Κάποτε φτωχός
σώμα σφριγηλό και διψασμένο
τους πρώτους αποπειράθηκε ασύνετους στίχους
σκύβοντας σε χαρτιά, με περισσή αποκοτιά...
Τώρα ξεφτισμένο φτερό
-ένα μάτσο ρυτίδες πάνω σε κόκαλα-
με κόπο τα βήματά του σέρνει, στην άϋλη πόλη
στα σπουδαία των έργων του κτίσματα
στο μέσον μιας κουστωδίας
οψίμων πιστών και μαθητών
Επιφωνήματα υμνούν θαυμασμού
την ολοφάνερα μεσημβρινή των κτισμάτων διάταξη
ψίθυροι, πώς παίζουν με του ήλιου το φως
οι άχραντοι δρόμοι, οι μετώπες και τα σοφά δεσίματα
παρατηρούν τη γυαλάδα των λέξεων
τη μεγαλόπρεπη υμνούν, ευλυγισία των στίχων
με έμπειρο μάτι μετρούν
την αντοχή στον χρόνο θεμάτων και ρυθμών
τα ποσοστά ρεαλισμού εκθειάζουν
και των υπόγειων νερών -που συχνά σε κρυστάλ
λινους πίδακες ξεσπούν- την κρυφή συνδρομή
υποκλίνεται η κουστωδία σεμνά
στη σεπτή του αρχιτέκτονα σκιά
Μα αυτός αλλού. Με μάτια ψηλαφίζει υγρά
όσα στους άλλους θα μείνουν κρυμμένα
-πότε στήθηκε και πώς το κάθε ποίημα
την ανέχεια που δένει τα θεμέλια
τη χρόνια περιφρόνηση των ζωντανών
άφαντους πόθους, χάδια
τελειωμένα λόγια και χαμένα πρόσωπα
που παίζουν κρυφτό πίσω απ’ τους κίονες
και απαλά αεράκια που ανεβαίνουν τις σκάλες
ενώ τρίλιες πεθαμένων πουλιών κουβαλούν
και μυρωδιές, από παλιές αγαπημένες Κυριακές-
Μ’ αυτός αλλού
έκπληκτος, πώς τον αποστέγνωσε μια τέτοια πόλη
μια άυλη πόλη, πόσο ύπουλα του ρούφηξε το αίμα
αλλού, στο μαύρο της πόλης του τρομαχτικό πηγάδι
του παλαιού του χέρσου τρομαχτικό πηγάδι
που γύρω του έχτιζε, μήπως το εξαλείψει
μα τώρα νάτο πάλι σκοτεινό, που σιωπηλά του γνέφει
από την πόλη που ύψωσε, να τον αποχωρίσει…
(2006)