Translate

Wednesday, September 3, 2025

Το τρύπιον παπούτσι...

 


 -Διήγημα-

 

   Ο Γεώργιος έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, ετούτην την εαρινήν εσπέραν του δύο χιλιάδες πέντε. Είχεν την παρουσίασιν του πρώτου βιβλίου του. Ήτο μία συλλογή διηγημάτων, εμπνευσμένων εκ των ταξιδίων του ως πολεμικού ανταποκριτού εις εμπολέμους χώρας. Αν και φύσει μετριόφρων ο Γεώργιος, απόψε ησθάνετο κάπως υπερήφανος οπού είχε κατορθώση να συγγράψει αυτό το βιβλίο εκείνος, εις πτωχός κάποτε μαθητής, ίσως ο πτωχότερος όλων των συνομηλίκων του εκείνην την εποχήν. Δι΄ αυτό επέλεξεν να κάμη την παρουσίασιν ουχί εις Αθήναν οπού διέμενε πια και ηργάζετο, αλλά εις το χωρίον του και μάλιστα εις το δημοτικόν σχολείον εις το οποίον εφοίτησεν ως μαθητής, την δεκαετίαν του χίλια εννεακόσια εξήντα. Ίνα ξορκίσει ίσως τα πτωχά και δύσκολα παιδικά του χρόνια. Ίσως και κάποιους δαίμονες οπού εμφανίζοντο ενίοτε ακόμη…
   Εις την εκδήλωσιν είχε συρρεύσει κόσμος και κοσμάκης. Ουχί μόνον εντόπιοι, αλλά και φίλοι του Γεωργίου εξ Αθηνών. Δημοσιογράφοι, λογοτέχναι, κριτικοί μα και απλοί φίλοι. Ήτο μία ωραία βραδιά! Λόγοι και ύμνοι προς τον νέον συγγραφέα, ως είθισται εις τοιαύτας περιπτώσεις. Ο Γεώργιος έλαμπεν από χαρά. Μόνο να φανταστή δύναται τις, πώς ησθάνονται οι συγγραφείς εις την παρουσίασιν του πρώτου των βιβλίου! Τα χειροκροτήματα ήσαν ειλικρινή και θερμά, διότι ο Γεώργιος ήτο ηγαπητός εις όλους. Τέλος, εκείνος εκάθητο εις την θέσιν του και όλοι εφέροντο εμπρός του με βιβλία ανά χείρας, διά να τον συγχαρούν και να τους υπογράψει μίαν αφιέρωσιν. Δι΄ ολίγον ένιωσε ως Χέμινγουέι μα ως μετριόφρων οπού πράγματι ήτο, αύθις συνήλθε και διεκπεραίωνε με ταπεινότητα και φιλικότητα το έργον, ευχαριστών εκ βάθους καρδίας του φίλους, γνωστούς και αγνώστους, οπού του έκαμαν την τιμή να παρευρεθούν εις την μεγάλη χαρά του…
   Ανάμεσο όμως εις τους ανθρώπους οπού ανέμενον διά να τον χαιρετήσουν, ο Γεώργιος διέκρινε έν ζεύγος βαθεώς ηλικιωμένων. Ο γέρων θα ήτο ως ενενήκοντα ετών, εβαστούσε μπαστούνιον και κοπιωδώς ωρθούτο. Η κυρία σιμά οπού τον εστήριζε –προφανώς η συμβία του- κοντά του ήρχετο εις την ηλικίαν και αυτή. Του Γεωργίου κάτι του ενεθύμιζε ο γέρων, όμως δεν ημπορούσε να καταλάβει ακριβώς τι. Κάποια στιγμήν όμως, το ζεύγος εστάθη εμπρός του…
   -Δεν ήρθα για σένα, ούτε για το βιβλίο!... είπεν σιγανά και με προσπάθεια ο γέρων.
   Ακούων όμως την φωνήν ο Γεώργιος –ας ήτο σιγανή, σχεδόν ξέψυχη- ενεθυμήθη! Δεν ήτο άλλος παρά ο κύριος Γιαννόπουλος… Ο δάσκαλός οπού είχε εις το δημοτικόν! Ο Γεώργιος εταράχθη, διότι με ετούτον τον δάσκαλον –ότε εκείνος ήτο εις την ακμήν του- είχεν μίαν πικράν εμπειρίαν. Προς στιγμήν απόμεινε ενεός να κοιτά τον ηλικιωμένον κύριον ως άγαλμα. Διά ελάχιστα δευτερόλεπτα εταξίδευσε αστραπιαίως εις το παρελθόν…
 
  Ήσαν τα δύσκολα έτη της παιδικής του ηλικίας, οπού πολλάκις ήθελεν να λησμονήσει. Η οικογένεια πτωχή και οι καιροί δύσκολοι. Εάν δεν υπήρχον και τα συσσίτια τότε με το γάλα κάθε πρωία, το μπουλουχούρι, την θρεψίνη, τες μαρμελάδες, τα μακαρόνια με κιμά κάθε Πέμπτην, θα την είχε πολύ άσχημα ο Γεώργιος. Τα ρούχα δεν τον πολυένοιαζον κι ας ήσαν πτωχά. Η μάνα έκαμε ό, τι ημπορούσε η καημένη με τα μπαλώματα, τουλάχιστον ήσαν καθαρά και δεν εκρύωνε. Μα ο  μέγας καημός του Γεωργίου ήτο τα παπούτσια! Εκόντευε να τελειώσει το δημοτικόν και ιδικά του παπούτσια εις τους πόδας δεν είχε βάλει. Μόνον εκείνα οπού επαλαίούντο εκ των μεγαλυτέρων αδελφών. Μα ότε ήρχοντο εις αυτόν ήσαν παλαιά, ταλαιπωρημένα, τρύπια. Και οι χειμώνες εις το χωρίον υγροί, λασπώδεις με συχνούς υετούς και χιόνας. Δεν τολμούσε να περιπατήσει δέκα βήματα έξω και εκ τας τρύπας τα παπούτσια εγέμιζαν ύδωρ. Ολημερίς λοιπόν επάγωνε! Εξύλιαζαν οι πόδες του… Προσεπάθη ενίοτε να εμβάση εις τας πατούσας χαρτόνια μα δεν εβοήθων. Μετά την παρέλευσιν ολίγης ώρας, τα χαρτόνια καταστρέφοντο εκ του ύδατος και της υγρασίας και πάλιν ο Γεώργιος επάγωνεν.
   Ώσπου μίαν ημέραν ήλθεν ιδέα φαεινή! Το αριστερό του παπούτσι εκείνη την εποχή ήτο καλό εις τον πάτο, μα το δεξί είχεν μία μεγάλην τρύπα, οπού πολύ τον εταλαιπώρει. Θα μαστόρευε το λοιπόν, πατούσα από ξύλο! Εις τον πατρικόν οίκον ο πατήρ του διέθετε μίαν μικρήν σέγαν. Ο Γεώργιος ηύρεν έν γερό σανίδιον, το εμέτρησεν να έρχεται ασορτί εις την πατούσαν, το έκοψε με την σέγαν, το επλάνησε, έκαμε ακόμη και καμάραν διά να ταιριάζει εις τον δεξιόν πόδα. Τρεις ολόκληρας ώρας του εστοίχησε το εγχείρημα. Τέλος το τοποθέτησε χαρούμενος εις τον πάτον του παπουτσίου και το εδοκίμασε... Μια χαρά εφαίνετο! Επιτέλους θα ελυτρώνετο από τη βάσανο, διότι ο χειμών εμπρός ήτο ακόμη μακρύς…
 
   Παρήλθον κάμποσαι ημέραι. Η ξύλινη πατούσα επήγαινε μια χαρά. Το τρύπιον παπούτσι δεν έμβαζε ύδωρ. Ο Γεώργιος ίσως να περιπάτη κάπως κουτσά πια -διότι ο εις πους εστέκετο ολίγον τι υψηλότερον- μα μπρος στον πόνο τι ειν΄ τα κάλλη! Μια χαρά ησθάνετο και μάλιστα είχε μεγαλώσει η αυτοπεποίθησίς του σχετικά με τον μεγάλο του έρωτα, την… Τίνα! ‘Ητο ξανθιά και πολύ όμορφη και ο Γεώργιος ήτο σφόδρα ερωτευμένος μαζί της, καιρόν τώρα. Όσο όμως δεν είχε λύσει το ζήτημα της τρύπας εις το παπούτσι, δεν ετόλμα να την κοιτάξη. Τώρα πλέον είχε θαρρέψει και ητοιμάζετο να κάμει το μεγάλο βήμα. Είχεν φτιάξει υπό ξύλου ελαίας μίαν μικρήν καρδίαν και είχε χαράξει επάνω της δύο γράμματα Γ+Τ. Ήλπιζε λοιπόν πως θα ηύρισκεν την ευκαιρίαν να ξεμοναχιάση την Τίναν και να της χαρίση την καρδίαν. Όμως την ίδιαν εκείνην ημέρα οπού απεφάσισεν ο Γεώργιος να κάμη το μεγάλο βήμα, εκείνη ακριβώς συνέβη κάτι απρόοπτον, κάτι αναπάντεχον και ντροπιαστικόν οπού εσφράγισεν ανεξίτηλα την ψυχήν του μικρού Γεωργίου…
    Ο κ. Γιαννόπουλος ήτο σκληρός δάσκαλος ως ήσαν άλλωστε όλοι οι δάσκαλοι της χώρας τότε, οίτινες με την άδεια και τας σχετικάς διατάξεις του υπουργείου, κτυπούσαν ανελέητα τους μαθητάς. Ακόμη και ο γονέοι τους παρότρυναν να δέρουν με το παραμικρόν τα παιδία, χωρίς δισταγμόν ή τύψιν, διά... να γίνουν άνθρωποι! Καμία σχέσις με την σήμερον οπού τα παιδία τελούν υπό καθολικήν ανοχή και δέρουν εκείνα τους δασκάλους. Αποτελεί μέγα ερώτημα όμως, πώς αυτή η χώρα αδυνατεί να διατηρήση χρυσάς τομάς… μέσας οδούς, αλλά τείνει πάντα προς τα άκρα. Εβένινον ή λευκόν, λες και δεν υπάρχουν άλλοι –και μάλιστα πιο επωφελείς και αναλόγως προσαρμόσιμοι- χρωματισμοί.
   Εκείνη την ημέρα λοιπόν, ο κ. Γιαννόπουλος ήτο ακόμη πιο σκληρός από το σύνηθες. Εφάνη εκ του πρωινού. Πρώτα εχαστούκισε δυνατά εις την παρειάν μαθητή, διότι είδεν πως εκείνος εκουνήθη κατά την διάρκεια της ανάκρουσης του εθνικού ύμνου. Είτα επήρε την βέργαν και έρριψε είκοσι ξυλιάς εις την παλάμην και δέκα εις την ράχην της χειρός ετέρου μαθητή, ο οποίος δεν είχε συγγράψει αντιγραφή. Τέλος… του εμύρισαν άσχημα πόδες εις την αίθουσα και πρόσταξεν όλους τους μαθητάς να εξάγουν τα παπούτσια τους, διά να ελέγξει ποίου οι πόδες κακοσμούν…
   Εδώ ο Γεώργιος επάγωσε! Πώς να εξάγη τα παπούτσια του εις την κατάστασιν που αυτά ήσαν; Και καλά το αριστερόν, μα το δεξί; Οι μαθηταί ήρχισαν να βγάζουν τα παπούτσια τους μα ο Γεώργιος ήθελε να ανοίξει η γη και να τον καταπίη. Έβγαλε μόνον το αριστερόν και το άφησε εις τον διάδρομον. Και ανέμενε ως να ανέμενε την θεία δίκην…
Κάποτε ο δάσκαλος έφθασεν εμπρός του. Ιδών όμως μόνον το έν παπούτσι του Γεωργίου, συνοφρυώθη, εσταύρωσε τας χείρας εις το στήθος κοιτάζοντάς τον αυστηρά και τώ είπεν…
   -Με ένα παπούτσι ήρθες στο σχολείο Ιάσων;
   Ο Γεώργιος δεν ομίλη...
   -Ξέρεις γιατί σε λέω Ιάσων;
   -Μάλιστα κύριε! Επειδή ο Ιάσονας επέστρεψε στην πατρίδα του μονοσάνδαλος!...
   -Α μπράβο! Σ΄αυτά είσαι καλός! Για να δω και το άλλο παπούτσι σου τώρα…
   Ο Γεώργιος δεν εκινείτο. Ο δεξιός του πους ήτο από την άλλη πλευρά του δασκάλου…
   -Γύρνα από δω!... τον πρόσταξεν ο δάσκαλος…
   Ο Γεώργιος τρέμων έκαμε στροφήν ενός τετάρτου εις το θρανίον του. Με την άκρην του οφθαλμού του είδεν απέναντι την Τίνα... Τον εκοίτα ως όλοι οι μαθηταί της αιθούσης οπού είχον στραμμένην την προσοχήν επάνω του. Ήρχισε να τρέμει. 

   -Βγάλτο!

   ο Γεώργιος δεν εκινείτο. Αίφνης ο δάσκαλος έσκυψε, τράβηξε το παπούτσι του Γεωργίου και το εσήκωσε ψηλά…
   -Είναι λοιπόν αυτό το παπούτσι ο ένοχος της κακοσμίας;
   Όλοι οι μαθηταί όμως είδον την τεραστία τρύπα εις τον πάτον του παπουτσίου, όπως το εκράτει ορθόν ο δάσκαλος και ήρχισαν να γελούν. Μα τότε ο ξύλινος πάτος οπού είχε μαστορέψει ο μικρός Γεώργιος, ηύγεν από το παπούτσι και έπεσεν κάμνοντας θόρυβον εις το πάτωμα. Οι μαθηταί ήρχισαν να γελούν τρανταχτά. Ο δάσκαλος επλησίασε το πρόσωπο εις το παπούτσι, έθεσε τον οφθαλμόν εις την τρύπαν ώστε να βλέπη από την άλλη πλευρά και κάμων μίαν αργήν στροφήν γύρω από τον εαυτόν του να τον ιδούν όλοι οι μαθηταί, απεφάνθη…
   -Μάλλον δεν είναι αυτός ο ένοχος. Αλλά έχει μία τρύπα εδώ, που ακόμη κι εγώ περνάω από μέσα!
   Ήτο σαν ένας μικρός θάνατος διά τον Γεώργιο. Εντός του ήρχισαν να αναδεύονται λυγμοί. Είχεν σκύψει την κεφαλή, ερυθριάζοντας μέχρι τους όνυχας χειρών και ποδών και επεθύμει διακαώς να αποθάνη. Δεν είχε την παραμικράν δύναμιν να σηκώση την κεφαλήν ίνα ιδεί τουλάχιστον εάν εγέλα και εκείνη. Διότι μόνον αυτό τον ένοιαζε πια. Ας τον κορόιδευε ο δάσκαλος. Ας εγέλων όλοι μαζί του. Δεν ήθελε όμως με τίποτε  να γελά και η Τίνα. Τελικώς ετούτο, παρέμεινε ένα από τα αναπάντητα μυστήρια του βίου του Γεωργίου. Διότι δεν εσήκωσε διόλου την κεφαλήν και δεν έμαθε ποτέ εάν γέλασε και η Τίνα εις αυτήν την περίστασιν. Μόνο ήρχισε να κλαίει. Προσεπάθησε να συγκρατηθή μα οι λυγμοί ανήλθον εις τον λαιμό του αφρώδης, ορμητικός ποταμός. Δεν ενθυμείται άλλα από εκείνην την φαιδρή ημέρα. Μόνο τον δάσκαλο να φωνασκή…
   -Τι κλαις; Μη κλαις ρε! Δε ντρέπεσαι να κλαις ολόκληρος άντρας; Σταμάτα να κλαις!...
 
   Λοιπόν, αυτός ο δάσκαλος οπού ήτο πια ενενήκοντα ετών, έστεκεν τώρα εμπρός του…
   -Δάσκαλε!... αναφώνησε ο Γεώργιος και ωρθώθη.
   Όλοι σχεδόν ήκουσαν την λέξιν ΄΄δάσκαλε΄΄ και οπισθοχώρησαν, αφήνοντες χώρον εις τον Γεώργιο και το ηλικιωμένο ζεύγος να… δράσουν. Σα να ευρίσκοντο σε θέατρο και επρόκειτο να παρηκολουθήσουν μίαν πολύ έντονη σκηνή. Ο Γεώργιος ηύγε από εκεί οπού εκάθητο, έφερε γύρον την τράπεζα και κατηυθύνθη προς τον παλαιό του δάσκαλον. Πλησιάζων αυτόν ήνοιξε τας χείρας, τον ενηγκαλίσθη και τον ησπάσθη συγκινημένος και εις τας δύο παρειάς…
   -Δάσκαλέ μου, πως είστε;
   Απόλυτος ησυχίαν εις την αίθουσα. Ο δάσκαλος με φωνή οπού ήρχετο εξ εγκάτων του, με φωνήν οπού εφαίνετο ότι έκαμε μεγάλην προσπάθεια να ακουσθή, είπεν…
   -Δεν με εξέπληξε η εξέλιξή σου!... Δεν ήρθα γι΄αυτό όμως, επειδή το περίμενα! Ήρθα -εδώ ηύξησε όσο δυνόταν περισσότερο την ασθενή φωνή του- για να σου ζητήσω συγνώμη! Ξέρεις εσύ γιατί! Συγνώμη λοιπόν, ενώπιον όλων! Τώρα μπορώ να πεθάνω ήσυχος!
   Μετά, εστράφη προς την συμβία του, της έκαμε νόημα και ήρχισαν αργά –ο γέρων εκράτει και μπαστούνιον οπού κάθε τόσο ηκούετο ρυθμικά καθώς εκτυπούσε εις το πάτωμα- να κατευθύνονται προς την έξοδο. Ο κόσμος οπού είχεν παρηκολουθήσει την σκηνήν, ήνοιγε διάδρομον διά να αφήσει το ηλικιωμένο ζεύγος να φθάση εις την θύραν. Εις το ήμισυ όμως της μικράς ταύτης διαδρομής, όλοι εξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Μόνον ο Γεώργιος είχεν απομείνει αποσβολωμένος εις την θέσιν του, έτοιμος να σωριασθή εις το πάτωμα…

 


Γιώργος Πύργαρης 
3 Σεπτεμβρίου 2025

Φιλολογική επιμέλεια: Κυριάκος Γεωργιάδης

Monday, September 1, 2025

Εκ των απορριμμάτων

 


Διήγημα
(αφιερωμένο στον φίλο μου Γιώργο Χριστοδούλου)


  

   Ο Γεώργιος ΄΄Χ΄΄ θεωρείται σήμερον είς εκ των κορυφαίων θεατρικών συγγραφέων εις την χώραν. Είχεν το θάρρος να κάμει μίαν ποιοτικήν στροφήν εις τα θεατρικά δρώμενα. Αντί να βαδίσει προς την κατεύθυνσιν του συρμού, οπού δεν αποτελεί πλέον παρά μία εξέλιξις της παρακμής και μίμησις δυτικών προτύπων, εκείνος προετίμησε να αναδείξη μορφάς εγχωρίους οπού είχον βάρος και αξία και οίων ο βίος ήξιζε πραγματικά να μνημονευθεί. Ούτως ανεστήθη εις το σανίδιον ο Χαλεπάς, ο Αττίκ, η Λέλα Καραγιάννη. Δεν εδίστασε - λαμβάνων όλον το ρίσκον του εγχειρήματος- να αναστήση ακόμη και ήρωας του ΄21, ως τον Κολοκοτρώνην και τον Νικηταράν. Και λέγω ρίσκον, διότι μεγάλοι παραγωγοί και θεατράνθρωποι αποφαίνονται ακόμη και σήμερον πως η φουστανέλα δεν… πωλεί και προτιμούν ελαφράς κωμωδίας. Ούτω εχάθησαν τα πρότυπα και ο Έλλην ελησμόνησε την ρίζαν… δεν ηξεύρει σήμερον πού πατεί και πού υπάγει. Εις πείσμα των καιρών όμως ο Γεώργιος επέτυχε, διότι εστηρίχθη εκ μέρους εκείνου του κοινού, ον εν τέλει δεν γυρεύει εις τα θέατρα μόνον τον γέλωτα και την μακαριότητα, αλλά και την ποιότητα. Έναντι μίας γενικευμένης κατακρημνίσεως αξιών, αναζητεί εναγωνίως πρότυπα και σταθερά σημεία.

   Όμως ο δρόμος του Γεωργίου δεν ήτο στρωμένος με ροδοπέταλα εις το θεατρικόν στάδιον. Μίαν θερινήν εσπέραν, μοι εδιηγήθη ο ίδιος -ήμεθα φίλοι πια- υπό του ευμόρφου και δροσερού πλατάνου του χωρίου μου ενώ τρωγοπίναμε, μίαν πολύ ενδιαφέρουσα ιστορίαν. Μου έκαμεν τόσην εντύπωσην, οπού του υπεσχέθην ευθύς πως θα τη σιάξω διήγημα…


   Ήργησε ο Γεώργιος να ασχοληθή με το θέατρον. Ως νέος συνέγραφε στίχους και ποιήματα, άτινα δεν εδίστασε κάποτε να τα δώση και εις αυτόν ακόμη τον… Μάνο Χατζιδάκι! Τον ηύρε όλως τυχαίως εις την Ακαδημίας εις το πατάρι ενός καφέ. Εκάθητο και συνεζήτει ησύχως με τον Γκάτσον. Ο Γεώργιος με την άγνοια κινδύνου της ηλικίας του, επλησίασε τους δύο μεγίστους άνδρας, συνεστήθη και έδωκε τους στίχους του εις τον Μάνο, όστις αφού τους έρριψε μία ματιά απεφάνθη… 

   -Κάτσε! 

   Ο δεκαοκτάχρονος Γεώργιος, εκάθισε σιμά εις τον Χατζιδάκι και τον Γκάτσον…

   -Γιωδγάκη γδάφε… γδάφε! Αλλά να ξέγεις πως στα συγτάγια μας, χωγάνε πολλά ποιήματα!

   Έκτοτε και διά πολλά έτη ο Γεώργιος ηργάζετο ως δημοσιογράφος. Επήγε ακόμη εις το Ιράκ και αλλαχού ως πολεμικός ανταποκριτής. Ταξίδια οπού εκ βαθέων τον ήλλαξαν. Μάλλον εξύπνησαν εντός του διά τα καλά τον καλλιτέχνην. Απεφάσισεν λοιπόν κάποτε, να κάμη και ο ίδιος αληθήν τέχνην. Θα εκόντευε τα πεντήκοντα πια. Αφού εβασανίσθη πολύ, κατέληξε να ασχοληθή με τον Γιαννούλη Χαλεπά. Τον βασανισμένο γλύπτη της Τήνου. Τον απαράμιλλο δημιουργό της… Κοιμωμένης. Τον σύγχρονο Φειδία! Εμελέτησε πολλούς μήνας τον βίο του, επεσκέφθη ακόμη και το ψυχιατρείον της Κερκύρας οπού ο καλλιτέχνης ενοσηλεύθη διά πολλά έτη. Και εν τέλει, λέξιν την λέξιν, πρότασιν την πρότασιν, παράγραφον την παράγραφον εκέρδιζεν, ωσότου ετελείωσε το θεατρικόν διά τον σπουδαίον γλύπτην. Αύθις το υπέβαλλε εις κρατικόν διαγωνισμόν, με τριακοσίους άλλους διαγωνιζομένους…

   Μίαν ημέραν -είχεν παρέλθει καιρός- και ενώ είχεν παραδώσει μόλις το καθημερινόν άρθρον εις την εφημερίδαν εις την οποίαν ηργάζετο και ητοιμάζετο ανύποπτος να φύγη, συνάδελφοι τον ειδεποίησαν πως όλαι αι εφημερίδαι γράφουν δι΄ εκείνον. Εξεπλάγη…

   -Για μένα; Τι γράφουν για μένα;

   Το θεατρικόν έργον διά τον Χαλεπά -που έφερε τον τίτλο ΄΄Η κοιμωμένη μου΄΄- είχεν κερδίσει εις τον διαγωνισμόν! Ήτο πρώτον εκ των τριακοσίων! Ο Γεώργιος εκόντεψε να πετάξει από χαράν! Επιτέλους, ήνοιγαν νέοι οδοί! Δε θα ήτο πια εις απλούς δημοσιογράφος οπού θα έγραφεν άρθρα του συρμού διά την επιβίωσιν, αλλά συγγραφεύς θεατρικών έργων! Είς Έλλην Σαίξπηρ. Είς Έλλην Τσέχωφ… Ίψεν! Αφού το έργον του εκέρδισεν, το υπέβαλλεν με αισιοδοξίαν εις το Εθνικόν ίνα αναβή η παράστασις. Και ανέμενεν, ενώ εντός του εδούλευεν κιόλας νέα έργα! Ως να τον είχεν εγγίξει μία μούσα με το ραβδί της και έρρεον εντός του ποταμοί με ιδέας...

   Εις μάτην όμως! Επέρασαν ημέραι, επέρασαν εβδομάδες, μήνες… Ουδεμία απάντησις! Μετά επτακοσίας τριάκοντα τρεις ημέρας, κάποιος εδέησε να διαβάση το έργο, μα ουδέν απεφάσισαν οι ιθύνοντες περί τούτου. Η δικαιολογία οπού έδιδον, ήτο πως εκείνος ήτο άγνωστος ακόμη συγγραφεύς εις το κοινόν και δεν ημπορούσαν να διακινδυνεύσουν το έργον του εις το Εθνικόν.

   Ο Γεώργιος δεν επτοήθη. Επήρε το έργον και το έκαμεν αρκετάς φωτοτυπίας. Εγυρνούσε το λοιπόν εις τα θέατρα των Αθηνών και το εμοίραζε. Δεν ηδύνατο, κάποιος θα συνεκινείτο. Φευ όμως! Έδιδε τηλέφωνα, έδιδε διευθύνσεις, ανέμενε μεθ’ αδημονίας έν μήνυμα, μίαν είδησιν… Όμως σιωπή. Ο Γεώργιος ηπόρει… Πώς είναι δυνατόν να μην ασχολείται ουδείς, με έν έργον ον είχεν μάλιστα βραβευθεί; Διατί άραγε το εβράβευσαν; Διά να του οξύνουν την οδύνη; Οι ύστατοι τούτοι τρεις χρόνοι της αναμονής… ήσαν σκέτη κόλασις! Μαύρη η ώρα που συνέγραψε ετούτο το έργον οπού τον είχεν ανασταστώσει, τον είχεν γεμίσει με φρούδας ελπίδας και είχεν αλλάξει τον ρου του βίου του. 

   Μίαν χειμερινήν εσπέραν με τσουκτερόν κρύον, δεν άνθεξε. Θα επήγαινε εις εν θέατρον της Φωκίωνος Νέγρη οπού προ ολίγου καιρού είχεν αφήκει το έργο του. Θα επήγαινε ίνα ερωτήση τουλάχιστον εάν το προώθησαν εις τους υπευθύνους. Ήτο σχεδόν θυμωμένος. Εφοβείτο πως θα εκαυγάδιζεν. Εκεί τον είχεν φθάσει η απόγνωσις…

   Ανέβη την κλίμακαν του θεάτρου και ηρώτησε την κοπέλα εις το ταμείον, εάν όντως είχεν δώσει το έργον εις τον υπεύθυνον. Εκείνη τον διεβεβαίωσεν πως πράγματι είχεν κάμει ό, τι έπρεπε και πως όλα πια ευρίσκοντο εις τας χείρας του θιασάρχου. Ο Γεώργιος ηρώτησε εάν ηδύνατο να τον ιδή, μα εκείνη απήντησε πως εντός ολίγου θα ήρχιζε το έργον και πως δεν ήτο εύκαιρος τέτοιαν ώρα εκείνος… Ο Γεώργιος απεφάσισεν να αναμένη έξω, έως ότου τελειώσει η παράστασις. Είτα, θα επήγαινεν εις τον θιασάρχην. Ηύγε. Έκαμεν τσουκτερόν κρύον. Επλησίαζον Χριστούγεννα. Εσήκωσε τον γιακάν και ήναψε σιγαρέττον. Ολίγον μακρύτερον όμως, ήτο είς κάδος απορριμάτων και ενεθυμήθη ότι εις την τσέπην του παλτού του είχεν έν υπόλειμμα χάρτου σοκολάτας. Κατηυθύνθη προς τον κάδον διά να αφήση το χαρτίον, μα καθώς επλησίαζε, διέκρινε εντός του κάτι γνώριμον. Ότε έφθασεν, η καρδία του προ στιγμήν εσταμάτησεν. Διότι εκείνο το… γνώριμον, δεν ήτο τίποτε άλλο παρά αι είκοσι τρεις συρραπτόμεναι σελίδαι του θεατρικού έργου του που έφερεν εις την πρώτην σελίδα τον τίτλον… ΄΄Η κοιμωμένη μου΄΄! Ένιωσε να καταρρέη. Έσκυψεν έμπροσθεν του κάδου των απορριμμάτων και τον επήραν τα κλάμματα…


   Ολίγον αργότερα εισήρχετο εις το πρώτον μπαρ που ηύρεν εμπρός του. Εις την Φωκίωνος Νέγρη. Θα έπνιγεν εις το ποτόν την οδύνην του. Εκάθισεν και παρήγγειλεν ουίσκι. Διπλόν. Ηκούγοντο άσματα λαϊκά, οπού όμως του Γεωργίου απόψε του εφαίνοντο παραδόξως… ανακουφιστικά. Ένιωσε πως θα έπρεπε επιτέλους να συμβιβασθή με την λάσπην της ζωής και να μην προσπαθή εναγωνίως να αποκολληθή απ΄αυτήν, όπως έκαμε πάντοτε. Αύτη η προσπάθεια μόνον οδύνην του προεκάλει πλέον. Ήρχισε να πίνη…

   Κάποια στιγμή εκάθισε σιμά του ωραιοτάτη, καλλίπυγος γυνή. Μελαχρινώσα με χείλη ηδονικά, και απαστράπτοντα ερωτικά μάτια. Ενδεδυμένη προκλητικώς...

   -Θα κεράσεις ένα ποτό;

   -Και δεν κάθεσαι…

   -Πώς σε λένε;

   -Γιώργο…

   -Εμένα Μαρία. Χάρηκα…

   Όσο προσεπάθει όμως η Μαρία να φέρη εις κέφι τον Γεώργιον, εκείνος ήτο αλλού. Εις τον κάδο απορριμμάτων. Έτζι ένιωθε... Ως να είχον πετάξει και εκείνον εις τον κάδον, μαζί με το έργο του. Γουλιάν την γουλιάν όμως, ποτήριον το ποτήριον, η επιμονή της μπαροβίου γυνής απέδωσεν. Ο Γεώργιος της εξεμυστηρεύθη τον πόνον του.

   -Το έχεις μαζί σου το έργο;... ερώτησεν η Μαρία.

   -Εδώ πιο κάτω είναι, σ΄έναν σκουπιδοτενεκέ!... απήντησεν χαμογελώντας πικρά εκείνος.

   -Πήγαινε φέρτο!… είπεν η Μαρία.

   Εκείνος την εκοίταξεν με απορίαν...

  -Τι να το κάνεις; Να το ανεβάσουμε εδώ;… της είπεν, με έναν τόνο σαρκασμού.

   Εκείνη όμως επέμενε…

   -Φέρτο!

   Τέλος, κάπως τον έπεισε. Αν και απρόθυμος, επήγε εις τον κάδον -περισσότερον ίνα πάρη αέραν- και έφερε το έργο. Η Μαρία το επήρε και το έκρυψεν εις την τσάντα της.

   -Έχει τα τηλέφωνά σου επάνω;

   -Τα έχει!… Μα τι να την κάνεις εσύ την Κοιμωμένη;… την ερώτησε.

   -Κάποιον ξέρω…


   Ολίγας ημέρας βραδύτερον -ήτο περίοδος Χριστουγέννων- ο Γεώργιος ευρίσκετο εις το Καίσαρι, εν χωρίον της ορεινής Κορινθίας. Ήτο βέβαια το χωρίον του, όπου είχεν γεννηθεί και μεγαλώσει. Διετήρει εκεί οίκον και επήγαινε πότε πότε διά να ηρεμήση. Εκείνας τις ημέρας είχεν υπάγη ίνα συνέλθη εκ της μεγάλης απογοητεύσεως του συγγραφικού του δράματος. Μόνος. Δε συνήρχετο όμως. Είδεν συγγενείς, παιδικούς φίλους, ενεθυμήθη τόσα των παιδικών του χρόνων -ακόμη και την μεγάλην απόφασιν που επήρε κάποτε και εκίνησε με τους πόδας διά την Αθήναν- όμως ο νους του όλο είς τον κάδο απορριμμάτων εγύρνα, ως να μην είχε εύγη ποτέ απ΄αυτόν. Οι άνδρες... Οδυσσείς οπού κατά βάθος είναι, προτιμούν να επιστρέφουν ως νικητές εις τα πατρώα. Ο Γεώργιος όμως ένιωθε πως είχε χάσει εντός του την ιδιότητα του Οδυσσέως και ήτο ετούτο πολύ οδυνηρόν. Διότι ο αυθεντικός Οδυσσεύς είχε κατορθώσει να ξεκλειδώση την Τροία, είχεν πάψει έναν αιματηρότατον πόλεμον και επέστρεψε εις την Ιθάκη νικητής, φέρων μαζί τας αοράτους δάφνας του. Ο Γεώργιος όμως δεν είχεν πορθήσει τον στόχον του, παρέμενε αλώβητος η ιδική του Τροία. Ένιωθε ηττημένος. Δι’ αυτό δεν ήθελε να ιδή πραγματικά μήτε έναν του τόπου του. Επίστευε πως όλοι θα έβλεπαν την πληγή και την ήττα του και ας ήτο ετούτο εντελώς παράλογον. Δεν ήτο δα και κανείς αποτυχημένος. Δημοσιογράφος ήτο και μάλιστα σε όλους πολύ αγαπητός. Και εις τους Αθηναίους και εις τους συντοπίτας του. Μα ο ίδιος έτζι ένιωθε τας ημέρας εκείνας. Όσο για την Μαρία, την είχε λησμονήσει την ιδίαν νύκταν κιόλας. Εδώ είδον το έργο του -αν τελικώς το είδον- καλλιτέχναι, κριτικοί, θιασάρχαι, είς σωρός σχετικοί με το ζήτημα και δεν εγένετο τίποτε, θα τον έσωζεν μία μπαρόβια; Δι΄αυτό ο Γεώργιος επέρνα τας ημέρας του εις το Καίσαρι κάμων περιπάτους εις την χειμωνιάτικην αχλύν. Επήγαινε εις τον Γουλάν όπου ότε ήτο μικρός έπαιζεν με τους φίλους του, τριγυρνούσε στες ράχες του τόπου του συντροφία με τα χαμοπούλια και τα πετεινά του ουρανού και μόνο εκεί ένιωθε μίαν γαλήνη ωσάν βάλσαμον. Εις την μοναξιάν. Τας εσπέρας ήναπτε το τζάκι και εκάθητο εμπρός του διαβάζων. Πολλάκις όμως, κάτι τον έτρωγε πάλι και αίφνης επέτα πέρα το βιβλίον. Εντός αυτής της εκκωφαντικής σιωπής, επέρασαν τα Χριστούγεννα και ήρχετο η πρωτοχρονιά...

   Ήτο απόγευμα. Ο Γεώργιος κάποιαν στιγμήν, εκοίταξεν έξω από το παράθυρον. Είχεν αρχίσει να πίπτει χιονόνερον. Ίσως το εγύρνα σε χιόνι. Επήγεν έξω και έφερε εις το τζάκι αρκετά ξύλα. Είτα έφτιαξεν έναν καφφέ. Δεν είχεν πίει καλά καλά δύο γουλιές, όταν εκτύπησεν το τηλέφωνον. Ο Γεώργιος το εσήκωσεν…

   -Ναι;…

   Εκ της άλλης γραμμής, μία φωνή βροντερά, αδημονούσα…

  -Ποιος είστε;

-Εσείς ποιον επήρατε; 

   Η φωνή από την άλλη πλευρά, έγινε επιτακτική…

   -Ποιος είστε;

   -Ο Γιώργος… Ο Γιώργος ΄΄Χ΄΄…

   -Εσύ έγραψες την Κοιμωμένη;

   -Μα… Μάλιστα ε… εγώ…

   -Τι έχεις γράψει ρε άνθρωπε!

   -Μα… μα ποιος είστε;

    -Πού βρίσκεσαι;

   -Στο… στο χωριό μου στην ορεινή Κορινθία… Στο Καίσαρι...

   -Γιάννης Μόρτζος εδώ! 

   Του Γεωργίου εκόντεψε να του πέσει εκ των χειρών το τηλέφωνον. Ο Γιάννης Μόρτζος ήτο είς εκ των σπουδαιοτέρων ηθοποιών της χώρας. Μέγας θεατράνθρωπος! Ποίος δεν τον ήξευρε! Διετήρει μάλιστα και ιδικόν του θέατρον. Ο Γεώργιος εστάθη προσοχή ως να ωμίλει εις Στρατηγόν. Ίσως εχαιρέτησε μάλιστα ασυναισθήτως και στρατιωτικώς, δεν ενθυμείτο…

   -Μάλιστα κύριε Μόρτζο… 

   Πάλι καλά που δεν είπεν… ΄΄Διατάξτε!΄΄…

   -Λοιπόν, μου έδωσε η Μαρία από το μπαρ το έργο σου! Το ρούφηξα! Υπέροχο! Καταπληκτικό! Πότε θα ανέβεις Αθήνα να υπογράψουμε; 

   Το υπόλοιπα είναι ιστορία. Η… Κοιμωμένη έκαμε εις το θέατρον του Γιάννη Μόρτζου ΄΄Τέσσερις εποχές΄΄ επάνω από πεντακοσίους παραστάσεις. Επαίζετο -εάν ενθυμούμαι καλώς- διά πέντε έτη. Η κυρία Γιούλη Ζήκου οπού έπαιζεν την εμμονική και σκληρή μάνα του γλύπτου, επήρεν μάλιστα και βραβείον διά την ερμηνεία της. Ο νέος τότε ηθοποιός Πέτρος Αποστολόπουλος, ερμήνευσε ανατριχιαστικά τον Χαλεπά. Το έν έργον όμως έφερεν το έτερον και ο Γεώργιος σήμερα θεωρείται εις εκ των κορυφαίων θεατρικών συγγραφέων. Έχει εκπορθήσει πια την ιδικήν του Τροίαν, ήλλαξεν η ζωή του. Εκ μίας μπαροβίας Μαρίας -απεδείχθη πως ήτο άνεργη ηθοποιός την εποχή εκείνη- οπού ανέσυρεν την Κοιμωμένη εκ των καλάθων αχρήστων της Φωκίωνος Νέγρη...


Γιώργος Πύργαρης

Σεπτέμβριος 2025


Φιλολογική επιμέλεια: Κυριάκος Γεωργιάδης

Wednesday, February 12, 2025

Το μαρτύριον...




   Ο Θέμης, φοιτητής πια, εις Θεσσαλονίκην. Ήτο τεραστία αλλαγή εις την ζωή του, ο ερχομός από την επαρχίαν εις την συμπρωτεύουσα. Αίφνης ευρέθη μόνος εις μίαν μεγαλούπολιν. Από μαθητής... φοιτητής. Μακράν πια της οικογενείας του. Ελεύθερος...
   Διέμενε εις την ευρυτέραν περιοχήν του Ντεπό, εις εν ημιυπόγειον επί της οδού Φιλελλήνων. Μικρά οδός προς την πλευρά της 25ης Μαρτίου, δενδρόφυτος αμφί των πεζοδρομίων, κάθετος της Βασιλίσσης Όλγας. Σχετικώς ήσυχη γειτονιά. Έναντι της οικίας του, υπήρχεν σουβλατζίδικον, εις την γωνίαν γαλακτοπωλείον με θεσπεσίας μπουγάτσας, τυρόπιττας, σπανακόπιττας, φρέσκον γάλα, γιαούρτια και άλλα παρεμφερή... Έναντι εκείνου, η ταβέρνα του κυρ Θόδωρα, Πόντιου. Διά τριάκοντα έτη σχεδόν, ήτο μετανάστης εις Ολλανδίαν ούτος. Με τας οικονομίας τόσων ετών, επέστρεψεν εις Θεσσαλονίκη και ήνοιξε ταβέρναν με τους υιούς του. Καλός, φιλότιμος, αγαθός ανήρ. Ο Θέμης έτρωγεν συχνάκις εκεί, με φίλους. Ο κυρ Θόδωρας συμπονούσε τους φοιτητάς -ήξευρεν από φτώχειαν και νόστον- οπότε τους έκαμεν σκόντον...
   Εις τον πρώτον όροφον της πολυκατοικίας όπου διέμενεν ο Θέμης, ήτο και το διαμέρισμα της σπιτινοικοκυράς κυρίας Πολυξένης, την οποίαν όλοι προσεφώνουν Ξένη. Θα ήτο έξι-επτά έτη περίπου, μεγαλυτέρα του Θέμη. Μελαχρινώσα με λευκόν, κατάλευκον δέρμα, ωραιοτάτη... εις το απαύγασμα της ομορφιάς και των χρωμάτων της. Είκοσι επτά περίπου ετών. Διέμενεν εκεί μετά του συζύγου της κυρίου Νίκου -ενός ηπίου και αγαθού ανδρός- όπου διά οκτώ ώρας καθημερινώς, έλειπεν εις την εργασίαν του. Ήτο υπάλληλος εις τον σιδηρόδρομον με κυλιόμενον ωράριον. Ενίοτε ειργάζετο πρωινά, ενίοτε απογευματινά, αλλά πολλάκις και νύκτα. Τέκνα ακόμη δεν είχον...
   Αι σχέσεις του ζεύγους με τον νοικάρην, δεν ήσαν τυπικαί. Τον συνεπάθησαν εξ' αρχής και ενίοτε τον εκάλουν εις το διαμέρισμά των διά φαγητόν, ότε εκείνο ήτο καλόν και εξεζητημένον. Καταγόμενη εκ της Πόλης η Ξένη, είχεν μάθει εκ της γιαγιάς και μητρός της, πολύτιμας συνταγάς εξ Ανατολής. Εμαγείρευεν θεσπέσια. Οι ανατολίται δεν εφείδοντο μπαχαρικών και άλλων βοηθητικών εις το μαγείρεμα και ήξευραν μυστικά, όπου έκαμαν τα φαγητά να ομοιάζουν με αμβροσία! Καμμιά φορά ο Θέμης συνέκρινεν αυτήν την κουζίνα με εκείνην του τόπου του και η δεύτερη του εφαίνετο στεγνή και άνοστος πια. Ότε λοιπόν το ζεύγος έκαμεν ένα καλό φαγητόν... μουσακά, παπουτσάκι, παστίτσιο ή άλλα ανατολίτικα με κρέας και σάλτσες -πολλά εκ των οποίων ήσαν άγνωστα εντελώς εις τον Θέμη- τον εκάλουν να γευματίσει ή να δειπνήσει μαζί των.
   Όλα λοιπόν επήγαιναν κατ' ευχήν εις την φιλικήν σχέσιν του Θέμη μετά των σπιτονοικύρηδων που επίσης, δεν διεμαρτύροντο διόλου, εάν το έμβασμα του ενοικίου ήργει καμία φορά δύο, τρεις και τέσσερις ακόμη ημέρας. Ο Θέμης μην ηξεύροντας πώς να ανταποδώσει την ευσπλαχνία, την καλωσύνην και τη μεγαλοψυχία του ζεύγους απέναντι του, εδάνειζεν εις την κυρία Ξένη λογοτεχνικά βιβλία, οπού τόσο εκείνη αγαπούσε. Μερικά, τα εχάριζεν κιόλας. Η Ξένη έχοντας πολύ χρόνο -αφού η μόνη της ασχολία ήτο τα οικοκυρικά και εφόσον δεν είχε ακόμη παιδία- εδιάβαζε μετά μανίας τα πάντα. Και ο Θέμης προσεπάθει να την εισαγάγει εις την καλήν λογοτεχνία. Πρώτα της εγνώρισε τον Μάρκες. Είτα τον Ουγκώ και τον Κάφκα. Και άλλους μεγάλους. Μέχρι Ντοστογιέφσκι και Τολστόι της έδιδε. Ακόμη και ποίησιν του Ρεμπώ και του Πόε...
   Έτσι λοιπόν επέρασεν το πρώτο έτος. Ο Θέμης έφυγε τους θερινούς μήνας εκ της Θεσσαλονίκης διά το χωρίον του και επέστρεψε τανάπαλιν τον Σεπτέμβριον, όπου το ζεύγος τον υπεδέχθη με ένα λουκούλειον δείπνο εις την βεράνταν του διαμερίσματος. Ήτο θερμός ο καιρός ακόμη...
   Ήτο εκείνο το φθινόπωρον, όπου ήλλαξε διά παντός την ζωή του Θέμη. Αίφνης -ως να τον ήρπαξε μία λευκή δύναμις- μετεμορφώθη. Δεν επήγαινε πια συχνά εις το Πανεπιστήμιον. Ήρχισε να απέχει από φιλίας, προσκαίρους έρωτας, τας κομματικάς παρατάξεις της Σχολής και όλα τα ανούσια, όπου ηπησχόλουν τους φοιτητάς το πρώτον έτος. Τώρα, ωσάν να τον υπεχρέωνε μία σιδηρά χειρ, όλην την νύκτα εκάθητο επάνω από λευκάς σελίδας και έγραφεν... έγραφεν. Είχεν αποφασίσει να γίνει συγγραφεύς! Την ημέρα εκοιμάτο και τας νύκτας έγραφε. Εκείνον τον καιρό επίστευεν μάλιστα πως έγραφεν σπουδαία πράγματα... Δεν ήσαν όμως, παρά παραληρήματα εξομολογητικού χαρακτήρος, που ημπορεί να μην ήξιζαν να τα διαβάσει άλλος κανείς, όμως ήτο μια εντατική μαθητεία εις την γραφήν, μία βαθέα ψυχολογική αυτοανάλυσις και μία πάλη με το παρελθόν και τους δαίμονές του. Αύτη η επίμονος ενασχολήσις κάθε νύκταν όμως, σιγά σιγά τον απελευθέρωνε, οδηγώσα τον αργά αλλά σταθερά εκ του νάρθηκος εις τον εσωτερικόν του ναού της γραφής. Έτσι ησθάνετο τουλάχιστον ο Θέμης. Αφού ηργάσθη εντατικώς νύκτας και νύκτας -πολλές τον ηύρισκε το ξημέρωμα εις το τραπέζιον- και αφού πολύ αμφεταλαντεύθη με την σκέψιν εάν αύτη η οδός ήτο πράγματι η ενδεδειγμένη δι' αυτόν -έκαμε μάλιστα και απόπειρας ίνα απελευθερωθεί από το πρωτόγνωρον τούτο πάθος, ματαίως όμως- τέλος το απεφάσισε. Δεν ημπορούσε να διαφύγει του πεπρωμένου του. Η χείρ όπου τον είχεν ηρπάξει, ήτο σιδηρά. Θα εγένετο συγγραφεύς! Ησθάνθη μάλιστα πως αύτη ήτο απόφασις ζωής. Τας ημέρας εκείνας, την εκοινωλόγησε μάλιστα και εις το ζεύγος των σπιτονοικοκύρηδων εις εν δείπνον όπου τον είχον καλέσει. Έξω έπιπτεν θορυβώδης υετός. Ο κύριος Νίκος αντέδρασε με αμφιθυμίαν...
   -Μεγάλη και δύσκολη απόφαση! Μην παρατήσεις όμως και το Πανεπιστήμιο. Τόσα έξοδα κάνουν οι δικοί σου...
   Η Ξένη πάντως ενθουσιάσθη...
   -Φαντάσου λοιπόν μετά από λίγα χρόνια, να κρατάμε στα χέρια μας, ένα δικό σου βιβλίο!!
   Αύτη ήτο η σχέσις του Θέμη μετά των σπιτονοικύρηδων. Φιλική, θερμή και αθώα. Ο δαίμων όμως πάντα καιροφυλακτεί, ίνα διασαλεύσει την τάξιν και την γαλήνη των ανθρώπων...

   Όλα ήρχισαν ένα ηλιόλουστο πρωινό εις τας αρχάς Δεκεμβρίου. Το διαμέρισμα του Θέμη ήτο -ως είπωμεν- ημιυπόγειον. Προς βορράν επεκοινώνει δια μέσου μπαλκονοθύρας, με φωταγωγόν μικρόν και σκιερόν, οπού ο Θέμης -μην έχων άλλον τρόπον- άπλωνε ενίοτε ρούχα να στεγνώσουν. Ήργουν μεν λόγω σκιάς και υγρασίας, μα εν τέλει -αν δεν μεσολαβούσεν υετός- εστέγνων. 
   Εκείνο το πρωινό λοιπόν, ο Θέμης ευγήκε εις τον φωταγωγόν ίνα απλώσει ολίγα ρούχα, μα έπεσεν επάνω εις τας ραδιουργίας του δαίμονος... Ένα γυναικείον εσώρουχον, ήτο πεσμένο εις το πάτωμα του φωταγωγού! Του κάτω σώματος. Μαύρο, δικτυωτόν, της μοδός... Έξαλλον! Ο Θέμης έστρεψε την κεφαλήν υψηλά εις τους ορόφους. Μόνον εις την βεράνταν της Ξένης, ήσαν απλωμένα ρούχα. Εις ουδεμίαν άλλην, εις ουδένα άλλον όροφον. Αν και ησθάνθη εντός του μίαν μικράν αναστάτωσιν, δεν έδωκε συνέχεια εις το γεγονός. Το εσώρουχον θα έπεσεν τυχαίως. Θα το έρριψεν  ο αήρ. Ο Θέμης άπλωσε τα εδικά του εις το σύρμα και εισήλθε ξανά εις την οικίαν του, αφήσας ως είχεν... μην εγγίζων διόλου το ξένο εσώρουχον. Εκείνην την ημέραν, επήγε εις το Πανεπιστήμιον -είχε ημέρας να υπάγη- επήρε καφέ από το κυλικείον, είδε φίλους εις το φουαγιέ της Σχολής, παρηκολούθησε εις το αμφιθέατρο και εν μάθημα και εγευμάτισε την μεσημβρίαν μετά του φίλου του Θρασυβούλου, εις την φοιτητικήν εστίαν. 
   Επιστρέφοντας εις την οικίαν του το απομεσήμερον, ευγήκεν εις τον φωταγωγόν, ίνα ιδεί εάν είχον στεγνώσει τα ρούχα του... Ήθελον και άλλο. Το γυναικείον εσώρουχον όμως, ήτο ακόμη εκεί. Απείρακτον. Πεσμένο εις το υγρό τσιμέντο του φωταγωγού, όπου εδώ και εκεί ήσαν φυτρωμένα πράσινα βρύα. Ο Θέμης επέρασε πάλιν εντός της οικίας του. Ξάπλωσε εις τον καναπέ...
  Και αν δεν έπεσεν τυχαία το εσώρουχο εις τον φωταγωγόν; Και αν μία χείρ το έρριψεν επίτηδες, εις την θύραν του; Και αν αυτή η χείρ ήτο πράγματι η χείρ της... Ξένης;... Θεός φυλάξοι! Πώς να ανθέξει τοιούτο ενδεχόμενον; 
  Απεφάσισεν να λησμονήσει εντελώς το γεγονός. Να το θεωρήση, ως μη γενόμενον. Ενίοτε όμως τας επομένας ημέρας, επήγαινε εις την μπαλκονόθυραν να ιδεί εάν ευρίσκετο ακόμη εκεί, το... πονηρόν εσώρουχον. Και πράγματι, εκεί ευρίσκετο. Όσον διά την συμπεριφοράν της Ξένης απεναντί του, ήτο εντελώς φυσιολογική. Δεν ήλλαξε τίποτα! Πράγμα βέβαια, οπού καθησύχασε τον Θέμη και υπέθεσε πως το εσώρουχον δεν έπεσεν επί πονηροίς, αλλά τυχαίως. Ο αήρ... μία απροσεξία κατά το άπλωμα ή ακόμη ημπορή να έπεσε και από άλλον όροφον. Διατί δηλαδή να ήτο σώνει και καλά της Ξένης; Επειδή έτυχε να ήτο η μόνη όπου είχεν απλώσει ρούχα, εκείνη την ημέραν; Δεν ήμεθα καλά! 
  Σιγά σιγά λοιπόν, ο Θέμης επανέκαμψε και λησμόνησε τα παίγνια του δαίμονος.




   Μίαν πρωίαν, η Ξένη τον ηύρε εις το διάδρομον και τον επροσκάλεσε εάν θέλει την εσπέραν, να υπάγη εις το διαμέρισμά της, διότι επρόκειτο να φτιάξει γαλακτομπούρεκον. Ο Θέμης εδέχθη και πράγματι το ίδιον βράδυ κατά τις επτά, εκτύπησε την θύραν της. Ο κύριος Νίκος έλειπεν, ήτο απογευματινή βάρδια. Θα ήρχετο κατά τας δώδεκα. Εκάθισεν εις το σαλόνι και η Ξένη του ήφερε το γλυκό. Μετά συνεζήτουν διάφορα και έβλεπον τηλεόρασιν. Κάποια στιγμή, καθώς ο Θέμης είχεν απλωμένους τους πόδας υπό του τραπεζίου εμπρός του, ένιωσε να ακουμπά τον αριστερόν του πόδα, ο δεξιός πους της Ξένης. Χαμηλά. Εις την μύτην των παπουτσιών. Η πρώτη του ενστικτώδης αντίδρασις, ήτο να μαζέψει τον πόδαν του. Παραδόξως όμως, δεν τον εμάζεψε. Μήτε εκείνος, μήτε η Ξένη. Απέμειναν έτσι να παρηκολουθούν τηλεόραση, χωρίς να ομιλούν, ενώ αι άκραι των ποδών των, ηγγίζοντο. Ο Θέμης ευρίσκετο εις μίαν γλυκιάν ζάλην οπού ενέτεινε η υποψία, πως ο πους της Ξένης οσονούπω, ήρχισε να πιέζει τον εδικόν του. Απαλά... αδιόρατα. Του ήλθε να εγερθεί αύθις εκ της πολυθρόνας του και να φιλήσει την Ξένην. Μα τον εβάστα μία και μόνον σκέψις. Του κυρίου Νίκου. Θα ήτο παλιανθρωπιά εκ μέρους του. Ο άνθρωπος τον ενεπιστεύετο, τον έβαζε εις το σπίτι του, τον τάιζε, τον πότιζε και να φερθεί τοιουτοτρόπως; Από την άλλη, εάν ήτο καθαρός πέρα ως πέρα, έπρεπε να τραβήξει τον πόδα του από το ερωτικόν άγγιγμα, να προφασισθεί κούρασιν ή διάβασμα, να υπάγη σπίτι του και να μην ξαναπατήσει εκεί, ότε η Ξένη ήτο μόνη. Αύτη θα ήτο μία καθαρά λύσις! Όχι να κάθηται εις αυτήν την γκρίζα ζώνην οπού δεν οδήγη πουθενά! Διότι το πράγμα εσυνεχίσθη. Από εκείνην την ημέραν -ως να έγινε μία κρυφή και άλογος συμφωνία μεταξύ των- αι επισκέψεις του Θέμη εγένοντο συχνότεραι, σχεδόν καθημεριναί και σε ώρας μάλιστα, όπου έλειπεν ο σύζυγος! Τι συνομωσία ήτο πάλι ετούτη; Και διατί τέλος πάντων επιδίδοντο εις αυτό το μαρτυρικόν παίγνιον με την επαφή των ποδών, ενώ παρηκολούθουν τηλεόραση; Δε θα ήτο πιο... έντιμο να εγίνοντο επιτέλους ερασταί; Τουλάχιστον θα αποσυμφορούντο! Ή μήπως ανέμενε ο καθείς να κάμει την αρχή ο άλλος; Ναι ετούτο ήτο μία καλή υπόθεσις. Το ποίος θα έχει την πρώτη ευθύνη εις τέτοιους παρανόμους έρωτας, είναι μέγα ζήτημα. Ο Θέμης πάντως αν και ελεύθερος και χωρίς καμίαν άλλην συναισθηματικήν δεύσμευσιν, ηρνείτο να πάρει τέτοιαν ευθύνη. Το ίδιο όμως και η Ξένη, δι' αυτό έπεσαν εις αυτό το μαρτύριον. Ήρχοντο στιγμές οπού εκείνος ήθελε να ελευθερωθεί εκ της μοιραίας παγίδος -το προσεπάθησεν μάλιστα δι' εν διάστημα, σταματώντας εντελώς αυτάς τας ανουσίας επισκέψεις- μα δεν έλειπαν αι αφορμαί διά να επιστρέψει. Καμιά φορά εσκέπτετο πως ήτο το παίγνιον της Ξένης, διά να συμπληρώνει εκείνη τας κενάς ώρας οπού εκάθητο μόνη, αναμένουσα τον σύζυγον...
   Μόνο εις τας διακοπάς των Χριστουγέννων, ότε ο Θέμης έφυγε εκ Θεσσαλονίκης και μετέβη εις το πατρικόν του, ησύχασεν κάπως. Μα πάλιν επέστρεψεν και το μαρτύριον εσυνεχίσθη. Δεν ημπορούσε να την βγάλει από το νου του. Την επεθύμει διακαώς. Τα μαλλιά, τα χείλη, τον λαιμό, τους γλουτούς. Εφόρει συνήθως κάτι απλά, ριχτά φορέματα έως ολίγον επάνω από το γόνα οπού ετόνιζαν το ωραίον της σώμα. Μίαν φοράν μάλιστα, ερχόμενη από τα ενδότερα οπού μόλις είχεν αλλάξει, τον παρακάλεσεν να της ανεβάσει το φερμουάρ εις την πλάτην, ενός τέτοιου φορέματος. Εάν ήτο εκ του πονηρού ή αθώα η παράκλησις ταύτη της Ξένης, ο Θέμης ποτέ δεν έμαθεν, καθώς ηρκέσθη απλώς να ανεβάσει το φερμουάρ και να καθίσει πάλιν εις την θέσιν του. Δεν ήσαν ολίγαι αι στιγμαί όμως -ότε εκείνη του ητοίμαζε τον καφέ ή γλυκόν εις την κουζίνα και του ομιλούσε με στραφείσαν την πλάτην- οπού ησθάνετο ακατανίκητην επιθυμίαν να εγερθεί, να την εναγκαλίσει... να βυθίσει το πρόσωπον εις την κώμην της και είτα να αρχίσει να την φιλά εις τον λαιμόν, εις τα χείλη και όπου αλλού, ακαταπαύστως... 
   Μα δεν ετόλμα. Και όσον δεν ετόλμα, τόσο εβυθίζετο περισσότερον εις το έρεβος του πόθου...

      Αύτη η κατάστασις, επήγε έως τας παραμονάς των Απόκρεω, όπου μίαν εσπέραν -ήτο Τσικνοπέμπτη- η Ξένη του επρότεινε να ενδυθούν μασκαράδες και να πάρουν τους δρόμους διά να διασκεδάσουν. Εκείνος εδέχθη. Θα μεταμφιέζετο εις... ρεμπέτην! Ευρίσκοντο εις το σπίτι της και επήγαν εις εν δώμα όπου η Ξένη εφύλαγε παλαιά ρούχα και μάσκες. Δεν άφησε τον Θέμη να ενδυθεί μόνος, μα παρέμεινε προς αρωγήν του. Τον εβοήθη να φορέσει το υποκάμισον -το επέρασε εντός της περισκελίδος, το εκομβίωσε- του έδεσε την γραβάταν, έσφιξε την ζώνην... Μα κάθε άγγιγμά της επάνω του, ήτο ένα μαρτύριον διά τον Θέμη. Του εφαίνετο πως όλα τούτα, δεν ήσαν απλά αγγίγματα μα ερωτικά χάδια επάνω εις το σώμα του. Είχε ζαλισθεί, εκόντευε να σωριασθεί εις το πάτωμα εκ του πόθου. Ήθελε να την αρπάξει και να την σπρώξει εις την κλίνην οπού ήτο σιμά, μα πάλιν εδίσταζε. Εάν ήσαν αθώα όλα ετούτα και μόνον εκείνος τα εκλάμβανε ως χάδια; Είτα όμως την εβοήθησε να ενδυθεί και εκείνη και κατά κάποιον τρόπον, επήρε οπίσω την... εκδίκησίν του. Εφρόντισε να είναι... ελαφρώς χάδια και τα ειδικά του αγγίγματα. Όμως και εκείνη έδειχνε να το απολαμβάνει. Το πρόσωπόν της έλαμπε και εχαίρετο όσα συνέβαινον. Διά πρώτην φορά μάλιστα ο Θέμης, την ένιωσε τόσο ανοικτή εις παν ενδεχόμενον... Μα τότε ενεφανίσθη εις τον νου του -πώς ημπόρεσε τέτοιαν ώραν;- το φάντασμα του κυρίου Νίκου. Ο Θέμης τον εσκέφθη ανυποψίαστον και ήσυχον εις το σιδηροδρομικό σταθμόν όπου ηργάζετο, να αναμένει να διαβούν αι ώραι και να έλθουν τα μεσάνυκτα, διά να επιστρέψει εις την πιστήν και ηγαπημένην του σύζυγον. Δεν ετόλμησε τίποτε λοιπόν, παρ' όλο οπού ένιωσε πόσο ευάλωτη ήτο εκείνας τας στιγμάς η Ξένη. 




   Δεν το ετόλμησε ούτε αργότερα, ότε ευγήκαν με μάσκας εις την Φιλελλήνων και είτα εις την Βασιλίσσης Όλγας, οπού πλείστοι διαβάται και μασκαράδες κατά παρέας, με κομφετί, καραμούζας, χορούς και γέλωτες, εχαίροντο την ζωήν. Ήτο ωραία νύξ και η Ξένη είχε κολλήσει αγκαζέ επάνω του όλην την ώραν και έδειχνε πρόθυμη να τον ηκολουθήσει όπου εκείνος απεφάσιζεν. Έλεγον διάφορα ανούσια μα χαρωπά. Ήρχοντο στιγμές όμως, όπου ο Θέμης ευρίσκετο εις τα όρια. Εσκέπτετο να την τραβήξει εις μίαν σκοτεινή πάροδον της Βασιλίσσης Όλγας, να αφαιρέσει τας μάσκας και να αρχίσει να την φιλά εις τα χείλη, εις τον λαιμόν, εις τα ώτα... να χαθεί εις τας ευωδίας της κώμης της. Μα πάλιν δεν απεφάσιζε να ξεπεράσει τα όρια της ηθικής και ατολμίας του. Έτσι λοιπόν επέστρεψαν εις τα ίδια και εχώρισαν εις τον διάδρομον της πολυκατοικίας ως φίλοι, με πρόσωπα ρόδινα και ολίγον λαχανιασμένοι. Και με μίαν σκιάν ανεκπλήρωτου εις τα όμματα...

   Από εκείνην την νύκτα, ο Θέμης εμεταμορφώθη. Έπαψε τας επισκέψεις εις το σπίτι της Ξένης και ότε εκείνη τον εκάλει, προεφασίζετο διάβασμα, γράψιμο ή εξετάσεις. Στο τέλος του έτους μάλιστα, ηύρε άλλο σπίτι μακριά. Επάνω εις την Βασιλίσσης Όλγας. Όχι ημιυπόγειον πια, αλλά εις τον τρίτον. Εις μίαν πολυκατοικίαν έναντι της Σχολής Τυφλών. Με ευρύχωρον βεράνταν, όπου έβλεπεν όστις εκάθητο εκεί, κομμάτι της θαλάσσης και του Θερμαϊκού. Ήρχισε νέα ζωή, ελευθερώθη. Εξ΄άλλου, δεν έλειπαν οι ανώδυνοι πειρασμοί εις τον κύκλο του. Ξέκοψε εντελώς από την Ξένην και ελυτρώθη άπαξ διά παντός, από το ερωτικό του μαρτύριον...


10/2/2025
Φιλολογική επιμέλεια: Κυριάκος Γεωργιάδης
Πίνακες: Γιώργος Ρόρρης, Picabia



  

Monday, January 13, 2020

Η καταιγίδα


   


   Τα σύννεφα ήρθαν ξαφνικά από τα δυτικά και πολύ γρήγορα γέμισαν απ' άκρη σ' άκρη τον ουρανό. Μαύρα, βαριά, απειλητικά. Προκαταιγίδιος άνεμος άρχισε να φυσά στο χωριό, σηκώνοντας σκόνη και κάνοντας τα φύλλα των δέντρων να ανατριχιάσουν. Αστραπές ξεπηδούσαν στο βάθος, ενώ άρχισαν να ακούγονται τα πρώτα μακρινά μπουμπουνητά. Μυρωδιά βροχής απλώθηκε σε λίγο παντού. Στεκόμουν μονάχος στην αυλή του σπιτιού μας και κοιτούσα με δέος αυτήν την ξαφνική μεταμόρφωση. Πριν από λίγη ώρα, ο ουρανός ήταν καθαρός και τίποτα δεν προμήνυε πως θα ερχόταν μπόρα. Μα τώρα πάλευαν γύρω στοιχειά. Παρά το ότι ήμουν μόλις δωδεκαετής, κατάλαβα ότι ήταν ζήτημα λεπτών να αρχίσει η καταιγίδα. Και δεν έπρεπε να χάσω λεπτό...

   Εκείνα τα χρόνια, κάθε σπίτι στο χωριό κρατούσε λίγα ζωντανά για ιδία χρήση. Μανάρια τα έλεγαν οι χωριανοί μου. Διατηρούσαν και οι δικοί μου καμιά δεκαριά από δαύτα, για να έχουμε πάντα γάλα, τυρί και κρέας στο σπίτι. Τα στεγάζαμε σε μια αποθήκη στην πίσω αυλή, αλλά τις καλές ημέρες του χειμώνα, κυρίως όμως την Άνοιξη, η μάνα τα πήγαινε κάθε πρωί να βοσκήσουν χλωρό χορτάρι ''στο μαντρί'' σε ένα κτήμα μας στα ριζά του βουνού, ένα τέταρτο περίπου ποδαρόδρομο από το χωριό. Το λέγαμε μαντρί, γιατί εκεί είχαν παλαιότερα οι παππούδες μου τα κοπάδια και τα μαντριά τους. Θαυμάσιο τοπίο! Λαμπρό το φως που έπεφτε και είχες αγνάντιο όλο το χωριό και τον κάμπο μέχρι τον Κιθαιρώνα. Έδενε λοιπόν η μάνα την παλαιότερη προβατίνα σε ένα παλούκι και τα υπόλοιπα έβοσκαν ήσυχα τριγύρω, όλη την ημέρα. Κάθε απόγευμα όμως, ήταν δική μου ευθύνη να φέρω τα ζωντανά μας πίσω. Δεν ήταν δα και τίποτα δύσκολο. Έβγαζα το παλούκι της αρχηγού από το σημείο που ήταν μπηγμενο και εκείνα γνωρίζοντας τον δρόμο κατηφόριζαν ήσυχα στο χωριό, έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού, ξεδιψούσαν στη γούρνα της βρύσης και ύστερα έμπαιναν μοναχά τους στην αποθήκη να ξεκουραστούν και να περάσουν τη νύχτα. Την άλλη μέρα τα ίδια. Αλλά η αποκλειστική ευθύνη της επιστροφής τους, βάραινε πάντα εμένα! Γιατί συνήθως οι γονείς μου έλειπαν στα χωράφια και επέστρεφαν αργά -πολλές φορές νύχτα- στο σπίτι. Όπως έλειπαν και σήμερα. Και εγώ δεν έπρεπε να χάσω άλλο καιρό, μα να φέρω τα ζωντανά πίσω πριν ξεσπάσει η καταιγίδα.
   Βγήκα στο δρόμο και άρχισα να τρέχω δυτικά προς την άκρη του χωριού. Ο αέρας όσο πήγαινε δυνάμωνε και κάποιες νοικοκυρές είχαν βγει να μαζέψουν βιαστικά τα ρούχα από τις απλώστρες και να σφαλίσουν τα παντζούρια, που είχαν αρχίσει να χτυπούν από τον αέρα.  Άκουγα τα τιτιβίσματα των πουλιών που πετούσαν ανήσυχα, έτοιμα να κρυφτούν στις φωλιές τους κι  έβλεπα κάμποσους σκύλους να αλυχτούν δειλά με κατεβασμένη την ουρά, κοιτάζοντας αμήχανα τριγύρω. Ο άνεμος παρέσερνε χαρτιά και σκόνη και τα στροβίλιζε ψηλά. Και γω έτρεχα...

   Φτάνοντας όμως στην άκρη του χωριού, σα να σταμάτησαν ξαφνικά όλα. Και ο άνεμος και η βουή των δέντρων και τα τιτιβίσματα των πουλιών. Ήταν τα ελάχιστα εκείνα δευτερόλεπτα της σιωπής, λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα. Ο ουρανός είχε μαυρίσει πολύ και έμοιαζε τόσο βαρύς, που σχεδόν άγγιζε το χώμα. Στάθηκα και απόμεινα να κοιτάζω τριγύρω την ξαφνική κι απόκοσμη ησυχία. Το τρομερό σκοτείνιασμα. Σα να ακινητοποιήθηκε ξαφνικά ο χρόνος. Δε σάλευε και δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα. Μονάχα πολλά χρόνια αργότερα, όταν διάβασα την Έγκωμη του Σεφέρη και το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβ εκεί ακριβώς όπου όλα τριγύρω παγώνουν, βρήκα πάλι ένα τόσο ακινητοποιημένο συναίσθημα. Σα να βρισκόμουν ακριβώς στο σύνορο δύο κόσμων. Πίσω το χωριό. Η ασφάλεια. Μπροστά το μαύρο, το άγνωστο, η καταιγίδα. Μια φωνή μου έλεγε να γυρίσω γρήγορα στο σπίτι μου. Η άλλη να συνεχίσω μπροστά. Είχα χρέος και ευθύνη να φέρω τα ζωντανά μας πίσω. Δεν ήθελα να πέσω στα μάτια των γονιών μου. Ήταν δική μου δουλειά αυτή και έπρεπε να γίνει. Είχα μονάχα έναν δρόμο. Μπροστά! Την ίδια στιγμή αραιές ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν τριγύρω. Ήταν τόσο χοντρές, που άκουγα την καθεμιά, καθώς έπεφτε στο χώμα. Όμως δεν υπήρχε γυρισμός. Άρχισα πάλι να τρέχω μπροστά, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα οι στάλες πύκνωσαν και ξέσπασε η καταιγίδα. Η χειρότερη καταιγίδα που είχα δει στη ζωή μου! Μέχρι σήμερα ακόμη, που περιγράφω αυτό το μακρινό γεγονός -σαράντα χρόνια μετά- δε θυμάμαι να ξανάζησα τέτοια καταιγίδα. Ποτάμια νερού άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό, τόσο που μέσα σε δύο λεπτά είχα βραχεί μέχρι το κόκαλο. Συνέχιζα όμως να τρέχω μην έχοντας σχεδόν καθόλου ορατότητα, σα να διέσχιζα με δυσκολία έναν συνεχόμενο καταρράκτη. Την απίστευτη σκοτεινιά, διέκοπταν κάθε τόσο αστραπές και ανατριχιαστικά μπουμπουνητά λες και έτριζε η γη...
   Ο πρώτος κεραυνός έπεσε λίγο μακρύτερα, κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Τρομοκρατήθηκα, αλλά έπρεπε να συνεχίσω. Δεν περπατούσα πια πάνω στο χώμα, τσαλαβουτούσα σε ένα ρηχό ποτάμι, αφού όλα τα νερά που έρχονταν από τις πλαγιές του βουνού είχαν βγει στον χωμάτινο δρόμο και έτρεχαν. Είχα βρεθεί ξαφνικά σε έναν άλλον κόσμο. Όλα τα στοιχεία της φύσης μαίνονταν γύρω μου και γω δεν ήμουν παρά ένα μικρό πουλί, παγιδευμένο στην καταιγίδα. Τώρα πια δεν μπορούσα να ξεφύγω. Έπρεπε όμως πάση θυσία να φτάσω στις συκιές. Αυτές ήταν το σύνορο που θα με προσανατόλιζαν. Ήταν δίπλα στον δρόμο και εκεί ακριβώς βρισκόταν το μονοπάτι που έκανε γωνία ενενήντα μοιρών και οδηγούσε στο κτήμα μας, ακριβώς στα ριζά του βουνού. Οι αστραπές, οι βροντές και οι κεραυνοί άρχισαν να πυκνώνουν. Μα κάποτε διέκρινα μπροστά μου, τον σκούρο όγκο από τις συκιές. Δεν είχαν ανθίσει ακόμη καλά, αλλά στάθηκα κάτω από μία για να καλυφθώ λίγο από την καταιγίδα και να πάρω μιαν ανάσα. Μάταια. Έτσι κι αλλιώς είχα γίνει μουσκίδι. Ένας κεραυνός έπεσε πάλι κοντά μου. Όχι κάτω από δέντρα! Το χειρότερο που μπορείς να κάνεις σε μια τέτοια περίπτωση, είναι να σταθείς κάτω από δέντρα! Και τόξερα. Έφυγα γρήγορα από κει κι άρχισα να ανηφορίζω το μονοπάτι. Επιστράτευσα και την παραμικρή σκέψη που θα μπορούσε να με βοηθήσει. Οι κεραυνοί έπεφταν γύρω πυκνότερα. Στο μάθημα της φυσικής στο δημοτικό, είχαμε μάθει πως το ξύλο είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού. Καθώς προχωρούσα διέκρινα κάτω ένα κομμάτι ξύλο. Ήταν βρεγμένο αλλά το πήρα στο χέρι μου. Τώρα πια ξέρω πως ήταν μια ανόητη κίνηση. Αυτό το μικρό κομμάτι βρεγμένου ξύλου, δεν είχε την παραμικρή δύναμη να με προστατέψει από κανέναν κεραυνό, αλλά τότε έδρασε λυτρωτικά πάνω μου. Κρατώντας το σφιχτά στη μικρή μου χούφτα και πιστεύοντας πως με προστατεύει, άντλησα από μέσα μου τρομερή δύναμη, σα να ήμουν κάτω από την ομπρέλα του καλύτερου αλεξικέραυνου. Είχα πλησιάσει πια τόσο κοντά στο κτήμα μας, που άκουγα καθαρά τα σπαρακτικά βελάσματα των ζώων, που καλούσαν σε βοήθεια. Άρχισα να φωνάζω για να με ακούσουν ώστε να πάρουν και αυτά δύναμη. Μια αστραπή φώτισε το τοπίο. Μέσα στο πράσινο λιβάδι διέκρινα αχνά τα ζωντανά μας.  Έδειχναν τρομοκρατημένα. Η αρχηγός έτρεχε γύρω από το παλούκι της αλλά μη μπορώντας να απελευθερωθεί βέλαζε απεγνωσμένα. Τα υπόλοιπα έτρεχαν κι αυτά ξοπίσω της. Μονάχα ο Τούρκος ακούγοντας τη φωνή μου ξέκοψε λίγο από τα άλλα και στάθηκε βελάζοντας συνεχώς, κοιτάζοντας προς το μέρος μου. Ο Τούρκος ήταν ένα ζυγούρι που ήταν πολύ δεμένο μαζί μου. Από τότε που ήταν μικρό παίζαμε μαζί. Παλεύαμε, κυνηγιόμασταν μέσα στα σπαρτά κι ακόμη εκείνο με είχε μυήσει στο αγαπημένο παιχνίδι όλων των μικρών κριαριών. Παίρναμε φόρα και μετά τρέχαμε ο ένας πάνω στον άλλον, τάχα να συγκρουστούμε. Την τελευταία όμως στιγμή, εγώ σηκωνόμουν το έπιανα από το μαλλί και προσπαθούσα να το αναποδογυρίσω πάνω στα γρασίδια και τα αγριολούλουδα. Τουλάχιστον παλαιότερα. Γιατί τελευταία ο Τούρκος είχε μεγαλώσει και δεν μπορούσα να τον κάνω ζάφτι με τίποτα. Τον είχα ονομάσει Τούρκο, γιατί ήταν πείσμων ζώο και δεν τόβαζε κάτω. Ήθελε συνέχεια να νικά. Όποτε με έβλεπε λοιπόν, έτρεχε πάνω μου να παίξουμε. Σήμερα όμως ήταν όλα διαφορετικά. Τρομοκρατημένος κι αυτός από την καταιγίδα, τα μπουμπουνητά και τους κεραυνούς, ακούγοντας τις φωνές μου ξέκοψε από τα υπόλοιπα κι άρχισε βελάζοντας να με ψάχνει, ερχόμενος σιγά σιγά προς το μέρος μου.
   "Τούρκο!'' φώναξα.
   Τότε ακριβώς έγινε μεγαλύτερο το κακό. Βρισκόμουν πια στην πλαγιά του βουνού και ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν απανωτοί κεραυνοί. Ήταν μία κόλαση και γω παγιδευμένος μέσα της. Τώρα πια κινδύνευε η ζωή μου πραγματικά. Και τόξερα. Ήμουν στο έλεος απίστευτων δυνάμεων, εγώ ένα μικρό αδύνατο παιδί δώδεκα μόλις ετών. Έφτανε μια ηλεκτρική εκκένωση από τις τόσες που έπεφταν τριγύρω, για να με απανθρακώσει για πάντα. Βαστώντας ακόμη στο χέρι μου το βρεγμένο ξύλο, βρήκα καταφύγιο στη ρίζα μιας ελιάς. Εκεί ζάρωσα κι ας ήξερα πως ήταν λάθος να βρίσκομαι κάτω από δέντρο. Ήταν η μοναδική στιγμή που σκέφτηκα να εγκαταλείψω. Το σπίτι, η μάνα, ο πατέρας ήταν πρόσωπα πολύ μακρινά, που δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν. Σα να μην ανήκα σ' αυτούς πια,  αλλά σε δυνάμεις ανώτερες. Βρισκόμουν στο έλεός τους. Ζαρωμένος σε εμβρυακή στάση στη ρίζα της ελιάς με κλειστά μάτια και ενώ γύρω γινόταν χαλασμός, άρχισα να λέω το ''πάτερ ημών''. Ένας εκκωφαντικός κρότος αρκετά κοντά, με έκανε να ανοίξω τα μάτια. Είδα τον Τούρκο να πέφτει στο έδαφος και τα υπόλοιπα πρόβατα να σκορπίζουν τριγύρω βελάζοντας. Πέταξα το ξύλο από τα χέρια μου και έτρεξα στο πεσμένο ζώο. Ήταν ακίνητο με ανοιχτά τα μάτια και δε σάλευε. Άρχισα να το ταρακουνώ...
   ''Τούρκο! Τούρκο!''
  Το ζυγούρι παρέμενε ακίνητο με τα πόδια τεντωμένα. Το γράπωσα από το μαλλί καλύτερα και συνέχισα να το ταρακουνώ με όση δύναμη είχα, ενώ δάκρυα άρχισαν να ρέουν μαζί με τη βροχή στα μάγουλά μου...
   ''Τούρκο! Σήκω Τούρκο!''
  Ξαφνικά το ζυγούρι σκίρτησε! Πήρε ανάσα, γύρισε λίγο και στάθηκε με διπλωμένα τα πόδια κοιτώντας με απορία τριγύρω, σα να μην ήξερε πού βρισκόταν. Το τράβηξα από τα μαλλιά να σηκωθεί μα δεν τα κατάφερα. Ήταν όμως ζωντανό. Το άφησα και έτρεξα στην αρχηγό. Τράβηξα το παλούκι που ήταν δεμένη. Εκείνη ελεύθερη πια, άρχισε να κατηφορίζει. Σε λιγότερο από ένα λεπτό τα υπόλοιπα είχαν μαζευτεί πίσω της κι έτρεχαν όλα μαζί προς το χωριό. Επέστρεψα στον Τούρκο που παρέμενε ακόμη ζαλισμένος και του έριξα μια δυνατή κλωτσιά στα πισινά. Σηκώθηκε. Η δεύτερη κλωτσιά τον συνέφερε για τα καλά. Αφού προσανατολίστηκε επιτέλους, άρχισε να τρέχει βελάζοντας στην κατηφόρα για να προλάβει τα άλλα.

  Όταν μπήκα στο σπίτι είχαν επιστρέψει και οι δικοί μου, αλλά είχαν προλάβει να βγάλουν τα βρεγμένα τους και να αλλάξουν. Η καταιγίδα και οι βροντές συνέχιζαν. Ο πατέρας έπινε τσάι και η μάνα άναβε το καντήλι κάνοντας μπροστά στις εικόνες, τον σταυρό της. Μόλις με είδε έπεσε πάνω μου να με σκουπίσει και να με αλλάξει. Ποτέ δεν τους είπα τι τράβηξα σ' αυτήν την καταιγίδα. Oύτε με ρώτησαν. Είχα κάνει απλά τη δουλειά μου. Τίποτα περισσότερο...