Τα σύννεφα ήρθαν ξαφνικά από τα δυτικά και πολύ γρήγορα γέμισαν απ' άκρη σ' άκρη τον ουρανό. Μαύρα, βαριά, απειλητικά. Προκαταιγίδιος άνεμος άρχισε να φυσά στο χωριό, σηκώνοντας σκόνη και κάνοντας τα φύλλα των δέντρων να ανατριχιάσουν. Αστραπές ξεπηδούσαν στο βάθος, ενώ άρχισαν να ακούγονται τα πρώτα μακρινά μπουμπουνητά. Μυρωδιά βροχής απλώθηκε σε λίγο παντού. Στεκόμουν μονάχος στην αυλή του σπιτιού μας και κοιτούσα με δέος αυτήν την ξαφνική μεταμόρφωση. Πριν από λίγη ώρα, ο ουρανός ήταν καθαρός και τίποτα δεν προμήνυε πως θα ερχόταν μπόρα. Μα τώρα πάλευαν γύρω στοιχειά. Παρά το ότι ήμουν μόλις δωδεκαετής, κατάλαβα ότι ήταν ζήτημα λεπτών να αρχίσει η καταιγίδα. Και δεν έπρεπε να χάσω λεπτό...
Εκείνα τα χρόνια, κάθε σπίτι στο χωριό κρατούσε λίγα ζωντανά για ιδία χρήση. Μανάρια τα έλεγαν οι χωριανοί μου. Διατηρούσαν και οι δικοί μου καμιά δεκαριά από δαύτα, για να έχουμε πάντα γάλα, τυρί και κρέας στο σπίτι. Τα στεγάζαμε σε μια αποθήκη στην πίσω αυλή, αλλά τις καλές ημέρες του χειμώνα, κυρίως όμως την Άνοιξη, η μάνα τα πήγαινε κάθε πρωί να βοσκήσουν χλωρό χορτάρι ''στο μαντρί'' σε ένα κτήμα μας στα ριζά του βουνού, ένα τέταρτο περίπου ποδαρόδρομο από το χωριό. Το λέγαμε μαντρί, γιατί εκεί είχαν παλαιότερα οι παππούδες μου τα κοπάδια και τα μαντριά τους. Θαυμάσιο τοπίο! Λαμπρό το φως που έπεφτε και είχες αγνάντιο όλο το χωριό και τον κάμπο μέχρι τον Κιθαιρώνα. Έδενε λοιπόν η μάνα την παλαιότερη προβατίνα σε ένα παλούκι και τα υπόλοιπα έβοσκαν ήσυχα τριγύρω, όλη την ημέρα. Κάθε απόγευμα όμως, ήταν δική μου ευθύνη να φέρω τα ζωντανά μας πίσω. Δεν ήταν δα και τίποτα δύσκολο. Έβγαζα το παλούκι της αρχηγού από το σημείο που ήταν μπηγμενο και εκείνα γνωρίζοντας τον δρόμο κατηφόριζαν ήσυχα στο χωριό, έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού, ξεδιψούσαν στη γούρνα της βρύσης και ύστερα έμπαιναν μοναχά τους στην αποθήκη να ξεκουραστούν και να περάσουν τη νύχτα. Την άλλη μέρα τα ίδια. Αλλά η αποκλειστική ευθύνη της επιστροφής τους, βάραινε πάντα εμένα! Γιατί συνήθως οι γονείς μου έλειπαν στα χωράφια και επέστρεφαν αργά -πολλές φορές νύχτα- στο σπίτι. Όπως έλειπαν και σήμερα. Και εγώ δεν έπρεπε να χάσω άλλο καιρό, μα να φέρω τα ζωντανά πίσω πριν ξεσπάσει η καταιγίδα.
Βγήκα στο δρόμο και άρχισα να τρέχω δυτικά προς την άκρη του χωριού. Ο αέρας όσο πήγαινε δυνάμωνε και κάποιες νοικοκυρές είχαν βγει να μαζέψουν βιαστικά τα ρούχα από τις απλώστρες και να σφαλίσουν τα παντζούρια, που είχαν αρχίσει να χτυπούν από τον αέρα. Άκουγα τα τιτιβίσματα των πουλιών που πετούσαν ανήσυχα, έτοιμα να κρυφτούν στις φωλιές τους κι έβλεπα κάμποσους σκύλους να αλυχτούν δειλά με κατεβασμένη την ουρά, κοιτάζοντας αμήχανα τριγύρω. Ο άνεμος παρέσερνε χαρτιά και σκόνη και τα στροβίλιζε ψηλά. Και γω έτρεχα...
Φτάνοντας όμως στην άκρη του χωριού, σα να σταμάτησαν ξαφνικά όλα. Και ο άνεμος και η βουή των δέντρων και τα τιτιβίσματα των πουλιών. Ήταν τα ελάχιστα εκείνα δευτερόλεπτα της σιωπής, λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα. Ο ουρανός είχε μαυρίσει πολύ και έμοιαζε τόσο βαρύς, που σχεδόν άγγιζε το χώμα. Στάθηκα και απόμεινα να κοιτάζω τριγύρω την ξαφνική κι απόκοσμη ησυχία. Το τρομερό σκοτείνιασμα. Σα να ακινητοποιήθηκε ξαφνικά ο χρόνος. Δε σάλευε και δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα. Μονάχα πολλά χρόνια αργότερα, όταν διάβασα την Έγκωμη του Σεφέρη και το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβ εκεί ακριβώς όπου όλα τριγύρω παγώνουν, βρήκα πάλι ένα τόσο ακινητοποιημένο συναίσθημα. Σα να βρισκόμουν ακριβώς στο σύνορο δύο κόσμων. Πίσω το χωριό. Η ασφάλεια. Μπροστά το μαύρο, το άγνωστο, η καταιγίδα. Μια φωνή μου έλεγε να γυρίσω γρήγορα στο σπίτι μου. Η άλλη να συνεχίσω μπροστά. Είχα χρέος και ευθύνη να φέρω τα ζωντανά μας πίσω. Δεν ήθελα να πέσω στα μάτια των γονιών μου. Ήταν δική μου δουλειά αυτή και έπρεπε να γίνει. Είχα μονάχα έναν δρόμο. Μπροστά! Την ίδια στιγμή αραιές ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν τριγύρω. Ήταν τόσο χοντρές, που άκουγα την καθεμιά, καθώς έπεφτε στο χώμα. Όμως δεν υπήρχε γυρισμός. Άρχισα πάλι να τρέχω μπροστά, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα οι στάλες πύκνωσαν και ξέσπασε η καταιγίδα. Η χειρότερη καταιγίδα που είχα δει στη ζωή μου! Μέχρι σήμερα ακόμη, που περιγράφω αυτό το μακρινό γεγονός -σαράντα χρόνια μετά- δε θυμάμαι να ξανάζησα τέτοια καταιγίδα. Ποτάμια νερού άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό, τόσο που μέσα σε δύο λεπτά είχα βραχεί μέχρι το κόκαλο. Συνέχιζα όμως να τρέχω μην έχοντας σχεδόν καθόλου ορατότητα, σα να διέσχιζα με δυσκολία έναν συνεχόμενο καταρράκτη. Την απίστευτη σκοτεινιά, διέκοπταν κάθε τόσο αστραπές και ανατριχιαστικά μπουμπουνητά λες και έτριζε η γη...
Ο πρώτος κεραυνός έπεσε λίγο μακρύτερα, κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Τρομοκρατήθηκα, αλλά έπρεπε να συνεχίσω. Δεν περπατούσα πια πάνω στο χώμα, τσαλαβουτούσα σε ένα ρηχό ποτάμι, αφού όλα τα νερά που έρχονταν από τις πλαγιές του βουνού είχαν βγει στον χωμάτινο δρόμο και έτρεχαν. Είχα βρεθεί ξαφνικά σε έναν άλλον κόσμο. Όλα τα στοιχεία της φύσης μαίνονταν γύρω μου και γω δεν ήμουν παρά ένα μικρό πουλί, παγιδευμένο στην καταιγίδα. Τώρα πια δεν μπορούσα να ξεφύγω. Έπρεπε όμως πάση θυσία να φτάσω στις συκιές. Αυτές ήταν το σύνορο που θα με προσανατόλιζαν. Ήταν δίπλα στον δρόμο και εκεί ακριβώς βρισκόταν το μονοπάτι που έκανε γωνία ενενήντα μοιρών και οδηγούσε στο κτήμα μας, ακριβώς στα ριζά του βουνού. Οι αστραπές, οι βροντές και οι κεραυνοί άρχισαν να πυκνώνουν. Μα κάποτε διέκρινα μπροστά μου, τον σκούρο όγκο από τις συκιές. Δεν είχαν ανθίσει ακόμη καλά, αλλά στάθηκα κάτω από μία για να καλυφθώ λίγο από την καταιγίδα και να πάρω μιαν ανάσα. Μάταια. Έτσι κι αλλιώς είχα γίνει μουσκίδι. Ένας κεραυνός έπεσε πάλι κοντά μου. Όχι κάτω από δέντρα! Το χειρότερο που μπορείς να κάνεις σε μια τέτοια περίπτωση, είναι να σταθείς κάτω από δέντρα! Και τόξερα. Έφυγα γρήγορα από κει κι άρχισα να ανηφορίζω το μονοπάτι. Επιστράτευσα και την παραμικρή σκέψη που θα μπορούσε να με βοηθήσει. Οι κεραυνοί έπεφταν γύρω πυκνότερα. Στο μάθημα της φυσικής στο δημοτικό, είχαμε μάθει πως το ξύλο είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού. Καθώς προχωρούσα διέκρινα κάτω ένα κομμάτι ξύλο. Ήταν βρεγμένο αλλά το πήρα στο χέρι μου. Τώρα πια ξέρω πως ήταν μια ανόητη κίνηση. Αυτό το μικρό κομμάτι βρεγμένου ξύλου, δεν είχε την παραμικρή δύναμη να με προστατέψει από κανέναν κεραυνό, αλλά τότε έδρασε λυτρωτικά πάνω μου. Κρατώντας το σφιχτά στη μικρή μου χούφτα και πιστεύοντας πως με προστατεύει, άντλησα από μέσα μου τρομερή δύναμη, σα να ήμουν κάτω από την ομπρέλα του καλύτερου αλεξικέραυνου. Είχα πλησιάσει πια τόσο κοντά στο κτήμα μας, που άκουγα καθαρά τα σπαρακτικά βελάσματα των ζώων, που καλούσαν σε βοήθεια. Άρχισα να φωνάζω για να με ακούσουν ώστε να πάρουν και αυτά δύναμη. Μια αστραπή φώτισε το τοπίο. Μέσα στο πράσινο λιβάδι διέκρινα αχνά τα ζωντανά μας. Έδειχναν τρομοκρατημένα. Η αρχηγός έτρεχε γύρω από το παλούκι της αλλά μη μπορώντας να απελευθερωθεί βέλαζε απεγνωσμένα. Τα υπόλοιπα έτρεχαν κι αυτά ξοπίσω της. Μονάχα ο Τούρκος ακούγοντας τη φωνή μου ξέκοψε λίγο από τα άλλα και στάθηκε βελάζοντας συνεχώς, κοιτάζοντας προς το μέρος μου. Ο Τούρκος ήταν ένα ζυγούρι που ήταν πολύ δεμένο μαζί μου. Από τότε που ήταν μικρό παίζαμε μαζί. Παλεύαμε, κυνηγιόμασταν μέσα στα σπαρτά κι ακόμη εκείνο με είχε μυήσει στο αγαπημένο παιχνίδι όλων των μικρών κριαριών. Παίρναμε φόρα και μετά τρέχαμε ο ένας πάνω στον άλλον, τάχα να συγκρουστούμε. Την τελευταία όμως στιγμή, εγώ σηκωνόμουν το έπιανα από το μαλλί και προσπαθούσα να το αναποδογυρίσω πάνω στα γρασίδια και τα αγριολούλουδα. Τουλάχιστον παλαιότερα. Γιατί τελευταία ο Τούρκος είχε μεγαλώσει και δεν μπορούσα να τον κάνω ζάφτι με τίποτα. Τον είχα ονομάσει Τούρκο, γιατί ήταν πείσμων ζώο και δεν τόβαζε κάτω. Ήθελε συνέχεια να νικά. Όποτε με έβλεπε λοιπόν, έτρεχε πάνω μου να παίξουμε. Σήμερα όμως ήταν όλα διαφορετικά. Τρομοκρατημένος κι αυτός από την καταιγίδα, τα μπουμπουνητά και τους κεραυνούς, ακούγοντας τις φωνές μου ξέκοψε από τα υπόλοιπα κι άρχισε βελάζοντας να με ψάχνει, ερχόμενος σιγά σιγά προς το μέρος μου.
"Τούρκο!'' φώναξα.
Τότε ακριβώς έγινε μεγαλύτερο το κακό. Βρισκόμουν πια στην πλαγιά του βουνού και ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν απανωτοί κεραυνοί. Ήταν μία κόλαση και γω παγιδευμένος μέσα της. Τώρα πια κινδύνευε η ζωή μου πραγματικά. Και τόξερα. Ήμουν στο έλεος απίστευτων δυνάμεων, εγώ ένα μικρό αδύνατο παιδί δώδεκα μόλις ετών. Έφτανε μια ηλεκτρική εκκένωση από τις τόσες που έπεφταν τριγύρω, για να με απανθρακώσει για πάντα. Βαστώντας ακόμη στο χέρι μου το βρεγμένο ξύλο, βρήκα καταφύγιο στη ρίζα μιας ελιάς. Εκεί ζάρωσα κι ας ήξερα πως ήταν λάθος να βρίσκομαι κάτω από δέντρο. Ήταν η μοναδική στιγμή που σκέφτηκα να εγκαταλείψω. Το σπίτι, η μάνα, ο πατέρας ήταν πρόσωπα πολύ μακρινά, που δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν. Σα να μην ανήκα σ' αυτούς πια, αλλά σε δυνάμεις ανώτερες. Βρισκόμουν στο έλεός τους. Ζαρωμένος σε εμβρυακή στάση στη ρίζα της ελιάς με κλειστά μάτια και ενώ γύρω γινόταν χαλασμός, άρχισα να λέω το ''πάτερ ημών''. Ένας εκκωφαντικός κρότος αρκετά κοντά, με έκανε να ανοίξω τα μάτια. Είδα τον Τούρκο να πέφτει στο έδαφος και τα υπόλοιπα πρόβατα να σκορπίζουν τριγύρω βελάζοντας. Πέταξα το ξύλο από τα χέρια μου και έτρεξα στο πεσμένο ζώο. Ήταν ακίνητο με ανοιχτά τα μάτια και δε σάλευε. Άρχισα να το ταρακουνώ...
''Τούρκο! Τούρκο!''
Το ζυγούρι παρέμενε ακίνητο με τα πόδια τεντωμένα. Το γράπωσα από το μαλλί καλύτερα και συνέχισα να το ταρακουνώ με όση δύναμη είχα, ενώ δάκρυα άρχισαν να ρέουν μαζί με τη βροχή στα μάγουλά μου...
''Τούρκο! Σήκω Τούρκο!''
Ξαφνικά το ζυγούρι σκίρτησε! Πήρε ανάσα, γύρισε λίγο και στάθηκε με διπλωμένα τα πόδια κοιτώντας με απορία τριγύρω, σα να μην ήξερε πού βρισκόταν. Το τράβηξα από τα μαλλιά να σηκωθεί μα δεν τα κατάφερα. Ήταν όμως ζωντανό. Το άφησα και έτρεξα στην αρχηγό. Τράβηξα το παλούκι που ήταν δεμένη. Εκείνη ελεύθερη πια, άρχισε να κατηφορίζει. Σε λιγότερο από ένα λεπτό τα υπόλοιπα είχαν μαζευτεί πίσω της κι έτρεχαν όλα μαζί προς το χωριό. Επέστρεψα στον Τούρκο που παρέμενε ακόμη ζαλισμένος και του έριξα μια δυνατή κλωτσιά στα πισινά. Σηκώθηκε. Η δεύτερη κλωτσιά τον συνέφερε για τα καλά. Αφού προσανατολίστηκε επιτέλους, άρχισε να τρέχει βελάζοντας στην κατηφόρα για να προλάβει τα άλλα.
Όταν μπήκα στο σπίτι είχαν επιστρέψει και οι δικοί μου, αλλά είχαν προλάβει να βγάλουν τα βρεγμένα τους και να αλλάξουν. Η καταιγίδα και οι βροντές συνέχιζαν. Ο πατέρας έπινε τσάι και η μάνα άναβε το καντήλι κάνοντας μπροστά στις εικόνες, τον σταυρό της. Μόλις με είδε έπεσε πάνω μου να με σκουπίσει και να με αλλάξει. Ποτέ δεν τους είπα τι τράβηξα σ' αυτήν την καταιγίδα. Oύτε με ρώτησαν. Είχα κάνει απλά τη δουλειά μου. Τίποτα περισσότερο...