(Στη συνέχεια, του έστειλα τα ποιήματα που εγώ θεωρούσα καλά. Και ο κ. Τασάκος απάντησε πάλι. Εν κατακλείδι, λαμβάνοντας υπ' όψη και τις δύο κριτικές προσεγγίσεις του, έχω να πω πως δεν έκανα λάθος όταν τον εμπιστέυθηκα να ρίξει μια ματιά στα ποιήματά μου. Ο κ. Τασάκος με σεβάστηκε χωρίς να χαϊδέψει τ΄αυτιά μου. Σε σημεία μάλιστα είχε απόλυτο δίκιο και υιοθέτησα τις αλλαγές που πρότεινε. Είδα το έργο μου με τα δικά του μάτια και τούτο με βοήθησε.Τον ευχαριστώ για την τιμή που μου έκανε να ασχοληθεί με τα ποίηματά μου και έλαβα πολύ σοβαρά τις προσεγγίσεις του. Στο κάτω κάτω έχουμε να κάνουμε με έναν μαιτρ του είδους -αν όχι τον μοναδικό, έναν από τους ελάχιστους που έχουν απομείνει κριτικούς της ποίησης- και θα ήταν αδιανόητη αφέλεια και αμετροέπεια από μέρους μου, να μη λάβω σοβαρά ακόμη και τις επικρίσεις του)...
Κύριε Πύργαρη, καλησπέρα σας…
Κατ’ αρχάς να ζητήσω να συγχωρέσετε την μεγάλη καθυστέρηση στην επικοινωνία μας.
Θα γενώ λίγο αιρετικός και μάλλον θα σάς ξαφνιάσω. Διάβασα τα ποιήματά σας και προσπάθησα να θυμηθώ τα προηγούμενα, εκείνα που ονομάσατε πρωτόλεια, (γράφω «να θυμηθώ», γιατί δυστυχώς δεν τα βρήκα στο blog σας). Και εκείνο που θα έλεγα με μία πρώτη ανάγνωση, είναι πως τα πρωτόλεια υπόσχονται αρκετά περισσότερα από τα επόμενα. Προσπάθησα να σκεφθώ τούς λόγους. Και νομίζω ότι ένας από τους βασικότερους είναι η λεγόμενη οικονομία κειμένου.
Στην καλή ποίηση πολλές φορές εκείνα που διαθέτουν μεγαλύτερη ένταση είναι όσα δεν γράφονται ή όσα υπονοούνται. Όσοι γράφουμε, εκ των προτέρων υποθέτουμε ότι ο αναγνώστης δεν θα αντιληφθεί εύκολα τα νοηματικά τού κειμένου και έτσι γινόμαστε πολλές φορές υπερβολικά επεξηγηματικοί, κάποιες φορές και φλύαροι.
Βεβαίως, παίζει ρόλο και το περιεχόμενο. Για παράδειγμα το ποίημά σας «Καταφιλήσω…», (το βρήκα αρκετά ενδιαφέρον…), τεχνοτροπίας Καβαφικής, απαιτεί κάπως εκτενέστερη περιγραφή και μία θεατρικότητα.
Καταφιλήσω…
Ήταν ωραίο το δειλινό...
Η Κασσιανή μες στο κελί, σε έξαρση ποιητική
μίαν ωδή εδούλευε. Μα όταν έγραψε...
''καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω
τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις''
έπεσε σε συλλογή... -''Καταφιλήσω'';
Πώς από μέσα της ξεπήδησε η λέξη αυτή;
Φανέρωνε ταπεινοσύνη, συντριβή
ή ήταν έντεχνα κρυμμένη, ερωτική;
Καλύτερο δε θάταν το ''ασπασθώ;''
''ασπασθώ τους αχράντους σου πόδας!''
Πιο σεπτό! Πιο ιερό! Αλλά ''καταφιλήσω'';;;;
να διορθώσει την παρεκτροπή.
Μα δεν επρόλαβε...
άλογα μπήκαν στην αυλή
και μια φωνή... -Ο αυτοκράτορας!
...................................
Αργότερα, σα βγήκε απ' την κρυψώνα της
λίαν τρεμάμενη, σκύβει στην περγαμηνή...
''ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν
κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη''
είχε προσθέσει ο Θεόφιλος
κάτω απ' τη δική της την ωδή...
-Μα πώς μπορεί μέσα στον ύμνο της
τόσο αδιάντροπα, αυτός να βλασφημεί;
Ποιαν Εύα; Την αφεντιά της εννοεί, που προ ολίγου
τα βήματά του ακούοντας, έτρεξε να κρυφτεί!
Πολύ οργίσθη η Κασσιανή
και πήρε να κάψει την ωδή...
Μα ήταν ωραίο το δειλινό!
Και στο κελί της έμπαινε, μια ευωδιά γαζίας...
(απ' την κρυψώνα της... άκουγε την ανάσα του
την προσμονή του ένιωθε, πούθελε να τη δει
κάποια στιγμή ακούστηκαν ακόμη και...λυγμοί)
-Θα τους κρατούσε! Δεν ήταν οι στίχοι του κακοί
την έθελγε κι η σκέψη, κάτι να είχανε μαζί
έναν δικό τους ύμνο, πνευματικό παιδί!
Λοιπόν, θα τους κρατούσε!...
(από τη χαραμάδα, μόνο τα πόδια του έβλεπε
πόδια λευκά... τα δάχτυλα, οι αστράγαλοι
καμάρες και κατατομή αρμονικά...
μόνο τα πόδια του έβλεπε τα πόδια τ' ακριβά
που τόσο ωραία έντυναν, σανδάλια περσικά)
-Όσο για το ''καταφιλήσω'' είναι πιο δοτικό
ψυχρό και σύντομο εκείνο το ''ασπασθώ''
(άσε που αντικρούεται και με το... ΄΄αποσμήξω΄΄)
΄΄Καταφιλήσω, τους αχράντους σου πόδας...΄΄
Πάει καλύτερα, θα το άφηνε...
Αντίθετα, ο «Μινώταυρος», (πολύ καλή η ιδέα τής ανατροπής τού μύθου), θα μπορούσε να είναι ένα στακάτο, ολιγόστιχο ποίημα, ικανό να προβληματίσει για τις αναλογίες με τα σημερινά δεδομένα, κάτι όμως που χλομιάζει μέσα από την υπερβολική περιγραφή...
Μινώταυρος
Καιρός να δούμε στα μάτια την αλήθεια
για ό,τι συνέβη τότε στη μακρινή την Κρήτη
στου Μίνωα το βασίλειο, που την Αθήνα είχε
με κατάρα πολύχρονη γερά δεμένη...
βρήκε τον Μινώταυρο μα δε τον σκότωσε
αντίθετα, ο γιος του Αιγαία έπεσε απ΄ το τέρας
που ακολουθώντας το κουβάρι
έξω στο κόσμο βγήκε με του Θησέα τη μορφή
η λύπη -μαύρη πεταλούδα-
πέταξε απ΄ το στήθος των ταμμένων νέων
που ξέσπασαν σε αναφιλητά λυτρωτικά
οι ναύτες ζητωκραύγασαν, ετοίμασαν γιορτή
με σφάγια, με κόκκινα κρασιά
κι η Αριάδνη σκίρτησε κρυφά από χαρά...
Μονάχα ο Αιγαίας
μονάχα εκείνος από μακριά αντικρίζοντας
κατά πώς έπλεε το πλοίο
κατάλαβε το φοβερό το μυστικό
και έπεσε απ΄ τον βράχο)
Από τότε, στον άδειο θρόνο κάθεται ο Μινώταυρος
κι όψεις αλλάζοντας, τη δόλια Αθήνα κυβερνά
τη μέρα, φορώντας το στέμμα και τα μπιχλιμπίδια του
για έργα, νόμους, για πρόοδο μιλά
και το καλό των πολιτών
μα σαν η νύχτα πέσει, τον πνίγει η μάσκα
παλιές συνήθειες τον τραβούν
την πρωινή αμφίεση με ανακούφιση πετά
και ως δικαιούχος νόμιμος
τις μίζες του ηδονικά μετρά...
Προσπαθήστε να κρατήσετε μόνο την δεύτερη και την πέμπτη στροφή και ξαναδιαβάστε το ποίημα. Πιθανότατα θα δείτε ότι διατηρεί αυτονομία και το καλύτερο όλων, επικεντρώνει στην κεντρική ιδέα δίχως περισπασμούς. Αυτό είναι ένα πείραμα που κάμω συχνά και με τα δικά μου γραπτά. Εάν κάτι μετά την αφαίρεσή του δεν αδυνατίζει το κείμενο, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να περισσεύει, να πρέπει να διαγραφεί.
Το ίδιο θα έλεγα για τις «Θερμοπύλες», ειρήσθω εν παρόδω ότι η προσπάθειά σας να (ξανα)γράψετε την ιστορία, είναι μία πολύ καλή αρχή για ποίηση πρωτότυπη...
Θερμοπύλες
(γράμμα ενός στρατιώτη)
-Ως πότε οι γενναίοι
των ενόχων θα είναι
το λευκό άλλοθι-
i
χάλασε το κορμί μου η αναμονή. Πονάω πριν τις βροχές
και τρίβω τους αστραγάλους με λάδι -όπως οι γέροι παλιά-
με πειράζει κι η θύμησή σου, να περιμένεις τη μεγάλη μου νίκη
εφημερίδες στο καφενείο κάθε μέρα διαβάζοντας.
Όμως εγώ πολυμήχανος της εποχής, ποτέ δεν υπήρξα
ούτε σήκωσα Δούρειους ίππους, άλλους να κάψω...
Οδυσσεύς της συμφοράς θα μου πεις
αφού δε μπόρεσα ποτέ να στηρίξω μια νίκη
πάνω σε άλλων δυστυχία
-ίσως γι’ αυτό να έγινα, της άμυνας στρατιώτης-
Μα η πικρή αλήθεια πατέρα, είναι πως εχθρό ακόμη δεν είδαμε
αντί τους Πέρσες, κουνούπια απωθούμε, με όπλο μας το Αουτάν
χρόνια καθόμαστε άπραγοι, καταστρώνοντας σχέδια
δοκιμάζοντας τα νεύρα μας όλη μέρα
μας έχει τρελάνει αυτή η αναμονή
και οι ανιχνευτές μετά από μέρες
ωχροί γυρίζουν με άδειο βλέμμα...
Ακονίζουμε σπαθιά και ακόντια, μα εχθρός πουθενά
όλο νομίζουμε πως έρχεται μέσα σε σύννεφα σκόνης
και τρέχουμε ασθμαίνοντας στις γραμμές
μα τίποτε άλλο απέναντι τελικά
παρά ο ψεύτης αέρας...
ii
Καθώς φαίνεται ο Ξέρξης μας περιφρονεί, δε μας υπολογίζει
ίσως πάλι, ποτέ να μη ζήλεψε όσα τάξαμε εμείς να φυλάμε
ή μπορεί να πέρασε κιόλας, χωρίς να πάρουμε είδηση
και ήδη να μας κυβερνά...
(Πάντως εδώ ευρέως ψιθυρίζεται
πως οι μάχες δε δίδονται πια σε Θερμοπύλες
μπορεί με τα τηλέφωνα να κανονίζονται
των πόλεων οι παραδόσεις
σ’ εχθρούς που τις κατέχουν
χωρίς να φαίνονται ποτέ)...
Οπότε νίκες από μας μη καρτεράς
ή τρελοί θα γυρίσουμε ή καθόλου
-γιατί γυρισμός χωρίς μάχη
στο σπίτι, είναι πατέρα ντροπή-
και τον άρρωστο αδερφό
(πόσο νοστάλγησα τη μουριά στην αυλή
κι έναν καφέ στη σκιά της!)
Ξεχάστε με τώρα, βγάλτε τα πέρα μόνοι
ίσως λιποτακτήσω και στα βουνά χαθώ
αν δε με βρούνε παγωμένο το πρωί
από συντρόφου χέρι...
Ο Υιός σου
στρατιώτης άκαπνος
Θερμοπύλες
έτη πολλά
Όταν όμως θέλετε να δώσετε έκταση αρκετή σε ένα ποίημα είναι καλό να υπάρχουν αποκορυφώσεις. Ας δούμε τις «Θερμοπύλες» συγκριτικά με το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» τού Καβάφη. Είναι και εκείνο ένα μεγάλο σε έκταση ποίημα, (στην ουσία ένα μικρό θεατρικό, αγαπούσε πολύ τα σκηνικά ο Καβάφης…), όμως παρά την εκτενή περιγραφή, (και μάλιστα την επαναληπτικότητα στίχων), έφτασε η κατάληξή του να γενεί παροιμιώδης και να απομείνει διαχρονική στην νεοελληνική γραμματεία. Ο λόγος είναι ότι όλη η ένταση, όλος ο διάλογος των προηγούμενων στροφών, καταλήγουν σε ένα δίστιχο σαφές, νοηματικά πεντακάθαρο, ακόμη και σε κείνα που υπονοούνται.
Βεβαίως στην ποίηση δεν υπάρχουν κανόνες ή τουλάχιστον οι κανόνες μπορούν πάντοτε να ανατρέπονται. Οι «Θερμοπύλες» είναι ένα καλό στην σύλληψή του ποίημα, όμως, επειδή ακριβώς είναι ένα δραματικό ποίημα, κατά την γνώμη μου απαιτεί μία δυναμικότερη ισορροπία ανάμεσα στις στροφές του. Επίσης, έτσι καθώς στην ουσία αποτελεί έναν μονόλογο ενός ανθρώπου που κουράστηκε να πολεμά ανεμόμυλους, ο διαχωρισμός σε στροφές αφαιρεί κάπως από την έντασή του. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να είναι ένα γράμμα με αρκετά αποσιωπητικά, σχεδόν δίχως σημεία στίξης και ό,τι άλλο θα μπορούσε να αποδώσει ακριβέστερα την ψυχική αναταραχή ενός ανθρώπου. Θυμηθείτε ότι έχουμε στην ουσία να κάνουμε με κάποιον που μετά από χρόνια κατάλαβε το μάταιο των προσπαθειών του, κατάλαβε αίφνης ότι είναι ταγμένος σε μία πλάνη, σε ένα πουκάμισο αδειανό. Ο μονόλογός του θα έπρεπε να αποτυπώνει όλη την τρικυμία, όλη την αγανάκτηση, θυμό και λύπη που τον κυριεύουν. Εάν το ποίημα αποκτήσει παραπάνω ένταση, νομίζω ότι μπορεί να γενεί πολύ καλό.
Πολύ καλό και το σατιρικό «Του ποιητή τα θαύματα», μπορεί να θυμίζει τα ανάλογα των Καρυωτάκη και Ουράνη θεματικά, αλλά είναι πρωτότυπο...
Του ποιητή τα θαύματα
Μορφές που κάποτε περάσαν και μ’ αγγίξαν
μορφές που κάποτε σαν όλους μας εζήσαν
νεκροί, πούχουν υπάρξει κι έχουν σβήσει
απ’ άκρη σ’ άκρη μ’ έχουν κατακλύσει...
να καρτεράνε τη στιγμή
να βρω καιρό, να βρω τον ήλιο
να βρω γαλήνη και βασίλειο
για άλλη μια, να πάω πίσω
και στα χαρτιά να τους ξυπνήσω...
Νεκροί στα σάβανά τους καρτερούνε
εμέ τον ποιητή για να σωθούνε
Σα το Χριστό κοντά τους θα σταθώ
«Δεύρο εσύ!» θα πω, αφού προσευχηθώ
-κι ευθύς θα ζωντανεύω τους τον βίο
αθάνατοι να ζήσουν στο βιβλίο-
Όμως, δε θα μπορέσω ν’ αποφύγω
-όταν από τον κόσμο τούτο φύγω-
τον φόβο που θα μ’ έχει κυριεύσει
«εμένα, ποιος θα ζωντανέψει;»
Να πω και κάτι για το ποίημα «Κωνσταντινούπολη, Αύγουστος 1072». Νομίζω ότι και εδώ, εάν συμμαζευθούν κάποιοι στίχοι ή και αφαιρεθούν εντελώς, έχωμε ένα καλό ιστορικό ποίημα, ιδιαίτερα καθώς η τελευταία στροφή προσφέρει εκείνο που έγραψα προηγουμένως, δηλαδή μία αποκορύφωση, μία κάθαρση, έστω και ζοφερή...
Κωνσταντινούπολη, Αύγουστος 1072
Κωνσταντινούπολη
Αύγουστος 1072
i
Τις τελευταίες μέρες του περνά
εξόριστος στη νήσο Πρώτη
ο άλλοτε γενναίος αυτοκράτορας
ο Ρωμανός -αφού εκάρη μοναχός-
καθώς σκληρά ετιμωρήθη
μετά την ήττα του στο Ματζικέρτι
για έγκλημα καθοσιώσεως...
(πατώντας ο νέος αυτοκράτωρ την υπογραφή
σωματικής ασφάλειας, που τούχε υποσχεθεί
διέταξε στο Κοτυάειον να βγάλουν του τα μάτια)
ii
Μα πώς, με τέτοιο έγκλημα τον Διογένη φόρτωσαν;
Η χήρα Αυγούστα ελεύθερα τον διάλεξε
και μ' όλους τους τύπους ενυμφεύθη
κι όταν εχρίσθη, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά
μία στην Πόλη, μια στα σύνορα!
(Λυσσάξανε οι κληρονόμοι Δούκες
γόνοι νωθροί και ξεπεσμένοι
μονάχη έγνοια τα συμπόσια, οι ηδονές κι επαύλεις
τους έκοψε το παντεσπάνι ο Ρωμανός
γι' αυτό τον πρόδωσαν στο Ματζικέρτι)
Τώρα πεθαίνει μόνος στο νησί.
Καθώς απαγορέψανε γιατρούς
κακοφορμίσαν οι πληγές, βρωμάει
και λεν πως πλήθος σκώληκες
σαλεύουνε στις κόγχες...
iii
Αύγουστοςωραία λικνίζονται στον λιμένα τα πλοία
από τα περιβόλια έρχονται ευωδιές πεπονιών
Κυριακή, χαρά Θεού για τους Έλληνες
τα τζιτζίκια τραγουδούν στις συκιές ομαδόν…
Ο αέρας εφέτος καλός, δροσερός!
(όλοι ανύποπτοι, μακάριοι, ευτυχείς
νίπτει τας χείρας ο επιλήσμων λαός
κι ο μόνος που βλέπει τη συμφορά να έρχεται
ένας ετοιμοθάνατος τυφλός)...
Παρατηρώντας το έργο σας, βλέπω ότι στην πλειονότητά του το διαπερνούν δύο βασικές επιρροές – η μία είναι τού Καβάφη και η άλλη τού Καρυωτάκη ή για να το πω καλύτερα τής γενεάς τού 20 και κάπως τού μεσοπολέμου. Ταυτόχρονα βλέπω πως όταν το θελήσετε, μπορείτε και συμπυκνώνετε τον στίχο, επικεντρώνετε νοηματικά, εστιάζετε στο σημαντικό ή στο σύμβολο που οδηγεί στο σημαντικό. Με βάση αυτά τα δεδομένα, νομίζω ότι το «στοίχημα» είναι να καταφέρετε την σύγκραση αυτών των στοιχείων, έτσι ώστε να προκύψει αποτέλεσμα φρέσκο και πρωτότυπο.
Υπάρχει συνταγή γι’ αυτό; Πιθανότατα όχι. Όμως νομίζω ότι κάποια πράγματα μπορούν να βελτιωθούν.
Το πρώτο είναι εκείνο που έγραψα και στην αρχή, η οικονομία κειμένου. Προσπαθήστε να περιορίσετε τον στίχο στα απαραίτητα, επενδύστε στην λιτότητα, ιδιαίτερα στα υπαρξιακά ποιήματα. Γράψτε και ξαναγράψτε το ποίημα, έως ότου πεισθείτε πως τίποτα το περιττό δεν υπάρχει μέσα του. Χρησιμοποιήστε περισσότερα σημεία στίξης αντί για λέξεις, όταν θελήσετε να δηλώσετε παύσεις, έκπληξη, θαυμασμό, απορία ή λύπη. Αποφύγετε όσο μπορείτε τα κακέμφατα, (για παράδειγμα στο ποίημα «Στον Καρυωτάκη», ο στίχος «που στ’ όνομά σου…»).
Στον Καρυωτάκη
-και συ στον Γολγοθά να παίζεις
τον τελευταίο μήνα της Πρεβέζης-
Κώστα -που τα θλιμμένα σου τραγούδια
πολλούς εμάγεψαν- άραγε την ύστατη στιγμή
της πιστολιάς, είδες τις δάφνες, τα λουλούδια
που στ' όνομά σου θα υψώνονταν σωροί
(πικρή, παράκαιρη αμοιβή των στίχων σου
που λάμπουν ακόμη ζωντανοί)
ή μήπως δε γνώρισες ποτέ το ύψος σου
και σαν παρίας έφυγες, μια έρημη ψυχή;
κι ήσαν πολλοί της αισιοδοξίας οι νονοί
''Ο Πεισιθάνατος!'' ''Ποίηση παλιά, του χτες!''
και ''Το παράδειγμά του προς αποφυγή!''
Όμως δεν είδαν που πήρες τον ασήμαντο
αξία τούδωσες, τον βάφτισες στο άβατο
(αφού κι ο πιο μικρός, με βίο ακύμαντο
στα μεσαλώνια, χτυπιέται με τον θάνατο)
Εδώ αλλάξανε πολλά. Του λόγου η εκφορά
απείρως δοκιμάστηκε, μεγάλοι ποντοπόροι
Νόμπελ μας έφεραν, όμως ίδια η μοναξιά
στα πεδινά μας και στα όρη. Κι οι φόροι,
κανάγιες με σεβιότ σ' απρόσιτα γραφεία.
Κόμματα κρύα, πράττουν κατά το δοκούν
και αριστεύουν στη ψηφoθηρία (θηρία
λυτά, που βλέπουν τους πελάτες τους σα λεία)
Δε γράφουμε πια, πληκτρολογούμε αφειδώς
μπροστά σε οθόνες, περιτέχνως με μανία
επί παντός (για τους αστέγους ασφαλώς
για τα κοάλα και τους πολέμους στη Συρία )
Μ' αυτά γερνούμε και περνά ο καιρός
λένε πως λιώνουν και οι πάγοι εις τη Σιβηρία
-μπορεί να φταίει ο καπιταλισμός-
Δεν έχω άλλα να σου γράψω, δυστυχώς
ο κόσμος μας γλυκός, πικρός σε μία άβυσσο
αγώνας για το ψωμί, το άλας και το φως
να μου γράψεις τα δικά σου απ' τον παράδεισο...
Επιμεληθείτε λίγο παραπάνω τον στίχο. Εκτός από τα σημεία στίξης, δώστε προσοχή στους διασκελισμούς, (κάποιες φορές προσθέτουν, αλλά πολλές φορές διασπούν την ανάγνωση και αλλοιώνουν τον ρυθμό), προσπαθήστε στον υπαρξιακό στίχο να χρησιμοποιείτε λέξεις «θερμές», στον σαρκασμό λόγιες και στα ιστορικά ποιήματα γλώσσα μικτή. Οργανώστε όσο καλύτερα γίνεται τις αποκορυφώσεις, φαντασθείτε το ποίημα σαν μία ανάποδη πυραμίδα, οι πρώτοι στίχοι μπορούν ίσως και να φλυαρούν κάποιες φορές, οι καταληκτικοί ποτέ, το ποίημα μπορεί να είναι «σαν φωνή μακρινή που σβήνει σιγά-σιγά…». Εκμεταλλευθείτε την αγάπη σας για την ιστορία και συνεχίστε να την χρησιμοποιείτε σαν δεξαμενή για την ποιητική σύλληψη.
Δείτε λίγο και τον ρυθμό. Είδα ότι στα έμμετρα ποιήματά σας αγαπάτε τον ενδεκασύλλαβο, δεν είναι κακός, αλλά θέλει κάποια μαεστρία στις τομές του, καθώς διαφορετικά γίνεται μονότονος, σαν στρατιωτικό βήμα. Για γοργό βηματισμό προτιμήστε τον τεμαχισμό τού δεκαπεντασύλλαβου, (8+7). Εάν επιμείνετε στον ενδεκασύλλαβο, προσέξτε τον τονισμό (ίσως τροχαίος, αντί για ίαμβος; ), με την σωστή του χρήση μπορούν να προκύψουν εξαιρετικά αποτελέσματα, (δείτε για παράδειγμα το θαυμάσιο ποίημα τού Σεφέρη «Θεατρίνοι, Μ.Α»).
Έχω την αίσθηση, (και συγχωρείστε με εάν κάμω λάθος), ότι η απόσταση που σάς χωρίζει από τα καλύτερα αποτελέσματα, σχετίζεται με τον χρόνο που μπορείτε να αφιερώσετε. Με περισσότερη αφοσίωση στην άχαρη εργασία, (διορθώσεις, πειραματισμοί, παραλλαγές, τροποποιήσεις και άλλα) και λίγη προσοχή στα τεχνικά, νομίζω ότι θα υπάρξουν σημαντικά αποτελέσματα. Έχετε γλωσσική επάρκεια, ιστορική μνήμη και γνώση και αγάπη για τον στίχο. Αυτή είναι η πρώτη ύλη, μα θέλει γέμισμα, εμβάθυνση, περισσότερο στοχασμό και κάποιες γνώσεις ποιητικής.
Εάν δεν τα έχετε ήδη τα βιβλία, θα σάς πρότεινα τα «Κριτικά» τού Άγρα, ένας από τους ελάχιστους άξιους κριτικούς στην νεοελληνική λογοτεχνία, που παρά τις ατέλειες και τα τυπικά λάθη, ευστοχεί σχεδόν πάντοτε στις κρίσεις του. Με έμμεσο τρόπο, μέσα από τα κείμενά του, θα διαπιστώσετε λάθη και αστοχίες στην νεότερη ελληνική ποίηση. Είναι πέντε τόμοι, αλλά φυσικά μπορείτε να τους προμηθεύεστε και χωριστά. Η τρίτομη ανθολογία Αποστολίδη επίσης παραμένει από τις καλύτερες, (αν και κάπως ακριβή), καθώς ανθολογεί με κριτήριο και όχι τυχαία. Διαφωνώ με κάποιες παραλείψεις της και κυρίως την απουσία επικαιροποίησης την τελευταία δεκαετία, αλλά ακόμη κι έτσι είναι ένας καλός ποιητικός οδηγός. Γενικότερα όμως μην επαναπαύεστε στα νεοελληνικά δοκίμια για την ποίηση, τα περισσότερα είναι στεγνές ακαδημαϊκές εργασίες ή μονότονα επηρεασμένα από την γενεά τού 30. Δυστυχώς στην κριτική τής λογοτεχνίας η βιβλιογραφία εγγράφει ένα μεγάλο κενό.
Τέλος, το ύφος, αυτή η μεγάλη κατάρα και η μεγάλη ουτοπία τού κάθε ποιητή, η αναζήτηση δηλαδή ενός ύφους διακριτού, ξεχωριστού, μίας ταυτότητας γραφής. Για τους περισσότερους από εμάς είναι δύσκολο, για να μην πω ακατόρθωτο. Μία παρηγορία όμως είναι πως ακόμη και πολύ σημαντικοί ποιητές, δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από τις επιρροές τους και ποτέ δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν ύφος αναγνωρίσιμο. Τα λέω αυτά, γιατί ίσως και να σας ενοχλεί που οι επιρροές σας αναγνωρίζονται κάπως εύκολα στους στίχους σας. Τίποτε το κακό σ’ αυτό, εάν το ποίημα είναι καλό. Θυμηθείτε μόνο ότι επάνω στο Καβαφικό ποίημα για το σκάκι, έχουν γραφτεί τουλάχιστον παρόμοια τρία ποιήματα από γνωστούς ποιητές και είναι όλα τους καλά. Μα από την άλλη, το νομίζω σχεδόν βέβαιο, ότι εάν ασκηθείτε περισσότερο επάνω στην γραφή, αργά και σταθερά, στοιχεία τής δικής σας γραφίδας θα αρχίσουν να αχνοφαίνονται και να ωριμάζουν.
Στην πραγματικότητα καλείσθε να γεφυρώσετε μία μικρή αναντιστοιχία. Ενώ συμπαθείτε πολύ Καβάφη και Καρυωτάκη, (ποιητές έντονους, θερμούς), τα κείμενά σας κρατούν μία απόσταση από το συναίσθημα, την ένταση, την καταβύθιση σε πιο σκοτεινές πλευρές τής συνείδησης. Ενώ δηλαδή η ιδιοσυγκρασία σας τείνει περισσότερο προς τον λυρισμό, την υπαρξιακή ποίηση και τον συμβολισμό, αυτό δεν αποτυπώνεται βιωματικά πάντοτε στους στίχους σας. Στην πραγματικότητα είναι πρόβλημα εκφραστικό που μπορεί να βελτιωθεί με την συνεχή άσκηση και πειραματισμούς επάνω στην γλώσσα.
Θα μπορούσαμε να πούμε κι άλλα αρκετά, αλλά δυστυχώς ο χρόνος πιέζει. Και να θυμάστε πάντοτε ότι σύμφωνα με τα κριτήρια των πολλών, τα ποιήματά σας μπορούν να σταθούν και να εκδοθούν δίχως πρόβλημα, απλώς η δική μου κρίση είναι αυστηρότερη και σκοπεύει το άξιο να γενεί αξιότερο.
Στην διάθεσή σας για ό,τι χρειασθείτε...
Με εκτίμηση,
Μάνος Τασάκος
