Translate

Saturday, September 6, 2008

Η μασκοφόρος


Μακρινή και πύρινη
μα απ' τη μάσκα πίσω των νεφών
λουλούδι

Αγάπη μυστική
που χαμηλά γλιστράς σα χέλι
αφρό μη δεις
Κάτω από φως χρυσό σε πολεμώ
και υποφέρω
να σε φαντάζομαι στα βάθη τα κρυφά
φωνή ιδρωμένη...

λαχανιασμένο σώμα
κι η μάσκα αστραφτερή στο πάτωμα
με σκόρπια ρούχα...

θολό το βλέμμα
κι οι ώμοι σου γυμνοί
κι οι ώμοι σου ναυαγισμένοι
σα της Κίχλης τα κατάρτια...
να καρτερούν οι ώμοι σου φιλιά
ν' αποκαθίσουν πάνω τους
σα κουρασμένοι γλάροι...



(2000)
Από τη συλλογή "μαθητεία''

Saturday, May 24, 2008

Στιγμές της νύχτας





Όμως
γιατί ν' αξίζει τo ταξίδι
αν δεν αφήσεις
στιγμές της νύχτας να σε κρίνουν

τις μυρωδιές του γιασεμιού και τις σιωπές
να σου θυμίσουν
πως όλα τάχεις

μα είναι όλα τους μισά
γιατί οι σκιές που σ' άγγιξαν
και οι κρυμμένοι πόθοι
σκορπίσανε στους δρόμους



2002

Thursday, February 28, 2008

Άυλη πόλη





Κάποτε φτωχός
σώμα σφριγηλό και διψασμένο
τους πρώτους αποπειράθηκε ασύνετους στίχους
σκύβοντας σε χαρτιά, με περισσή αποκοτιά...
Τώρα ξεφτισμένο φτερό
-ένα μάτσο ρυτίδες πάνω σε κόκαλα-
με κόπο τα βήματά του σέρνει, στην άϋλη πόλη
στα σπουδαία των έργων του κτίσματα
στο μέσον μιας κουστωδίας
οψίμων πιστών και μαθητών

Επιφωνήματα υμνούν θαυμασμού
την ολοφάνερα μεσημβρινή των κτισμάτων διάταξη
ψίθυροι, πώς παίζουν με του ήλιου το φως
οι άχραντοι δρόμοι, οι μετώπες και τα σοφά δεσίματα
παρατηρούν τη γυαλάδα των λέξεων
τη μεγαλόπρεπη υμνούν, ευλυγισία των στίχων
με έμπειρο μάτι μετρούν
την αντοχή στον χρόνο θεμάτων και ρυθμών
τα ποσοστά ρεαλισμού εκθειάζουν
και των υπόγειων νερών -που συχνά σε κρυστάλ
λινους πίδακες ξεσπούν- την κρυφή συνδρομή
υποκλίνεται η κουστωδία σεμνά
στη σεπτή του αρχιτέκτονα σκιά

Μα αυτός αλλού. Με μάτια ψηλαφίζει υγρά
όσα στους άλλους θα μείνουν κρυμμένα
-πότε στήθηκε και πώς το κάθε ποίημα
την ανέχεια που δένει τα θεμέλια
τη χρόνια περιφρόνηση των ζωντανών
άφαντους πόθους, χάδια
τελειωμένα λόγια και χαμένα πρόσωπα
που παίζουν κρυφτό πίσω απ’ τους κίονες
και απαλά αεράκια που ανεβαίνουν τις σκάλες
ενώ τρίλιες πεθαμένων πουλιών κουβαλούν
και μυρωδιές, από παλιές αγαπημένες Κυριακές-

Μ’ αυτός αλλού
έκπληκτος, πώς τον αποστέγνωσε μια τέτοια πόλη
μια άυλη πόλη, πόσο ύπουλα του ρούφηξε το αίμα
αλλού, στο μαύρο της πόλης του τρομαχτικό πηγάδι
του παλαιού του χέρσου τρομαχτικό πηγάδι
που γύρω του έχτιζε, μήπως το εξαλείψει
μα τώρα νάτο πάλι σκοτεινό, που σιωπηλά του γνέφει
από την πόλη που ύψωσε, να τον αποχωρίσει…



(2006)