-Διήγημα-
Ο Γεώργιος έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, ετούτην την εαρινήν εσπέραν του
δύο χιλιάδες πέντε. Είχεν την παρουσίασιν του πρώτου βιβλίου του. Ήτο μία
συλλογή διηγημάτων, εμπνευσμένων εκ των ταξιδίων του ως πολεμικού ανταποκριτού
εις εμπολέμους χώρας. Αν και φύσει μετριόφρων ο Γεώργιος, απόψε ησθάνετο κάπως
υπερήφανος οπού είχε κατορθώση να συγγράψει αυτό το βιβλίο εκείνος, εις πτωχός
κάποτε μαθητής, ίσως ο πτωχότερος όλων των συνομηλίκων του εκείνην την εποχήν.
Δι΄ αυτό επέλεξεν να κάμη την παρουσίασιν ουχί εις Αθήναν οπού διέμενε πια και
ηργάζετο, αλλά εις το χωρίον του και μάλιστα εις το δημοτικόν σχολείον εις το
οποίον εφοίτησεν ως μαθητής, την δεκαετίαν του χίλια εννεακόσια εξήντα. Ίνα ξορκίσει ίσως τα πτωχά και δύσκολα παιδικά του χρόνια. Ίσως και κάποιους
δαίμονες οπού εμφανίζοντο ενίοτε ακόμη…
Εις την εκδήλωσιν είχε συρρεύσει
κόσμος και κοσμάκης. Ουχί μόνον εντόπιοι, αλλά και φίλοι του Γεωργίου εξ
Αθηνών. Δημοσιογράφοι, λογοτέχναι, κριτικοί μα και απλοί φίλοι. Ήτο μία ωραία
βραδιά! Λόγοι και ύμνοι προς τον νέον συγγραφέα, ως είθισται εις τοιαύτας
περιπτώσεις. Ο Γεώργιος έλαμπεν από χαρά. Μόνο να φανταστή δύναται τις, πώς
ησθάνονται οι συγγραφείς εις την παρουσίασιν του πρώτου των βιβλίου! Τα
χειροκροτήματα ήσαν ειλικρινή και θερμά, διότι ο Γεώργιος ήτο ηγαπητός εις
όλους. Τέλος, εκείνος εκάθητο εις την θέσιν του και όλοι εφέροντο εμπρός του με
βιβλία ανά χείρας, διά να τον συγχαρούν και να τους υπογράψει μίαν αφιέρωσιν.
Δι΄ ολίγον ένιωσε ως Χέμινγουέι μα ως μετριόφρων οπού πράγματι ήτο, αύθις
συνήλθε και διεκπεραίωνε με ταπεινότητα και φιλικότητα το έργον, ευχαριστών εκ βάθους καρδίας του φίλους, γνωστούς και αγνώστους, οπού του έκαμαν την τιμή
να παρευρεθούν εις την μεγάλη χαρά του…
Ανάμεσο όμως εις τους ανθρώπους οπού
ανέμενον διά να τον χαιρετήσουν, ο Γεώργιος διέκρινε έν ζεύγος βαθεώς ηλικιωμένων. Ο γέρων θα ήτο ως ενενήκοντα ετών, εβαστούσε μπαστούνιον και κοπιωδώς ωρθούτο. Η κυρία σιμά οπού τον εστήριζε –προφανώς η συμβία του- κοντά του
ήρχετο εις την ηλικίαν και αυτή. Του Γεωργίου κάτι του ενεθύμιζε ο γέρων, όμως
δεν ημπορούσε να καταλάβει ακριβώς τι. Κάποια στιγμήν όμως, το ζεύγος εστάθη
εμπρός του…
-Δεν ήρθα για σένα, ούτε για το
βιβλίο!... είπεν σιγανά και με προσπάθεια ο γέρων.
Ακούων όμως την φωνήν ο Γεώργιος
–ας ήτο σιγανή, σχεδόν ξέψυχη- ενεθυμήθη! Δεν ήτο άλλος παρά ο κύριος
Γιαννόπουλος… Ο δάσκαλός οπού είχε εις το δημοτικόν! Ο Γεώργιος εταράχθη, διότι
με ετούτον τον δάσκαλον –ότε εκείνος ήτο εις την ακμήν του- είχεν μίαν πικράν
εμπειρίαν. Προς στιγμήν απόμεινε ενεός να κοιτά τον ηλικιωμένον κύριον ως
άγαλμα. Διά ελάχιστα δευτερόλεπτα εταξίδευσε αστραπιαίως εις το παρελθόν…
Ήσαν τα δύσκολα έτη της παιδικής του
ηλικίας, οπού πολλάκις ήθελεν να λησμονήσει. Η οικογένεια πτωχή και οι καιροί
δύσκολοι. Εάν δεν υπήρχον και τα συσσίτια τότε με το γάλα κάθε πρωία, το
μπουλουχούρι, την θρεψίνη, τες μαρμελάδες, τα μακαρόνια με κιμά κάθε Πέμπτην,
θα την είχε πολύ άσχημα ο Γεώργιος. Τα ρούχα δεν τον πολυένοιαζον κι ας ήσαν
πτωχά. Η μάνα έκαμε ό, τι ημπορούσε η καημένη με τα μπαλώματα, τουλάχιστον ήσαν
καθαρά και δεν εκρύωνε. Μα ο μέγας καημός του Γεωργίου ήτο τα παπούτσια!
Εκόντευε να τελειώσει το δημοτικόν και ιδικά του παπούτσια εις τους πόδας δεν
είχε βάλει. Μόνον εκείνα οπού επαλαίούντο εκ των μεγαλυτέρων αδελφών. Μα ότε
ήρχοντο εις αυτόν ήσαν παλαιά, ταλαιπωρημένα, τρύπια. Και οι χειμώνες εις το
χωρίον υγροί, λασπώδεις με συχνούς υετούς και χιόνας. Δεν τολμούσε να
περιπατήσει δέκα βήματα έξω και εκ τας τρύπας τα παπούτσια εγέμιζαν ύδωρ.
Ολημερίς λοιπόν επάγωνε! Εξύλιαζαν οι πόδες του… Προσεπάθη ενίοτε να εμβάση εις
τας πατούσας χαρτόνια μα δεν εβοήθων. Μετά την παρέλευσιν ολίγης ώρας, τα
χαρτόνια καταστρέφοντο εκ του ύδατος και της υγρασίας και πάλιν ο Γεώργιος
επάγωνεν.
Ώσπου μίαν ημέραν ήλθεν ιδέα φαεινή!
Το αριστερό του παπούτσι εκείνη την εποχή ήτο καλό εις τον πάτο, μα το δεξί
είχεν μία μεγάλην τρύπα, οπού πολύ τον εταλαιπώρει. Θα μαστόρευε το λοιπόν,
πατούσα από ξύλο! Εις τον πατρικόν οίκον ο πατήρ του διέθετε μίαν μικρήν σέγαν.
Ο Γεώργιος ηύρεν έν γερό σανίδιον, το εμέτρησεν να έρχεται ασορτί εις την
πατούσαν, το έκοψε με την σέγαν, το επλάνησε, έκαμε ακόμη και καμάραν διά να
ταιριάζει εις τον δεξιόν πόδα. Τρεις ολόκληρας ώρας του εστοίχησε το εγχείρημα.
Τέλος το τοποθέτησε χαρούμενος εις τον πάτον του παπουτσίου και το εδοκίμασε...
Μια χαρά εφαίνετο! Επιτέλους θα ελυτρώνετο από τη βάσανο, διότι ο χειμών εμπρός
ήτο ακόμη μακρύς…
Παρήλθον κάμποσαι ημέραι. Η ξύλινη
πατούσα επήγαινε μια χαρά. Το τρύπιον παπούτσι δεν έμβαζε ύδωρ. Ο Γεώργιος ίσως να περιπάτη κάπως κουτσά πια -διότι ο εις πους εστέκετο ολίγον τι
υψηλότερον- μα μπρος στον πόνο τι ειν΄ τα κάλλη! Μια χαρά ησθάνετο και μάλιστα
είχε μεγαλώσει η αυτοπεποίθησίς του σχετικά με τον μεγάλο του έρωτα, την… Τίνα!
‘Ητο ξανθιά και πολύ όμορφη και ο Γεώργιος ήτο σφόδρα ερωτευμένος μαζί της,
καιρόν τώρα. Όσο όμως δεν είχε λύσει το ζήτημα της τρύπας εις το παπούτσι, δεν
ετόλμα να την κοιτάξη. Τώρα πλέον είχε θαρρέψει και ητοιμάζετο να κάμει το
μεγάλο βήμα. Είχεν φτιάξει υπό ξύλου ελαίας μίαν μικρήν καρδίαν και είχε χαράξει
επάνω της δύο γράμματα Γ+Τ. Ήλπιζε λοιπόν πως θα ηύρισκεν την ευκαιρίαν να
ξεμοναχιάση την Τίναν και να της χαρίση την καρδίαν. Όμως την ίδιαν εκείνην
ημέρα οπού απεφάσισεν ο Γεώργιος να κάμη το μεγάλο βήμα, εκείνη ακριβώς συνέβη
κάτι απρόοπτον, κάτι αναπάντεχον και ντροπιαστικόν οπού εσφράγισεν ανεξίτηλα την
ψυχήν του μικρού Γεωργίου…
Ο κ. Γιαννόπουλος ήτο σκληρός
δάσκαλος ως ήσαν άλλωστε όλοι οι δάσκαλοι της χώρας τότε, οίτινες με την άδεια και
τας σχετικάς διατάξεις του υπουργείου, κτυπούσαν ανελέητα τους μαθητάς. Ακόμη
και ο γονέοι τους παρότρυναν να δέρουν με το παραμικρόν τα παιδία, χωρίς
δισταγμόν ή τύψιν, διά... να γίνουν άνθρωποι! Καμία σχέσις με την σήμερον οπού τα παιδία τελούν υπό
καθολικήν ανοχή και δέρουν εκείνα τους δασκάλους. Αποτελεί μέγα ερώτημα όμως, πώς
αυτή η χώρα αδυνατεί να διατηρήση χρυσάς τομάς… μέσας οδούς, αλλά τείνει
πάντα προς τα άκρα. Εβένινον ή λευκόν, λες και δεν υπάρχουν άλλοι –και μάλιστα
πιο επωφελείς και αναλόγως προσαρμόσιμοι- χρωματισμοί.
Εκείνη την ημέρα λοιπόν, ο κ.
Γιαννόπουλος ήτο ακόμη πιο σκληρός από το σύνηθες. Εφάνη εκ του πρωινού. Πρώτα
εχαστούκισε δυνατά εις την παρειάν μαθητή, διότι είδεν πως εκείνος εκουνήθη
κατά την διάρκεια της ανάκρουσης του εθνικού ύμνου. Είτα επήρε την βέργαν και
έρριψε είκοσι ξυλιάς εις την παλάμην και δέκα εις την ράχην της χειρός
ετέρου μαθητή, ο οποίος δεν είχε συγγράψει αντιγραφή. Τέλος… του εμύρισαν
άσχημα πόδες εις την αίθουσα και πρόσταξεν όλους τους μαθητάς να εξάγουν τα
παπούτσια τους, διά να ελέγξει ποίου οι πόδες κακοσμούν…
Εδώ ο Γεώργιος επάγωσε! Πώς να εξάγη
τα παπούτσια του εις την κατάστασιν που αυτά ήσαν; Και καλά το αριστερόν, μα το
δεξί; Οι μαθηταί ήρχισαν να βγάζουν τα παπούτσια τους μα ο Γεώργιος ήθελε να
ανοίξει η γη και να τον καταπίη. Έβγαλε μόνον το αριστερόν και το άφησε εις τον
διάδρομον. Και ανέμενε ως να ανέμενε την θεία δίκην…
Κάποτε ο δάσκαλος έφθασεν εμπρός του. Ιδών όμως μόνον το έν παπούτσι του
Γεωργίου, συνοφρυώθη, εσταύρωσε τας χείρας εις το στήθος κοιτάζοντάς τον
αυστηρά και τώ είπεν…
-Με ένα παπούτσι ήρθες στο σχολείο
Ιάσων;
Ο Γεώργιος δεν ομίλη...
-Ξέρεις γιατί σε λέω Ιάσων;
-Μάλιστα κύριε! Επειδή ο Ιάσονας
επέστρεψε στην πατρίδα του μονοσάνδαλος!...
-Α μπράβο! Σ΄αυτά είσαι καλός! Για να
δω και το άλλο παπούτσι σου τώρα…
Ο Γεώργιος δεν εκινείτο. Ο δεξιός του
πους ήτο από την άλλη πλευρά του δασκάλου…
-Γύρνα από δω!... τον πρόσταξεν ο
δάσκαλος…
Ο Γεώργιος τρέμων έκαμε στροφήν
ενός τετάρτου εις το θρανίον του. Με την άκρην του οφθαλμού του είδεν απέναντι
την Τίνα... Τον εκοίτα ως όλοι οι μαθηταί της αιθούσης οπού είχον στραμμένην
την προσοχήν επάνω του. Ήρχισε να τρέμει.
-Βγάλτο!
ο Γεώργιος δεν εκινείτο. Αίφνης ο
δάσκαλος έσκυψε, τράβηξε το παπούτσι του Γεωργίου και το εσήκωσε ψηλά…
-Είναι λοιπόν αυτό το παπούτσι ο
ένοχος της κακοσμίας;
Όλοι οι μαθηταί όμως είδον την
τεραστία τρύπα εις τον πάτον του παπουτσίου, όπως το εκράτει ορθόν ο δάσκαλος
και ήρχισαν να γελούν. Μα τότε ο ξύλινος πάτος οπού είχε μαστορέψει ο μικρός
Γεώργιος, ηύγεν από το παπούτσι και έπεσεν κάμνοντας θόρυβον εις το πάτωμα. Οι
μαθηταί ήρχισαν να γελούν τρανταχτά. Ο δάσκαλος επλησίασε το πρόσωπο εις το
παπούτσι, έθεσε τον οφθαλμόν εις την τρύπαν ώστε να βλέπη από την άλλη πλευρά
και κάμων μίαν αργήν στροφήν γύρω από τον εαυτόν του να τον ιδούν όλοι οι
μαθηταί, απεφάνθη…
-Μάλλον δεν είναι αυτός ο ένοχος.
Αλλά έχει μία τρύπα εδώ, που ακόμη κι εγώ περνάω από μέσα!
Ήτο σαν ένας μικρός θάνατος διά τον
Γεώργιο. Εντός του ήρχισαν να αναδεύονται λυγμοί. Είχεν σκύψει την κεφαλή, ερυθριάζοντας
μέχρι τους όνυχας χειρών και ποδών και επεθύμει διακαώς να αποθάνη. Δεν είχε
την παραμικράν δύναμιν να σηκώση την κεφαλήν ίνα ιδεί τουλάχιστον εάν εγέλα και εκείνη. Διότι μόνον αυτό τον ένοιαζε πια. Ας τον κορόιδευε ο δάσκαλος. Ας
εγέλων όλοι μαζί του. Δεν ήθελε όμως με τίποτε να γελά και η Τίνα.
Τελικώς ετούτο, παρέμεινε ένα από τα αναπάντητα μυστήρια του βίου του Γεωργίου.
Διότι δεν εσήκωσε διόλου την κεφαλήν και δεν έμαθε ποτέ εάν γέλασε και η Τίνα
εις αυτήν την περίστασιν. Μόνο ήρχισε να κλαίει. Προσεπάθησε να συγκρατηθή μα
οι λυγμοί ανήλθον εις τον λαιμό του αφρώδης, ορμητικός ποταμός. Δεν ενθυμείται
άλλα από εκείνην την φαιδρή ημέρα. Μόνο τον δάσκαλο να φωνασκή…
-Τι κλαις; Μη κλαις ρε! Δε ντρέπεσαι
να κλαις ολόκληρος άντρας; Σταμάτα να κλαις!...
Λοιπόν, αυτός ο δάσκαλος οπού ήτο πια
ενενήκοντα ετών, έστεκεν τώρα εμπρός του…
-Δάσκαλε!... αναφώνησε ο Γεώργιος και
ωρθώθη.
Όλοι σχεδόν ήκουσαν την λέξιν
΄΄δάσκαλε΄΄ και οπισθοχώρησαν, αφήνοντες χώρον εις τον Γεώργιο και το ηλικιωμένο
ζεύγος να… δράσουν. Σα να ευρίσκοντο σε θέατρο και επρόκειτο να παρηκολουθήσουν
μίαν πολύ έντονη σκηνή. Ο Γεώργιος ηύγε από εκεί οπού εκάθητο, έφερε γύρον την τράπεζα και κατηυθύνθη προς τον παλαιό του δάσκαλον. Πλησιάζων αυτόν ήνοιξε τας
χείρας, τον ενηγκαλίσθη και τον ησπάσθη συγκινημένος και εις τας δύο παρειάς…
-Δάσκαλέ μου, πως είστε;
Απόλυτος ησυχίαν εις την αίθουσα. Ο
δάσκαλος με φωνή οπού ήρχετο εξ εγκάτων του, με φωνήν οπού εφαίνετο ότι
έκαμε μεγάλην προσπάθεια να ακουσθή, είπεν…
-Δεν με εξέπληξε η εξέλιξή σου!...
Δεν ήρθα γι΄αυτό όμως, επειδή το περίμενα! Ήρθα -εδώ ηύξησε όσο δυνόταν
περισσότερο την ασθενή φωνή του- για να σου ζητήσω συγνώμη! Ξέρεις εσύ γιατί!
Συγνώμη λοιπόν, ενώπιον όλων! Τώρα μπορώ να πεθάνω ήσυχος!
Μετά, εστράφη προς την συμβία του,
της έκαμε νόημα και ήρχισαν αργά –ο γέρων εκράτει και μπαστούνιον οπού κάθε τόσο
ηκούετο ρυθμικά καθώς εκτυπούσε εις το πάτωμα- να κατευθύνονται προς την έξοδο.
Ο κόσμος οπού είχεν παρηκολουθήσει την σκηνήν, ήνοιγε διάδρομον διά να αφήσει
το ηλικιωμένο ζεύγος να φθάση εις την θύραν. Εις το ήμισυ όμως της μικράς ταύτης
διαδρομής, όλοι εξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Μόνον ο Γεώργιος είχεν απομείνει
αποσβολωμένος εις την θέσιν του, έτοιμος να σωριασθή εις το πάτωμα…