Translate

Friday, November 8, 2024

Συνάντηση

 



-Παλαιοί εραστές... έτη μετά. 
Μνήμες γυμνέςσφρίγους 
και κάλλους... εντός του ξύπνησαν-


Αστροφεγγιές ακόμη στα μάτια της
που τα χρόνια δε νίκησαν...
Τα χείλη -που κάποτε φίλησε- 
ολόιδια... ρόδα υγρά και δροσερά 
στου δειλινού τη δίψα...

(Αχ μια στιγμή... και πάλι να χανόταν
στο παρελθόν... στη μυρωδιά 
των μαύρων της μαλλιών 
και στων κορμιών τα ρίγη
...)



Πίνακας: Klimt

Sunday, October 20, 2024

Όνειρο ηδονής




Κοπέλα από αιώνες ξέχειλη
που επανήλθες ξάστερη, παρθενική
απόλυτη ομορφιά
με λογχερό φωνής τρεμούλιασμα
κι από πολλών αντρών
του βλέμματός σου το παιχνίδισμα
πάνω μου εστάθει
το χέρι απλώθει φτερούγα κύκνου
στήθος λευκό, αθώρητο, ο πειρασμός
για το ταξίδι...

Κι αν διστάζω...
σμίγουν οι κύκνοι του μέσα μας νερού
ανταύγειες πόθου μυστικού
πλέκουν λαιμούς, μουδιάσματα
μαλλιά στριφτά, χρυσά, απλωμένα
κι η πλάτη με το αυλάκι
-φιλιών μυρμήγκιασμα-
γυμνή...

Να ρέουν –φαντάσου-
τα χείλη μου
στη ραχοκοκαλιά σου...

Αναρριχούμαι στους μηρούς σου και σ’ ανοίγω
μαγευτικό κοχύλι
αφού τον ίδιο αιώνα πίνουμε
ο αιώνας αυτός
θα σωθεί, σαν κρασί...

Γιατί τόση έλξη
τόση λύπη γιατί
ανάμεσά μας αυτό το γυαλί...

(γραμμένο το 1995)

Sunday, July 28, 2024

Το θρονί...

 



   Ο Κώτς Ματθαίος, ήτο γέρων. Παλαιός πολεμιστής. Εις την νεότητά του είχεν βιώσει συνεχείς πολέμους εις τον βορράν και την ανατολή. Και πού δεν επήγε... Τώρα, εις την δύσιν του βίου του -εφόσον είχεν υπανδρεύση τας θυγατέρας του- ησύχαζεν εις τον καφενέν και απολάμβανε μετά της γραίας του, την γαλήνην του οίκου των, όπου εντός του υπήρχεν φυσικά και εστία. Τον χειμώνα, η παραστιά δεν ήσβηνε ποτέ. Ο γαμβρός του, ο οποίος διέμενεν εις γειτνιάζουσα οικίαν, τον επρομήθευε αφειδώς με πλήθος καυσοξύλων, κομμένων εκ του όρους, όπου εις τας ρίζας του ίστατο το μικρό χωρίον των. Ο Κώτς Ματθαίος επερνούσε αρκετάς ώρας της ημέρας έμπροσθεν της πυρός, καθήμενος εις το ηγαπημένο θρονί του, το οποίον είχεν ο ίδιος κατασκευάσει με τας χείρας του, πριν από αρκετά έτη, υπό ξύλου καρυδιάς. 
   Η εστία ήτο η ζωή των δύο γερόντων. Εκεί εθερμαίνοντο, εμαγείρευον, συζητούσαν και πότε πότε φιλονικούσαν ως φιλονικούν ανωδύνως μεταξύ των, οι γέροντες. Εκείνου όμως, του ήρεσε πολύ να ευρίσκεται έμπροσθεν της πυρός εις το θρονί, όπου επάνω του είχε δέσει και έν μαξιλλάριον ως σαμάρι, διά να εκάθεται εις τα μαλακά. Έψηνεν καστάνους, πλακόπιττας και ενίοτε ίσως και χοιρινά κοψίδια, τα οποία εσυνόδευε πάντα μετά ξανθού ρητινούχου οίνου, όπου επαρασκεύαζε ο ίδιος κάθε Σεπτέμβριον εκ των σαββατιανών αμπέλων του, μετά επιμόνου προσοχής, καθαριότητος και μαεστρίας.
  Μίαν των ημερών όμως, ήλθον τα πάνω κάτω. Επιστρέψας ο Κωτς Ματθαίος από τον καφενέν, καθήμενος εις το θρονί του διά να θερμανθεί έμπροσθεν της πυρός -έξω είχεν ηρχίσει να πίπτει χιών- επρόσεξε πως εκείνο ήτο κάπως ασταθές. Εσηκώθη και το περιεργάσθη. Δεν ήργησε να συμπεράνει, πως εκ της πολυκαιρίας είχεν φαγωθεί ο εις πους του θρονίου από την μίαν πλευράν και τούτο ήτο το αίτιον που εκείνο εσείετο. Δεν επτοήθη ο γέρων. Επήγε εις την μικράν κάμαρην όπου εφύλαγεν κάμποσα εργαλεία, πήρε έν πριόνιον και επέστρεψεν εις το καθιστικόν της παραστιάς. Θα έτρωγε ολίγον τον έτερον πόδα του θρονίου και ούτε γαλή, ούτε ζημία. Η κανονικότης θα επανήρχετο πάλιν εις την οικίαν του. Ήσκυψε λοιπόν και ήρχισε να σιγοπριονίζει τον έτερον πόδα. Όταν όμως ετελείωσεν και εκάθισε επάνω να δοκιμάση, πάλιν το θρονί εσείετο. Δεν εστέκετο σταθερό εις τον τόπον του. Μάλλον το επήρε πολύ... Ο γέρων το εσήκωσεν, το έφερε εις το ύψος των οφθαλμών και αφού ησφάλισεν τον έναν, προσπάθησεν να εύρη το προεξέχον ελάττωμα εις τον έναντι πόδαν, τον οποίον έφαγε και τούτον κομμάτι, με το πριόνιον. Όταν εδοκίμασε όμως... πάλι το θρονί εσείετο...
   Επαιδεύθη έτσι ο γέρων, ικανήν ώραν. Μία έτρωγε με το πριόνι τον έναν πόδα, μία τον άλλον. Μα ισορροπία δεν ευρίσκετο... Τέλος, το θρονί είχε χαμηλώσει τόσο, όπου επιτέλους κατενόησε πως ακόμη κι αν έβρισκε τελικώς ισορροπία, θα ήτο εντελώς άχρηστον. Ήτο πια τόσον χθαμαλόν, όπου εκούραζε περισσότερον, παρά εξεκούραζε τον αναβάτην του. Το επήρε λοιπόν, απήλλαξε το ξύλο από το μαξιλλάριον και το έριξεν στην πυρά, όπου έκαιγεν σιμά του...
   -Άντε στο διάβολο! Γέρασες παλιόξυλο! είπεν ο Κώτς Ματθαίος και πλησίασε στο τζάκι μίαν καθέκλαν.
   Εκεί εκάθισεν, παρηκολουθώντας κάμποσην ώρα αμίλητος το θρονί -όπου τόσα έτη επέρασεν πάνω του- να καίεται. Αι φλόγαι το τύλιξαν απνεύστως και σιγά σιγά το κατέπιναν....
  -Μωρέ και γω σαν και σένα κουτζάθηκα! Σε λίγο καρτέρα με! είπεν τέλος ο Κώτς Ματθαίος απευθυνόμενος στο θρονί, όπου εγένετο έμπροσθέν του άνθραξ και στάκτη...


(Ολοκληρώθη την 28η Ιουλίου 2024)

Friday, March 15, 2024

Αμφιλύκη...











-Ήτο αμφιλύκη φθινοπώρου
μελαγχολική...-

Παπαδιαμάντης 


Η λέξη... αμφιλύκη
έχει συνταξιοδοτηθεί
μένει μόνη μακριά
στην έρημή της έπαυλη...

Τη θυμούνται μόνο παλαιοί
κάτι γέροι με γυαλιά
και άσπρα γόνατα...

Ελάχιστοι γνωρίζουν πια
τι σημαίνει... αμφιλύκη
πως ήταν κάποτε μια... Γκάρμπο
αγαπημένη ποιητών
και του γέρου Σκιαθίτη...


15/3/24


Thursday, January 18, 2024

Τα χωριά που πεθαίνουν...




-στη Γαρυφαλλιά-


Εκεί, βρέχει μόνο τη νύχτα
σα να ντρέπεται να βρέξει στο φως
σα να μη θέλει να χάσει ο ήλιος
την ευωχία της θλίψης...
 
Δεν ακούγεται σ΄αυτά 
τα χωριά, κλάμα μωρού
γάμου τραγούδι...
κουράστηκαν να κουβαλούν
νεκρούς, στα κυπαρίσσια...
 
Έμειναν τόσοι λίγοι...
Βαριοί, σαν  αγάλματα τώρα
βουλιαγμένοι στη θύμηση
καρτερούν την καμπάνα 
της επόμενης απουσίας...