηλαδή ξεκινά να φιλοσοφεί, να αναρωτιέται, να προβληματίζεται, (έξοχο δείγμα παρόμοιας ποίησης ο Παπατζώνης). Δεν είναι εύκολο, καθόλου εύκολο.
Νομίζω λοιπόν ότι, ενώ σε ένα πρώτο επίπεδο τα δείγματα γραφής σας είναι πολύ καλά, γίνεται απαραίτητη η εξέλιξη τής ποιητικής σας προς μονοπάτια περισσότερο απαιτητικά, βαθύτερα, στοχαστικότερα. Η αισθητική δεν πρέπει βεβαίως να χαθεί, μήτε κάποιες ιδιαιτερότητες τής γραφής σας, (ο τρόπος για παράδειγμα που χρησιμοποιείτε τον διασκελισμό στον στίχο…), απλώς κρατώντας τα όποια σημερινά πλεονεκτήματα να διευρύνετε τα νοηματικά πεδία.
Βεβαίως, δεν θα ήθελα να παρεξηγηθώ. Εάν αναφερόμαστε στα σημερινά κριτήρια (;) για την ποίηση, τα ποιήματά σας στέκουνται αξιοπρεπώς και με το παραπάνω. Όσα αναφέρω εδώ βασίζονται σε κριτήρια διάφορα, πολύ πιο απαιτητικά. Και μ’ αυτήν την έννοια, είναι κριτήρια που δεν αρκούνται στην ευκολία, στην γρήγορη γραφή, στα τετριμμένα. Η απόφαση είναι τού κάθε ποιητή ξεχωριστά για το ποιον δρόμο θέλει να ακολουθήσει.
Ίσως σάς στενοχώρησα και λυπάμαι εάν αυτό συμβαίνει. Αλλά επιζητώντας μία κρίση, νομίζω ότι επιζητάτε περισσότερο την επισήμανση κάποιων αδυναμιών, παρά τον έπαινο. Και όπως είπα στην αρχή δεν είναι παρά μία γνώμη. Πιθανώς και λανθασμένη.
Εύχομαι τα καλύτερα σε όσα δημιουργείτε…

Με εκτίμηση,
Μάνος Τασάκος
28/4/2020

Δεύτερη κριτική Μάνου Τασάκου για ορισμένα ποιήματά μου

(Στη συνέχεια, του έστειλα τα ποιήματα που εγώ θεωρούσα καλά. Και ο κ. Τασάκος απάντησε πάλι. Εν κατακλείδι, λαμβάνοντας υπ' όψη και τις δύο κριτικές προσεγγίσεις του, έχω να πω πως δεν έκανα λάθος όταν τον εμπιστέυθηκα να ρίξει μια ματιά στα ποιήματά μου. Ο κ. Τασάκος με σεβάστηκε χωρίς να χαϊδέψει τ΄αυτιά μου. Σε σημεία μάλιστα είχε απόλυτο δίκιο και υιοθέτησα τις αλλαγές που πρότεινε. Είδα το έργο μου με τα δικά του μάτια και τούτο με βοήθησε.Τον ευχαριστώ για την τιμή που μου έκανε να ασχοληθεί με τα ποίηματά μου και έλαβα πολύ σοβαρά τις προσεγγίσεις του. Στο κάτω κάτω έχουμε να κάνουμε με έναν μαιτρ του είδους -αν όχι τον μοναδικό, έναν από τους ελάχιστους που έχουν απομείνει κριτικούς της ποίησης- και θα ήταν αδιανόητη αφέλεια και αμετροέπεια από μέρους μου, να μη λάβω σοβαρά ακόμη και τις επικρίσεις του)...




Κύριε Πύργαρη, καλησπέρα σας…

Κατ’ αρχάς να ζητήσω να συγχωρέσετε την μεγάλη καθυστέρηση στην επικοινωνία μας.
Θα γενώ λίγο αιρετικός και μάλλον θα σάς ξαφνιάσω. Διάβασα τα ποιήματά σας και προσπάθησα να θυμηθώ τα προηγούμενα, εκείνα που ονομάσατε πρωτόλεια, (γράφω «να θυμηθώ», γιατί δυστυχώς δεν τα βρήκα στο blog σας). Και εκείνο που θα έλεγα με μία πρώτη ανάγνωση, είναι πως τα πρωτόλεια υπόσχονται αρκετά περισσότερα από τα επόμενα. Προσπάθησα να σκεφθώ τούς λόγους. Και νομίζω ότι ένας από τους βασικότερους είναι η λεγόμενη οικονομία κειμένου.
Στην καλή ποίηση πολλές φορές εκείνα που διαθέτουν μεγαλύτερη ένταση είναι όσα δεν γράφονται ή όσα υπονοούνται. Όσοι γράφουμε, εκ των προτέρων υποθέτουμε ότι ο αναγνώστης δεν θα αντιληφθεί εύκολα τα νοηματικά τού κειμένου και έτσι γινόμαστε πολλές φορές υπερβολικά επεξηγηματικοί, κάποιες φορές και φλύαροι.
Βεβαίως, παίζει ρόλο και το περιεχόμενο. Για παράδειγμα το ποίημά σας «Καταφιλήσω…», (το βρήκα αρκετά ενδιαφέρον…), τεχνοτροπίας Καβαφικής, απαιτεί κάπως εκτενέστερη περιγραφή και μία θεατρικότητα.

Καταφιλήσω…

Ήταν ωραίο το δειλινό...
Η Κασσιανή μες στο κελί, σε έξαρση ποιητική
μίαν ωδή εδούλευε. Μα όταν έγραψε...
''καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω 
τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις''
έπεσε σε συλλογή... -''Καταφιλήσω'';
Πώς από μέσα της ξεπήδησε η λέξη αυτή;
Φανέρωνε ταπεινοσύνη, συντριβή
ή ήταν έντεχνα κρυμμένη, ερωτική;
Καλύτερο δε θάταν  το ''ασπασθώ;''
''ασπασθώ τους αχράντους σου πόδας!''
Πιο σεπτό! Πιο ιερό! Αλλά ''καταφιλήσω'';;;;

Τον κάλαμο επήρε η Κασσιανή
να διορθώσει την παρεκτροπή.
Μα δεν επρόλαβε...
άλογα μπήκαν στην αυλή
και μια φωνή... -Ο αυτοκράτορας!

...................................

Αργότερα, σα βγήκε απ' την κρυψώνα της
λίαν τρεμάμενη, σκύβει στην περγαμηνή...
''ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν
κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη''
είχε προσθέσει ο Θεόφιλος
κάτω απ' τη δική της την ωδή...
-Μα πώς μπορεί μέσα στον ύμνο της
τόσο αδιάντροπα, αυτός να βλασφημεί;
Ποιαν Εύα; Την αφεντιά της εννοεί, που προ ολίγου
τα βήματά του ακούοντας, έτρεξε να κρυφτεί!
Πολύ οργίσθη η Κασσιανή
και πήρε να κάψει την ωδή...

Μα ήταν ωραίο το δειλινό!
Και στο κελί της έμπαινε, μια ευωδιά γαζίας...
(απ' την κρυψώνα της... άκουγε την ανάσα του
την προσμονή του ένιωθε, πούθελε να τη δει
κάποια στιγμή ακούστηκαν ακόμη και...λυγμοί)

-Θα τους κρατούσε! Δεν ήταν οι στίχοι του κακοί
την έθελγε κι η σκέψη, κάτι να είχανε μαζί
έναν δικό τους ύμνο, πνευματικό παιδί!
Λοιπόν, θα τους κρατούσε!...
(από τη χαραμάδα, μόνο τα πόδια του  έβλεπε
πόδια λευκά... τα δάχτυλα, οι αστράγαλοι
καμάρες και κατατομή αρμονικά...
μόνο τα πόδια του έβλεπε τα πόδια τ' ακριβά
που τόσο ωραία έντυναν, σανδάλια περσικά)

......................................

-Όσο για το ''καταφιλήσω'' είναι πιο δοτικό
ψυχρό και σύντομο εκείνο το ''ασπασθώ''
(άσε που αντικρούεται και με το... ΄΄αποσμήξω΄΄)
΄΄Καταφιλήσω, τους αχράντους σου πόδας...΄΄
Πάει καλύτερα, θα το άφηνε...

Αντίθετα, ο «Μινώταυρος», (πολύ καλή η ιδέα τής ανατροπής τού μύθου), θα μπορούσε να είναι ένα στακάτο, ολιγόστιχο ποίημα, ικανό να προβληματίσει για τις αναλογίες με τα σημερινά δεδομένα, κάτι όμως που χλομιάζει μέσα από την υπερβολική περιγραφή...

Μινώταυρος

Καιρός να δούμε στα μάτια την αλήθεια
για ό,τι συνέβη τότε στη μακρινή την Κρήτη
στου Μίνωα το βασίλειο, που την Αθήνα είχε
με κατάρα πολύχρονη γερά δεμένη...

Ο Θησέας στον σκοτεινό λαβύρινθο
βρήκε τον Μινώταυρο μα δε τον σκότωσε
αντίθετα, ο γιος του Αιγαία έπεσε απ΄ το τέρας
που ακολουθώντας το κουβάρι
έξω στο κόσμο βγήκε με του Θησέα τη μορφή

(δε τον αναγνώρισε κανείς
η λύπη -μαύρη πεταλούδα-
πέταξε απ΄ το στήθος των ταμμένων νέων
που ξέσπασαν σε αναφιλητά λυτρωτικά
οι ναύτες ζητωκραύγασαν, ετοίμασαν γιορτή
με σφάγια, με κόκκινα κρασιά
κι η Αριάδνη σκίρτησε κρυφά από χαρά...

Μονάχα ο Αιγαίας
μονάχα εκείνος από μακριά αντικρίζοντας
κατά πώς έπλεε το πλοίο
κατάλαβε το φοβερό το μυστικό
και έπεσε απ΄ τον βράχο)

Από τότε, στον άδειο θρόνο κάθεται ο Μινώταυρος
κι όψεις αλλάζοντας, τη δόλια Αθήνα κυβερνά
τη μέρα, φορώντας το στέμμα και τα μπιχλιμπίδια του
για έργα, νόμους, για πρόοδο μιλά
και το καλό των πολιτών
μα σαν η νύχτα πέσει, τον πνίγει η μάσκα
παλιές συνήθειες τον τραβούν
την πρωινή αμφίεση με ανακούφιση πετά
και ως δικαιούχος νόμιμος
τις μίζες του ηδονικά μετρά...

Προσπαθήστε να κρατήσετε μόνο την δεύτερη και την πέμπτη στροφή και ξαναδιαβάστε το ποίημα...

Ο Θησέας στον σκοτεινό λαβύρινθο
βρήκε τον Μινώταυρο μα δε τον σκότωσε
αντίθετα, ο γιος του Αιγαία έπεσε απ΄ το τέρας
που ακολουθώντας το κουβάρι
έξω στο κόσμο βγήκε με του Θησέα τη μορφή...

Από τότε, στον άδειο θρόνο κάθεται ο Μινώταυρος
κι όψεις αλλάζοντας, τη δόλια Αθήνα κυβερνά
τη μέρα, φορώντας το στέμμα και τα μπιχλιμπίδια του
για έργα, νόμους, για πρόοδο μιλά
και το καλό των πολιτών
μα σαν η νύχτα πέσει, τον πνίγει η μάσκα
παλιές συνήθειες τον τραβούν
την πρωινή αμφίεση με ανακούφιση πετά
και ως δικαιούχος νόμιμος
τις μίζες του ηδονικά μετρά...

Πιθανότατα θα δείτε ότι διατηρεί αυτονομία και το καλύτερο όλων, επικεντρώνει στην κεντρική ιδέα δίχως περισπασμούς. Αυτό είναι ένα πείραμα που κάμω συχνά και με τα δικά μου γραπτά. Εάν κάτι μετά την αφαίρεσή του δεν αδυνατίζει το κείμενο, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να περισσεύει, να πρέπει να διαγραφεί.
Το ίδιο θα έλεγα για τις «Θερμοπύλες», ειρήσθω εν παρόδω ότι η προσπάθειά σας να (ξανα)γράψετε την ιστορία, είναι μία πολύ καλή αρχή για ποίηση πρωτότυπη...

Θερμοπύλες

(γράμμα ενός στρατιώτη)

-Ως πότε οι γενναίοι

των ενόχων θα είναι

το λευκό άλλοθι-


i

Λιγόστεψαν πια αυτά που καρτερώ, στις Θερμοπύλες πατέρα
χάλασε το κορμί μου η αναμονή. Πονάω πριν τις βροχές
και τρίβω τους αστραγάλους με λάδι -όπως οι γέροι παλιά-
με πειράζει κι η θύμησή σου, να περιμένεις τη μεγάλη μου νίκη
εφημερίδες στο καφενείο κάθε μέρα διαβάζοντας.
Όμως εγώ πολυμήχανος της εποχής, ποτέ δεν υπήρξα
ούτε σήκωσα Δούρειους ίππους, άλλους να κάψω...
Οδυσσεύς της συμφοράς θα μου πεις
αφού δε μπόρεσα ποτέ να στηρίξω μια νίκη
πάνω σε άλλων δυστυχία
-ίσως γι’ αυτό να έγινα, της άμυνας στρατιώτης-

Μα η πικρή αλήθεια πατέρα, είναι πως εχθρό ακόμη δεν είδαμε
αντί τους Πέρσες, κουνούπια απωθούμε, με όπλο μας το Αουτάν
χρόνια καθόμαστε άπραγοι, καταστρώνοντας σχέδια
δοκιμάζοντας τα νεύρα μας όλη μέρα
μας έχει τρελάνει αυτή η αναμονή
και οι ανιχνευτές μετά από μέρες
ωχροί γυρίζουν με άδειο βλέμμα...
Ακονίζουμε σπαθιά και ακόντια, μα εχθρός πουθενά
όλο νομίζουμε πως έρχεται μέσα σε σύννεφα σκόνης
και τρέχουμε ασθμαίνοντας στις γραμμές
μα τίποτε άλλο απέναντι τελικά
παρά ο ψεύτης αέρας...

ii

Καθώς φαίνεται ο Ξέρξης μας περιφρονεί, δε μας υπολογίζει
ίσως πάλι, ποτέ να μη ζήλεψε όσα τάξαμε εμείς να φυλάμε
ή μπορεί να πέρασε κιόλας, χωρίς να πάρουμε είδηση
και ήδη να μας κυβερνά...

(Πάντως εδώ ευρέως ψιθυρίζεται
πως οι μάχες δε δίδονται πια σε Θερμοπύλες
μπορεί με τα τηλέφωνα να κανονίζονται
των πόλεων  οι παραδόσεις
σ’ εχθρούς που τις κατέχουν
χωρίς να φαίνονται ποτέ)...
Οπότε νίκες από μας μη καρτεράς
ή τρελοί θα γυρίσουμε ή καθόλου
-γιατί γυρισμός χωρίς μάχη
στο σπίτι, είναι πατέρα ντροπή-

Φίλησέ μου τη μάνα -θάχει πολύ γεράσει-
και τον άρρωστο αδερφό
(πόσο νοστάλγησα τη μουριά στην αυλή
κι έναν καφέ στη σκιά της!)

Ξεχάστε με τώρα, βγάλτε τα πέρα μόνοι
ίσως λιποτακτήσω και στα βουνά χαθώ
αν δε με βρούνε παγωμένο το πρωί
από συντρόφου χέρι...


Ο Υιός σου
στρατιώτης άκαπνος
Θερμοπύλες
έτη πολλά

 Όταν όμως θέλετε να δώσετε έκταση αρκετή σε ένα ποίημα είναι καλό να υπάρχουν αποκορυφώσεις. Ας δούμε τις «Θερμοπύλες» συγκριτικά με το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» τού Καβάφη. Είναι και εκείνο ένα μεγάλο σε έκταση ποίημα, (στην ουσία ένα μικρό θεατρικό, αγαπούσε πολύ τα σκηνικά ο Καβάφης…), όμως παρά την εκτενή περιγραφή, (και μάλιστα την επαναληπτικότητα στίχων), έφτασε η κατάληξή του να γενεί παροιμιώδης και να απομείνει διαχρονική στην νεοελληνική γραμματεία. Ο λόγος είναι ότι όλη η ένταση, όλος ο διάλογος των προηγούμενων στροφών, καταλήγουν σε ένα δίστιχο σαφές, νοηματικά πεντακάθαρο, ακόμη και σε κείνα που υπονοούνται.
Βεβαίως στην ποίηση δεν υπάρχουν κανόνες ή τουλάχιστον οι κανόνες μπορούν πάντοτε να ανατρέπονται. Οι «Θερμοπύλες» είναι ένα καλό στην σύλληψή του ποίημα, όμως, επειδή ακριβώς είναι ένα δραματικό ποίημα, κατά την γνώμη μου απαιτεί μία δυναμικότερη ισορροπία ανάμεσα στις στροφές του. Επίσης, έτσι καθώς στην ουσία αποτελεί έναν μονόλογο ενός ανθρώπου που κουράστηκε να πολεμά ανεμόμυλους, ο διαχωρισμός σε στροφές αφαιρεί κάπως από την έντασή του. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να είναι ένα γράμμα με αρκετά αποσιωπητικά, σχεδόν δίχως σημεία στίξης και ό,τι άλλο θα μπορούσε να αποδώσει ακριβέστερα την ψυχική αναταραχή ενός ανθρώπου. Θυμηθείτε ότι έχουμε στην ουσία να κάνουμε με κάποιον που μετά από χρόνια κατάλαβε το μάταιο των προσπαθειών του, κατάλαβε αίφνης ότι είναι ταγμένος σε μία πλάνη, σε ένα πουκάμισο αδειανό. Ο μονόλογός του θα έπρεπε να αποτυπώνει όλη την τρικυμία, όλη την αγανάκτηση, θυμό και λύπη που τον κυριεύουν. Εάν το ποίημα αποκτήσει παραπάνω ένταση, νομίζω ότι μπορεί να γενεί πολύ καλό.
Πολύ καλό και το σατιρικό «Του ποιητή τα θαύματα», μπορεί να θυμίζει τα ανάλογα των Καρυωτάκη και Ουράνη θεματικά, αλλά είναι πρωτότυπο...

Του ποιητή τα θαύματα

Μορφές που κάποτε περάσαν και μ’ αγγίξαν
μορφές που κάποτε σαν όλους μας εζήσαν
νεκροί, πούχουν υπάρξει κι έχουν σβήσει
απ’ άκρη σ’ άκρη μ’ έχουν κατακλύσει...

Δίχως φωνή, δίχως ζωή
να καρτεράνε τη στιγμή
να βρω καιρό, να βρω τον ήλιο
να βρω γαλήνη και βασίλειο
για άλλη μια, να πάω πίσω
και στα χαρτιά να τους ξυπνήσω...

Νεκροί στα σάβανά τους καρτερούνε
εμέ τον ποιητή για να σωθούνε
Σα το Χριστό κοντά τους θα σταθώ
«Δεύρο εσύ!» θα πω, αφού προσευχηθώ
-κι ευθύς θα ζωντανεύω τους τον βίο
αθάνατοι να ζήσουν στο βιβλίο-

Όμως, δε θα μπορέσω ν’ αποφύγω
-όταν από τον κόσμο τούτο φύγω-
τον φόβο που θα μ’ έχει κυριεύσει
«εμένα, ποιος θα ζωντανέψει;»


Να πω και κάτι για το ποίημα «Κωνσταντινούπολη, Αύγουστος 1072». Νομίζω ότι και εδώ, εάν συμμαζευθούν κάποιοι στίχοι ή και αφαιρεθούν εντελώς, έχωμε ένα καλό ιστορικό ποίημα, ιδιαίτερα καθώς η τελευταία στροφή προσφέρει εκείνο που έγραψα προηγουμένως, δηλαδή μία αποκορύφωση, μία κάθαρση, έστω και ζοφερή...

Κωνσταντινούπολη, Αύγουστος 1072


Κωνσταντινούπολη
Αύγουστος 1072 

i

Τις τελευταίες μέρες του περνά
εξόριστος στη νήσο Πρώτη
ο άλλοτε γενναίος αυτοκράτορας
ο Ρωμανός -αφού εκάρη μοναχός-

Είναι η θέσις του πολλά οικτρή
καθώς σκληρά ετιμωρήθη
μετά την ήττα του στο Ματζικέρτι
για έγκλημα καθοσιώσεως...
(πατώντας ο νέος αυτοκράτωρ την υπογραφή
σωματικής ασφάλειας, που τούχε υποσχεθεί
διέταξε στο Κοτυάειον να βγάλουν του τα μάτια)

ii
Μα πώς, με τέτοιο έγκλημα τον Διογένη φόρτωσαν;
Η χήρα Αυγούστα ελεύθερα τον διάλεξε
και μ' όλους τους τύπους ενυμφεύθη
κι όταν εχρίσθη, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά
μία στην Πόλη, μια στα σύνορα!
(Λυσσάξανε οι κληρονόμοι Δούκες
γόνοι νωθροί και ξεπεσμένοι
μονάχη έγνοια τα συμπόσια, οι ηδονές κι επαύλεις
τους έκοψε το παντεσπάνι ο Ρωμανός
γι' αυτό τον πρόδωσαν στο Ματζικέρτι)

Τώρα πεθαίνει μόνος στο νησί.
Καθώς απαγορέψανε γιατρούς
κακοφορμίσαν οι πληγές, βρωμάει
και λεν πως πλήθος σκώληκες
σαλεύουνε στις κόγχες...

iii
Αύγουστος
ωραία λικνίζονται στον λιμένα τα πλοία
από τα περιβόλια έρχονται ευωδιές πεπονιών
Κυριακή, χαρά Θεού για τους Έλληνες
τα τζιτζίκια τραγουδούν στις συκιές ομαδόν…

Ο αέρας εφέτος καλός, δροσερός!
(όλοι ανύποπτοι, μακάριοι, ευτυχείς
νίπτει τας χείρας ο επιλήσμων λαός
κι ο μόνος που βλέπει τη συμφορά να έρχεται
ένας ετοιμοθάνατος τυφλός)...

Παρατηρώντας το έργο σας, βλέπω ότι στην πλειονότητά του το διαπερνούν δύο βασικές επιρροές – η μία είναι τού Καβάφη και η άλλη τού Καρυωτάκη ή για να το πω καλύτερα τής γενεάς τού 20 και κάπως τού μεσοπολέμου. Ταυτόχρονα βλέπω πως όταν το θελήσετε, μπορείτε και συμπυκνώνετε τον στίχο, επικεντρώνετε νοηματικά, εστιάζετε στο σημαντικό ή στο σύμβολο που οδηγεί στο σημαντικό. Με βάση αυτά τα δεδομένα, νομίζω ότι το «στοίχημα» είναι να καταφέρετε την σύγκραση αυτών των στοιχείων, έτσι ώστε να προκύψει αποτέλεσμα φρέσκο και πρωτότυπο.
Υπάρχει συνταγή γι’ αυτό; Πιθανότατα όχι. Όμως νομίζω ότι κάποια πράγματα μπορούν να βελτιωθούν.
Το πρώτο είναι εκείνο που έγραψα και στην αρχή, η οικονομία κειμένου. Προσπαθήστε να περιορίσετε τον στίχο στα απαραίτητα, επενδύστε στην λιτότητα, ιδιαίτερα στα υπαρξιακά ποιήματα. Γράψτε και ξαναγράψτε το ποίημα, έως ότου πεισθείτε πως τίποτα το περιττό δεν υπάρχει μέσα του. Χρησιμοποιήστε περισσότερα σημεία στίξης αντί για λέξεις, όταν θελήσετε να δηλώσετε παύσεις, έκπληξη, θαυμασμό, απορία ή λύπη. Αποφύγετε όσο μπορείτε τα κακέμφατα, (για παράδειγμα στο ποίημα «Στον Καρυωτάκη», ο στίχος «που στ’ όνομά σου…»).

Στον Καρυωτάκη

-και συ στον Γολγοθά να παίζεις
τον τελευταίο μήνα της Πρεβέζης-

Κώστα -που τα θλιμμένα σου τραγούδια
πολλούς εμάγεψαν- άραγε την ύστατη στιγμή
της πιστολιάς, είδες τις δάφνες, τα λουλούδια
που στ' όνομά σου θα υψώνονταν σωροί

(πικρή, παράκαιρη αμοιβή των στίχων σου
που λάμπουν ακόμη ζωντανοί)
ή μήπως δε γνώρισες ποτέ το ύψος σου
και σαν παρίας έφυγες, μια έρημη ψυχή;

Δεν έλειψαν του ύφους σου οι κριτές
κι ήσαν πολλοί της αισιοδοξίας οι νονοί
''Ο Πεισιθάνατος!'' ''Ποίηση παλιά, του χτες!''
και ''Το παράδειγμά του προς αποφυγή!''

Όμως δεν είδαν που πήρες τον ασήμαντο
αξία τούδωσες, τον βάφτισες στο άβατο
(αφού κι ο πιο μικρός, με βίο ακύμαντο
στα μεσαλώνια, χτυπιέται με τον θάνατο)

Εδώ αλλάξανε πολλά. Του λόγου η εκφορά
απείρως δοκιμάστηκε, μεγάλοι ποντοπόροι
Νόμπελ μας έφεραν, όμως ίδια η μοναξιά
στα πεδινά μας και στα όρη. Κι οι φόροι,

δυσβάστακτοι πια, λαού που τον πατούν
κανάγιες με σεβιότ σ' απρόσιτα γραφεία.
Κόμματα κρύα, πράττουν κατά το δοκούν
και αριστεύουν στη ψηφoθηρία (θηρία

λυτά, που βλέπουν τους πελάτες τους σα λεία)
Δε γράφουμε πια, πληκτρολογούμε αφειδώς
μπροστά σε οθόνες, περιτέχνως με μανία
επί παντός (για τους αστέγους  ασφαλώς

για τα κοάλα και τους πολέμους στη Συρία )
Μ' αυτά γερνούμε και περνά ο καιρός
λένε πως λιώνουν και οι πάγοι εις τη Σιβηρία
-μπορεί να φταίει ο καπιταλισμός-

Δεν έχω άλλα να σου γράψω, δυστυχώς
ο κόσμος μας γλυκός, πικρός σε μία άβυσσο
αγώνας για το ψωμί, το άλας και το φως
να μου γράψεις τα δικά σου απ' τον παράδεισο...

Επιμεληθείτε λίγο παραπάνω τον στίχο. Εκτός από τα σημεία στίξης, δώστε προσοχή στους διασκελισμούς, (κάποιες φορές προσθέτουν, αλλά πολλές φορές διασπούν την ανάγνωση και αλλοιώνουν τον ρυθμό), προσπαθήστε στον υπαρξιακό στίχο να χρησιμοποιείτε λέξεις «θερμές», στον σαρκασμό λόγιες και στα ιστορικά ποιήματα γλώσσα μικτή. Οργανώστε όσο καλύτερα γίνεται τις αποκορυφώσεις, φαντασθείτε το ποίημα σαν μία ανάποδη πυραμίδα, οι πρώτοι στίχοι μπορούν ίσως και να φλυαρούν κάποιες φορές, οι καταληκτικοί ποτέ, το ποίημα μπορεί να είναι «σαν φωνή μακρινή που σβήνει σιγά-σιγά…». Εκμεταλλευθείτε την αγάπη σας για την ιστορία και συνεχίστε να την χρησιμοποιείτε σαν δεξαμενή για την ποιητική σύλληψη.
Δείτε λίγο και τον ρυθμό. Είδα ότι στα έμμετρα ποιήματά σας αγαπάτε τον ενδεκασύλλαβο, δεν είναι κακός, αλλά θέλει κάποια μαεστρία στις τομές του, καθώς διαφορετικά γίνεται μονότονος, σαν στρατιωτικό βήμα. Για γοργό βηματισμό προτιμήστε τον τεμαχισμό τού δεκαπεντασύλλαβου, (8+7). Εάν επιμείνετε στον ενδεκασύλλαβο, προσέξτε τον τονισμό (ίσως τροχαίος, αντί για ίαμβος; ), με την σωστή του χρήση μπορούν να προκύψουν εξαιρετικά αποτελέσματα, (δείτε για παράδειγμα το θαυμάσιο ποίημα τού Σεφέρη «Θεατρίνοι, Μ.Α»).
Έχω την αίσθηση, (και συγχωρείστε με εάν κάμω λάθος), ότι η απόσταση που σάς χωρίζει από τα καλύτερα αποτελέσματα, σχετίζεται με τον χρόνο που μπορείτε να αφιερώσετε. Με περισσότερη αφοσίωση στην άχαρη εργασία, (διορθώσεις, πειραματισμοί, παραλλαγές, τροποποιήσεις και άλλα) και λίγη προσοχή στα τεχνικά, νομίζω ότι θα υπάρξουν σημαντικά αποτελέσματα. Έχετε γλωσσική επάρκεια, ιστορική μνήμη και γνώση και αγάπη για τον στίχο. Αυτή είναι η πρώτη ύλη, μα θέλει γέμισμα, εμβάθυνση, περισσότερο στοχασμό και κάποιες γνώσεις ποιητικής.
Εάν δεν τα έχετε ήδη τα βιβλία, θα σάς πρότεινα τα «Κριτικά» τού Άγρα, ένας από τους ελάχιστους άξιους κριτικούς στην νεοελληνική λογοτεχνία, που παρά τις ατέλειες και τα τυπικά λάθη, ευστοχεί σχεδόν πάντοτε στις κρίσεις του. Με έμμεσο τρόπο, μέσα από τα κείμενά του, θα διαπιστώσετε λάθη και αστοχίες στην νεότερη ελληνική ποίηση. Είναι πέντε τόμοι, αλλά φυσικά μπορείτε να τους προμηθεύεστε και χωριστά. Η τρίτομη ανθολογία Αποστολίδη επίσης παραμένει από τις καλύτερες, (αν και κάπως ακριβή), καθώς ανθολογεί με κριτήριο και όχι τυχαία. Διαφωνώ με κάποιες παραλείψεις της και κυρίως την απουσία επικαιροποίησης την τελευταία δεκαετία, αλλά ακόμη κι έτσι είναι ένας καλός ποιητικός οδηγός. Γενικότερα όμως μην επαναπαύεστε στα νεοελληνικά δοκίμια για την ποίηση, τα περισσότερα είναι στεγνές ακαδημαϊκές εργασίες ή μονότονα επηρεασμένα από την γενεά τού 30. Δυστυχώς στην κριτική τής λογοτεχνίας η βιβλιογραφία εγγράφει ένα μεγάλο κενό.
Τέλος, το ύφος, αυτή η μεγάλη κατάρα και η μεγάλη ουτοπία τού κάθε ποιητή, η αναζήτηση δηλαδή ενός ύφους διακριτού, ξεχωριστού, μίας ταυτότητας γραφής. Για τους περισσότερους από εμάς είναι δύσκολο, για να μην πω ακατόρθωτο. Μία παρηγορία όμως είναι πως ακόμη και πολύ σημαντικοί ποιητές, δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από τις επιρροές τους και ποτέ δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν ύφος αναγνωρίσιμο. Τα λέω αυτά, γιατί ίσως και να σας ενοχλεί που οι επιρροές σας αναγνωρίζονται κάπως εύκολα στους στίχους σας. Τίποτε το κακό σ’ αυτό, εάν το ποίημα είναι καλό. Θυμηθείτε μόνο ότι επάνω στο Καβαφικό ποίημα για το σκάκι, έχουν γραφτεί τουλάχιστον παρόμοια τρία ποιήματα από γνωστούς ποιητές και είναι όλα τους καλά. Μα από την άλλη, το νομίζω σχεδόν βέβαιο, ότι εάν ασκηθείτε περισσότερο επάνω στην γραφή, αργά και σταθερά, στοιχεία τής δικής σας γραφίδας θα αρχίσουν να αχνοφαίνονται και να ωριμάζουν.
Στην πραγματικότητα καλείσθε να γεφυρώσετε μία μικρή αναντιστοιχία. Ενώ συμπαθείτε πολύ Καβάφη και Καρυωτάκη, (ποιητές έντονους, θερμούς), τα κείμενά σας κρατούν μία απόσταση από το συναίσθημα, την ένταση, την καταβύθιση σε πιο σκοτεινές πλευρές τής συνείδησης. Ενώ δηλαδή η ιδιοσυγκρασία σας τείνει περισσότερο προς τον λυρισμό, την υπαρξιακή ποίηση και τον συμβολισμό, αυτό δεν αποτυπώνεται βιωματικά πάντοτε στους στίχους σας. Στην πραγματικότητα είναι πρόβλημα εκφραστικό που μπορεί να βελτιωθεί με την συνεχή άσκηση και πειραματισμούς επάνω στην γλώσσα.
Θα μπορούσαμε να πούμε κι άλλα αρκετά, αλλά δυστυχώς ο χρόνος πιέζει. Και να θυμάστε πάντοτε ότι σύμφωνα με τα κριτήρια των πολλών, τα ποιήματά σας μπορούν να σταθούν και να εκδοθούν δίχως πρόβλημα, απλώς η δική μου κρίση είναι αυστηρότερη και σκοπεύει το άξιο να γενεί αξιότερο.
Στην διάθεσή σας για ό,τι χρειασθείτε...

Με εκτίμηση,
Μάνος Τασάκος

Sunday, March 13, 2022

Επίσκεψη στην αρχαία Ασίνη

 


Ο βασιλιάς της Ασίνης. 
Ποίημα-επίτευγμα. Το ήξερα χρόνια. Το διάβαζα χρόνια. Το μελετούσα χρόνια. Κάθε του στίχο, κάθε του γράμμα. Και την παραμικρή ανωφέρεια και κατωφέρεια. Και την παραμικρή λεπτομέρεια. Το κουβαλούσα πάντα μαζί. Μέσα μου. Ήξερα ότι ο Σεφέρης το πάλευε δύο χρόνια. Μα πηγαίνοντας στην Αλβανία ξέχασε τις σημειώσεις του. Το δούλεψε λοιπόν χωρίς αυτές. Και του βγήκε ξαφνικά σε μια νύχτα. Ποίημα-επίτευγμα. Για τη φθορά, το κενό, την απουσία, τον θάνατο. Που είναι κάτι παραπάνω από σίγουρος. Σ’ αυτόν τον λόφο, σ’ αυτό το κάστρο στάθηκε όρθιος απέναντι στην τραγική επίγνωση. Του αμετάκλητου τέλους του. Του αμετάκλητου τέλους των πάντων.

"Κι ο ποιητής ένα κενό..."

Πέρασαν χρόνια. Ένα χειμωνιάτικο Σαββατοκύριακο βρισκόμουν στο Ναύπλιο. Το πρωί της Κυριακής αποφάσισα να κάνω μια βόλτα προς Τολό. Απρογραμμάτιστα. Δεν ήξερα πού θα πήγαινα. Ο καιρός άσχημος. Μπερδεμένος. Αναποφάσιστος. Μια έφερνε καμία ψιχάλα, μια πήγαινε ν' ανοίξει. Μα ούτε άνοιγε. Σύννεφα έτρεχαν στον ουρανό, αφήνοντας ενίοτε να φαίνεται ένας αδύναμος, βαριεστημένος ήλιος. Και φυσούσε. Ξαφνικά εμπρός μου μία ταμπέλα. ‘’Αρχαία Ασίνη’’! Η καρδιά μου φτερούγισε. Έστριψα και προχώρησα στον χωματόδρομο που με έβγαλε δίπλα από τον λόφο της αρχαίας Ασίνης. Έσβησα. Φυσούσε. Πήρα το μονοπάτι και ανέβηκα. Στον λόφο που ύψωσε σε ιερό ο Σεφέρης...

‘’Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος...’’

Πράγματι! Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος. Την πρώτη στιγμή που τον είδα, μια λάμψη αχτίδων χύθηκε από ψηλά πάνω στα κύματα, που έπεφταν ανάγλυφα και θολά στη καφετιά ευθύγραμμη αμμουδιά...

''Και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη..."

Ήμουν λοιπόν εκεί! Είχα βρεθεί ξαφνικά, ίσως όχι σε έναν πραγματικό τόπο, αλλά στη μέση ενός ποιήματος! Από τα ωραιότερα που είχα διαβάσει ποτέ. Ψυχή τριγύρω! Φυσούσε. Άρχισα να περπατώ αργά. Τι γύρευα σ’ αυτήν την ερημιά; Τον βασιλιά της Ασίνης; Τα χνάρια του Σεφέρη; Ένα στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα; Εμένα, το κενό μου ή μια εντάφια προσωπίδα;

“Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι”

Τι γυρεύει τελικά η ψυχή μας; Μήπως γυρεύει τσιρίζοντας τον άλλον κόσμο; Τσιρίζοντας! Μα πώς του ήρθε αυτή η λέξη; Σε πάει πιο μακριά από κει που περιμένεις. Μήπως έγραφε με κερί και ανοιχτό παράθυρο; Μήπως έμεινε κάμποσα λεπτά, κολλημένος στη φράση ‘’κι η ψυχή που γύρεψε...’’ ψάχνοντας εναγώνια την επόμενη λέξη; Μήπως ξαφνικά φύσηξε από το ανοιχτό παράθυρο, η φλόγα τρεμόπαιξε...τσίριξε λίγο πριν σβήσει και κει ακριβώς η αναλαμπή... Τσιρίζοντας! ‘’ η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο...’’!! Καταπληκτικό! Σε πάει μακριά, εκεί που δεν το περιμένεις. Σου φανερώνει αλήθειες που δεν τις περιμένεις. Ένα κερί. Το ανοιχτό παράθυρο. Ο αέρας. Ο Σεφέρης στην Αλβανία και... ο Όμηρος... τρίζουσαι ποτέονται...

Κοίταξα πέρα μακριά, τα πλοία στο άφαντο λιμάνι που ήταν και δεν είναι. Όλα μαζί γραμμή. Πήγαιναν στην Τροία. Ήμουν κι εγώ εκεί; Ή κάποιος άλλος πίσω μου, που μούδωσε το αίμα του; Και μου μιλά μέσα απ’ αυτό το αίμα; Τι γυρεύαμε στην Τροία ακολουθώντας αδιαμαρτύρητα τον βασιλιά μας; Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη... Όχι ας μη φύγω από δω, ας μη μεταφερθώ σε άλλο ιερό... Ας μείνω. Σ’ αυτόν τον βράχο. Σ’ αυτό το χάσμα του χρόνου...

Τριγυρνούσα ανάμεσα στα βράχια και τις πέτρες σα ξωτικό, παρακολουθώντας το δράμα της εξαφάνισης... της απουσίας. Ανθρώπων, βασιλείων, πολιτισμών. Πέτρες τριγύρω. Υποψία τειχών και όχι ακριβώς τείχη. Ποιος σκοτεινός Θεός τα γκρέμισε; Πιο κει μια τρύπα παράταιρη, ένα κρυφό πηγάδι. Νάταν από κει... νάταν απ’ αυτήν τη σκοτεινιά που ξεπήδησε ξάφνου η νυχτερίδα του και χτύπησε στο φως σα σε ασπίδα; Κι η νυχτερίδα ένα κενό. Έκσταση! Λείπουμε κιόλας. Έχουμε ήδη φύγει!...

''...μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας...''

Ο Βασιλιάς της Ασίνης ήταν εδώ ακριβώς που πατώ! Οι στρατιώτες του με τις αστραφτερές πανοπλίες ήταν εδώ ακριβώς που πατώ! Οι υπηρέτες του, οι γυναίκες του, εδώ! Πάνω σ’ αυτά τα βράχια, μέσα σ’ αυτά τα τείχη, να κουβαλάνε λάδια, φρούτα και πιθάρια! Μια λέξη μόνο. ‘’Ασίνη τε...’’ Φτάνει μια λέξη για να σε σώσει; Ναι, αν την έχει γράψει ή την έχει προφέρει ο Όμηρος...

Ο Σεφέρης ήταν εδώ! Κοιτάζω γύρω. Κανείς! Ολομόναχος. Πάνω σ’ αυτόν τον λόφο, μέσα σ΄αυτό το ποίημα! Πού πήγαν όλοι; Μόνος! Αγγίζω τις πέτρες για ν’ αγγίξω την αφή τους από την άλλη μεριά. Υποψιαζόμαστε άραγε ο ένας την παρουσία του άλλου; Στέκομαι για λίγο στη λέξη ''σκουτάρι''. Σηκώνω τα δάχτυλα, την ακουμπώ. Γκρίζα, σκουριασμένη, πολύτιμη λέξη. Σαν παλαιό άροτρο παρατημένο πια σε μιαν άκρη μα αίφνης πολύτιμο σαν εύρημα, γιατί το έχουν φτιάξει, το έχουν προφέρει αρχαία, άφαντα χείλη... Κι έχει οργώσει εκατοντάδες χρόνια τη μνήμη...

Καταργώ τον χρόνο. Οι άκρες των δαχτύλων μας ενώνονται. Ξαναθυμάμαι!... Κάτι πουλιά φτερουγίζουν αδιάφορα ανάμεσα στους θάμνους. Σκηνώματα! Σκηνώματα ζωής...

...Βέλος στον μήλιγγα. Από περίπολο Τρώων... Την ώρα που πλενόμουν. Κι η τέφρα, τα κόκαλά μου θαμμένα εκεί... Με έθαψαν οι σύντροφοι την ώρα που βασίλευε ο ήλιος -στάδια είκοσι από τα τείχη-... τοποθετώντας δίπλα μου κάτι φτωχά κτερίσματα.... Καμιά... καμιά εντάφια προσωπίδα. Δε γύρισα πίσω... Δε μ’ είδε ξανά η μαυρομάτα. Μα τότε... γιατί εδώ; Μόνος, σ’ ένα σωριασμένο βασίλειο ενώ φυσά ακατάπαυστα;.... Ποιος είμαι;... Ποιος τελικά είμαι; Μήπως είμαι ο βασιλιάς;... Ο βασιλιάς της Ασίνης;... Ή μήπως ένας νεκρός πολεμιστής του;...

Πήρα το δρόμο του γυρισμού. Στο αυτοκίνητο με περίμεναν η γυναίκα και τα παιδιά μου.Πώς από βασιλιάς, πώς από νεκρός πολεμιστής, βρέθηκα ξάφνου τόσο μπροστά στον χρόνο; Με μια γυναίκα και δύο παιδιά να περιμένουν, να τα πάω με αυτοκίνητο σ’ έναν παιδότοπο στο Ναύπλιο; 

Βέλος στον μήλιγγα. Το τελευταίο που θυμάμαι, πως είχα σκύψει να πλυθώ...



Wednesday, February 16, 2022

Αντίποινος ο Θηβαίος

 

-... ταφῆναι δὲ ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ 
θυγατέρας Ἀντιποίνου λέγουσιν 
Ἀνδρόκλειάν τε καὶ Ἀλκίδα... -

                                               Παυσανίας


Ναυάγιο της ζωής
κατάντησε ο Αντίποινος
(ο πάλαι ποτέ επιφανής
άρχοντας Θηβαίος)

Γιατί αποδείχθηκε δειλός
σαν έφτασε στη Θήβα ο χρησμός...
"Ένας επιφανής ν' αυτοχειριασθεί
για νάχει με τους Ορχομένιους
αίσια έκβαση η μάχη!"...

Δε δέχτηκε επ' ουδενί 
να χάσει τη γλυκιά του τη ζωή
για να νικήσουν τους εχθρούς
οι συμπολίτες του Θηβαίοι...
Μα το χειρότερο, είδε τις κόρες του
να κόβουν τον λαιμό τους στον βωμό 
ώστε να σώσουν την τιμή 
της ξακουστής γενιάς τους...

................................................

Έκτοτε, τον πήρε ο κατήφορος...
ράκος, γυρίζει τις νύχτες στα στενά
ακόμη κι απ' τους σκύλους
της Θήβας μισημένος

..................................................

(και όλα αυτά...
από τον σαδισμό ενός παπά
από τον άρρωστο χρησμό 
μιας μαστουρωμένης)


16 Φεβρουαρίου 2022



Friday, September 24, 2010

Ο φόβος του μαιτρ




-Φρύδια θυσανωτά και βλέμμα μαύρο
μορφή σκαμμένη απ’ τον καιρό κι από τη σκέψη
κορμί γυρτό, δοσμένο στα χαρτιά και το λυχνάρι
βαρύ το στήθος στη νυχτιά, παιάνες
τραγούδια ανατολίτικα, φωτιά και γύφτοι
σμίλη η πένα, δωδεκάλογους λαξεύει...-

 Ο Παλαμάς στο εργαστήρι του σφυρηλατεί
σε μάρμαρο Πεντελικό, τη νέα Ελλάδα!
Τέχνη στιλπνή, λεπτομερής, δίχως ψεγάδι
στο θρόνο τον ανέβασε –δικαίως- του Παρνασσού
(νάνοι εμπρός του οι Δροσίνηδες
δε τον αμφισβητούν, ούτε τόνε τρομάζουν)

Μα τελευταία
κάτι γραπτά λειψά από την Αλεξάνδρεια
που φτάνουνε ανάρια στην Αθήνα
(Έλληνος ποιητού και καθώς λένε αμφιβόλου ηθικής)
σφόδρα τον μαιτρ, έχουν ανησυχήσει…

-Πώς γίνεται σε ύφος ακατάδεχτο
απλό και καταφρονημένο
μια άλλη ποίηση
πρωτόφαντη και απειλητική
τόσο μεγαλόπρεπα να πνέει;

-Πώς ένας άγνωστος (και αμφιβόλου ηθικής)
με σιγουριά και χαλαρότητα, κρυμμένη ειρωνεία
την τέχνη την Παλαμική, τολμά ν΄αμφισβητήσει;


2010