Translate

Wednesday, September 3, 2025

Το τρύπιον παπούτσι...

 



 -Διήγημα-


   Ο Γεώργιος έπλεε σε πελάγη ευτυχίας ετούτην την εαρινήν εσπέραν του δύο χιλιάδες πέντε. Είχεν την παρουσίασιν του πρώτου του βιβλίου εις το χωρίον του. Ήτο μία συλλογή διηγημάτων, εμπνευσμένων εκ των ταξιδίων του ως πολεμικού ανταποκριτού εις εμπολέμους χώρας. Αν και φύσει μετριόφρων ο Γεώργιος, απόψε ησθάνετο κάπως υπερήφανος οπού είχε κατορθώση να συγγράψει αυτό το βιβλίο εκείνος, εις πτωχός κάποτε μαθητής, ίσως ο πτωχότερος όλων των συνομηλίκων του εκείνην την εποχήν. Δι΄ αυτό επέλεξεν να κάμη την παρουσίασιν όχι εις Αθήναν οπού διέμενε πια και ηργάζετο, αλλά εις το χωρίον του και μάλιστα εις αίθουσα του δημοτικού σχολείου εις το οποίον εφοίτησεν ως μαθητής ,την δεκαετίαν του εξήντα. Διά να ξορκίσει ίσως τα πτωχά και δύσκολα παιδικά του χρόνια και ίσως κάποιους δαίμονες οπού τον επλήγωναν ενίοτε ακόμη…
   Εις την εκδήλωσιν είχε συρρεύσει κόσμος και κοσμάκης. Ουχί μόνον εντόπιοι, αλλά και φίλοι του Γεωργίου εξ Αθηνών. Δημοσιογράφοι, λογοτέχναι, κριτικοί μα και απλοί φίλοι. Ήτο μία ωραία βραδιά! Λόγοι και ύμνοι διά τον νέον συγγραφέα, ως είθισται εις τοιαύτας περιπτώσεις. Ο Γεώργιος έλαμπε από χαρά. Μόνο να φανταστεί ημπορή τις, πως ησθάνονται οι συγγραφεύς εις την παρουσίασιν του πρώτου τους βιβλίου! Τα χειροκροτήματα ήσαν ειλικρινή και θερμά, διότι ο Γεώργιος ήτο ηγαπητός εις όλους. Τέλος, εκείνος εκάθητο εις την θέσιν του και όλοι εφέροντο εμπρός του με το βιβλίο ανά χείρας, διά να τον συγχαρούν και να τους υπογράψει μίαν αφιέρωσιν. Δι΄ ολίγον ένιωσε ως Χέμινγουέι μα ως μετριόφρων οπού πράγματι ήτο, συνήλθε νωρίς και διεκπεραίωνε με ταπεινότητα και φιλικότητα το έργον, ευχαριστώντας από τα βάθη της καρδίας φίλους, γνωστούς και αγνώστους, οπού του έκαμαν την τιμή να παρευρεθούν εις την μεγάλη χαρά του…
   Ανάμεσο όμως εις τους ανθρώπους οπού ανέμενον διά να τον χαιρετήσουν, ο Γεώργιος διέκρινε έν ζεύγος βαθιά ηλικιωμένων. Ο γέρων θα ήτο ως ενενήντα ετών, εβαστούσε μπαστούνι και με κόπο έστεκεν ορθός. Η κυρία σιμά οπού τον εστήριζε –προφανώς η συμβία του- κοντά του ήρχετο εις την ηλικίαν και αυτή. Του Γεωργίου κάτι του εθύμιζε ο γέρων, όμως δεν ημπορούσε να καταλάβει ακριβώς τι. Κάποια στιγμήν όμως, το ζεύγος εστάθη εμπρός του…
   -Δεν ήρθα για σένα, ούτε για το βιβλίο!... είπεν με σιγανά και με προσπάθεια ο γέρων.
   Ηκούοντας την φωνήν όμως ο Γεώργιος –ας ήτο σιγανή, σχεδόν ξεψυχισμένη- ενεθυμήθη! Δεν ήτο άλλος παρά ο κύριος Γιαννόπουλος… ο δάσκαλός οπού είχε εις το δημοτικόν! Ο Γεώργιος εταράχθη, διότι με ετούτον τον δάσκαλον –ότε εκείνος ήτο εις την ακμήν του- είχεν μίαν πικράν εμπειρίαν. Προς στιγμήν απόμεινε άφωνος να κοιτά τον ηλικιωμένον κύριον ως άγαλμα. Διά ελάχιστα δευτερόλεπτα ταξίδεψε αστραπιαία εις το παρελθόν…
 
  Ήσαν τα δύσκολα έτη της παιδικής του ηλικίας, οπού πολλάκις ήθελεν να λησμονήσει. Η οικογένειά του πτωχή και οι καιροί δύσκολοι. Εάν δεν υπήρχον και τα συσσίτια τότε με το γάλα κάθε πρωί, το μπουλουχούρι, την θρεψίνην, τας μαρμελάδας, τα μακαρόνια με κιμά κάθε Πέμπτην, θα την είχε πολύ άσχημα ο Γεώργιος. Τα ρούχα δεν τον πολυένοιαζον κι ας ήσαν πτωχά. Η μάνα έκαμε ό, τι ημπορούσε με τα μπαλώματα, τουλάχιστον ήσαν καθαρά και δεν εκρύωνε. Ο μεγάλος καημός όμως του Γεωργίου ήτο τα παπούτσια! Εκόντευε να τελειώσει το δημοτικό και ιδικά του παπούτσια εις τους πόδας δεν είχε βάλει. Μόνο εκείνα οπού επαλαίωναν εκ των μεγαλυτέρων αδελφών. Μα ότε ήρχοντο εις αυτόν.. ήσαν παλαιά, ταλαιπωρημένα, τρύπια. Και οι χειμώνες εις το χωρίον υγροί, λασπώδεις με πολλούς υετούς και χιόνας. Δεν τολμούσε να περιπατήσει δέκα βήματα έξω και εκ τας τρύπας οι πόδες του εγέμιζαν ύδωρ. Ολημερίς λοιπόν επάγωνε! Εξύλιαζαν οι πόδες του… Προσεπάθη ενίοτε να εμβάση εις τας πατούσας χαρτόνια μα δεν βοηθούσαν. Μετά την παρέλευσιν ολίγης ώρας, τα χαρτόνια καταστρέφοντο εκ του ύδατος και της υγρασίας και πάλιν ο Γεώργιος επάγωνεν.
   Ώσπου μίαν ημέραν του ήλθεν ιδέα φαεινή! Το αριστερό του παπούτσι εκείνη την εποχή ήτο καλό, μα το δεξί είχεν μία μεγάλην τρύπα στον πάτο, οπού πολύ τον εταλαιπωρούσε. Θα έφτιαχνε το λοιπόν, πατούσα από ξύλο! Εις τον πατρικόν οίκον ο πατήρ του διέθετε μίαν μικρήν σέγαν. Ο Γεώργιος ηύρεν έν γερό σανίδιον, το εμέτρησεν να έρχεται ασορτί εις την πατούσαν, το έκοψε με την σέγαν, το επλάνησε, έκαμε ακόμη και καμάραν διά να ταιριάζει εις τον πόδα. Τρεις ολόκληρας ώρας του εστοίχησε το εγχείρημα. Τέλος το τοποθέτησε χαρούμενος εις τον πάτον του δεξιού του παπουτσίου και το εδοκίμασε... Μια χαρά εφαίνετο! Επιτέλους, θα ελυτρώνετο από τη βάσανο…
 
   Επέρασαν κάμποσαι ημέραι. Η ξύλινη πατούσα επήγαινε μια χαρά. Το τρύπιον παπούτσι δεν έμβαζε ύδωρ. Ο Γεώργιος ημπορή να περιπατούσε κάπως κουτσά πια -διότι ο εις πους εστέκετο ολίγον τι υψηλότερα- μα μπρος στον πόνο τι ειν΄ τα κάλλη! Μια χαρά ησθάνετο και μάλιστα είχε μεγαλώσει η αυτοπεποίθησή του σχετικά με τον μεγάλο του έρωτα, την… Τίνα! ‘Ητο ξανθιά και πολύ όμορφη και ο Γεώργιος ήτο σφόδρα ερωτευμένος μαζί της, καιρόν τώρα. Όσο όμως δεν είχε λύσει το ζήτημα της τρύπας εις το παπούτσι, δεν τολμούσε να την κοιτάξει. Τώρα πλέον είχε θαρρέψει και ητοιμάζετο να κάμει το μεγάλο βήμα. Είχεν φτιάξει υπό ξύλου ελιάς μίαν μικρήν καρδίαν και είχε χαράξει επάνω της δύο γράμματα Γ+Τ. Ήλπιζε λοιπόν πως θα ηύρισκεν την ευκαιρίαν να ξεμοναχιάσει την Τίναν και να της χαρίση την καρδίαν. Όμως την ίδιαν εκείνην ημέρα οπού απεφάσισεν ο Γεώργιος να κάμη το μεγάλο βήμα, εκείνη ακριβώς συνέβη κάτι απρόσμενον, κάτι ντροπιαστικόν οπού σφράγισεν ανεξίτηλα την ψυχήν του Γεωργίου…
    Ο κ. Γιανόπουλος ήτο σκληρός δάσκαλος ως ήσαν τότε όλοι οι δάσκαλοι, οι οποίοι με την άδεια και τας σχετικάς διατάξεις του υπουργείου, κτυπούσαν τους μαθητάς. Ακόμη και ο γονέοι τους παρότρυναν να δέρουν με το παραμικρόν τα παιδία, χωρίς δισταγμόν ή τύψιν. Καμία σχέσις με την σήμερον οπού τα παιδία τελούν υπό καθολικήν ανοχήν και δέρουν εκείνα τους δασκάλους. Αποτελεί μέγα ερώτημα όμως, πώς αυτή η χώρα δεν ημπορεί να διατηρήσει χρυσάς τομάς… μέσες οδούς, αλλά τείνει πάντα προς τα άκρα. Εβένινον ή λευκόν, λες και δεν υπάρχουν άλλοι –και μάλιστα πιο επωφελείς και αναλόγως προσαρμόσιμοι- χρωματισμοί.
   Εκείνη την ημέρα λοιπόν, ο κ. Γιαννόπουλος ήτο ακόμη πιο σκληρός από το σύνηθες. Εφάνη εκ του πρωινού. Πρώτα εχαστούκισε δυνατά εις την παρειάν μαθητή, διότι του εφάνη πως εκείνος εκουνήθη κατά την διάρκεια της ανάκρουσης του εθνικού ύμνου. Είτα επήρε την βέργαν και έρριψε τριάκοντα ξυλιές εις την παλάμην και δέκα εις την ράχην της χειρός έτερου μαθητή, ο οποίος δεν είχε συγγράψει αντιγραφή. Τέλος… του εμύρισαν άσχημα πόδες εις την αίθουσα και διέταξε όλους τους μαθητάς να ευγάλουν τα παπούτσια τους, διά να ελέγξει ποίου τα πόδια κακοσμούν…
   Εδώ ο Γεώργιος επάγωσε! Πώς να ευγάλη τα παπούτσια του εις την κατάστασιν που εκείνα ήσαν; Και καλά το αριστερό, μα το δεξί; Οι μαθηταί ήρχισαν να βγάζουν τα παπούτσια τους μα ο Γεώργιος ήθελε να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί. Έβγαλε μόνον το αριστερό και το άφησε εις τον διάδρομον. Και ανέμενε ως να ανέμενε την θεία δίκην…
Κάποτε ο δάσκαλος έφθασεν εμπρός του. Ιδών όμως μόνον το ένα παπούτσι του Γεωργίου, συνοφρυώθη, εσταύρωσε τας χείρας εις το στήθος κοιτάζοντάς τον αυστηρά και του είπεν…
   -Με ένα παπούτσι ήρθες στο σχολείο Ιάσων;
   -………
   -Ξέρεις γιατί σε λέγω Ιάσων;
   -Μάλιστα κύριε! Επειδή ο Ιάσονας επέστρεψε στην πατρίδα του μονοσάνδαλος!... Έχασε το σανδάλι του σε ένα ποτάμι…
   -Α μπράβο! Σ΄αυτά είσαι καλός! Για να δω και το άλλο παπούτσι σου τώρα…
   Ο Γεώργιος δεν εκινείτο. Ο δεξιός του πους ήτο από την άλλη πλευρά του δασκάλου…
   -Γύρνα από δω!... τον διέταξε ο δάσκαλος…
   Ο Γεώργιος τρέμοντας έκαμε στροφήν ενός τετάρτου εις το θρανίον του. Με την άκρην του οφθαλμού του είδεν απέναντι την Τίνα, οπού τον εκοίταζε ως όλοι οι μαθηταί της αιθούσης οπού είχον στραμμένην την προσοχή επάνω του. Ήρχισε να τρέμει. Ο δάσκαλος έσκυψε, τράβηξε το παπούτσι του Γεωργίου και το εσήκωσε ψηλά…
   -Είναι λοιπόν αυτό το παπούτσι ο ένοχος της κακοσμίας;
   Όλοι οι μαθηταί όμως έβλεπον πια την τεράστια τρύπα εις τον πάτον του παπουτσίου όπως το εκρατούσε ορθόν ο δάσκαλος και ήρχισαν να γελούν. Μα τότε ο ξύλινος πάτος οπού είχε μαστορέψει ο μικρός Γεώργιος, ηύγεν από το παπούτσι και έπεσεν με θόρυβον εις το πάτωμα. Οι μαθηταί ήρχισαν να γελούν τρανταχτά. Ο δάσκαλος επλησίασε το πρόσωπο εις το παπούτσι έθεσε τον οφθαλμόν κοντά εις την τρύπαν ώστε να βλέπει από την άλλη πλευρά και κάνοντας μίαν αργήν στροφήν γύρω από τον εαυτόν του ώστε να τον ιδούν όλοι οι μαθηταί, απεφάνθη…
   -Μάλλον δεν είναι αυτός ο ένοχος. Αλλά έχει μία τρύπα εδώ, που ακόμη κι εγώ μπορώ να περάσω από μέσα!
   Ήτο σαν ένας μικρός θάνατος διά τον Γεώργιο. Εντός του ήρχισαν να αναδεύονται λυγμοί. Είχεν σκύψει την κεφαλή, είχεν ερυθριάσει μέχρι τους όνυχας χειρών και ποδών και επιθυμούσε να πεθάνει. Δεν είχε την παραμικρά δύναμιν να σηκώσει την κεφαλή για να ιδεί τουλάχιστον εάν γελούσε και εκείνη. Διότι μόνον αυτό του είχε απομείνει πια. Ας τον κορόιδευε ο δάσκαλος. Ας γελούσαν όλοι οι συμμαθηταί του. Δεν ήθελε όμως με τίποτε  να γελά και η Τίνα. Τελικώς ετούτο, παρέμεινε ένα από τα αναπάντητα ερωτήματα του βίου του Γεωργίου. Διότι δεν σήκωσε διόλου την κεφαλήν και δεν έμαθε ποτέ εάν γέλασε και η Τίνα όπως όλη η τάξις εις αυτήν την περίστασιν. Μόνο ήρχισε να κλαίει. Προσεπάθησε να συγκρατηθεί μα οι λυγμοί ανήλθαν εις τον λαιμό του αφρώδης, ορμητικός ποταμός. Δεν ενθυμείται άλλα από εκείνην την φαιδρή ημέρα. Μόνο τον δάσκαλο να φωνάζει…
   -Τι κλαις; Μη κλαις ρε! Δε ντρέπεσαι να κλαις ολόκληρος άντρας; Σταμάτα να κλαις!...
 
   Λοιπόν, αυτός ο δάσκαλος οπού ήτο πια ενενήκοντα ετών, έστεκεν τώρα εμπρός του…
   -Δάσκαλε!... αναφώνησε ο Γεώργιος και εσηκώθη ορθός.
   Όλοι σχεδόν ήκουσαν την λέξιν ΄΄δάσκαλε΄΄ και οπισθοχώρησαν, αφήνοντας χώρο εις τον Γεώργιο και το ηλικιωμένο ζεύγος να… δράσουν. Σα να ευρίσκοντο σε θέατρο και επρόκειτο να παρηκολουθήσουν μίαν πολύ έντονη σκηνή. Ο Γεώργιος ευγήκεν από εκεί που εκάθητο, έφερεν γύρο την τράπεζα και κατευθύνθη προς τον παλαιό του δάσκαλον. Πλησιάζοντας ήνοιξε τας χείρας, τον ηναγκαλίσθη και τον ησπάσθη συγκινημένος και εις τας δύο παρειάς…
   -Δάσκαλέ μου, πως είστε;
   Απόλυτη ησυχία εις την αίθουσα. Ο δάσκαλος με φωνή οπού ήρχετο εκ βαθέων, με φωνήν οπού εφαίνετο ότι έκαμε μεγάλην προσπάθεια να ηκουσθή, είπεν…
   -Δεν με εξέπληξε η εξέλιξή σου!... Δεν ήρθα γι΄αυτό όμως, επειδή το περίμενα! Ήρθα -εδώ δυνάμωσε όσο δυνόταν περισσότερο την ασθενή φωνή του- για να σου ζητήσω συγνώμη! Ξέρεις εσύ γιατί! Συγνώμη λοιπόν, ενώπιον όλων! Τώρα μπορώ να πεθάνω ήσυχος!
   Μετά, εστράφη προς την συμβία του, της έκαμε νόημα και ήρχισαν αργά –ο γέρων εκράτει και μπαστούνι οπού κάθε τόσο ηκούετο ρυθμικά καθώς κτυπούσε εις το πάτωμα- να κατευθύνονται προς την έξοδο. Ο κόσμος οπού είχεν παρηκολουθήσει την σκηνήν, ήνοιγε διάδρομον διά να αφήσει το ηλικιωμένο ζεύγος να φθάσει εις την θύραν. Στα μισά όμως της μικρής αύτης διαδρομής, όλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Μόνον ο Γεώργιος είχεν απομείνει αποσβολωμένος εις την θέσιν του, έτοιμος να σωριασθεί εις το πάτωμα…


Γιώργος Πύργαρης 
3 Σεπτεμβρίου 2025