Translate

Friday, November 8, 2024

Συνάντηση

 



-Παλαιοί εραστές... έτη μετά. 
Μνήμες γυμνέςσφρίγους 
και κάλλους... εντός του ξύπνησαν-


Αστροφεγγιές ακόμη στα μάτια της
που τα χρόνια δε νίκησαν...
Τα χείλη -που κάποτε φίλησε- 
ολόιδια... ρόδα υγρά και δροσερά 
στου δειλινού τη δίψα...

(Αχ μια στιγμή... και πάλι να χανόταν
στο παρελθόν... στη μυρωδιά 
των μαύρων της μαλλιών 
και στου λαιμού τα ρίγη
...)



Πίνακας: Klimt

Sunday, October 20, 2024

Όνειρο ηδονής




Κοπέλα από αιώνες ξέχειλη
που επανήλθες ξάστερη, παρθενική
απόλυτη ομορφιά
με λογχερό φωνής τρεμούλιασμα
κι από πολλών αντρών
του βλέμματός σου το παιχνίδισμα
πάνω μου εστάθει
το χέρι απλώθει φτερούγα κύκνου
στήθος λευκό, αθώρητο, ο πειρασμός
για το ταξίδι...

Κι αν διστάζω...
σμίγουν οι κύκνοι του μέσα μας νερού
ανταύγειες πόθου μυστικού
πλέκουν λαιμούς, μουδιάσματα
μαλλιά στριφτά, χρυσά, απλωμένα
κι η πλάτη με το αυλάκι
-φιλιών μυρμήγκιασμα-
γυμνή...

Να ρέουν –φαντάσου-
τα χείλη μου
στη ραχοκοκαλιά σου...

Αναρριχούμαι στους μηρούς σου και σ’ ανοίγω
μαγευτικό κοχύλι
αφού τον ίδιο αιώνα πίνουμε
ο αιώνας αυτός
θα σωθεί, σαν κρασί...

Γιατί τόση έλξη
τόση λύπη γιατί
ανάμεσά μας αυτό το γυαλί...

(γραμμένο το 1995)

Wednesday, October 2, 2024

Θεία κι ανθρώπινα...


-διήγημα- 
Της Τήνου
οδοιπορικό







 Της κυρίας Ανδρονίκης, ότε ήτο εις παραθέρισην, της ήρεσε να δοκιμάζει γεύσεις των τόπων οπού επήγαινε. Όσον διάστημα ήτο εις ένα νέο μέρος, ελησμόνει εντελώς τα κλασσικά φαγητά και ως να ήτο γευστικός ειδήμων, ανεζήτει πάντα εις τα ταβερνεία, παραδοσιακά φαγητά και σπανίας εντοπίας γεύσεις. Ήτο ως παράξενος γευστικός χρυσοθήρ και το είχε εντός της ετούτο, κρυφό καμάρι. Ήτο αδιανόητον δι' αυτήν, να επισκεφθεί ας πούμε την Σκίαθον και να μη δοκιμάσει σουπιάς με σπανάκι ή πεσκανδρίτσα στιφάδο. Να βρεθεί εις την Νίσυρον και να μη γευθεί την ξακουστήν ρεβιθάδαν. Να μη γευθεί το εξαιρετικόν έλαιον του Γυθείου, τας σαρδέλας της Καλλονής εις την Λέσβον. Ακόμη και τα γλυκά... 
 Εθεώρει σχεδόν βλασφημία, να μην δοκιμάσει το μελαχρινό της Νάξου ότε ευρίσκετο εκεί, τα ξεροτήγανα της Κρήτης... την καρπουζόπιττα της Μήλου, τα καλτσούνια... αλμυράς μυζυθρόπιττας αλλαχού και ούτω καθ' εξής. Αντιθέτως βεβαίως του συζύγου της, όστις αδιεφόρει εντελώς δια τα εντόπια και σπάνια και... "για να μην την πατήσει" ως έλεγεν, επέμενε εις τα κλασσικά. Χοιρινή μπριζόλα, μοσχαράκι κοκκινιστό, γεμιστά. Ακόμη και πίτται με γύρο... δεν τον εχαλούσαν. Σιγουριά!
 Παραδόξως όμως, συχνάκις εκείνος την... επατούσε! Πότε η μπριζόλα θα ήτο στεγνή, πότε το μοσχάρι σκληρόν και με ίνας, πότε τα γεμιστά θα είχαν πολύ άλας. Τότε η κυρία Ανδρονίκη, με ύφος θριαμβευτικόν και μεγαλόθυμον, επρότεινε εις τον σύζυγόν της, να φάγει από το... πινάκιόν της το εξαιρετικόν και να αφήσει απείρακτον το κλασσικόν αίσχος όπου πάλι παρήγγειλε. Και ήρχιζε το τροπάριον...
 -Σου έχω πει χίλιες φορές, πως όλα αυτά που τρως, τα τρώμε όλο τον χρόνο παντού, ακόμη και στο σπίτι. Άλλαξε επιτέλους! Δοκίμασε κάτι καινούριο, όταν ερχόμαστε σε ένα ξένο μέρος! Πού θα τα ξαναβρείς αυτά;  Φάε από το πιάτο μου τώρα, αφού δεν ακούς! 

 Κάποτε απεφάσισαν να επισκεφθούν δι' ολίγας ημέρας, την Τήνον. Είχον κάμει τάμα να υπάγουν από το προηγούμενο έτος και τέτοιο τάμα δεν το λησμονείς. Έκλεισαν διά πέντε ημέρας. Να προσκυνήσουν την Μεγαλόχαρη και να γνωρίσουν την νήσον.
 Έφθασαν με πλοίον από Ραφήνα την μεσημβρία τινός Τρίτης, εις τας δέκα Σεπτεμβρίου. Καιρός αίθριος. Κατέλυσαν εις τα Κιόνια, δύο περίπου χιλιόμετρα δυτικά της Χώρας, παραθαλάσσιος οικισμός. Δώμα δροσερόν. Το συγκρότημα, διέθετεν και εστιατόριον. Ε... εξ εκείνης της μεσημβρίας κιόλας, η κυρία Ανδρονίκη έδειξεν τας αγρίας γευστικάς διαθέσεις της...
 -Το ξέρεις ότι η Τήνος φημίζεται για τις αγκινάρες της ε;
 -Όχι, πού να το ξέρω... Δεν εδέησε... 
 Η κυρία Ανδρονίκη ήλεγχε ηδονικώς σχεδόν τον κατάλογον...
 -Μμμμμμ... όχι... όχι.... όχι... Ούτε αυτό... Δεν βλέπω τίποτα σε αγκινάρα. Κρίμα... Αχ νάτο! Ρεβύθια με καρότο και άνηθο!! Αυτό θα πάρω!... ανεφώνησεν αποφασιστικώς, μετά δόξης.
 -Ήρθες εδώ να φάς ρεβίθια και καρότα; Εγώ θα πάρω μπιφτέκια...
 -Μμμμμμ... εξεφράσθη υποτιμητικώς η κυρία Ανδρονίκη, διά την επιλογήν του συζύγου της... 
Παρήγγειλαν. Η Ανδρονίκη μάλιστα, ρώτησεν την κοπέλα εάν υπήρχε εντόπια μπύρα...
-Και βέβαια! Η Νήσος! Την έχουμε!... απήντησε η κοπέλα. 
-Πολύ ωραία, αυτήν!




 Σιμά των η θάλασσα του Αιγαίου, ελαφρώς κυματώδης. Απέναντι διεκρίνετο ευκρινώς η Σύρος. 
 -Ένας ψαράς Τηνιακός, μου είπε πως αν θέλουμε κάποτε να πάμε στη Σύρο, να μην μείνουμε στην Ερμούπολη, αλλά στα Γαλησσά. Είναι πιο όμορφα εκεί. Και τα βράδια να επισκεπτόμαστε την Ερμούπολη, γιατί μόνο τα βράδια αξίζει... Ένα τέταρτο δρόμος, μου είπε πως είναι...
 -Πότε πρόλαβες και τον γνώρισες τον Τηνιακό ψαρά χριστιανέ μου; Ακόμη δεν ήρθαμε!
 -Το γνώρισα στο καράβι που σεργιάνιζα... Αλλά τα Γαλησσά, πρώτη φορά τ' ακούω...
 -Έλα... Δεν τ' ακούς πρώτη φορά...
 -Εμένα θα μου πεις;; Πρώτη φορά!
 Η Ανδρονίκη πήρε ύφος χαριέστατον και ετραγούδησεν...
 -Γαλη - σσά - και - Ντέ - λα Γκρά - τσια... - ...και ας μού- ρθει συ - γκο - πή...
 Ο σύζυγος εξεπλάγη...
 -Αααααα το τραγούδι του Βαμβακάρη! Ναι έχεις δίκιο, δεν έκανα τον συνειρμό... Ναι... ο Βαμβακάρης ήταν από την Σύρο! Μάααλιστα! Αυτά είναι τα Γαλησσά λοιπόν, που μου είπε και ο κυρ Παναγιώτης...
 -Ποιος είναι ο κυρ Παναγιώτης πάλι;
 -Ο Τηνιακός ψαράς ντε... Που γνώρισα στο καράβι... Ξεχνάς! Όλο ξεχνάς!
 -Αααααα...

 Σε ολίγον, η κοπέλα του εστιατορίου κατέφθασεν με έναν δίσκον ανά χείρας και σερβίρισεν εις την τράπεζα. Είς τον σύζυγον δύο μπιφτέκια και εις την κύριαν Ανδρονίκη τα ρεβίθια της. Και τα επίλοιπα. Ο εις εκοίταζεν το φαγητόν του άλλου, περιφρονητικώς... 
 Τέλος πάντων, απέφαγαν εις τα Κιόνια εκείνην την μεσημβρίαν. Εδοκίμασαν και το αντίθετον φαγητόν ο εις του άλλου -παγία συνήθεια των- παρά την αμοιβαίαν περιφρόνησιν διά το... αντίπαλον έδεσμα. Ο σύζυγος ηύρεν τα ρεβίθια της Ανδρονίκης "νοστιμούλια" και η σύζυγος το μπιφτέκι του ανδρός της... "σαν μπιφτέκι"...  σύνηθες, τίποτα το ιδιαίτερον δηλαδή. Εκείνος μάλιστα εχόρτασεν ενωρίς και με το έτερον μπιφτέκι, ετάισεν κομμάτι κομμάτι μίαν γαλήν, οπού ετριγύριζεν την τράπεζα και ετρίβετο εις τους πόδας των...




Το απόγευμα το αφιέρωσαν εις την Μεγαλόχαρην. Είχεν εσπερινό. Καιρός θερμός, αίθριος. Προσκυνηταί ανέμενον εις την σειράν να ασπασθούν την εικόνα της Παναγίας, οπού ευρέθη υπό της μοναχής τότε Αγίας Πελαγίας, το χίλια οκτακόσια είκοσι τρία -εν μέσω ελληνικής επαναστάσεως -εις τον ίδιον τόπον, οπού είναι κτισμένος τώρα ο ναός...
 Κατόπιν οραμάτων της μοναχής Πελαγίας, οπού τα εξομολογήθη και εις την ηγουμένην της, ήρχισε ένας ανασκαφικός αγών και μετά από περιπέτειας μηνών -με απογοητεύσεις και παύσεις ανάμεσο- ευρέθη ο κατεστραμμένος υπό Σαρακηνών, ναός του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου και επίσης ο αρχαίος ναός του Διονύσου. Είτα, ευρέθη και η εικών των οραμάτων... η εικών της Παναγίας, οπού εσκόρπισεν παντού ρίγη χαράς, διότι συνέπεσεν και με το τέλος της πανώλης εις την νήσον. Τούτο, εθεωρήθη το πρώτον της θαύμα. Εν ριπή οφθαλμού η εικών έγινε διάσημος εις το ξεσηκωμένο γένος. Οι Έλληνες απανταχού, εξέλαβον την εύρεσίν της, ως σημείον Θεού. Εξέλαβον πως είναι Θεία απόφασις η λύτρωσις των Ελλήνων εκ του ξένου ζυγού και έκτοτε ήρχισαν να φθάνουν εις Τήνον προσκυνηταί -ήλθεν και ο Κολοκοτρώνης ακόμη με τον Νικηταράν- προσφέροντες τάματα. Ηκούσθησαν και αι πρώται φήμαι, περί θαυμάτων εις τους απλούς. Ο τότε Επίσκοπος Γαβριήλ, προεστάτησεν διά να αρχίσει να κτίζεται εκεί ο ναός της Παναγίας, με μάρμαρα οπού έφερνον με πλοία εκ της Δήλου...

 Το ζεύγος έρριψεν  τους οβολούς του εις το παγκάριον του ναού, ομού και τας παραγγελίας φίλων, ήναψε κηρία και ησπάσθη την ξακουστήν εικόνα της Θεοτόκου. Είτα, εξήλθον εις τον αύλειον. Ο σύζυγός βεβαίως, είχεν επισκεφθεί πάλιν την Τήνον με μίαν θεία του όταν ήτο εννέα ετών, αλλά δεν ενεθυμείτο πολλά. Ήτο τον Ιούλιο του εβδομήντα τέσσερα, ολίγας μόνον ημέρας πριν την εισβολήν των Τούρκων εις την Κύπρον. Έκτοτε, είχον περάσει πενήντα ολόκληρα έτη... Είχεν και μίαν φωτογραφίαν μάλιστα, εξ εκείνων των ημερών. Εστέκετο παιδίον εννέα ετών -λιγνό, με κοντήν περισκελίδαν- εις την κλίμακα του ναού της Μεγαλόχαρης. Πώς επέρασεν μισός αιών...

 Εις τον αύλειον έναντι του ναού, επεσκέφθησαν την αίθουσαν της συλλογής "Παπαδόπουλου". Μία πολύ ευγενής κυρία, τους έκαμεν ξενάγησιν εις πάμπολλους ζωγραφικούς πίνακας, έπιπλα -είδον ακόμη με μεγενθυντικόν φακόν και εν σπυρί καλαμβοκίου, όπου επάνω του ήτο γραμμένο ολόκληρον το "πάτερ ημών". Είδον και άλλα ενδιαφέροντα της εξ Αιγύπτου πλουσίας οικογενειακής συλλογής -κοσμήματα από ελεφαντόδοντο και άλλα πολλά- οπού κάποτε ο άτεκνος υιός Παπαδόπουλος, εδώρισεν μεγαλοψύχως εις τον ναόν. Επεσκέφθησαν επίσης και ετέραν αίθουσαν ανατολικώς, όπου είδον ανάμεσα σε άλλα θαυμαστά και εν εκ των παγκοσμίως σπανίων αντιγράφων της Χάρτας του Ρήγα, καθώς και εν δαχτυλίδιον οπού λέγεται πως είναι αφιέρωμα, του ήρωος Θεοδώρου Κολοκοτρώνη...
 Εντύπωσιν τους έκαμεν η νοικοκυροσύνη του ναού και το σέβας έναντι των πιστών. Δεν υπάρχουσι εκεί αγοραπωλησίαι, χριστεμπορίαι με αγιασμούς, λαμπάδας και λιβανωτά. Απηγορεύεται κάθε τέτοια συναλλαγή, εντός του αύλειου χώρου του ναού. Και εις πένης ημπορή να προσφέρει κηρίον και να λειτουργηθεί, ακόμη και αν δεν διαθέτει οβολόν. Όσο διά το αγίασμα, ο καθείς δύναται να προμηθευθεί εάν επιθυμεί, εκ των καμαρών του ισογείου, εις τα έγκατα του ναού υπό βρύσεως, οπού πλησίον ευρέθη η ένδοξος εικών. Υπάρχουν εξομολογητήρια και επίσης ξενώναι διά τους πτωχούς επισκέπτας, όπου ημπορούν να καταλύσουν έως τριήμερον... 
 Τα εμπόρια πάντως, εγένοντο υπό επαγγελματιών πολιτών και μαγαζία εκτός του ναού, εις την οδό οπού ωδήγει εις θάλασσαν. Εκεί, ηδύνατο τις, να αγοράσει τα πάντα... Λαμπάδας, θυμιάματα, αγιασμούς, εικόνας, κομποσχοίνια...




 Υπήρχεν εκτός του ναού και εν χάλκινον άγαλμα  απροσώπου ικέτιδος, μέγα ως το ύψος τριών ανδρών. Ήρχετο γονυπετής εκ της θαλάσσης και είχεν απλωμένη την δεξιάν ικετευτικώς προς τον ναόν, προσφέροντας ίσως τα ύστατα πολύτιμά της ως τάματα. Σιμά του αγάλματος... εις την άκρην της οδού όπου επετρέποντο τα οχήματα, η αληθής ατραπός της ικεσίας, στρωμένη με πορφυρόν ύφασμα. Όσοι είχον τάμα να φθάσουν γονυπετείς εις την Παναγία, έπαιρνον εκ του μέρους της θαλάσσης αύτην την ατραπόν -οπού επροστατεύετο εξ' ευωνύμων υπό χθαμαλού κιγκλιδώματος- και ήρχοντο αργά... Άλλοι μόνοι με μίαν μανδήλαν εις την κεφαλή, να προστατεύονται εκ του ηλίου και ίσως εκ των αδιακρίτων βλεμμάτων... άλλοι με βοηθό σιμά, διά να τους δίδει ενίοτε ολίγον ύδωρ ή να τους παροτρύνει να συνεχίσουν. Πόσην απόγνωσιν αλλά και εσωτερικήν δύναμιν, προϋποθέτει τοιαύτη ταπείνωσις! Να εξαφανίζει τις τον εγωισμόν του, δι' εν αμφίβολον μεταφυσικόν ενδεχόμενον! Δι' εν θαύμα!  Ποίος γιγνώσκει όμως τα αδιέξοδα, τας οδούς και λοιπούς ατραπούς οπού είχον εξαντλήσει οι ικέται, διά να φθάσουν να επιζητούν δι' αυτού του τρόπου λύτρωσιν ή εξιλέωσιν. Αγνοώμεν τον βίον των, τι τους γονάτισεν εδώ, δεν είμεθα άξιοι να τους κρίνωμεν. Ποίος γιγνώσκει... Ημπορεί να ευρεθεί ο καθείς ανά πάσα στιγμή, εις αυτήν την πορφυράν στενωπό της οδύνης και της ικεσίας. Ουδένα είμεθα άξιοι να κρίνωμεν, παρά μόνον να χαμηλώσωμεν την κεφαλήν εις το μαρτύριον και να ευχηθώμεν λύτρωσην, διά τας ψυχάς του κόσμου όλου. Και ουχί μόνον να ευχηθώμεν, αλλά να αγωνιζώμεθα σθεναρώς δι' αυτό...


 Διά την επομένη, είχον αποφασίσει να γνωρίσωσι την νήσον. Εκίνησαν με το όχημά των εκ των Κιονίων σχετικώς ενωρίς, οδεύοντας βορειοδυτικά, προς την καρδίαν της νήσου. Όσο ανέβαινον υψηλά εις το εσωτερικόν, ήτο ως να ίπταντο...
 Δαντελωταί ακτογραμμαί κάτωθεν... Αγρία ομορφιά με αποκρήμνους βράχους, δωρίζουσα όμως ενίοτε, ηρέμους ημικυκλίους όρμους μεθ' αρμυρικίων και άμμων. Αγρία ομορφιά! Ως η Τήνος να είναι ανάγλυφον σβησθέν, ηφαίστειον. Καφέ και κίτρινον... λίθοι και βράχοι. Αρχαία δώρα ίσως, της εξαδέλφης Θήρας, ότε εκείνη εξεράγη. Ανωφέρειαι και κατωφέρειαι. Εις μέρη νομίζει τις, πως ευρίσκεται εις άλλον πλανήτη. Βωλάξ και ο ήλιος να καίει! 




 Εις τας οδούς οπού αναβαίνουν εις μαρμαροχωρία, ενεφανίζονται σπανίως ελαίαι και συκέαι ένθεν κακείθεν... Κακορίζικαι όμως, να μαραζώνουν επάνω εις την καυτήν πέτραν δι' ολίγον ύδωρ.
 Εις αυτόν τον σκληρόν τόπον, αναρριχάται αιώνες τώρα και ο Τηνιακός. Παρεμέρισεν τους λίθους, έφτιαξεν αναβαθμίδας, γυρεύων απεγνωσμένα ολίγον χώμα να σπείρει σίτον, να φάγει αγκινάρα και ψωμί. Και επεχείρησεν εις την πέτραν. Λίθον ηύρεν, λίθον έμαθεν. Αγκίστρωσεν εις τα απόκρημνα βράχια οίκους, χωρία, μονάς, μαντριά, περιστερώνας, ανεμομύλους. Με κόπον και ιδρώ. Και αφού έμαθεν την πέτραν, επεχείρησεν εις το μάρμαρο, να στολίσει τους οίκους και τους τάφους του πέρα κόσμου... Και βεβαίως εις την θάλασσαν, οπού ζώνει την νήσον γαλάζια θεά. Καρδιανή, Υστέρνια, Πύργος... Η Τήνος όλη, με λίθους, ιχθύες και τύρον εβίωσεν.
 Ωσότου οι κόποι και τα αίματα τόσων αιώνων, εσυνωμότησαν διά να φανερώσουν κάποτε το ωραιότερον άνθος της νήσου... Άλικον, δραματικόν, τραγικόν! Με θεία δύναμη όμως εντός του, να φανερώνει εκ του βασανισμένου υπέρου του... Κοιμωμένες, Θεούς, σατύρους και... αφθάρτους φθαρτούς! Ο πείσμων και κακοποιηθής. Ο τρελός του χωρίου, ο λησμονηθείς!.. Η μυστική μαστορική όμως αγνώστων ανά τους αιώνας πετράδων, συμπεπυκνωμένη στας χείρας του, να γίνεται τέχνη αραχνοΰφαντος, υψηλή. Τόση ευθραυστότης... οπού σμιλεύει, τελείαν ομορφιά και σταθερότη! Ο Γιαννούλης του Πύργου! Ο Χαλεπάς της Ελλάδος! Ισάξιος του Φειδίου... Η νίκη της Τήνου η παντοτινή! 
Λίθον ηύρεν, λίθον έμαθεν...




 -Αχ τάρτα αγκινάρας! Να δοκιμάσουμε!
 -Άντε πάλι με τις αγκινάρες σου...
 Εκείνην την μεσημβρίαν ήσαν εις το μικρόν χωρίον Κρόκος, τμήμα της ευρυτέρας κοινότητος Κώμης, προς την βόρειαν πλευράν της νήσου, οπού ευρίσκεται εις την κοιλάδαν Λιβάδι και καταλήγει εις τας δύο παραλίας της Κολυμβήθρας. Πριν μεταβούν εις Κρόκον, εκάθισαν ώρας εκεί.
 Εκολύμβησαν και εξάπλωσαν κάτωθεν των αυτοσχέδιων αλεξηλίων υπό καλάμων και ξύλων σε σχήμα μανιταρίου, οπού εποχιακοί επιχειρηματίαι είχον τοποθετήσει εις εν τμήμα της παραλίας, διά να προσελκύουν τους λουομένους. Μεθ' αμοιβής βέβαια. Είκοσι ευρώ το αλεξήλιον. Αισχροκέρδεια!... Πέραν αυτού οι επιχειρηματίαι, επώλουν φαγητόν, χυμούς και ποτά εν μέσω ισχυράς ροκ μουσικής, έχοντες ως κέντρον εν πρόχειρον καταυλισμόν υπό ξυλίνων κατασκευών, τεντών και δύο παλαιών οχημάτων οπού είχον μετατρέψει, άλλο εις μαγειρείον, άλλο εις καντίναν και μπαρ. 




 Η θάλασσα έμπροσθεν γαληναία, θερμή. Μία αγκάλη ερωτική, όπου σε έπαιρνεν και δεν ήθελεν να σ' αφήσει. Την απήλαυσαν!
 Σεπτέμβριος μα οι λουόμενοι ακόμη πολλοί. Έλληνες και ξένοι. Κυρίως νέοι. Ο σύζυγος εθαύμασεν την ωραιότητα και σφριγηλότητα των γυναικών ολόγυρα. Έτη είχε να ιδεί τόσο ωραίας, όλας μαζί εις μίαν παραλίαν. Εάν είχε ιδεί κιόλας ποτέ. Δεν ήξευρε ποίαν να πρωτοθαυμάσει. Διακριτικώς βεβαίως...
"Τι διάολο... Από οντισιόν τις περάσανε, για να τις φέρουν εδώ σήμερα;" εσκέφθη... 




 Όπισθεν της μακράς τοξοειδούς παραλίας της Κολυμβήθρας, υπήρχεν μικρά λιμνοθάλασσα. Βαλτώδης περιοχή... Παραδείσιος τόπος όμως, διά πολλά είδη νησσών, κύκνων και άλλων υδροβίων πτηνών. Ήτο μία όασις η κοιλάς ετούτη. Εκ των ελαχίστων της Τήνου, οπού ήρχοντο εις αντίθεσιν με τον εν γένει πετρώδη και άγριον χαρακτήραν της. Έσωθεν προς Κώμην, θα είχεν ακόμη και μικρά περιβόλια...


 Δεν έφαγον όμως εις Κολυμβήθραν. Είχον εκ των προτέρων εντοπίσει εις Κρόκον, μυστηριώδην ταβέρναν φέρουσα το όνομα... Veneranda και απεφάσισαν μετά την πολύωρον παραμονήν των εις Κολυμβήθραν, να φάγουν εκεί. Εξ' άλλου δεν απείχεν πολύ. Έξι, επτά λεπτά με το όχημά των.
 Η venerànda ήτο ταβερνείον κτισμένο εις την όχθην ενός χειμάρρου, ο οποίος ετρέφετο με ύδωρ εκ των ορέων, ότε έπιπτε ραγδαίος υετός... Είτα, κατηφόριζεν προς την κοιλάδαν του Λιβαδίου. Σημείον κατάφυτον. Πλάτανοι και μουρέαι, ήτον φυσική προστασία εκ του καυτού ηλίου. Απρόβλεπτη δρόσος εις την οδόν Κολυμπήθρας-Χώρας. Μαγεία! Διέθετεν τρεις κλιμακωτάς, πλακοστρώτους βεράντας -εξ' ου και το όνομα- εις την όχθην του χειμάρρου. Αι πελάται, ημπορούσαν να καθίσουν εις την βεράνταν του ισογείου, να κατέβουν εις την μεσαίαν ή ακόμη πιο χαμηλά, εις την τρίτην βεράνταν, όπου ήτο και η κουζίνα με το μαγειρείον. Το ζεύγος επέλεξε την υστάτην και ευρυτέραν. Σκιά παχεία και δρόσος παντού!




 Η Ανδρονίκη με τον κατάλογον ανά χείρας, είχεν ήδη επιλέξει τάρταν αγκινάρας και έψαχνε με ηδυπάθειαν, το βασικό της έδεσμα, αφ' ού η τάρτα εθεωρείται απλώς συνοδευτικόν. Ησθάνετο, ως να ευρισκόταν εις τον παράδεισον. Ειδικά από την στιγμή οπού ήλθεν ο ιδιοκτήτης κύριος Νίκος, να τους καλωσορίσει. Τους είπεν εν τάχει, πως εκεί κάμουν μόνον παραδοσιακά φαγητά με παλαιάς συνταγάς, τες οποίες είχον ξεσηκώσει από γραίας της Τήνου. Όσα αναγράφονται εις τον κατάλογον, υπάρχουν! Η Ανδρονίκη ενθουσιάσθη! Εκόντεψεν να κραυγάσει από χαράν. Ως να ευρέθη αίφνης εις τον παράδεισον του θεού των αρχαίων γεύσεων!
 Δι' αυτό διηρεύνει με ηδυπάθειαν τον κατάλογον. Είχεν βάλει τα ομματουάλια της πρεσβυωπίας και ανεβοκατέβαζεν το δάκτυλον είς τας σειράς του καταλόγου, διά να επιλέξει το βασικό της έδεσμα. Και δεν κατέληγε... Ψιθύριζεν και ξαναψιθύριζεν όσα έβλεπεν, άλλοτε απεφάσιζε, άλλοτε ανήρε και ήτο ως να απήλαυε τας στιγμάς της επιλογής, ως ακριβώς απήλαυε και αυτά τα γεύματα. Ήτο ιερός δι' εκείνην, ακόμη και ο χρόνος της επιλογής των εδεσμάτων. Δεν ήθελε να χάσει τίποτα! Τέλος απεφάσισεν...
 -Τηνιακούς λαχανοντολμάδες! Αυτό! Και μπύρα... Νήσος!
 Ο σύζυγος εκ της άλλης, είχεν ήδη καταλήξει από ώρας...
 -Κόκορα κρασάτο! Σιγουριά!
 -Αυτόν με τις παπαρδέλες; 
 -Θα τους πω να αλλάξουν τις παπαρδέλες με χοντρό μακαρόνι...
 Η Ανδρονίκη έκαμε τον σταυρόν της και τον εκοιτούσε με ορθάνοικτα όμματα, ως να επρόκειτο εκείνος να διαπράξει ειδεχθές έγκλημα...
 -Συγνώμη! Θα παρέμβεις στο μενού τους; 
 -Ναι, δε μου αρέσουν οι παπαρδέλες...
 -Κακώς! Κόκορα με μακαρόνια βρίσκεις παντού. Εδώ παιδί μου, οι παπαρδέλες είναι χει-ρο-ποί-ητες! 
 Ετόνισε αυτό το... "χειροποίητες"...
 -Ας είναι! Χοντρό μακαρόνι! Στέλλα, Μίσκο, Ακάκιος... Ό,τι νάναι... Σιγουριά! 
 -Κακώς... Πολύ κακώς!... 




 Θα έλεγεν τις, πως το ζεύγος το επήγαινεν συνεχώς ως η γαλή με τον κύνα. Όμως όχι. Ήτο ηγαπημένο ζεύγος. Αι διαφωνίαι του περιορίζοντο μόνον εις τούτο το θέμα των παραδοσιακών εδεσμάτων και μόνον εις περιόδους διακοπών, ότε επεσκέπτοντο ξένα μέρη. Είχον τριάκοντα έτη συμβιώσεως, δύο παιδία και αυτά τα έτη, σπάνιαι αι στιγμαί εντάσεως μεταξύ των. Είχον αποδεχθεί ο εις τα καλά και τας ιδιοτροπίας του άλλου. Ήσαν πια ως ένα. Ως τον Ιανό με δύο πρόσωπα. Ακόμη και είς την πολιτικήν...
 Η Ανδρονίκη κατήγετο εκ παραδοσιακής αριστερής οικογενείας. Ο πατήρ και οι θείοι, έκαμον και εξορίαν. Εις θείος -αδελφός του πατρός της- είχεν εκλεγεί μάλιστα και βουλευτής με την αριστερά και ήτο διά πολλά έτη, εις την κεντρικήν επιτροπήν του κόμματος. Υψηλόβαθμο στέλεχος... συγχωρεμένος πια.
 Ο σύζυγος εκ της άλλης, κατήγετο εκ συντηρητικής οικογενείας. Ο πάππος του βασιλικός, ο πατήρ του έως το κέντρον επήγε και επέστρεψεν πάλιν εις την δεξιάν. Ο ίδιος ησθάνετο εδώ και έτη, μήτε δεξιός, μήτε κεντρώος, μήτε αριστερός. Ησθάνετο πολιτικά ορφανός. Δεν εψήφιζεν και ότε επήγαινε, εψήφιζεν κόμματα μικρά. Αυτό οπού άλλοι ονόμαζον... "δημοκρατικόν τόξον", του προεκάλει γέλωτα. Είχεν καταλήξει, πως ούτε πραγματική δημοκρατία υπήρχεν πια, ούτε ελευθερία... η οποία συνεχώς εσυρρικνούτο. 
 Επίστευεν πως όλοι οι βουλευταί, αριστεροί, δεξιοί, κεντρώοι, ήσαν χειραγωγημένοι υπό συμφερόντων εντοπίων και ξένων και ας ήρχιζαν τίνες με καλάς προθέσεις. Εν τέλει εν πλήθος αχρείαστοι χαραμοφάηδαι, οπού αλλάζουν μάλιστα κάθε τόσο διά να πληθαίνουν και να τους συνταξιοδοτεί εφ' όρου ζωής ο... καημένος. Εάν ήλλαζε με εκλογάς ο κόσμος, αι εκλογαί θα απηγορεύοντο. Ούτοι οι... παραστάται της Βουλής ήσαν εκεί διά να μην αλλάξει τίποτα. Και η Βουλή -δηλαδή η θέλησις- δεν ήτο θέλησις λαού, αλλά θέλησις αρπακτικών όπου εκρύπτοντο οπίσω από τους βουλευτάς και... παραστάτας. Η μόνη ελπίς διά να αλλάξουν τα πράγματα, ήτο μία έκρηξις... μία φωνή λαού-οργή Θεού και εις σοφός βασιλεύς -ναι βασιλεύς- διαθέτων φυσικήν στοργήν και διορατικότητα προς το μέλλον... ή μία γερουσία σοφών γερόντων. Διότι επίστευεν, πως ήτο χρεία αλλαγής εκ θεμελίων. Ήτο χρεία σοφίας εις την πολιτικήν, όπου ήτο σήμερα ανύπαρκτος. Ελπίς πάντως δεν ήτο διά τον σύζυγον, αυτή η λαίλαψ μικρών εις την ψυχήν ανθρωπαρίων, οπού τώρα εξουσιάζουν και το μόνο οπού επιθυμούν κατά βάθος, είναι να σώσουν το τομάρι των με λουφέδες και οφίτσια, εις έναν κόσμον όπου ομοιάζει με καράβι, το οποίον βυθίζεται. 
 Όσον διά τον λαόν, όσο εκτίμησιν και σέβας του είχεν, διά τον κάματον και τον αγώνα οπού έκαμεν διά να επιβιώσει εις αυτόν τον σκληρόν κόσμο, άλλο τόσο ωργίζετο με τας πολιτικάς επιλογάς του. Εθεώρει τον λαόν -έθετε και εαυτόν εντός της εννοίας του λαού- πολιτικώς ηλίθιο, εν σκόρπιον, από ιδεολογίας και κόμματα κοπάδι, οπού το εδάγκωναν και το κατέτρωγαν εν τέλει λύκοι.
 Δια τούτο είχεν καταλήξει εις την έλευσιν ενός σοφού και διορατικού βασιλέως, ενός δικαίου, φυσικού ηγέτου οπού θα ενέπνεε τους πάντας, θα συνεκέντρωνε υπό των πτερών του το σκόρπιον κοπάδι και θα έστελνε, τον κάθε κατεργάρην εις τον πάγκον του.
 Αύται ήσαν περίπου αι πολιτικαί διαφωνίαι των. Διότι εκείνη ως αριστερή, δεν ήθελεν να ακούει διά βασιλείς, φυσικούς ηγέτας και τοιαύτα ανάρμοστα διά τας πεποιθήσεις της.
Δεν απετέλουν όμως αύται αι διαφωνίαι του ζεύγους, μέγα πρόβλημα. Ο καθείς επίστευεν και εψήφιζεν ό,τι ήθελεν ή δεν εψήφιζεν διόλου και δεν γεννάτο θέμα. Την αυτήν ελευθερίαν, είχον περάσει και εις τα τέκνα των, χωρίς καμμίαν πρόθεσιν χειραγωγήσεως. 




Τοιαύται αντιθέσεις -εάν πάλαι ποτέ ήσαν- είχον πλέον ξεθυμάνει και μετακυλισθεί εις τας διαφωνίας των φαγητών κατά τας ημέρας της παραθερίσεως, όπου ελύοντο με αδιόρατον πείσμα και κεκαλυμμένας αστειότητας. Διότι διά κάποιον άγνωστον... μεταφυσικόν λόγον, ο σύζυγος είχεν συνδέσει εντός του ταύτας τας διενέξεις, με την πολιτικήν. Άχρι τούδε, εκέρδιζεν βεβαίως η Ανδρονίκη με τα παράξενα μα γευστικότατα εδέσματα οπού πάντα ανεκάλυπτεν... Εκέρδιζεν λοιπόν, η αριστερά! Παράδοξον, μα αι νίκαι αύται, ως να εξωράϊζαν και να διέσωζαν την θεωρουμένη από τον σύζυγον... "παρηκμασμένη πολιτική". Γεγονός αποθαρρυντικόν βεβαίως δι' εκείνον, ακόμη και αν η σύζυγος ήτο δεξιά. Δεν υπήρχεν διαφορά. Εις εν παρηκμασμένον, βαρέως ασθενές πολιτικόν σύστημα, έδρων όλαι αι πολιτικαί παρατάξεις. Και η δεξιά και το κέντρον και η αριστερά.
  Όμως με τας συντηρητικάς επιλογάς του, είχεν συνεχείς εδεσματικάς ήττας. Πράγμα οπού τον έκαμε να πιστεύει, πως αύτη η πολιτική παρακμή, δεν θα ηττηθεί ποτέ και πως η έλευσις του σοφού και δικαίου βασιλέως ή φυσικού ηγέτου, οπού ανέμενε ως άλλος Ουΐτμαν -O captain! My captain...- ήτο εν τέλει Μεσσιανισμός. Μία αφελής ουτοπία...





 Παρήγγειλαν εν τέλει, εις μίαν συμπαθεστάτην εργαζομένη και ανέμενον τα φαγητά, απολαμβάνοντες την σκιάν και δρόσον του ταβερνείου. Θα ήτο μετά την μία. Οσονούπω, ενεφανίσθη καταβαίνον εκ της κλίμακος, χαριτωμένον κοράσιον ως έξ ετών, ακολουθούμενο υπό κυρίας, η οποία εκράτει εις τας χείρας σχολικήν τσάνταν. Ήσαν η μικρά θυγάτηρ και η σύζυγος του ιδιοκτήτου -κυρία Γιάννα, απ' ό,τι έμαθον εκ των υστέρων- ερχόμεναι προφανώς, εκ του σχολείου του κορασίου εις Χώραν. Την προηγουμένην -παρά την θέρμην του Σεπτεμβρίου- είχον ανοίξει τα σχολεία. Η μικρά, αφού ενηγκαλίσθη με τον πατέρα, εκάθισεν ησύχως εις μίαν καθέκλαν και ήρχισε να ξεφυλλίζει εν παραμύθιον...
 Τέλος πάντων, εσερβιρίσθησαν και ο σύζυγος υπέστη άλλη μία βαρεία γευστική ήττα. Ο πετεινός ήτο απλώς νόστιμος. Συνήθης. Του είχεν πέσει και στηθούρι, οπού πάντα αντεπάθει. Έπρεπε να ζητήσει μπούτιον ή πτερό. Η σάλτσα καλή, αλλά τα μακαρόνια πολύ... al dente διά τας προτιμήσεις του. Έπρεπε να τους ειπεί να τα βράσουν περισσότερον, αφού ήξευρε πως η ιταλική ανοησία του μισοβράστου μακαρονίου, ήτο πια του συρμού και είχεν κατακυριεύσει την Ελλάδα. Όλοι πια εμαγείρευον, εσέρβιρον και έτρωγον, μακαρόνια al dente... Να κρατούν δηλαδή, να τα νιώθεις στον οδόντα. Ο βλάξ το ήξευρε!... 
"Στο δόντι και κολοκύθια τούμπανα!"... εψυθίρισε, ενθυμούμενος την γιαγιά και την μήτηρ του, οπού έβραζον πάντα ικανοποιητικώς τα μακαρόνια. 
Ίσως έπρεπε να παραγγείλει αυτάς τας παράξενας γεμιστάς τομάτας όχι με όρυζα και κιμά, αλλά με παξιμάδιον και τύρους Τήνου. Εφλέρταρεν ολίγον με την ιδέαν καθώς εκοιτούσεν τον κατάλογον, μα δεν το ετόλμησε. Τώρα έβλεπεν τας γεμιστάς τομάτας, να περνούν σιμά του εις δίσκους δι' άλλους πελάτας και εζήλευεν. Ο βλάξ! Έπρεπε έστω μίαν φοράν, να ρισκάρει!
 Η Ανδρονίκη, είδεν τι ετράβα ο σύζυγός της με το στηθούρι του πετεινού και τα al dente μακαρόνια -ήξευρε άλλωστε τα γούστα του- και του επρότεινε, φέρουσα τον δείκτην εις τον κρόταφον διά να του υπενθυμίσει πως τον προειδοποίησεν, να φάγει εκ των δικών της πινακίων. Όπερ και εγένετο. Αι μερίδες εξ' άλλου, ήσαν τόσο χορταστικαί όπου έφθανον και διά τους δύο. 
Αι λαχανοντολμάδαι και η τάρτα αγκινάρας, ήσαν όντως εξαιρετικαί! Πρωτόγνωραι, καθηλωτικαί... Μαγικαί γεύσεις, οπού ήρχοντο από τα βάθη του χρόνου και απεγείωναν! Ηυχαριστήθησαν! Ολοκλήρωσαν με τσιζ κέικ επικεκαλυμμένο με γλυκόν τριαντάφυλλον. Εξαιρετικόν! Ο Νίκος τους εκέρασεν τέλος και λικέρ υδροπέπωνος. Και τούτο θαυμάσιον!
 Κοντολογίς η veneranta -πέραν από τα προσωπικά γούστα και τας ιδιοτροπίας του συζύγου εις τα μακαρόνια και τα στηθούρια- ήτο μία εξαιρετική επιλογή ακόμη και δι' εκείνον, οπού ήτο πάντα σκεπτικιστής και διστακτικός με τας νέας γεύσεις.
-Να ξανάρθουμε!... εψιθύρισεν εις την Ανδρονίκην, αναβαίνων την κλίμακα της εξόδου, έχων εις το νου τας γεμιστάς τομάτας, οπού εκ της ατολμίας του έχασεν. Παρεδέχθη όμως εντός του, πως... διά μίαν ακόμη φοράν, είχεν ηττηθεί κατά κράτος από την σύζυγον, εις τον αέναον γευστικόν ανταγωνισμόν των...

 


Πλησίαζεν του Σταυρού, οπού και θα ανεχώρουν. Το ζεύγος έκαμεν ό,τι ηδύνατο, διά να γνωρίσει και έτερα χωρία της Τήνου. Επέρασεν εκ της Στενής, του Τριαντάρου, όπου και έφαγεν εις εν ταβερνείον με θαυμασίαν θέαν προς το Αιγαίο. Επήγαν και εις άλλα χωρία της ιδίας γραμμής, εντυπωσιάσθησαν και με τον λαβυρινθώδη Τριπόταμον. Παραλλήλως, εκολυμβούσαν και ελιάζοντο εις τας παραλίας. Εις του Αγίου Φωκά όπου ήτο σιμά της Χώρας, εις του Αγίου Ιωάννη... το Λαούτι. Κατέβησαν ακόμη και εις τον όρμον των Καλυβίων, όπου είδον την μεγαλυτέρα γαλή, οπού είχον ιδεί εις την ζωήν των... 




 Κοκκινόχρους, παχεία, ωμοίαζεν με αγριόγαταν εις το μέγεθος και τίγρην εις το ύφος. Ενεφανίσθη αίφνης εις την άμμο να τους γνωρίσει. Επλησίαζεν αργά, σιμά των κυμάτων οπού εκτυπούσαν εις την άμμο και ήφριζαν... Φυσούσεν εκ Σύρου, νότιος άνεμος. Η γαλή εκοίταζεν τα ισχυρά κύματα χωρίς φόβον και με κάποιαν μάλιστα περιφρόνησιν. Ήρεμος. Εν τέλει ήλθεν σιμά του ζεύγους, την εχάιδεψαν, την ετάισαν και ότε εκείνη είδεν, ότι ετελείωσεν εις τας χείρας των το πεσκέσιον, απεμακρύνθη με αργόν βηματισμόν... υπερήφανη ως ακριβώς ήλθεν. 
 Δεν ήτο όμως η μόνη υπερήφανος γαλή της Τήνου. Η Χώρα ήτο γεμάτη από δαύται. Καλοταϊσμέναι. Καλομαθημέναι... Εάν τις, επιθυμεί να αγοράσει μίαν τσάνταν ας είπωμεν, θα πρέπει να ενοχλήσει μίαν γαλήν, ήτις κοιμάται μακαρίως εις το πανέριον του μαγαζίου με τας τσάντας. Άλλαι είναι εις το μέσον του πεζόδρομου ξαπλωμέναι ανάσκελα, με τους πόδας προς τον ουρανόν διά δρόσον, έτεραι περιπατούν βαριεστημέναι ανάμεσα των ανθρώπων οπού μάλλον, τους θεωρούν υπηρέτας των. 




 Εάν αι γαλαί της Τήνου έχουν μίαν φιλοσοφίαν -οπού μάλλον έχουν, αλλά είναι άγραφος- αύτη θα έλεγεν πως ο ανθρωπινός κόσμος εφτιάχθη, διά να καλοπερνούν εκείναι. Διότι, τοιουτοτρόπως εφέροντο... Ως αύται να ευρίσκοντο εις την κορυφήν της αλύσσου και οι άνθρωποι να είναι υπηρέται των. Αι γαλαί της Τήνου, δεν παρακαλούν διά φαγητό, διότι είναι συνεχώς χορτάται. Εάν τας καλέσεις όμως, θα έλθουν αργά να δοκιμάσουν ό, τι τους δίδεις. Τους αρέσει; Θα φάγουν ολίγον, αλλά όχι λαιμάργως αφού δεν πεινούν! Θα φάγουν το καλύτερον οπού τους δίδεις και το λοιπό θα το αφήσουν απείρακτον. Δεν σε παρακαλούν. Ούτε ευχαριστούν. Θεωρούν, ότι είσαι υποχρεωμένος έναντί τους. Ως να υπάρχει αρχαίον συμβόλαιον. Δεν ζουν αλλού, τόσο ευτυχή ζώα. Ο σύζυγος τας εθαύμασε -έτσι ανέμελαι και υπερμεγέθεις καθώς είναι- και εθεώρησε πως επρόκειτο διά ειδικήν, ξεχωριστήν ράτσαν...
 -Είναι οι γάτες της Παναγιάς!... εψιθύρισεν κάποιαν στιγμή, χαιδεύων μίαν οπού είχεν έλθει και ετρίβετο εις τους πόδας του. 
 Διότι και αυτό απαιτούν συχνάκις αι γαλαί της Τήνου... Φυσικοθεραπείαν! Χάδια και μασάζ εκ των... υπηρετών ανθρώπων!




 Την παραμονήν της αναχωρήσεως, είχον αποφασίσει να ικανοποιήσουν δύο επιθυμίας των. Την πρωία να επισκεφθούν διά δευτέραν φοράν, το χωρίον οπού είχεν διακριθεί εντός τους περισσότερον, εξ' όσων αυτάς τας ημέρας εγνώρισαν και την εσπέραν να μεταβούν εις την Χώραν, ώστε να αποχαιρετήσουν την Τήνο με εν καλό δείπνο. 
 Διά το πρώτο ομοφώνησαν ασκαρδαμυκτί, αν και τους ήρεσαν και άλλα χωρία, ως ο Τριπόταμος. Εκείνο όμως οπού τους είχεν εγγίξει περισσότερον και επεθύμων να ξαναϊδούν, ήτο η Καρδιανή. Διό και οκτώμιση, ευρίσκοντο ήδη εκεί και εκάθοντο εις το δευτερεύον μπαλκόνιον του πανέμορφου καφενείου της Δήμητρας, οίον ευρίσκετο έναντι του μαγαζίου και της στενοτάτης οδού. Μικρόν... με βίαν εχώρει, μόνον δύο στρόγγυλα τραπέζια. Προφανώς το ενοικίαζον από τον ιδιοκτήτην του ερήμου εκείνου οίκου, κατά τους θερινούς μήνας. Το ζεύγος, είχεν μάλιστα παραγγείλει και έμπροσθέν του είχον τοποθετηθεί, καφέδες και γλυκό βύσσινον...




 Η Καρδιανή! Εν θαύμα αρχιτεκτονικής! Εξ' ολοκλήρου κτισμένη, εις την πλαγιά ενός αποτόμου κρημνού, εντός μίας οάσεως δένδρων, φυομένων εκ των απροσμένων εις αυτόν τον ξηρόν τόπο, πηγών και υδάτων. Πανέμορφη και απόκρημνος με τον ναό της Αγίας Τριάδος και το υψηλό κωδωνοστάσιον, να ατενίζει αιώνες τώρα την Σύρον και το Αιγαίο. Και εις το λαγκάδι πιο κάτω... συνύπαρξις. Ο καθολικός ναός, των γενεθλίων της Θεοτόκου. 




 Οικίσκοι εν γένει μικροί, ασβεστωμένοι ως λευκαί φωλέαι με χρωματιστάς θύρας και παράθυρα. Οδίσκοι ανάμεσο, οπού μόλις χωρούν δύο ανθρώπους. Θα ειπείς "καλημέρα" εις το συναπάντημα, ακόμη και εις έναν ολότελα ξένον. Καμάραι και βρύσαι. Πέτριναι σκάλαι καθέτως των οδίσκων, διά να κατεβαίνει τις εις τας χαμηλωτέρας σειράς, των εκτεταμένων εις το βάθος του κρημνού οίκων. 




 Σπανίως αλλού, έχει γενεί τόσο αυστηρά εξοικονόμησις χώρου, τόση μελετημένη χρήσις των επί μέρους παραμικρών μεταβολών του κρημνιαίου εδάφους, διά να επιτευχθεί τέτοιον λυσιτελές θαύμα. Οπού δεν έγινε υπό σπουδαγμένων εις τας Παρισίους αρχιτεκτόνων, αλλά υπό αγραμμάτων Τηνιακών κτιστάδων, αιώνας τώρα! Διότι μόνον μία διαχρονική και ευφυής λαϊκή μέθεξις, ημπορεί να γεννήσει και να διατηρήσει εις έναν κρημνόν τοιούτους ανθεκτικούς οίκους, τοιαύτην απλή και ταπεινή ομορφιά, οπού είναι εις το ύψος της ψυχής του ανθρώπου. Η ιδία η ψυχή του ανθρώπου! Τον καθέναν τον αποκοιμίζει και τον ξυπνά ο οίκος του. Απλούς, ταπεινός, με αισθητικήν οίκος, τέτοιον άνθρωπο ξεπροβοδίζει εις την θύραν του. Εκ τούτου λοιπόν, ας αρχίσουν να ερμηνεύωσι οι ειδικοί, την έξαρσιν της βίας εις των... Εθναρχών τας πόλεις. Οπού εστοίβαξαν ως πιθήκους σε κλωβούς και πατώματα τους ανθρώπους, διά να μισεί ο εις, θανασίμως τον άλλον...






 Εις το κύριον μπαλκόνιον του καφενείου -γραφικότατον, αλλά διόλου ευρύχωρον και εκείνο- έπιον καφέ ένιοι εντόπιοι. Απόμαχοι σχεδόν της ζωής. Ομίλουν περί ποδοσφαίρου μόνον διατί, ως είπον, δεν αξίζει σήμερον να ομιλεί τις διά πολιτικήν. Η αίσθησις αποξενώσεως από τας αποφάσεις της εξουσίας, εγενικεύετο. Παρά την απογοήτευσιν όμως, οι εντόπιοι είχον πνευματικήν σπιρτάδαν, ροπήν προς αστειότητας και ακόμη ευφράδειαν. Ομίλουν υπέροχα την ελληνικήν. Ο σύζυγος δεν έχασεν την ευκαιρία να κουβεντιάσει ολίγον μαζί των. Τα αντικριστά μπαλκόνια άλλωστε του καφενείου, ήσαν τόσο σιμά!




 Προσηνείς και θερμοί, άλλος τον είπε πως εδούλευε από δεκατριών ετών εις την οικοδομήν, άλλος πως εις την ζωήν του ηργάσθη ως λιμενεργάτης και ψαράς, άλλος πως η Καρδιανή συγκρατεί τους χειμερινούς μήνας, μόνον τριάντα ως σαράντα κατοίκους -κυρίως συνταξιούχους, κατά συνέπειαν... το χωρίο δεν διαθέτει σχολείον δημοτικόν. Τους θερινούς μήνας όμως, ζωντανεύει και αποτελεί πόλον έλξεως διά πολλούς Έλληνας και ξένους, οπού έρχονται εδώ διά να εύρουν γαλήνην και ηρεμία. 




 Ο σύζυγος δεν εχόρταινε να ακούει. Και να θαυμάζει ολόγυρα την γραφικότητα. Ως να ευρίσκετο εντός παραμυθίου. Όλα εδώ ήσαν μικρά. Οίκοι, οδοί ,τραπέζια, σκαλοπάτια. Όλα εδώ, εμεγένθυνον τον άνθρωπο!
 -Ψωμί κι ελιές!... εψιθύρισεν εις την σύζυγόν του κάποιαν στιγμή.
 Εκείνη τον εκοίταξε με απορίαν.
 -Ψωμί κι ελιές μόνο να έχω, να περάσω έναν χειμώνα εδώ. Τις νύχτες να ακούω τη βροχή και τον αέρα... Τα πρωινά να πίνω καφέ μ' αυτούς εδώ και μετά να διαβάζω και να γράφω... Αυτή είναι η ευτυχία!
 Η Ανδρονίκη τον εκοίταζεν χαμογελώσα...
 -Λόγια! Τον χειμώνα, δε θα άντεχες, ούτε βδομάδα εδώ!... αντέτεινε και εσηκώθη...
 -Πάω να εξερευνήσω! Και να φωτογραφήσω!... είπεν και εχάθη αργά, εις τας οδίσκους της Καρδιανής.
 Ήτο πάντα η ρεαλίστρια της συντροφίας...


 Την εσπέραν μετέβησαν εις την Χώραν. Άφησαν το όχημα εις τον λιμένα, πλησίον του μνημείου της Έλλης, οπού ετορπιλίσθη υπό ιταλικού υποβρυχίου τον Δεκαπενταύγουστον του χίλια εννεακόσια σαράντα. Ήτο διά την Ελλάδα, η αρχή των δεινών του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ως και του εμφυλίου ολίγον αργότερα, ενός εμφυλίου οπού άλλοι τον έλεγον ακόμη... ανταρτοπόλεμον, άλλοι συμμοριτοπόλεμον. Το βέβαιον όμως είναι, πως αι ρωγμαί του είναι εμφανείς εις την ελληνικήν κοινωνία έως σήμερα και ας όψονται οι αίτιοι. Ένθεν κακείθεν...




 Πριν δειπνήσωσι, εβόλταραν ανατολικώς, κατά μήκος του λιμένος, οπού πολλά κότερα εντοπίων και ξένων υπό διαφόρους σημαίας, ήσαν αγκυροβολημένα εις την προκυμαίαν. Είτα έκαμον ψώνια και ότε ησθάνθησαν ότι ήτο ώρα, το απεφάσισαν. Ο σύζυγος προητοιμάσθη ψυχολογικώς και ως γενναίος... πολέμαρχος, ερίφθη προς αναζήτησιν του καταλλήλου ταβερνείου, σίγουρος διά μίαν ακόμη οικτράν, γευστικήν ήτταν.
 Εις την αρχήν του πεζόδρομου με τα μαγαζία, οπού οδηγεί εις τον ναό της Μεγαλόχαρης, είχον από ημέρας εντοπίσει γραφικόν, λαβυρινθώδες στενό, όπου εντός του υπήρχον μικρά ταβερνεία. Είχεν όμως υγρασίαν και ζέστην και η ατμόσφαιρα εντός του στενού, ήτο κάπως αποπνικτική. Διό και επέλεξαν εν ταβερνείον εις την γωνίαν του στενού και του πεζόδρομου, οπού είχεν θέαν προς τον ναόν και τον λιμένα. Εκεί, εφύσα ενίοτε και ελαφρά όστρια. Ήτο καλά. Κόσμος πηγαινοήρχετο ένθεν κακείθεν. Παραμονή του Σταυρού και είχον καταφθάσει εις την νήσον και άλλοι προσκυνηταί...




 Η Ανδρονίκη, επαρήγγειλεν -ω τι έκπληξις!- αγκινάρες! Ο σύζυγος μιάν ψητήν τσιπούραν. Και τα συμπαρομαρτούντα...
 Η γυνή, διά ακόμη μίαν φοράν, διεφώνησεν με την επιλογή του συζύγου...
 -Και πιστεύεις τώρα, πως επειδή είσαι σε νησί, θα σου φέρουν φρέσκια τσιπούρα! Κούνια που σε κούναγε! Απ' την κατάψυξη θα τη βγάλουν! 
 -Και κατεψυγμένη, καλή είναι!... απήντησε εκείνος.
 Επάνω εκεί, διέκρινον έναντι, δύο πατριώτισσάς των. Τας εφώναξαν. Είχον φθάσει σήμερον διά προσκύνημα. Την επαύριον θα αναχωρούσι πάλι. Αφού τα είπον ολίγον, οσονούπω αι πατριώτισσαι επήγαν εις την δουλειά των.
 Εις το τραπέζιον, ήλθεν πρώτα το κουβέρ. Είτα, το τυροπιτάρι και η σαλάτα. Και δύο μπύραι. Νήσος διά την σύζυγον και εκείνου ως πάντα, μία άνευ αλκοόλ. Εταλαιπωρείτο από αυχενικούς ιλίγγους ο καημένος και το αλκοόλ, επεδείνωνε την κατάστασιν. Δι' αυτό και το είχεν κόψει. Ήρχισαν να τσιμπολογούν...
 -Πώς φαντάζεσαι τις αγκινάρες;... ερώτησεν την Ανδρονίκη.
 Το πρόσωπόν της εφωτίσθη... 
 -Μμμμμ...Α λα πολίτα ρε παιδί μου! Με αγκινάρες φυσικά, πατατούλες... καρότα και άνηθο! Και φυσικά μελωμένη λευκή σάλτσα! Αυτό! 
 Έτριψεν τας χείρας της...
 -Κι έχω μια πείνα! 
 Ήκουσαν τούρκικα. Πλησίον ήτο τουριστικόν πρακτορείον. Τρεις Τούρκοι -το ζεύγος είχεν ιδεί εις την προκυμαία και δύο κότερα με την σημαία της ημισελήνου- προσεπάθει, άλλοτε με την γλώσσαν των, άλλοτε αγγλιστί, να συνεννοηθεί με την υπάλληλο του πρακτορείου. Ήθελον να μεταβούν την επαύριο εις Μύκονο. 
 -Αυτοί μοιάζουν με Ευρωπαίους, δε μοιάζουν με Τούρκους... είπεν η Ανδρονίκη. 
 Ο σύζυγος χαμογέλασε.
 -Έλληνες είναι, αλλά δεν το ξέρουν!...
 Εκείνη τον εκοίταξε με απορίαν.
 -Τι εννοείς; 
 -Εννοώ, πως μετά την ήττα του αυτοκράτορα Ρωμανού στο Ματζικέρτ... το χίλια εβδομήντα ένα, οι Σελτζούκοι Τούρκοι, άρχισαν να εξισλαμίζουν σιγά σιγά, τον ελληνικό πληθυσμό, της Μικράς Ασίας. Όχι μόνο στα παράλια, αλλά και βαθύτερα. Όπου υπήρχαν αρχαίες ελληνικές πόλεις. Και χωριά. Άλλοτε εξισλάμιζαν με τη βία, άλλοτε με το καλό. Κράτησε αιώνες αυτή η δουλειά. Οι Τούρκοι ξέρουν να περιμένουν. Γενεά τη γενεά, αυτοί οι Έλληνες ξέχασαν την πραγματική καταγωγή τους. Νομίζουν πως είναι Τούρκοι, αλλά σίγουρα τους περιμένει μια μεγάλη έκπληξη αν κάνουν τεστ dna...
 Η Ανδρονίκη παρηκολούθη με μεγίστη προσοχή. Ήπιεν μία γουλιά εκ της μπύρας της.
-Ενδιαφέρον!... απήντησε. 
-Γι' αυτό μοιάζουν με μας...
 Ήλθεν ο κύριος του καταστήματος με τον δίσκον. Πρώτα εναπετέθη εις την τράπεζαν η τσιπούρα. Τριγύρω ροδέλαι τομάτας και άνωθεν του ιχθύος, ολίγα φύλλα μαϊντανού. Ωραία εφαίνετο. Όταν όμως ηκούμπησεν έμπροσθεν της Ανδρονίκης το πινάκιον με τις αγκινάρες, ο σύζυγος εσκίρτησε εντός του...
 "Τώρα, θα γελάσουμε!" εσκέφθη, μα δεν το έδειξεν. 
 Ήτο ένα πτωχότατον πινάκιον, με έξι επτά νερόβραστας μικράς αγκινάρας. Τίποτε άλλο! Μήτε πατάται, μήτε καρότα, μήτε μελωμέναι σάλτσαι και κρέμαι. Ουδεμίαν σχέσιν με... Α λα πολίτα! Μάλλον το είχον μόνον διά σαλατικόν. Ο σύζυγος εκοίταξεν αστραπιαίως την συζυγόν του. Εκείνη είχεν απομείνει ενεά με την στεγνότητα του εδέσματος, μα πάλιν... δεν ήθελεν να το δείξει. Ήπιεν μίαν γουλιάν μπύρα. Ευρίσκετο εις κατάστασιν σοκ...
 Ο σύζυγος πάλι, ως να μην έτρεχεν τίποτα. Εχώρισε το κεφάλι της τσιπούρας και ήρχισε να τρώγει αργά αργά κάθε τεμάχιον. Τας παρειάς του ιχθύος, τους οφθαλμούς... έγλειφεν και ρουφούσε το παραμικρό οστό, παρακολουθώντας συνάμα διακριτικώς και την συζυγόν του. Μετά τόσας ήττας, είχεν αποφασίσει να την αφήσει δι' ολίγον... να βράσει εις τον ζωμόν της. 
 Η Ανδρονίκη εδοκίμασε εν αγκιναράκι. Μάλλον δεν ενθουσιάσθη διόλου, διότι ξεροκατάπιεν και κατόπιν, επήρε ένα κομμάτι τηγανόψωμο και ήρχισε να το τρώγει αναφανδόν, κοιτώντας επιμόνως τον σύζυγόν της. Έτσι έκαμε πάντα, ότε ευρίσκετο εις υπερέντασιν. Τον εκοίτα επιμόνως σιωπηλή, έως εκείνος καταλάβει διατί εβασανίζετο. Εσυνέχιζε λοιπόν να τρώγει μόνον τηγανόψωμον, περιφρονών πλήρως τας αγκινάρας.
 Ο σύζυγος όμως έκαμε τον χαζόν. Είχεν τελειώσει με το κεφάλι του ιχθύος και ετράβα τώρα τους ραχιαίους άκανθας, διά να το χωρίσει. Η Ανδρονίκη έβραζεν. Πήρε και άλλο κομμάτι τηγανόψωμο και εσυνέχιζε να τρώγει κοιτώντας επιμόνως τον συζυγόν της...
 "Δεν μπορεί να μην καταλαβαίνει, ότι δεν μ' αρέσουν αυτές οι αγκινάρες... Κάτι θα πρέπει να κάνει και δεν το κάνει!" ... εσκέπτετο. Ημπορούσε βέβαια να παραγγείλει κάτι άλλο, αλλά αυτό θα ήτο παραδοχή ήττας! Εσυνέχιζε λοιπόν να τρώγει τηγανόψωμο -εκόντευε να το τελειώσει- να πίνει πότε πότε ολίγην μπύρα και να κοιτάζει επιμόνως τον σύζυγο...
 Εκείνος πάλι... αργά τα ζα. Είχεν χωρίσει την τσιπούραν, είχεν αφαιρέσει το κεντρικόν οστούν και έριχνε λεμόνι. Βέβαια εντός του, ήτο έτοιμος να ξεσπάσει εις γέλωτα. Του ήρχετο να τρέξει εις το λιμάνι -βαθέως εις το μνημείον της Έλλης, όπου δεν ήσαν άνθρωποι τέτοιαν ώρα- και να αφήσει τον εαυτόν του ελεύθερον να ξεσπάσει. Εκρατείτο όμως... Έβλεπεν την σύζυγο να είναι υπό έκρηξιν, την ήξευρε με κλειστούς οφθαλμούς. Ακόμη και την παραμικρά της κίνησιν, το κάθε βλέμμα, την ανάσα. Τώρα ήτο πράγματι, έτοιμη να εκραγεί. Είχεν χάσει το χρώμα της. Εάν την άφηνε ολίγον ακόμη, θα έβγαζε καπνούς εκ των ώτων. 
 Ο σύζυγος επήρε το εγχειρίδιον με τη δεξιάν, το πηρούνιον με την αριστεράν και τα έθεσε πάνω από την τσιπούραν, δίδων την εντύπωσιν, πως ήτο έτοιμος να την καταβροχθίσει. Η Ανδρονίκη δεν άνθεξε...
 -Θες να δοκιμάσεις μία αγκινάρα;... του είπεν με απαστράπτοντας οφθαλμούς, εκ του θυμού...
 Αφού δεν είχεν αντιληφθεί ο ανόητος, τι ετράβα εκείνη τόσην ώρα, ας δοκίμαζε μίαν αγκινάρα, να καταλάβει, με τι απαίσιον πράγμα επάλευε...
 Εκείνος συνέχιζε να κάμει τον χαζόν...
 -Ααααα αγκινάρα; Ναι, θα δοκιμάσω!.. απήντησε και ετσίμπησε μίαν με το πηρούνιον. Ήτο πράγματι απαισία. Δεν ήτο απλώς νερόβραστος... Ήτο μισόβραστος. Και εντελώς άγευστος. Ο σύζυγος δεν εκράτησε διόλου τα προσχήματα. Επήρε μίαν χειροπετσέταν και έπτυσεν εντός της, την αγκινάρα...
 -Τι αηδία είναι αυτή! 
 Και με τούτην την φράσιν, έπαιρνε εκδίκησιν, δι' όλας τας γευστικάς ήττας, οπού είχεν υποστεί από την συζυγόν του. Είτα, επήρε την ημισείαν τσιπούραν και την έθεσε εις το πινακιόν της...
 -Μετά θα πάμε στο Μεσκλιέ για Τηνιακό γλυκό!... της είπεν και την είδε να ξεθυμαίνει και να ροδίζει σιγά σιγά, πάλιν το χρώμα εις το όμορφον πρόσωπό της...





  Μεσημβρία του Σταυρού. Θερμή και ηλιόλουστος. Ο σύζυγος εκάθητο εις την πρύμνην του πλοίου οπού απεμακρύνετο εκ της Τήνου. Η επιστροφή εις τα ίδια, η αδιόρατη του θέρους φυγή, η υποψία του αφεύκτου χειμώνος οπού δεν εφαίνετο ακόμη μα ήρχετο, τον είχον γεμίσει μελαγχολίαν. Εκοίταζεν την Χώρα καθώς απεμακρύνετο και προσεπάθη να συγκρατήσει εντός του, κάθε εικόνα, κάθε ευωδία, κάθε γεύσιν, κάθε ανάμνησιν της νήσου, οπού δι' ολίγας ημέρας, εστάλαξε εντός του... τόσην γαλήνη και ομορφιά. 




Το υψηλό κωδωνοστάσιον του ναού της Παναγίας, εξεχώριζεν, καθώς το πλοίο απεμακρύνετο περισσότερον εκ της Χώρας. Την πρωίαν είχον υπάγη, διά τον ύστατο χαιρετισμόν εις την Μεγαλόχαρη. Ήτο σημαντική εορτή και υπήρχεν μέγας συνωστισμός. Ή... αριστερή του σύζυγος όμως, δεν απέφυγε να στηθεί εις την μακριάν ουρά, οπού ανέμενεν ώρας εις τον ήλιον... να ανέβει αργά, πολύ αργά τας κλίμακας του ναού, ανάμεσο εκατοντάδων στριμωγμένων πιστών... ωσότου φθάσει δύο, δυόμισι ώρας ύστερα, έμπροσθεν της ξακουστής εικόνος, ίνα απωθέσει επάνω... το σέβας εις την ανεξάντλητην θηλυκήν δύναμη της ζωής, το ευχαριστώ εις το αιώνιο μητρικόν σύμβολο της στοργής, τον ασπασμό της ευγνωμοσύνης διά την σκέπη, της αφθάρτου ημών Μητέρας της ιερής...


Γιώργος Πύργαρης
Φιλολογική επιμέλεια: Κυριάκος Γεωργιάδης 


Thursday, August 22, 2024

Η κραυγή...

 


Διήγημα

    -Μέγας κόσμος εχάθη! Ερεβώδης και άδηλος, ο που ήρχετο...-

   Ο Θέμης ευρίσκετο εις το πατρικόν του. Είχεν υπάγη εκείνο το πρωινό να κουράρει τον αυτάδελφόν του, όπως έκαμε καθημερινώς. Εις αναπηρικό αμαξίδιον ο αδελφός, εξ' αιτίας ασθενείας. Είχεν περάσει μίαν θυελλώδη γρίππην, έμεινε κατασταλθείς με τεχνικήν αναπνευστική υποστήριξη δύο και ήμισυ μήνας εις την εντατικήν εις τους Αγίους Αναργύρους των Αθηνών και έκτοτε δεν εκατόρθωσε να ορθωθεί. Όμως ο ατυχής, είχεν και άλλα. Ότε ήτο εις τον στρατόν, είχεν εκδηλώσει ψυχικήν νόσον, η οποία πολύ εταλαιπώρησε και τον ίδιον και την οικογένεια. Ενίοτε εγένετο βίαιος και επιθετικός, διότι εκατατρέχετο υπό φανταστικάς μανίας καταδιώξεως, χάνοντας κάθε λογικήν... Πολλοί έλεγον πως... από αυτό το μαράζι έφυγεν η καλή μήτηρ των. Όπως και ο πατήρ. Αφ' ης στιγμής όμως έπεσεν εις αναπηρίαν, ήτο πιο εύκολα διαχειρίσιμος. Ο Θέμης εφρόντιζε να του δίδει καθημερινώς τα φάρμακά του και ο Μιχάλης δεν διέφερε πια από έναν υγιή άνθρωπο. Εσυζητούσε κανονικώς όπως όλοι, εφρόντιζε τον εαυτό του όπου εδύνατο, ενίοτε εμαγείρευε πρόχειρα φαγητά και πολλές τον έβλεπαν να παίζει κιθάρα -ήτο επιδέξιος- και να τραγουδά, εις το μπαλκόνι του οίκου του. Είναι παράξενο πόσο ένα μικρό χάπι Αλοπεριντίν, ημπορή να διατηρήσει έναν άνθρωπο που πάσχει από τοιαύτην ψυχικήν νόσον,  υγιήν, σχεδόν φυσιολογικόν. 
   Αφ' ης στιγμής λοιπόν απέθανον οι γονείς των, ο Θέμης εφρόντιζε τον αδελφό του και επήγαινε εις το πατρικόν του δύο, τρεις και τέσσερις φοράς την ημέραν. Διά να του δώκει τα φάρμακα, να του κάμει ένα μπάνιο, να του πάει φαγητό, να του κόψει σύκα. Στο ίδιο χωριό διέμενε άλλωστε και εκείνος με τη γυναίκα και τα τέκνα του. Αγαπούσε όμως τον αδελφό του, γιατί άλλον από την πρώτη του οικογένεια δεν είχε. Τον ήθελε να υπάρχει εκεί εις το πατρικό και ας ήτο υποχρεωμένος να τον φροντίζει καθημερινώς και να εκπληρεί τας ανάγκας του, χάνοντας πολλές από τες ελευθερίες του...

   Εκείνο το πρωινό λοιπόν, ο Θέμης είχε δώσει το Αλοπεριντίν και ήμισυ Ακινετόν εις τον Μιχάλη και εσυζητούσαν πως έπρεπε να αλλάξουν τον καφέ. Μανιώδης καπνιστής ο Μιχάλης, έφτιαχνε πολλούς καφέδες την ημέραν διά να συνοδεύει τα σιγαρέτα του, με αποτέλεσμα να μην εκοιμάται καλώς τας νύκτας. Οπότε ο Θέμης του επρότεινε να πάρουν ντεκαφεινέ, όπου δεν έχει καφεΐνη... και ας έφτιαχνεν έπειτα, όσους καφέδες ήθελε...
   Εκεί επάνω, ηκούσθη η κραυγή... Ήτο ανατριχιαστική! Σαν να ήρχετο από το υπερπέραν. Θολή και βραχνέα, σα να εκπορευόταν εκ ερεβώδους σπηλαίου. Γυναικεία... Σπαρακτική... Κι έπειτα πάλι σιωπή...
  Ό Θέμης και ο Μιχάλης απέμειναν ως αγάλματα. Αλληλοκοιτάχθηκαν δι' ολίγον έντρομοι, μα γοργά ο Θέμης, ευγήκεν εις την βεράνταν της μονοκατοικίας. Τον ηκολούθησε και ο Μιχάλης με το αμαξίδιον. Απόλυτη ησυχία εις τη γειτονιά. Ερημία. Η ώρα θα ήτο περί της δεκάτης πρωινής, μα γύρω δεν εφαίνετο ψυχή ζώσα... Από πού ήλθεν λοιπόν αυτή η κραυγή; Ο Θέμης στράφηκε εις τον αδελφό του...
-Την άκουσες και συ ρε ή ήταν ιδέα μου;
-Τι ιδέα σου ρε;; Και βέβαια την άκουσα! Παναγία μου!...Τι ήταν αυτό;;

   Το χωρίον των, καθώς και η γειτονιά του πατρικού, είχον έμβη εδώ και έτη εις μελανόν καιρόν. Πού η παλαιά πολυκοσμία, πού η πάλαι ποτέ ζωντάνια... οι άνθρωποι. Το χωρίο άδειαζε. Μόνο θάνατοι και διόλου γεννήσεις. Το περασμένον έτος συνέβησαν εις το χωρίο δεκαεπτά θάνατοι -πέντε εξ΄αυτών νέων- και μόνον μία γέννησις. Οσμή παρακμής εβασίλευε παντού. Και ερημία. Εις την γειτονιά των, εις ολίγους μόνον οίκους εδιατηρείτο ζωή. Πολλοί ήσαν σφαλιστοί, εφόσον οι ηλικιωμένοι παλαιοί αφέντες των, είχον αποθάνει και οι κληρονόμοι εζούσαν εις Αθήνα ή εις άλλας πόλεις. Ένιαι οικίαι τις είχον ενοικιάσει, μετανάσται εκ του Πακιστάν, εκ του Μπαγκλαντές, έτι και εκ του Νεπάλ τελευταίως. Δεν ήτο πια αυτό οπού ήξευραν το χωριό των. Μόνο μνήμαι... Μνήμαι και μνήματα...
   Όμως, από πού ημπορεί να ήλθεν αυτή η κραυγή; Εις τον δρόμο δεν εκινούτο μήτε κύνας. Μία γαλή μόνον λιαζόταν εις την κολώνα της μάντρας. Αριστερά, εις το πάλαι ποτέ οσπίτιον του Γιώργου Λάμπρου, όπου διέμενεν εκεί με τη σύζυγο και τας θυγατέρας του, δεν υπήρχεν ψυχή. Μόνον μία τσέτα Πακιστανών πια, οι οποίοι τέτοιαν ώραν έλειπον εις αγροτικάς εργασίας. Η δε θύρα των, ήτο ερμητικά κλειστή. Έναντι διέμενεν ο παιδικός φίλος του Θέμη, Σωτήρης. Όμως τέτοιαν ώρα έλειπεν και εκείνος εις τους αμπέλους του. Ψυχή δεν υπήρχεν πια και εκεί, αφού οι γονείς του Σωτήρη... ο μπάρμπα Ντίνος και η θεία Νίτσα, είχον αποθάνει. Δεξιά, το ερημικό πέτρινο, του μπάρμπα Πανάγου και της θείας Μαρίας. Αποδημήσαντες εις Κύριον εδώ και πολλά έτη. Η δε εναπομείνουσα θυγάτηρ  των, εζούσε εις την Αθήνα... σπανίως ήρχετο πια. Πιο κάτω και εκεί ερημία. Το σπίτι των Παναήδων, όπου εζούσε πια μόνος, εις τυφλός εγγονός. Έρημοι και σφαλιστοί  παρακάτω οι οίκοι του μπάρμπα Πέτρου Δαούτη και της θείας Κούλιας, όπου ενίοτε διέμενεν άλλη μία τσέτα μεταναστών εκ του Μπαγκλαντές. Έρημοι και οι οίκοι του μπάρμπα Μιχάλη και της Ιφιγένειας, του Αγαμέμνονα και της Σιδερής. Όλοι νεκροί... 
   Ο Θέμης έστριψε ένα τσιγάρο και κάθισε εις μίαν καθέκλαν της βεράντας. Και όμως, δεν ήσαν πάντοτε έτσι τα πράγματα... Το χωρίο προ είκοσι-τριάκοντα ετών, έσφυζεν από ζωή! Η γειτονιά των μία οδός φωτός, όπου κάθε οίκος ήτο μια ευτυχισμένη κυψέλη! Γέροντες και γραίαι εις τας αυλάς και βεράντας εσυζητούσαν, δραστήριοι μεσήλικες επηγαινοέρχοντο με τρακτέρ και αυτοκίνητα, με μικρά κοπάδια αμνοεριφίων... Τα παιδία -πολλά παιδία- την εσπέραν εσυνάζοντο εις σημεία της οδού και έπαιζον διάφορα παιχνίδια... Κυνηγητό, κρυφτό, ποδόσφαιρο, βεζύρη, τα μήλα... παιχνίδιον όπου ενίοτε ελάμβαναν μέρος και μεγάλοι. Φωναί και γέλια παντού. Οι άνθρωποι ήσαν μονιασμένοι και δεμένοι, ο καθείς κατανοούσε τας δυσκολίας του άλλου, αι γυναίκαι οπού ευρίσκοντο την ημέρα εις τας αγροτικάς εργασίας και δεν είχον προκάμει να ζυμώσουν, δεν το είχαν κακό να δανεισθούν μισό καρβέλι, ντομάτες, αυγά από την γειτόνισσα. Την άλλην τα επέστρεφαν φυσικά... Οι άνθρωποι εμοιράζοντο δίκαια το φως του ηλίου, βοηθούσαν ο ένας τον άλλον εις το κόψιμο του πατατόσπορου, εις τον τρύγον, εις τα κρόμμυα, τον καπνόν. Οι οίκοι ήσαν ανοικτοί εις όλους! Ουδείς θα επίστευε εκείνην την εποχή, πως όλα θα εγίνοντο εντός ολίγων ετών καπνός, πως το χωρίο θα εμαράζωνε ως σταφίδα... πώς θα άλλαζε εντελώς το χρώμα και τον χαρακτήραν του, με τόσους μετανάστας εξ ανατολής, πως οι εναπομείναντες θα ησθάνοντο τόσο μόνοι, τόσο παραμελημένοι από τας κυβερνήσεις, όπου έδιδαν την εντύπωση ουχί μόνο πως δεν ενδιαφέρονται διά την κατάστασιν του χωρίου και των χωρίων της υπαίθρου εν γένει, μα το χείριστο... πως δεν είχον καν επίγνωσιν αυτής της καταστάσεως. Το μόνο οπού δεν παρέλειπαν να δηλώνουν εις τας τηλεοράσεις, ήτο πως εκείνοι δεν ήσαν νατιβισταί...

   Ο μοναδικός οίκος όπου ήτο έτι εν ζωή εις αυτήν την οδόν, ήτο ο οίκος της Αθηνάς και της θυγατρός της. Υπανδρευμένη με τον Πάρη -αστυνομικό- η Σπυριδούλα, είχαν και δύο υπέροχα παιδία. Τον Γιαννάκη και την Αθηνούλα. Μόνον η δική τους αυλή εθύμιζε λοιπόν, κάτι από τα παλαιά. Ο Γιαννάκης έπαιζεν με την αδελφή του τα απογεύματα, κρυφτό, μπάλα, εφώναζαν, εμάλωναν, εγελούσαν... Τα καλοκαίρια εκαταβρέχοντο με το λάστιχο της βρύσης, κοντολογίς η οικία των ήτο ευτυχής και η μόνη που αντιστεκόταν με πείσμα, εις τον γενικόν μαρασμόν. Όμως σήμερα και αυτά τα παιδία έλειπαν εις το σχολείο, οι γονείς των στας εργασίας των και η γραία Αθηνά είχεν υπάγη εδώ και αρκετάς ημέρας, στα πατρικά της μέρη εις τα ορεινά της Καρδίτσης...
    Από πού ήλθεν λοιπόν αυτή η κραυγή;
   Οι δύο αδελφοί απέμειναν αρκετήν ώρα εις την βεράντα, προσπαθώντας να δώκουν μίαν λύσιν εις το ανεξήγητον του φαινομένου, μα δεν τα κατάφεραν. Μήπως ήτο κάποια περαστική γυνή που δεν επρόλαβαν να ιδούν; Και διατί εκραύγασε; Μήπως συνέβη κάποιο κακό, που δεν εγνώριζον ακόμη; Ή μήπως ήτο κάποια μεταφυσική δραστηριότης, όπου παραδόξως η ενέργειά της, επηρέασε και τους δύο; ...
  Κάπως έτσι αορίστως, έκλεισεν εντός του το ζήτημα ο Θέμης και δίχως να εύρη απαντήσεις, εσυνέχισεν την ζωή του. Ώσπου ελησμόνησεν εντελώς το ζήτημα...

   Θα επέρασεν ένα έτος. Μίαν ημέραν, όδευε από την πλατεία πάλι προς τον αδελφό του. Καθώς επλησίαζε όμως εις το πατρικό του, συνάντησε εις το διπλανό σπίτι, την Βούλα. Ήτο παλαιά γειτόνισσα των παιδικών του χρόνων. Θυγάτηρ του μπάρμπα Πανάγου και της θείας Μαρίας -έτη τώρα συγχωρεμένων- και είχε υπανδρευθή εις τας Αθήνας. Όσο ζούσε ο Φώτης ο άνδρας της -ένας ζωντανός, αεικίνητος και χωρατατζής ανήρ- επισκέπτονταν συχνά το χωριό και ήνοιγαν το μικρό σπίτι των γονέων. Μετά την απώλεια και αυτού, αι επισκέψεις αραίωσαν. Όμως η Βούλα απώλεσε το περασμένο έτος και την αδελφή της Σοφία. Εμφάνισε αίφνης ειλεό εκείνη και κατά την διάρκεια μιας αποτυχημένης εγχειρίσεως, δυστυχώς εχάθη. Ο Θέμης μάλιστα είχε παραστεί και εις την κηδεία της, εις τας Αθήνας...
   Η Βούλα λοιπόν, καλοστεκούμενη αλλά εβδομηντακονταετής πια -ο Θέμης ως παιδίον την ενθυμείτο κοπέλα, οπού πολλές έβγαινεν με την αδελφή της και έπαιζον όλοι μαζί εις τον δρόμο τα μήλα- ήτο ακόμη ψυχολογικό ράκος. Αφού εχαιρετίσθησαν εγκαρδίως, είπεν στον Θέμη πως ακόμη δεν έχει κατορθώσει να υπερβεί τον αιφνίδιον θάνατον της ηγαπημένης αδελφής. Αλήθεια, ήσαν πολύ δεμέναι. Του εξομολογήθη ακόμη, πως προ ενός έτους περίπου, ήλθεν μόνη διά μίαν δίωρην επίσκεψιν εις ταύτην την οικίαν... μα ότε ήνοιξε την θύραν, ησθάνθη τέτοιαν απελπισίαν αντικρίζοντας το βουβό εσωτερικόν του πτωχού πατρικού, οπού δεν άνθεξε. Την πλημμύρισαν αίφνης αι μνήμαι των παιδικών ετών, των γονέων, του απωλεσθέντος συζύγου, της αδελφής, τόσαι εορταί, τόσα Πάσχα... Χριστούγεννα, κουβένται, γέλωτες, αστεϊσμοί, τραγούδια... βεγγέραι με γείτονας, συγγενείς και γειτόνισσας... τόσα περιστατικά... ευωδιαί, μύρια συναισθήματα... Απόμεινε εις την θύρα, θωρώντας με τρόμο την παρούσα σιωπή... τα βουβά έπιπλα, το κενό ντιβάνι, το κλειστόν παράθυρον, την σβηστήν πατρογονικήν εστίαν και συνειδητοποίησε πως όλοι πια είχον φύγει διά παντός, ήτο η μόνη οπού έμενε να σηκώσει το βάρος απεράντου μνήμης... Συνειδητοποίησε πως ο χρόνος ήτο μέγας φονεύς και εκείνη ορθή αλλά έρημη, ολομόναχη ανάμεσα σε νεκρούς, θύμησες και ερείπια! 
   Απόμεινε εκεί εις την θύραν... Δεν ημπόρεσε να κάμει βήμα εντός... Και χωρίς να το θέλει, ξεπήδησε εκ βαθέων της, η ρειθήσα τραγική κραυγή...
   



Γιώργος Πύργαρης
22 Αυγούστου 2024