Θα ήτο έως δέκα οκτώ ετών ο Θέμης, το έτος εκείνο
όπου διέμενεν εις το ξενοδοχείον, ίνα προετοιμασθή διά τας πανελληνίους
εξετάσεις του. Παρηκολούθει το μεταλυκειακόν, όπου παρηκολούθουν όσοι
τελειόφοιτοι μαθηταί του Λυκείου, είχον αποτύχει το τελευταίον έτος να
εισαχθούν εις το Πανεπιστήμιον ή όσοι δεν ήσαν ηυχαριστημένοι με την Σχολήν εις
την οποίαν είχον εισαχθεί και επεθύμουν, να εισαχθούν εις άλλην. Οι
περισσότεροι μαθηταί του μεταλυκειακού, ήσαν σοβαροί και επιμελείς. Άλλως δεν
υπήρχεν λόγος να επεκτείνουν έτι τας μαθητικάς σπουδάς των. Κάλλιο να
εσυνέχιζαν τον βίον τους αλλαχού, διά να εύρουν τον δρόμον τους...
΄΄Καλά
δεν ήμασταν μέχρι τώρα;΄΄εσκέφθη και έσκυψεν εις το βιβλίον του.
Η
καλλονή που ήκουγε εις το όνομα Ρένα, ήτο τρία έτη μεγαλυτέρα του Θέμη.
Εισελθούσα όμως από μικρά εις τον αγώνα του βίου, απώλεσε προσωρινώς την επιθυμίαν ή την ελπίδα να εισέλθη εις
κάποιαν Σχολήν. Προσφάτως όμως, απεφάσισεν να ξαναδοκιμάση.
Ήτο
υψηλή, εύσχημος, μελαχρινώσα με λευκόν δέρμα και πρόσωπον ηδυπαθές ως κάλεσμα.
Τα χείλη ερωτικά, φιλήδονα και μάτια καστανά ευμεγέθη ως απαστράπτουσαι λίμναι
εις του ηλίου το φως. Λαιμός κύκνου. Ήτο ωραιοτάτη γυνή, η οποία υπό άλλας
συνθήκας θα ημπορούσε να είναι καλλιτέχνις, ηθοποιός ή τι άλλο, διά να
καταπλήττη τα πλήθη εις τα θέατρα και τας οθόνας. Ποίος ηξεύρει όμως, ποία τύχη την έκαμε να
εργάζεται ως γραμματεύς οκτώ και δέκα ώρας την ημέραν, εις εν αποπνικτικόν και
ασθενικόν γραφείον.
Από την πρώτην στιγμήν που η Ρένα ενεφανίσθη εις την αίθουσαν, έδειξεν μίαν προτίμησην εις τον Θέμην. Σαφώς ερωτική! Ο μαθητής έως τότε, ήτο χαμένος εις τα συνέδρια του Λάιμπαχ και της Βερόνας, εις τας συναρτήσεις και τας παραγώγους των μαθηματικών, εις τους Αουγκούστ Κοντ και Μαξ Βέμπερ της κοινωνιολογίας. Και ευρέθη αίφνης να τον φλερτάρει καθημερινώς, γυνή καλλονή και μοιραία! Ήτο και σχετικώς αμαθής βεβαίως εις τα τοιαύτα ο Θέμης. Αι ερωτικαί έως τότε εμπειρίαι του, πενιχραί. Η Ρένα όμως έμπειρος και ωραία, έδειχνεν χωρίς την παραμικράν αναστολήν τας προθέσεις της. Έστρεφεν πολλάκις την κεφαλήν κατά την διάρκειαν του μαθήματος και του χαμογελούσεν. Εις το διάλειμμα τον εκουβέντιαζεν συνεχώς και ήθελεν να μανθάνη τα πάντα περί αυτού. Τι μουσική του αρέσει, πού διαμένει, εάν έχει σχέσιν και τα τοιαύτα. Σύντομα λοιπόν, ο Μαξ Βέμπερ, αι συναρτήσεις και τα συνέδρια της Βερόνας, ήρχισαν αργά να βυθίζονται εις την βάσην της πυραμίδος των ενδιαφερόντων του Θέμη και απέμεινεν εις την κορυφήν, μόνον το πρόσωπον και το... ελκυστικότατον σώμα της Ρένας. Ίσως να ήτο η θεσπεσία μύστις που στέλλει η θεά Αφροδίτη εις κάθε αγόρι, να το μυήση εις την τέχνην του έρωτος και να το μεταμορφώση εις άνδρα. Αλλά η μύστις είχεν έρθει εις ακατάλληλον χρόνον.
Παρά το πάρωρον όμως της εμφανίσεώς της, είχεν καταφέρει εντός συντόμου διαστήματος, να θέση τον Θέμη εις την τροχιάν της. Ως να ήτο εκείνος εις μικρός, πτωχός πλανήτης, ός είχεν χάσει τον δρόμον του και εγύριζεν πια, ουχί γύρω από τον ήλιον ως έδει, αλλά γύρω υπό μιας οπτασίας όπου αίφνης ενεφανίσθη εις τον κόσμον και την έλεγαν... Ρένα! Με την σκέψιν της ξυπνούσε και με την σκέψιν της εκοιμάτο πια ο Θέμης...
Έν
απόγευμα εκείνων των ημερών, είχεν φτιάξει καφέν εις το μικρό δώμα του
ξενοδοχείου όπου διέμενε και είχεν ηνοίξει το βιβλίον της ιστορίας, προσπαθών
επιτέλους να συγκεντρωθή. Ματαίως όμως. Ματαίως πάλιν και πάλιν! Όσον και να
προσεπάθει... μετά την τρίτην σειράν, εχάνοντο αι έννοιαι, εχάνοντο αι
χρονολογίαι και τα ονόματα και εις την σελίδα ενεφανίζετο το πρόσωπον της
Ρένας. Να μειδιά επί πονηροίς και να τον καλεί ηδυπαθώς. Ο Θέμης θυμωθείς έκλεισεν
το βιβλίον και το επέταξεν εις το κρεβάτι, αντιλαμβανόμενος πια πως είχεν
μπλέξει άσχημα, με αυτόν τον πειρασμόν που εφανερώθη εις τον ήσυχον άχρι τούδε,
κόσμον του. Αν εσυνεχίζετο αυτή η κατάστασις, θα έχανε και εφέτος τας εξετάσεις
του. Επάνω εκεί, εκτύπησεν η πόρτα. Ο Θέμης εθεώρησεν πως θα ήτο εις εκ των
ολίγων φίλων που τον επεσκέπτοντο ενίοτε και ανεκουφίσθη. Ουχί μόνον θα περνούσε
αβασανίστως η ώρα με τον φίλον, αλλά εάν ήτο και εκ των εμπίστων, πιθανώς να
εξομολογείτο και το ερωτικόν του μαρτύριον διά να ξαλαφρώση. Και ίσως να
ενεστερνίζετο και κάποιαν συμβουλήν, προς αποφυγήν των χειρίστων. Με αυτήν την
διάθεσιν λοιπόν, ήνοιξε την θύραν...
Αντί διά
φίλον όμως, ο Θέμης αντίκρισεν την Ρένα! Ο πειρασμός ήτο ανένδοτος και ίστατο
ολοζώντανος εμπρός του!
-Καλησπέρα!
-Καλησπέρα...
-Στο
είχα πει πως θα έρθω!
Ο Θέμης
προσεπάθησε τάχιστα να ενθυμηθή πότε του είχεν ειπεί πως θα ήρχετο, αλλά δεν
ενεθυμήθη. Καλά καλά δεν ενεθυμείτο εάν της είχεν ειπεί πού διέμενε. Η Ρένα
όμως ήξευρε και τώρα εστέκετο μειδιούσα, πανέμορφος, με μίαν κοντήν φούσταν
πολύ άνω των γονάτων, εμπρός του. Και ήτο διά πρώτην φοράν βαμμένη εις τα
όμματα και τα μήλα του προσώπου. Και ερυθρό κραγιόν εις τα χείλη. Προσπαθών να
ανακτήση την ψυχραιμίαν του, της έκαμε χώρο διά να εισέλθη. Έν κύμα γυναικείου,
μεθυστικού αρώματος, εισέβαλλεν εις το δώμα του Θέμη. Έκλεισε την θύραν και
ησθάνθη ως να ήτο φυλακισθείς εις κλωβόν, ομού με αδηφάγον λέαιναν. Είχεν ιδεί εν τέτοιον θέαμα, εις τας οθόνας με τον Τσάρλι Τσάπλιν...
Η Ρένα ήρχισε να περιφέρηται, επιθεωρώσα το μικρόν δώμα του Θέμη, ο οποίος προσεπάθει να ανακτήση την ψυχραιμίαν του.
-Να σου κάνω καφέ;
-Ναι, μέτριο με γάλα αν έχεις...
Ο Θέμης επήγε εις το ψυγείον, όπου επάνω του διετήρει καφέν και ζάχαρην και ήρχισε να τον ετοιμάζη, ενώ μύριαι σκέψεις επερνούσαν από το μυαλό του. Ουδεμία αμφιβολία υπήρξεν, διά τον λόγον όπου εκείνη είχεν έλθει εις το δώμα του. Δεν ήτο καμμία παρθένος, ωσάν τας πρώην συμμαθητρίας του, όπου διά να αποσπάση τις ένα φιλί, έπρεπε να τας πολιορκήση μήνας και έτη ως ο Κουταχής το Μεσολόγγιον ή ως ο Μωάμεθ την Πόλιν. Κάθε γυνή επιθυμεί τον μύθον της ίνα κατακτηθή, αλλά η Ρένα δεν ήτο κάθε γυναίκα. Ελευθερίων ηθών και αρκετά μεγάλη διά να ικανοποιείται μόνον με φλερτ, φιλιά και παίγνια. Μάλλον είχε ξεπεράσει προ πολλού τους μύθους του έρωτος. Είχεν έλθει αίφνης εις το δώμα του, δυόμιση ώρας πριν αρχίσει το μάθημα, επί σκοπού... διά να τελειώση η υπόθεσις! Ήτο ολοφάνερον! Επί πλέον δεν ήτο ερωτευμένη με τον Θέμην, το θέμα δεν ήτο αισθηματικόν, ήτο καθαρώς σαρκικόν. Της ήρεσε μάλλον και ήθελε να τον απολαύση σωματικώς. Και επιτέλους, ίσως το μεταλυκειακόν να ήτο μία διέξοδος διά την Ρένα, μόνο και μόνο διά να εύρη τον έρωτα. Διότι απ΄ ό,τι είχεν δείξει άχρι τούδε, τα μαθήματα δεν την πολυενδιέφερον. Ενεγράφη μάλλον εις το μεταλυκειακόν, διά να έχη μία ερωτικήν διέξοδον. Διά να εύρη εραστήν, πού το κακόν; Ήτο όντως μία χρυσή ευκαιρία διά τον Θέμην, να μυηθή εις τον έρωτα από αυτήν την ωραία γυναίκα, όπου έκαμε τα πάντα να του δείξη πως ήτο διαθέσιμη. Το ερώτημα όμως... άλλο. Εάν και ο Θέμης, ήτο το ίδιο έτοιμος και διαθέσιμος. Πώς ημπορούσε ούτος ο άπειρος νεανίας των δέκα οκτώ ετών, με το πενιχρόν ερωτικό παρελθόν, να κάμη καλά μίαν αδηφάγον λέαιναν;
Ο καφές ητοιμάσθη, η Ρένα ήρχισε να τον πίει περιφερόμενη αργά εις το δώμα, βαστώσα τον εις την δεξιάν χείρα με τους πολλούς δακτυλίους εις τους ωραίους δαχτύλους της. Ήτο η αρχόντισσα του απογεύματος και το ήξευρε. Εμειδία συνεχώς, εμειδία ομιλούσα και διά τα πιο απλά πράγματα. Ο Θέμης καθήμενος εις μιαν καθέκλαν, προσεπάθει να συμμετάσχη εις τα λεγόμενα, μα αλλού έτρεχεν ο νους του. Τι έπρεπε να κάμη; Να αναμένη δική της κίνηση ή να τα παίξη όλα για όλα; Και αν τον απέριπτε; Πονεί μια απόρριψις εις αυτήν την ηλικίαν. Όμως όλα ήσαν φως φανάρι! Δεν ήλθεν εις το δώμα του η Ρένα διά να πίη φραπέν! Κάποιαν στιγμή, εκείνη, ηκούμπισε εις το έπιπλο του καθρέπτου. Μισή καθήμενη, μισή ορθία. Η φούστα πια ήτο πολύ άνω των γονάτων, αποκαλύπτουσα δύο υπέροχους λεπτοφυείς πόδας. Πόδας ελαφίνας! Εστάθη εκεί και τον έβλεπε μειδιώσα προκλητικώς. Ο Θέμης το απεφάσισεν. Δεν ήτο δα και τόσο ανόητος. Εσηκώθη, την επλησίασε, έγειρε ολίγον και ήρχισε τρεμάμενος να την φιλά απαλά εις τον μακρύν, λευκόν λαιμόν της. Η Ρένα δεν ανθέστη. Απέμεινεν εκεί, ανυψώσα ολίγον την κεφαλήν, ίνα τον ευκολύνη εις το έργον του. Δεν εσήκωσε τας χείρας να τον απομακρύνη, δεν έκαμε κάποιαν βιαίαν κίνησιν εναντίον του. Παρέμενεν εκεί μειδιώσα, απολαμβάνουσα το συρτόν απαλόν φιλί εις τον λαιμόν της, ασθμαίνουσα ελαφρώς. Παραλλήλως όμως, εψιθύριζεν την λέξιν... ΄΄Σταμάτα...΄΄.
Όπως ήτο φυσικό, η υπόθεσις με την Ρένα εναυάγησε άπαξ διά παντός! Αφού και μία όρνις θα εκαταλάβαινε τι έκαμε ο Θέμης με τη Μαρία εκείνο το βράδυ, μόνο να φαντασθή δύναται τις, πόσα εκατάλαβε η Ρένα, που ήτο γαλή με πέταλα εις τα τοιούτα! Δεν του είπεν τίποτα απολύτως. Η συμπεριφορά της από εκείνο το βράδυ όμως, ήλλαξε άρδην. Του εφέρετο φιλικώς πια, αλλά μόνον φιλικώς. Ως να ήτο ο μικρός αδελφός της. Και έρριψεν αλλού τον ερωτικόν προβολέαν της. Ματαίως ο Θέμης επερίμενε τα παλαιά φλερτ, τας εντέχνους νύξεις, τα ερωτικά της υπονοούμενα. Ματαίως επερίμενε το ποθητό χτύπημα εις την θύραν του, όπου θα ενεφανίζετο πάλι εκείνη. Ώσπου κατάλαβε ότι το πουλί είχεν πετάξει. Και τα έβαλε με τον εαυτό του, όπου είχεν φερθεί τόσον ανωρίμως. Και το ωραίον, πως με την Μαρίαν δεν ευρέθη ξανά ποτέ εις ερωτικήν διάθεσιν. Αίφνης εσυμπεριφέροντο οι δυο τους, ως να μην είχεν γίνει το παραμικρόν ανάμεσά τους. Μα δεν τον έγνοιαζε ερωτικώς η Μαρία. Το θέμα ήτο η Ρένα μα εκείνη, αφού αντελήφθη με τι... μόμολο είχε να κάμει, επέταξε μακριά. Και απέμεινεν πάλι μόνος ο φτωχός Θέμης, να έχη από πάνω και ενοχάς. Διατί είχεν φερθεί ανεντίμως και απέναντι εις την Ρένα και απέναντι της Μαρίας. Ναι, ανεντίμως! Ματαίως προσεπάθει να εύρη έναν λόγον που να δικαιολογή την παράλογον πράξιν του. Μήπως το έκαμε διά να ζηλέψει η Ρένα και να πέση εις την αγκάλην του; Μα εκείνη είχεν ήδη πέσει, ήτο ζήτημα ημερών -διά να μην πούμε ωρών- να τελειώσει η υπόθεσις. Μα τότε; Τι αυτοκαταστροφή ήτο αυτή; Μόνον έναν λόγον ευρήκε τελικά ο Θέμης, που ενδεχομένως να εδικαιολόγει την ανόητον και ανέντιμον πράξιν του. Και ο λόγος ήτο, πως ήθελεν να καταστρέψει πραγματικώς αυτήν την σχέσιν εν τη γενέσει της! Διότι θα τον απεμάκρυνε ίσως από τον σκοπόν του, να εισέλθη εις το πανεπιστήμιον. Διότι ούτος ο αμαθής και ανώριμος νεανίας, ένοιωθε αδύναμος έμπροσθεν του ερωτικού θηλυκού σίφουνα! Και θα ημπορούσε εντός ολίγου, να καταλήξη παίγνιον εις τα χέρια της. Ενώ είχεν τον σκοπόν του, το έτος εκείνο...
Δεν ήλθεν εις το μάθημα η Ρένα εκείνην την ημέραν. Από τότε ο Θέμης ήρχισε να επανέρχεται. Επόνεσε κάποιας ημέρας, αλλά ανεκουφίσθη συνάμα. Όταν ήνοιξε πάλι τα βιβλία του και ήρχισαν να εμφανίζονται ξανά εις την θέσιν τους τα συνέδρια του Λάιμπαχ και αι συναρτήσεις, χωρίς να παρουσιάζεται το πρόσωπον και το σώμα της Ρένας, εκατάλαβε ότι είχε περάσει ως ο Οδυσσέας από την νήσον των Σειρήνων, αλλά είχεν σωθεί. Είχε θυσιάσει έναν πολύτιμον έρωτα μα όσο κι αν επόνεσε αυτό, είχε βγει εις την λεωφόρον της ζωής και ήτο ξανά εντός του στόχου του. Εκατάλαβε, ότι δεν δυνάμεθα να τα έχωμε όλα. Πάντα κάτι κερδίζομε, κάτι χάνομε. Εκείνο το έτος, ο Θέμης ίσως να μην ωρίμασε ερωτικώς, ωρίμασε όμως εν την ζωή. Η ανοησία που επέδειξε εις το ζήτημα, ενδεχομένως να προέρχετο από εν de profundis ένστικτο αυτοσυντήρησης. Από μίαν ψυχικήν και εγκεφαλικήν λειτουργία αυτοπροστασίας, διά να μην εξέλθη από τον στόχον του. Διότι τον έρωτα ηκολουθεί πάντα βάσανος. Ζήλειαι, μελαγχολίαι και τα τοιαύτα. Και δεν χωρούν δύο καρπούζια εις μίαν μασχάλην. Κατέστρεψεν λοιπόν, το ριψοκίνδυνον ενδεχόμενον. Δι΄αυτό ισως, ο στόχος αργότερα επετεύχθη. Ο Θέμης επέρασεν εις το πανεπιστήμιον. Εξ΄άλλου, ήτο ακόμη μικρός. Είχεν καιρόν διά έρωτες...
-Κρίμα... θα σε χάσουμε...
Ήθελε να της ειπή εν μεγάλο συγγνώμη, μα δεν το
έκαμε. Την εξετίμα και ως άνθρωπο την Ρένα. Ήτο καλόκαρδη, θετικός άνθρωπος.
Ίσως όμως είχεν καταλάβει και εκείνη την αιτίαν της παράλογης συμπεριφοράς του.
Δεν του εκράτησε καμίαν κακία. Εκείνη την εποχή, είχε την δύναμιν να τον κάμη παίγνιον, εάν εκουνούσε ακόμη ολίγον το μικρό της δάχτυλο. Όμως δεν το έκαμε.
Τον άφησε ήσυχο να εύρη τον δρόμον του. Η Ρένα ίσως να ήτο όντως εν δώρο. Η
θεσπεσία μύστις που είχεν στείλει η θεά Αφροδίτη, διά να μεταμορφώση τον Θέμη
από νεαρόν έφηβο εις άνδρα. Όμως η θεά δεν είχεν υπολογίσει τον στόχον του
Θέμη. Το δώρον ήτο ωραιότατον μα πάρωρον. Ο Θέμης έφυγεν από εκείνην την
αποχαιρετιστήριον εορτήν της παρέας των υποψηφίων με λύπην μεν, διότι εν
κεφάλαιον έκλεινεν και θα έχανε διά παντός την ωραίαν Ρένα και καλούς φίλους,
αλλά με ανοικτήν καρδίαν διά το νέο που ήρχετο. Ελπίζων έτι, να μην του κρατά
καμμίαν κακίαν και η θεά Αφροδίτη που εκ των πραγμάτων ηναγκάσθη, να μην αποδεχθή το ακριβόν και πολύτιμον δώρον της...
(Φιλολογική επιμέλεια: Κυριάκος Γεωργιάδης)
28/11/23