(Το ιστορικό της κριτικής του κ. Τασάκου...
Είχα ζητήσει στις 26 Ιανουαρίου 2020 σε προσωπικό μήνυμα στο fb, στον κ. Τασάκο να ρίξει μια ματιά στα ποιήματά μου που είχα στο blog. Kαι εδώ μια μικρή απολογία. Ποτέ μέχρι σήμερα δε ζήτησα τη γνώμη κριτικού. Δεν ξέρω αν ήταν από εγωισμό. Απλά δεν είχα εμπιστοσύνη στη ψυχή τους. Στον κ. Τασάκο διέκρινα όχι μόνο τη γνώση πραγματικά του αντικειμένου, τη διορατική ματιά, την ικανότητα να ανάγει την κριτική σε έργο τέχνης, αλλά διέκρινα επίσης μια ευγενική, ειλικρινής και έντιμη ψυχή. Και όλα αυτά, μονάχα από τα κείμενά του στο διαδίκτυο. Χωρίς να τον ξέρω προσωπικά, χωρίς να έχουμε συναντηθεί καν σε κάποια εκδήλωση. Του ζήτησα λοιπόν να ρίξει μια ματιά στα ποιήματά μου, ενώ ήμουν πια 55 ετών. Επειδή πέρασαν δύο μήνες και δεν πήρα απάντηση, συμπέρανα πως είτε δεν του άρεσαν και δεν απάντησε για να μην με πικράνει, είτε δεν είχε χρόνο να τα δει. Και επειδή είχα κουραστεί και βαρεθεί πολλά χρόνια να βλέπω τα ικανά (κατ' εμέ) ποιήματά μου στο blog -ίσως και από μια ανάγκη ανανέωσης- τα κατέβασα τον Μάρτιο του 2020 όλα και ανέβασα ποιήματά μου που δεν εκτιμούσα ιδιαίτερα, ας πούμε... τα παραπεταμένα μου. Ο κ. Τασάκος λοιπόν σε αυτή τη φάση μπήκε στο blog μου. Λόγω φόρτου εργασίας, είδε τα ποιήματά μου τον Απρίλιο και έπεσε πάνω στα παραπεταμένα. Ατυχία βέβαια. Η πρώτη λοιπόν κριτική έγινε πάνω σε αυτά.)
Κύριε Πύργαρη καλησπέρα σας…
Ζητήσατε την γνώμη μου για ποιήματα που έχουν αναρτηθεί στην
ιστοσελίδα σας. Τα διάβασα όσο μπορούσα προσεκτικότερα, (είναι ανελέητος ο
χρόνος και ο όγκος των έργων που καταφθάνουν μεγάλος) και θα αναφερθώ
πρωτίστως σε κείνα που θεώρησα ως περισσότερο άρτια και αξιόλογα. Θυμηθείτε
πάντως ότι στο τέλος-τέλος, όσα γράφω παρακάτω είναι απλώς μία γνώμη, τίποτε
αμετάκλητο και τίποτε φυσικά εξ ορισμού αλάνθαστο ή τελειωμένο.
Ανάμεσα λοιπόν σ’ αυτά που διάβασα, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια,
θα ξεχώριζα το ποίημα «Το ποτάμι»...
Το ποτάμι
Κάθονταν αμίλητοι οι γέροι
στο παλιό... το πέτρινο γεφύρι.
Δεν ήταν πια παιδιά, να ψάξουν
από πού έρχεται
και πού πηγαίνει το ποτάμι.
Ήσυχα δολώναν τα καλάμια
περιμένοντας
τα ψάρια να τσιμπήσουν...
Είναι ολιγόστιχο και εκ των πραγμάτων δεν φλυαρεί, εικονογραφεί με τρόπο
λιτό και πειστικό, δίνει εξαιρετικά την αντίστιξη ανάμεσα στην επαναστατημένη
νιότη και το παραιτημένο γήρας και, προ πάντων, εμπερικλείει έναν στοχασμό.
Οπωσδήποτε στοχασμό όχι πρωτότυπο, (μα δεν υπάρχει και παρθενογέννεση πια
στην ποίηση, τουλάχιστον όχι συχνά…), αλλά η απόδοσή του είναι πρωτότυπη
και απολύτως εύστοχη. Παρά το ότι γραμμένο σε ελεύθερο στίχο, διαθέτει επίσης
ρυθμό. Λίγη προσοχή μόνο χρειάζονται τα σημεία στίξης, στο συγκεκριμένο ποίημα
τα κόμματα θέλουν κάποιες αλλαγές στην τοποθέτησή τους. Κατά τα λοιπά ένα
πράγματι καλό ποίημα.
Το «Μυρμήγκι» διαθέτει επίσης παρόμοιες αρετές, η
δύναμή του απλώς μειώνεται σε σχέση με το προηγούμενο γιατί απουσιάζει κάποια
πρωτότυπη μεταφορά ή αλληγορία σε ένα κατά τα λοιπά χιλιοειπωμένο θέμα. Παρόλα
αυτά έχει τις ίδιες αρετές με το «Το ποτάμι» σε ρυθμό, λιτότητα και
αρχιτεκτονική στίχου...
Μυρμήγκι
Να μιλάς για σένα κάθε είκοσι χρόνια
αυτό είναι δύναμη
γιατί δεν είσαι, παρά ένα μυρμήγκι
που σέρνει με κόπο το σπυρί του
κάθετα διασχίζοντας, την άσφαλτο…
Η «Μνήμη καλοκαιριού» είναι επίσης ένα καλό ποίημα, ιδιαίτερα
καλό στην εικονογραφία του, τόσο που θα μπορούσε να αποτελέσει και στιγμιότυπο
ευρύτερης ενότητας με καλοκαιρινές εικόνες ή αναμνήσεις. Θα μπορούσε επίσης να
σταθεί εξαιρετικά ως προεισαγωγικό κείμενο σε έκδοση συλλογής.
Μνήμη
καλοκαιριού
Συναντήθηκα με κάτι τεμπέλικα δέντρα
μ' έναν δυόσμο στοχαστικό και περιπατητή
με τζίτζικες σταχτιούς που παίζαν
κρυφτό στα φυλλοκάρδια
και κάτι πονηρά πουλιά που καρτερούσαν
να στρέψεις αλλού τη κεφαλή
για να σου κλέψουν ψίχουλα
πάνω απ' το τραπέζι...
Τι στο καλό γυρεύαμε αυτό το καλοκαίρι
τόσοι τυχοδιώκτες, στο ίδιο μέρος;
Αν και «αντιποιητικό» σε γλώσσα, μού άρεσε πολύ και το «Άδοξη
Ειρήνη». Ένσταση διατηρώ μοναχά για τον τίτλο, για ένα τόσο χαμηλότονο
ποίημα βρίσκω πως είναι υπερβολικά πομπώδης, στερεότυπος και κάπως
μελοδραματικός. Η αλλαγή του νομίζω πως θα βελτίωνε καθοριστικά, (άλλωστε
και ο τίτλος στίχος είναι…) ένα έτσι κι αλλιώς γερό ποίημα.
(Άδοξη ειρήνη) 'Αντρες που ξέμειναν εδώ...
Άντρες που ξέμειναν εδώ
που δεν ξεκίνησαν ποτέ
για κάποια Τροία...
δεν έχουν να πληρώσουν τη ΔΕΗ
και δε διαφέρει αυτή η πληγή
απ' τις πληγές ενός Διομήδη
ενός Μαχάονα, τίποτα-
Αυτά τα τέσσερα ποιήματα τα νομίζω αξιότερα ανάμεσα στα
υπόλοιπα, δεν είναι κακή αναλογία.
Τώρα, να πω δυο λόγια για την συνολική αίσθηση που αφήνουν
τα υπόλοιπα. Ή, για να το πώ διαφορετικά, ποια είναι εκείνα τα προβλήματα που
δεν τ’ αφήνουν ν’ απογειωθούν, να ευστοχήσουν, να γενούν ποίηση υψηλής αξίας;
Το πρώτο, η γλώσσα, είναι αρκετές οι φορές που γλιστρά στο
στερεότυπο και στερεότυπο σημαίνει λέξη πολυχρησιμοποιημένη που έχει χάσει το
νοηματικό της βάρος. Δείτε για παράδειγμα τους στίχους
«…τις φέτες αφήνοντας να στριφογυρίζουν
στο αναπάντητο τραπέζι τής Τάξης…»
Τι πάει να πει άραγε αναπάντητο τραπέζι; Τι προσθέτει
στο ποίημα ως νόημα, έστω ως στολίδι; Είναι από εκείνα τα επίθετα που
χρησιμοποιούνται κατά κόρον στην σημερινή ποίηση, αλλά στην ουσία τους είναι
κενά, βρίσκονται εκεί μόνο και μόνο για να προσθέσουν στο κείμενο καλολογία,
βάρος, να υπονοήσουν στοχασμό. Δυστυχώς πετυχαίνουν το εντελώς αντίθετο
αποτέλεσμα, κάμουν το ποίημα να ακούγεται μη γνήσιο, επιτηδευμένο. Είναι
αλήθεια ότι στα περισσότερα ποιήματά σας αυτό το «ελάττωμα» δεν περισσεύει,
αλλά πάντως δεν παύει να υπονομεύει κάποιες καλές ιδέες και να τραυματίζει την
οικονομία τού κειμένου.
Ο δεύτερος μεγάλος εχθρός ενός ποιητή είναι η κοινοτοπία,
ένας κάποιος μελοδραματισμός, μία μελαγχολική διάθεση, που όμως δεν βρίσκει
πειστική δικαιολογία, δεν έχει εμφανείς πυροδοτήσεις, δεν διαθέτει
αυθορμητισμό. Θα έλεγα ότι το ποίημα «Φεγγοβολιά», (ως παράδειγμα το
χρησιμοποιώ…)
Φεγγοβολιά
Φεγγοβολιά στη νύχτα μου
πώς ν’ αφεθώ στον άνεμο
και την αδίσταχτη φωτιά που με προστάζει
καπνός ο εαυτός μου
χάνεται αψηλάφητος κι αλλάζει
καθώς μια χίμαιρα
με όλες τις ευχές
και μ’ όλες τις κατάρες με προετοιμάζει
γι’ άλλο ταξίδι ονειρευτό
γιατί με σένα την Ιθάκη μου ζυγιάζει...
τείνει προς αυτά τα χαρακτηριστικά, είναι σχετικά όμορφο
τεχνικά και γλωσσικά, όμως δεν κατορθώνει ν’ αποτυπώσει την «κεντρική ιδέα»,
μια έντονη ψυχική κατάσταση, μια αποκορύφωση, έστω μια λύτρωση. Είμαι βέβαιος
πως γνωρίζετε ότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση στην ποίηση κρύβει πολλές παγίδες και
η επιτήδευση είναι η πρώτη από αυτές, ένας παλαιός ποιητικός κανόνας έλεγε «όσο
πιο κοντά το πρόσωπο, τόσο πιο χαμηλός ο τόνος τού στίχου». Είναι και ένας
από τους λόγους, για παράδειγμα, που ο Καβάφης προτιμά σε πολλά του ποιήματα το
τρίτο πρόσωπο – είναι μία τεχνική που αποφορτίζει την ένταση στο κείμενο και
«περνά» ευκολότερα μηνύματα, που σε διαφορετική περίπτωση θ’ ακούγονταν πολύ
διδακτικά ή πολύ στομφώδη.
Και το τρίτο πρόβλημα σχετίζεται φυσικά με το νοηματικό βάθος,
τον στοχασμό που κρύβεται πίσω από τον στίχο. Εδώ έχουμε και την μεγαλύτερη
δυσκολία στους νέους ιδιαίτερα ποιητές που γράφουν σε δύο διαστάσεις και
αγνοούν την τρίτη, εκείνη τού βάθους.
Υπάρχουν ποιήματα όμορφα, αισθητικά άρτια, που μάς
ταξιδεύουν σε μια διαφορετική πραγματικότητα και είναι ποιήματα οπωσδήποτε
απαραίτητα, πρόκειται για ποίηση που υπηρέτησε πιστά η Αθηναϊκή σχολή, εν μέρει
οι συμβολιστές και αρκετοί ακόμη. Δεν υποτιμώ καθόλου την προσφορά τους,
μάλιστα σύντομα θα επιστρέψω σε όλους αυτούς με αφορμή ένα αφιέρωμα στον
Κωνσταντίνο Χατζόπουλο. Το ποίημα σας «Φιλί», (ένα όμορφο ποίημα), είναι
ένα παράδειγμα αυτής τής κατηγορίας...
Φιλί
Μελάτο σύκο ανάμεσα στα στόματα
των κορμιών ο Άυγουστος γινώνει
είναι η αρχαία πείνα
τα χείλη μυστικά σιμώνει
προς τον καρπό, που ξάφνου χάνεται
και χείλη ακουμπούν
αντί γι' αυτόν
τα χείλη...
Είναι πολύ όμορφο πράγματι, καθώς
δημιουργεί ανάγλυφη την εικόνα τού καλοκαιριού, ενώ όλα τα ρήματα που
χρησιμοποιούνται συντείνουν σε τούτη τη θερινή ραστώνη, στο μέλωμα, στην
ηδυπάθεια, στην παραλυτική ζέστη.
Όμως, από ένα σημείο και πέρα, όλο τούτο εξελίσσεται, (ή
θα πρέπει να εξελίσσεται), πέρα από την φωτογραφία μιάς σκηνής, προς το παρασκήνιό
της. Και εκεί είναι που δίνει εξετάσεις η καλή ποίηση, όταν δηλαδή ξεκινά να
φιλοσοφεί, να αναρωτιέται, να προβληματίζεται, (έξοχο δείγμα παρόμοιας
ποίησης ο Παπατζώνης). Δεν είναι εύκολο, καθόλου εύκολο.
Νομίζω λοιπόν ότι, ενώ σε ένα πρώτο επίπεδο τα δείγματα
γραφής σας είναι πολύ καλά, γίνεται απαραίτητη η εξέλιξη τής ποιητικής σας προς
μονοπάτια περισσότερο απαιτητικά, βαθύτερα, στοχαστικότερα. Η αισθητική δεν
πρέπει βεβαίως να χαθεί, μήτε κάποιες ιδιαιτερότητες τής γραφής σας, (ο
τρόπος για παράδειγμα που χρησιμοποιείτε τον διασκελισμό στον στίχο…),
απλώς κρατώντας τα όποια σημερινά πλεονεκτήματα να διευρύνετε τα νοηματικά
πεδία.
Βεβαίως, δεν θα ήθελα να παρεξηγηθώ. Εάν αναφερόμαστε στα
σημερινά κριτήρια (;) για την ποίηση, τα ποιήματά σας στέκουνται αξιοπρεπώς και
με το παραπάνω. Όσα αναφέρω εδώ βασίζονται σε κριτήρια διάφορα, πολύ πιο
απαιτητικά. Και μ’ αυτήν την έννοια, είναι κριτήρια που δεν αρκούνται στην
ευκολία, στην γρήγορη γραφή, στα τετριμμένα. Η απόφαση είναι τού κάθε ποιητή
ξεχωριστά για το ποιον δρόμο θέλει να ακολουθήσει.
Ίσως σάς στενοχώρησα και λυπάμαι εάν αυτό συμβαίνει. Αλλά
επιζητώντας μία κρίση, νομίζω ότι επιζητάτε περισσότερο την επισήμανση κάποιων
αδυναμιών, παρά τον έπαινο. Και όπως είπα στην αρχή δεν είναι παρά μία γνώμη.
Πιθανώς και λανθασμένη.
Εύχομαι τα καλύτερα σε όσα δημιουργείτε…
Με εκτίμηση,
Μάνος Τασάκος
28/4/2020