Ο Γεώργιος ΄΄Χ΄΄ θεωρείται σήμερον είς εκ των κορυφαίων θεατρικών συγγραφέων εις την χώραν. Είχεν το θάρρος να κάμει μίαν ποιοτικήν στροφήν εις τα θεατρικά δρώμενα. Αντί να βαδίσει προς την κατεύθυνσιν του συρμού, οπού δεν αποτελεί πλέον παρά μία εξέλιξις της παρακμής και μίμησις δυτικών προτύπων, εκείνος προετίμησε να αναδείξη μορφάς εγχωρίους οπού είχον βάρος και αξία και οίων ο βίος ήξιζε πραγματικά να μνημονευθεί. Ούτως ανεστήθη εις το σανίδιον ο Χαλεπάς, ο Αττίκ, η Λέλα Καραγιάννη. Δεν εδίστασε - λαμβάνων όλον το ρίσκον του εγχειρήματος- να αναστήση ακόμη και ήρωας του ΄21, ως τον Κολοκοτρώνην και τον Νικηταράν. Και λέγω ρίσκον, διότι μεγάλοι παραγωγοί και θεατράνθρωποι αποφαίνονται ακόμη και σήμερον πως η φουστανέλα δεν… πωλεί και προτιμούν ελαφράς κωμωδίας. Ούτω εχάθησαν τα πρότυπα και ο Έλλην ελησμόνησε την ρίζαν… δεν ηξεύρει σήμερον πού πατεί και πού υπάγει. Εις πείσμα των καιρών όμως ο Γεώργιος επέτυχε, διότι εστηρίχθη εκ μέρους του κοινού, ον εν τέλει δεν γυρεύει εις τα θέατρα μόνον τον γέλωτα και την μακαριότητα, αλλά και την ποιότητα. Έναντι μίας γενικευμένης κατακρημνίσεως αξιών, αναζητεί εναγωνίως πρότυπα και σταθερά σημεία.
Όμως ο δρόμος του Γεωργίου δεν ήτο στρωμένος με ροδοπέταλα εις το θεατρικόν στάδιον. Μίαν θερινήν εσπέραν, μοι εδιηγήθη ο ίδιος -ήμεθα φίλοι πια- υπό του ευμόρφου και δροσερού πλατάνου του χωρίου μου ενώ τρωγοπίναμε, μίαν πολύ ενδιαφέρουσα ιστορίαν. Μου έκαμεν τόσην εντύπωσην, οπού του υπεσχέθην ευθύς πως θα τη σιάξω διήγημα…
Ήργησε ο Γεώργιος να ασχοληθή με το θέατρον. Ως νέος συνέγραφε στίχους και ποιήματα, άτινα δεν εδίστασε κάποτε να τα δώση και εις αυτόν ακόμη τον… Μάνο Χατζιδάκι! Τον ηύρε όλως τυχαίως εις την Ακαδημίας εις το πατάρι ενός καφέ. Εκάθητο και συνεζήτει ησύχως με τον Γκάτσον. Ο Γεώργιος με την άγνοια κινδύνου της ηλικίας του, επλησίασε τους δύο μεγίστους άνδρας, συνεστήθη και έδωκε τους στίχους του εις τον Μάνο, όστις αφού τους έρριψε μία ματιά απεφάνθη…
-Κάτσε!
Ο δεκαοκτάχρονος Γεώργιος, εκάθισε σιμά εις τον Χατζιδάκι και τον Γκάτσον…
-Γιωδγάκη γδάφε… γδάφε! Αλλά να ξέγεις πως στα συγτάγια μας, χωγάνε πολλά ποιήματα!
Έκτοτε και διά πολλά έτη ο Γεώργιος ηργάζετο ως δημοσιογράφος. Επήγε ακόμη εις το Ιράκ και αλλαχού ως πολεμικός ανταποκριτής. Ταξίδια οπού εκ βαθέων τον ήλλαξαν. Μάλλον εξύπνησαν εντός του δια τα καλά τον καλλιτέχνην. Απεφάσισεν λοιπόν κάποτε, να κάμη και ο ίδιος αληθήν τέχνην. Θα εκόντευε τα πεντήκοντα πια. Αφού εβασανίσθη πολύ, κατέληξε να ασχοληθή με τον Γιαννούλη Χαλεπά. Τον βασανισμένο γλύπτη της Τήνου. Τον απαράμιλλο δημιουργό της… Κοιμωμένης. Τον σύγχρονο Φειδία! Εμελέτησε πολλούς μήνας τον βίο του, επεσκέφθη ακόμη και το ψυχιατρείον της Κερκύρας οπού ο καλλιτέχνης ενοσηλεύθη διά πολλά έτη. Και εν τέλει, λέξιν την λέξιν, πρότασιν την πρότασιν, παράγραφον την παράγραφον εκέρδιζεν, ωσότου ετελείωσε το θεατρικόν διά τον σπουδαίον γλύπτην. Αύθις το υπέβαλλε εις κρατικόν διαγωνισμόν, με τριακοσίους άλλους διαγωνιζομένους…
Μίαν ημέραν -είχεν παρέλθει καιρός- και ενώ είχεν παραδώσει μόλις το καθημερινόν άρθρον εις την εφημερίδαν εις την οποίαν ηργάζετο και ητοιμάζετο ανύποπτος να φύγη, συνάδελφοι τον ειδεποίησαν πως όλαι αι εφημερίδαι γράφουν δι΄ εκείνον. Εξεπλάγη…
-Για μένα; Τι γράφουν για μένα;
Το θεατρικόν έργον διά τον Χαλεπά -που έφερε τον τίτλο ΄΄Η κοιμωμένη μου΄΄- είχεν κερδίσει εις τον διαγωνισμόν! Ήτο πρώτον εκ των τριακοσίων! Ο Γεώργιος εκόντεψε να πετάξει από χαράν! Επιτέλους, ήνοιγαν νέοι οδοί! Δε θα ήτο πια εις απλούς δημοσιογράφος οπού θα έγραφεν άρθρα του συρμού διά την επιβίωσιν, αλλά συγγραφεύς θεατρικών έργων! Είς Έλλην Σαίξπηρ. Είς Έλλην Τσέχωφ… Ίψεν! Αφού το έργον του εκέρδισεν, το υπέβαλλεν με αισιοδοξίαν εις το Εθνικόν ίνα αναβή η παράστασις. Και ανέμενεν, ενώ εντός του εδούλευεν κιόλας νέα έργα! Ως να τον είχεν εγγίξει μία μούσα με το ραβδί της και έρρεον εντός του ποταμοί με ιδέας...
Εις μάτην όμως! Επέρασαν ημέραι, επέρασαν εβδομάδες, μήνες… Ουδεμία απάντησις! Μετά επτακοσίας τριάκοντα τρεις ημέρας, κάποιος εδέησε να διαβάση το έργο, μα ουδέν απεφάσισαν οι ιθύνοντες περί τούτου. Η δικαιολογία οπού έδιδον, ήτο πως εκείνος ήτο άγνωστος ακόμη συγγραφεύς εις το κοινόν και δεν ημπορούσαν να διακινδυνεύσουν το έργον του εις το Εθνικόν.
Ο Γεώργιος δεν επτοήθη. Επήρε το έργον και το έκαμεν αρκετάς φωτοτυπίας. Εγυρνούσε το λοιπόν εις τα θέατρα των Αθηνών και το εμοίραζε. Δεν ηδύνατο, κάποιος θα συνεκινείτο. Φευ όμως! Έδιδε τηλέφωνα, έδιδε διευθύνσεις, ανέμενε μεθ’ αδημονίας έν μήνυμα, μίαν είδησιν… Όμως σιωπή. Ο Γεώργιος ηπόρει… Πώς είναι δυνατόν να μην ασχολείται ουδείς, με έν έργον ον είχεν μάλιστα βραβευθεί; Διατί άραγε το εβράβευσαν; Διά να του οξύνουν την οδύνη; Οι ύστατοι τούτοι τρεις χρόνοι της αναμονής… ήσαν σκέτη κόλασις! Μαύρη η ώρα που συνέγραψε ετούτο το έργον οπού τον είχεν ανασταστώσει, τον είχεν γεμίσει με φρούδας ελπίδας και είχεν αλλάξει τον ρου του βίου του.
Μίαν χειμερινήν εσπέραν με τσουκτερόν κρύον, δεν άνθεξε. Θα επήγαινε εις εν θέατρον της Φωκίωνος Νέγρη οπού προ ολίγου καιρού είχεν αφήκει το έργο του. Θα επήγαινε ίνα ερωτήση τουλάχιστον εάν το προώθησαν εις τους υπευθύνους. Ήτο σχεδόν θυμωμένος. Εφοβείτο πως θα εκαυγάδιζεν. Εκεί τον είχεν φθάσει η απόγνωσις…
Ανέβη την κλίμακαν του θεάτρου και ηρώτησε την κοπέλα εις το ταμείον, εάν όντως είχεν δώσει το έργον εις τον υπεύθυνον. Εκείνη τον διεβεβαίωσεν πως πράγματι είχεν κάμει ό, τι έπρεπε και πως όλα πια ευρίσκοντο εις τας χείρας του θιασάρχου. Ο Γεώργιος ηρώτησε εάν ηδύνατο να τον ιδή, μα εκείνη απήντησε πως εντός ολίγου θα ήρχιζε το έργον και πως δεν ήτο εύκαιρος τέτοιαν ώρα εκείνος… Ο Γεώργιος απεφάσισεν να αναμένη έξω, έως ότου τελειώσει η παράστασις. Είτα, θα επήγαινεν εις τον θιασάρχην. Ηύγε. Έκαμεν τσουκτερόν κρύον. Επλησίαζον Χριστούγεννα. Εσήκωσε τον γιακάν και ήναψε σιγαρέττον. Ολίγον μακρύτερον όμως, ήτο είς κάδος απορριμάτων και ενεθυμήθη ότι εις την τσέπην του παλτού του είχεν έν υπόλειμμα χάρτου σοκολάτας. Κατηυθύνθη προς τον κάδον διά να αφήση το χαρτίον, μα καθώς επλησίαζε, διέκρινε εντός του κάτι γνώριμον. Ότε έφθασεν, η καρδία του προ στιγμήν εσταμάτησεν. Διότι εκείνο το… γνώριμον, δεν ήτο τίποτε άλλο παρά αι είκοσι τρεις συρραπτόμεναι σελίδαι του θεατρικού έργου του που έφερεν εις την πρώτην σελίδα τον τίτλον… ΄΄Η κοιμωμένη μου΄΄! Ένιωσε να καταρρέη. Έσκυψεν έμπροσθεν του κάδου των απορριμμάτων και τον επήραν τα κλάμματα…
Ολίγον αργότερα εισήρχετο εις το πρώτον μπαρ που ηύρεν εμπρός του. Εις την Φωκίωνος Νέγρη. Θα έπνιγεν εις το ποτόν την οδύνην του. Εκάθισεν και παρήγγειλεν ουίσκι. Διπλόν. Ηκούγοντο άσματα λαϊκά, οπού όμως του Γεωργίου απόψε του εφαίνοντο παραδόξως… ανακουφιστικά. Ένιωσε πως θα έπρεπε επιτέλους να συμβιβασθή με την λάσπην της ζωής και να μην προσπαθή εναγωνίως να αποκολληθή απ΄αυτήν, όπως έκαμε πάντοτε. Αύτη η προσπάθεια μόνον οδύνην του προεκάλει πλέον. Ήρχισε να πίνη…
Κάποια στιγμή εκάθισε σιμά του ωραιοτάτη, καλλίπυγος γυνή. Μελαχρινώσα με χείλη ηδονικά, και απαστράπτοντα ερωτικά μάτια. Ενδεδυμένη προκλητικώς...
-Θα κεράσεις ένα ποτό;
-Και δεν κάθεσαι…
-Πώς σε λένε;
-Γιώργο…
-Εμένα Μαρία. Χάρηκα…
Όσο προσεπάθει όμως η Μαρία να φέρη εις κέφι τον Γεώργιον, εκείνος ήτο αλλού. Εις τον κάδο απορριμμάτων. Έτζι ένιωθε... Ως να είχον πετάξει και εκείνον εις τον κάδον, μαζί με το έργο του. Γουλιάν την γουλιάν όμως, ποτήριον το ποτήριον, η επιμονή της μπαροβίου γυνής απέδωσεν. Ο Γεώργιος της εξεμυστηρεύθη τον πόνον του.
-Το έχεις μαζί σου το έργο;... ερώτησεν η Μαρία.
-Εδώ πιο κάτω είναι, σ΄έναν σκουπιδοτενεκέ!... απήντησεν χαμογελώντας πικρά εκείνος.
-Πήγαινε φέρτο!… είπεν η Μαρία.
Εκείνος την εκοίταξεν με απορίαν...
-Τι να το κάνεις; Να το ανεβάσουμε εδώ;… της είπεν, με έναν τόνο σαρκασμού.
Εκείνη όμως επέμενε…
-Φέρτο!
Τέλος, κάπως τον έπεισε. Αν και απρόθυμος, επήγε εις τον κάδον -περισσότερον ίνα πάρη αέραν- και έφερε το έργο. Η Μαρία το επήρε και το έκρυψεν εις την τσάντα της.
-Έχει τα τηλέφωνά σου επάνω;
-Τα έχει!… Μα τι να την κάνεις εσύ την Κοιμωμένη;… την ερώτησε.
-Κάποιον ξέρω…
Ολίγας ημέρας βραδύτερον -ήτο περίοδος Χριστουγέννων- ο Γεώργιος ευρίσκετο εις το Καίσαρι, εν χωρίον της ορεινής Κορινθίας. Ήτο βέβαια το χωρίον του, όπου είχεν γεννηθεί και μεγαλώσει. Διετήρει εκεί οίκον και επήγαινε πότε πότε διά να ηρεμήση. Εκείνας τις ημέρας είχεν υπάγη ίνα συνέλθη εκ της μεγάλης απογοητεύσεως του συγγραφικού του δράματος. Μόνος. Δε συνήρχετο όμως. Είδεν συγγενείς, παιδικούς φίλους, ενεθυμήθη τόσα των παιδικών του χρόνων -ακόμη και την μεγάλην απόφασιν που επήρε κάποτε και εκίνησε με τους πόδας διά την Αθήναν- όμως ο νους του όλο είς τον κάδο απορριμμάτων εγύρνα, ως να μην είχε εύγη ποτέ απ΄αυτόν. Οι άνδρες ως Οδυσσείς οπού κατά βάθος είναι, προτιμούν να επιστρέφουν ως νικητές εις τα πατρώα. Ο Γεώργιος όμως ένιωθε πως είχε χάσει εντός του την ιδιότητα του Οδυσσέως και ήτο ετούτο πολύ οδυνηρόν. Διότι ο αυθεντικός Οδυσσεύς είχε κατορθώσει να ξεκλειδώση την Τροία, είχεν πάψει έναν αιματηρότατον πόλεμον και επέστρεψε εις την Ιθάκη νικητής, φέρων μαζί τας αοράτους δάφνας του. Ο Γεώργιος όμως δεν είχεν πορθήσει τον στόχον του, παρέμενε αλώβητος η ιδική του Τροία. Ένιωθε ηττημένος. Δι’ αυτό δεν ήθελε να ιδή πραγματικά μήτε έναν του τόπου του. Επίστευε πως όλοι θα έβλεπαν την πληγή και την ήττα του και ας ήτο ετούτο εντελώς παράλογον. Δεν ήτο δα και κανείς αποτυχημένος. Δημοσιογράφος ήτο και μάλιστα σε όλους πολύ αγαπητός. Και εις τους Αθηναίους και εις τους συντοπίτας του. Μα ο ίδιος έτζι ένιωθε τας ημέρας εκείνας. Όσο για την Μαρία, την είχε λησμονήσει την ιδίαν νύκταν κιόλας. Εδώ είδον το έργο του -αν τελικώς το είδον- καλλιτέχναι, κριτικοί, θιασάρχαι, είς σωρός σχετικοί με το ζήτημα και δεν εγένετο τίποτε, θα τον έσωζεν μία μπαρόβια; Δι΄αυτό ο Γεώργιος επέρνα τας ημέρας του εις το Καίσαρι κάμων περιπάτους εις την χειμωνιάτικην αχλύν. Επήγαινε εις τον Γουλάν όπου ότε ήτο μικρός έπαιζεν με τους φίλους του, τριγυρνούσε στες ράχες του τόπου του συντροφία με τα χαμοπούλια και τα πετεινά του ουρανού και μόνο εκεί ένιωθε μίαν γαλήνη ωσάν βάλσαμον. Εις την μοναξιάν. Τα βράδια ήναπτε το τζάκι και εκάθητο εμπρός του διαβάζων. Πολλάκις όμως, κάτι τον έτρωγε πάλι και επέτα πέρα το βιβλίον. Εντός αυτής της εκκωφαντικής σιωπής, επέρασαν τα Χριστούγεννα και ήρχετο η πρωτοχρονιά...
Ήτο απόγευμα. Ο Γεώργιος κάποιαν στιγμήν, εκοίταξεν έξω από το παράθυρον. Είχεν αρχίσει να πίπτει χιονόνερον. Ίσως το εγύρνα σε χιόνι. Επήγεν έξω και έφερε εις το τζάκι αρκετά ξύλα. Είτα έφτιαξεν έναν καφφέ. Δεν είχεν πίει καλά καλά δύο γουλιές, όταν εκτύπησεν το τηλέφωνον. Ο Γεώργιος το εσήκωσεν…
-Ναι;…
Εκ της άλλης γραμμής, μία φωνή βροντερά, αδημονούσα…
-Ποιος είστε;
-Εσείς ποιον επήρατε;
Η φωνή από την άλλη πλευρά, έγινε επιτακτική…
-Ποιος είστε;
-Ο Γιώργος… Ο Γιώργος ΄΄Χ΄΄…
-Εσύ έγραψες την Κοιμωμένη;
-Μα… Μάλιστα ε… εγώ…
-Τι έχεις γράψει ρε άνθρωπε!
-Μα… μα ποιος είστε;
-Πού βρίσκεσαι;
-Στο… στο χωριό μου στην ορεινή Κορινθία… Στο Καίσαρι...
-Γιάννης Μόρτζος εδώ!
Του Γεωργίου εκόντεψε να του πέσει εκ των χειρών το τηλέφωνον. Ο Γιάννης Μόρτζος ήτο είς εκ των σπουδαιοτέρων ηθοποιών της χώρας. Μέγας θεατράνθρωπος! Ποίος δεν τον ήξευρε! Διετήρει μάλιστα και ιδικόν του θέατρον. Ο Γεώργιος εστάθη προσοχή ως να ωμίλει εις Στρατηγόν. Ίσως εχαιρέτησε μάλιστα ασυναισθήτως και στρατιωτικώς, δεν ενθυμείται…
-Μάλιστα κύριε Μόρτζο…
Πάλι καλά που δεν είπεν… ΄΄Διατάξτε!΄΄…
-Λοιπόν, μου έδωσε η Μαρία από το μπαρ το έργο σου! Το ρούφηξα! Υπέροχο! Καταπληκτικό! Πότε θα ανέβεις Αθήνα να υπογράψουμε;
Το υπόλοιπα είναι ιστορία. Η… Κοιμωμένη έκαμε εις το θέατρον του Γιάννη Μόρτζου ΄΄Τέσσερις εποχές΄΄ επάνω από πεντακοσίους παραστάσεις. Επαίζετο -εάν ενθυμούμαι καλώς- διά πέντε έτη. Η κυρία Γιούλη Ζήκου οπού έπαιζεν την εμμονική και σκληρή μάνα του γλύπτου, επήρεν μάλιστα και βραβείον διά την ερμηνεία της. Ο νέος ηθοποιός Πέτρος Αποστολόπουλος, ερμήνευσε ανατριχιαστικά τον Χαλεπά. Το έν έργον όμως έφερεν το έτερον και ο Γεώργιος σήμερα θεωρείται εις εκ των κορυφαίων θεατρικών συγγραφέων. Έχει εκπορθήσει πια την ιδικήν του Τροίαν, ήλλαξεν η ζωή του. Από μίαν μπαροβία Μαρία, οπού ανέσυρεν την Κοιμωμένη εκ των καλάθων των αχρήστων της Φωκίωνος Νέγρη...
Γιώργος Πύργαρης
Σεπτέμβριος 2025
Φιλολογική επιμέλεια: Κυριάκος Γεωργιάδης