Όταν γερνούν τα αγάλματα
κατεβαίνουν από τα βάθρα, αφήνοντας πίσω
παρατημένο μανδύα την αυταρέσκεια
στέκουν για λίγο αμήχανα στην αρχή
ανάμεσα στον κόσμο που πηγαινοέρχεται
ύστερα κάθονται στα παγκάκια
καπνίζουν, πίνουν τα χάπια τους, συνομιλούν
ατενίζουν έκθαμβα το μικρό και το λίγο...
Όταν γερνούν τα αγάλματα
γυρεύουν απεγνωσμένα έναν Θεό
πηγαίνουν τις Κυριακές στην εκκλησία
φιλούν τις εικόνες, ανάβουν κεριά
πιάνουν μια γωνιά να μη φαίνονται
παρακολουθώντας κατανυκτικά
σχεδόν κρυφά, τη λειτουργία
μετά πηγαίνουν σε ταβερνούλες
δύο μεζέδες, λίγο κρασί, κουβεντούλα
ενίοτε, πιάνουν και το τραγούδι
σφουγγίζοντας με μια χαρτοπετσέτα
τα μαρμάρινα μάτια τους
Τέτοια κάνουν, όταν γερνούν τα αγάλματα
έκπληκτα για τα βάθρα και το ύφος
της προηγούμενης ζωής τους...
26-6-2017