Ο Θέμης, φοιτητής πια, εις Θεσσαλονίκην. Ήτο τεραστία αλλαγή εις την ζωή του, ο ερχομός από την επαρχίαν εις την συμπρωτεύουσα. Αίφνης ευρέθη μόνος εις μίαν μεγαλούπολιν. Από μαθητής... φοιτητής. Μακράν πια της οικογενείας του. Ελεύθερος...
Διέμενε εις την ευρυτέραν περιοχήν του Ντεπό, εις εν ημιυπόγειον επί της οδού Φιλελλήνων. Μικρά οδός προς την πλευρά της 25ης Μαρτίου, δενδρόφυτος αμφί των πεζοδρομίων, κάθετος της Βασιλίσσης Όλγας. Σχετικώς ήσυχη γειτονιά. Έναντι της οικίας του, υπήρχεν σουβλατζίδικον, εις την γωνίαν γαλακτοπωλείον με θεσπεσίας μπουγάτσας, τυρόπιττας, σπανακόπιττας, φρέσκον γάλα, γιαούρτια και άλλα παρεμφερή... Έναντι εκείνου, η ταβέρνα του κυρ Θόδωρα, Πόντιου. Διά τριάκοντα έτη σχεδόν, ήτο μετανάστης εις Ολλανδίαν ούτος. Με τας οικονομίας τόσων ετών, επέστρεψεν εις Θεσσαλονίκη και ήνοιξε ταβέρναν με τους υιούς του. Καλός, φιλότιμος, αγαθός ανήρ. Ο Θέμης έτρωγεν συχνάκις εκεί, με φίλους. Ο κυρ Θόδωρας συμπονούσε τους φοιτητάς -ήξευρεν από φτώχειαν και νόστον- οπότε τους έκαμεν σκόντον...
Εις τον πρώτον όροφον της πολυκατοικίας όπου διέμενεν ο Θέμης, ήτο και το διαμέρισμα της σπιτινοικοκυράς κυρίας Πολυξένης, την οποίαν όλοι προσεφώνουν Ξένη. Θα ήτο έξι-επτά έτη περίπου, μεγαλυτέρα του Θέμη. Μελαχρινώσα με λευκόν, κατάλευκον δέρμα, ωραιοτάτη... εις το απαύγασμα της ομορφιάς και των χρωμάτων της. Είκοσι επτά περίπου ετών. Διέμενεν εκεί μετά του συζύγου της κυρίου Νίκου -ενός ηπίου και αγαθού ανδρός- όπου διά οκτώ ώρας καθημερινώς, έλειπεν εις την εργασίαν του. Ήτο υπάλληλος εις τον σιδηρόδρομον με κυλιόμενον ωράριον. Ενίοτε ειργάζετο πρωινά, ενίοτε απογευματινά, αλλά πολλάκις και νύκτα. Τέκνα ακόμη δεν είχον...
Αι σχέσεις του ζεύγους με τον νοικάρην, δεν ήσαν τυπικαί. Τον συνεπάθησαν εξ' αρχής και ενίοτε τον εκάλουν εις το διαμέρισμά των διά φαγητόν, ότε εκείνο ήτο καλόν και εξεζητημένον. Καταγόμενη εκ της Πόλης η Ξένη, είχεν μάθει εκ της γιαγιάς και μητρός της, πολύτιμας συνταγάς εξ Ανατολής. Εμαγείρευεν θεσπέσια. Οι ανατολίται δεν εφείδοντο μπαχαρικών και άλλων βοηθητικών εις το μαγείρεμα και ήξευραν μυστικά, όπου έκαμαν τα φαγητά να ομοιάζουν με αμβροσία! Καμμιά φορά ο Θέμης συνέκρινεν αυτήν την κουζίνα με εκείνην του τόπου του και η δεύτερη του εφαίνετο στεγνή και άνοστος πια. Ότε λοιπόν το ζεύγος έκαμεν ένα καλό φαγητόν... μουσακά, παπουτσάκι, παστίτσιο ή άλλα ανατολίτικα με κρέας και σάλτσες -πολλά εκ των οποίων ήσαν άγνωστα εντελώς εις τον Θέμη- τον εκάλουν να γευματίσει ή να δειπνήσει μαζί των.
Όλα λοιπόν επήγαιναν κατ' ευχήν εις την φιλικήν σχέσιν του Θέμη μετά των σπιτονοικύρηδων που επίσης, δεν διεμαρτύροντο διόλου, εάν το έμβασμα του ενοικίου ήργει καμία φορά δύο, τρεις και τέσσερις ακόμη ημέρας. Ο Θέμης μην ηξεύροντας πώς να ανταποδώσει την ευσπλαχνία, την καλωσύνην και τη μεγαλοψυχία του ζεύγους απέναντι του, εδάνειζεν εις την κυρία Ξένη λογοτεχνικά βιβλία, οπού τόσο εκείνη αγαπούσε. Μερικά, τα εχάριζεν κιόλας. Η Ξένη έχοντας πολύ χρόνο -αφού η μόνη της ασχολία ήτο τα οικοκυρικά και εφόσον δεν είχε ακόμη παιδία- εδιάβαζε μετά μανίας τα πάντα. Και ο Θέμης προσεπάθει να την εισαγάγει εις την καλήν λογοτεχνία. Πρώτα της εγνώρισε τον Μάρκες. Είτα τον Ουγκώ και τον Κάφκα. Και άλλους μεγάλους. Μέχρι Ντοστογιέφσκι και Τολστόι της έδιδε. Ακόμη και ποίησιν του Ρεμπώ και του Πόε...
Έτσι λοιπόν επέρασεν το πρώτο έτος. Ο Θέμης έφυγε τους θερινούς μήνας εκ της Θεσσαλονίκης διά το χωρίον του και επέστρεψε τανάπαλιν τον Σεπτέμβριον, όπου το ζεύγος τον υπεδέχθη με ένα λουκούλειον δείπνο εις την βεράνταν του διαμερίσματος. Ήτο θερμός ο καιρός ακόμη...
Ήτο εκείνο το φθινόπωρον, όπου ήλλαξε διά παντός την ζωή του Θέμη. Αίφνης -ως να τον ήρπαξε μία λευκή δύναμις- μετεμορφώθη. Δεν επήγαινε πια συχνά εις το Πανεπιστήμιον. Ήρχισε να απέχει από φιλίας, προσκαίρους έρωτας, τας κομματικάς παρατάξεις της Σχολής και όλα τα ανούσια, όπου ηπησχόλουν τους φοιτητάς το πρώτον έτος. Τώρα, ωσάν να τον υπεχρέωνε μία σιδηρά χειρ, όλην την νύκτα εκάθητο επάνω από λευκάς σελίδας και έγραφεν... έγραφεν. Είχεν αποφασίσει να γίνει συγγραφεύς! Την ημέρα εκοιμάτο και τας νύκτας έγραφε. Εκείνον τον καιρό επίστευεν μάλιστα πως έγραφεν σπουδαία πράγματα... Δεν ήσαν όμως, παρά παραληρήματα εξομολογητικού χαρακτήρος, που ημπορεί να μην ήξιζαν να τα διαβάσει άλλος κανείς, όμως ήτο μια εντατική μαθητεία εις την γραφήν, μία βαθέα ψυχολογική αυτοανάλυσις και μία πάλη με το παρελθόν και τους δαίμονές του. Αύτη η επίμονος ενασχολήσις κάθε νύκταν όμως, σιγά σιγά τον απελευθέρωνε, οδηγώσα τον αργά αλλά σταθερά εκ του νάρθηκος εις τον εσωτερικόν του ναού της γραφής. Έτσι ησθάνετο τουλάχιστον ο Θέμης. Αφού ηργάσθη εντατικώς νύκτας και νύκτας -πολλές τον ηύρισκε το ξημέρωμα εις το τραπέζιον- και αφού πολύ αμφεταλαντεύθη με την σκέψιν εάν αύτη η οδός ήτο πράγματι η ενδεδειγμένη δι' αυτόν -έκαμε μάλιστα και απόπειρας ίνα απελευθερωθεί από το πρωτόγνωρον τούτο πάθος, ματαίως όμως- τέλος το απεφάσισε. Δεν ημπορούσε να διαφύγει του πεπρωμένου του. Η χείρ όπου τον είχεν ηρπάξει, ήτο σιδηρά. Θα εγένετο συγγραφεύς! Ησθάνθη μάλιστα πως αύτη ήτο απόφασις ζωής. Τας ημέρας εκείνας, την εκοινωλόγησε μάλιστα και εις το ζεύγος των σπιτονοικοκύρηδων εις εν δείπνον όπου τον είχον καλέσει. Έξω έπιπτεν θορυβώδης υετός. Ο κύριος Νίκος αντέδρασε με αμφιθυμίαν...
-Μεγάλη και δύσκολη απόφαση! Μην παρατήσεις όμως και το Πανεπιστήμιο. Τόσα έξοδα κάνουν οι δικοί σου...
Η Ξένη πάντως ενενθουσιάσθη...
-Φαντάσου λοιπόν μετά από λίγα χρόνια, να κρατάμε στα χέρια μας, ένα δικό σου βιβλίο!!
Αύτη ήτο η σχέσις του Θέμη μετά των σπιτονοικύρηδων. Φιλική, θερμή και αθώα. Ο δαίμων όμως πάντα καιροφυλακτεί, ίνα διασαλεύσει την τάξιν και την γαλήνη των ανθρώπων...
Όλα ήρχισαν ένα ηλιόλουστο πρωινό εις τας αρχάς Δεκεμβρίου. Το διαμέρισμα του Θέμη ήτο -ως είπωμεν- ημιυπόγειον. Προς βορράν επεκοινώνει δια μέσου μπαλκονοθύρας, με φωταγωγόν μικρόν και σκιερόν, οπού ο Θέμης -μην έχων άλλον τρόπον- άπλωνε ενίοτε ρούχα να στεγνώσουν. Ήργουν μεν λόγω σκιάς και υγρασίας, μα εν τέλει -αν δεν μεσολαβούσεν υετός- εστέγνων.
Εκείνο το πρωινό λοιπόν, ο Θέμης ευγήκε εις τον φωταγωγόν ίνα απλώσει ολίγα ρούχα, μα έπεσεν επάνω εις τας ραδιουργίας του δαίμονος... Ένα γυναικείον εσώρουχον, ήτο πεσμένο εις το πάτωμα του φωταγωγού! Του κάτω σώματος. Μαύρο, δικτυωτόν, της μοδός... Έξαλλον! Ο Θέμης έστρεψε την κεφαλήν υψηλά εις τους ορόφους. Μόνον εις την βεράνταν της Ξένης, ήσαν απλωμένα ρούχα. Εις ουδεμίαν άλλην, εις ουδένα άλλον όροφον. Αν και ησθάνθη εντός του μίαν μικράν αναστάτωσιν, δεν έδωκε συνέχεια εις το γεγονός. Το εσώρουχον θα έπεσεν τυχαίως. Θα το έριξε ο αήρ. Ο Θέμης άπλωσε τα εδικά του εις το σύρμα και εισήλθε ξανά εις την οικίαν του, αφήσας ως είχεν... μην εγγίζων διόλου το ξένο εσώρουχον. Εκείνην την ημέραν, επήγε εις το Πανεπιστήμιον -είχε ημέρας να υπάγη- επήρε καφέ από το κυλικείον, είδε φίλους εις το φουαγιέ της Σχολής, παρηκολούθησε εις το αμφιθέατρο και εν μάθημα και εγευμάτισε την μεσημβρίαν μετά του φίλου του Θρασυβούλου, εις την φοιτητικήν εστίαν.
Επιστρέφοντας εις την οικίαν του το απομεσήμερον, ευγήκεν εις τον φωταγωγόν, ίνα ιδεί εάν είχον στεγνώσει τα ρούχα του... Ήθελον και άλλο. Το γυναικείον εσώρουχον όμως, ήτο ακόμη εκεί. Απείρακτον. Πεσμένο εις το υγρό τσιμέντο του φωταγωγού, όπου εδώ και εκεί ήσαν φυτρωμένα πράσινα βρύα. Ο Θέμης επέρασε πάλιν εντός της οικίας του. Ξάπλωσε εις τον καναπέ...
Και αν δεν έπεσεν τυχαία το εσώρουχο εις τον φωταγωγόν; Και αν μία χείρ το έρριψεν επίτηδες, εις την θύραν του; Και αν αυτή η χείρ ήτο πράγματι η χείρ της... Ξένης;... Θεός φυλάξοι! Πώς να ανθέξει τοιούτο ενδεχόμενον;
Απεφάσισεν να λησμονήσει εντελώς το γεγονός. Να το θεωρήση, ως μη γενόμενον. Ενίοτε όμως τας επομένας ημέρας, επήγαινε εις την μπαλκονόθυραν να ιδεί εάν ευρίσκετο ακόμη εκεί, το... πονηρόν εσώρουχον. Και πράγματι, εκεί ευρίσκετο. Όσον διά την συμπεριφοράν της Ξένης απεναντί του, ήτο εντελώς φυσιολογική. Δεν ήλλαξε τίποτα! Πράγμα βέβαια, οπού καθησύχασε τον Θέμη και υπέθεσε πως το εσώρουχον δεν έπεσεν επί πονηροίς, αλλά τυχαίως. Ο αήρ... μία απροσεξία κατά το άπλωμα ή ακόμη ημπορή να έπεσε και από άλλον όροφον. Διατί δηλαδή να ήτο σώνει και καλά της Ξένης; Επειδή έτυχε να ήτο η μόνη όπου είχεν απλώσει ρούχα, εκείνη την ημέραν; Δεν ήμεθα καλά!
Σιγά σιγά λοιπόν, ο Θέμης επανέκαμψε και λησμόνησε τα παίγνια του δαίμονος.
Μίαν πρωίαν, η Ξένη τον ηύρε εις το διάδρομον και τον επροσκάλεσε εάν θέλει την εσπέραν, να υπάγη εις το διαμέρισμά της, διότι επρόκειτο να φτιάξει γαλακτομπούρεκον. Ο Θέμης εδέχθη και πράγματι το ίδιον βράδυ κατά τις επτά, εκτύπησε την θύραν της. Ο κύριος Νίκος έλειπεν, ήτο απογευματινή βάρδια. Θα ήρχετο κατά τας δώδεκα. Εκάθισεν εις το σαλόνι και η Ξένη του ήφερε το γλυκό. Μετά συνεζήτουν διάφορα και έβλεπον τηλεόρασιν. Κάποια στιγμή, καθώς ο Θέμης είχεν απλωμένους τους πόδας υπό του τραπεζίου εμπρός του, ένιωσε να ακουμπά τον αριστερόν του πόδα, ο δεξιός πους της Ξένης. Χαμηλά. Εις την μύτην των παπουτσιών. Η πρώτη του ενστικτώδης αντίδρασις, ήτο να μαζέψει τον πόδαν του. Παραδόξως όμως, δεν τον εμάζεψε. Μήτε εκείνος, μήτε η Ξένη. Απέμειναν έτσι να παρηκολουθούν τηλεόραση, χωρίς να ομιλούν, ενώ αι άκραι των ποδών των, ηγγίζοντο. Ο Θέμης ευρίσκετο εις μίαν γλυκιάν ζάλην οπού ενέτεινε η υποψία, πως ο πους της Ξένης οσονούπω, ήρχισε να πιέζει τον εδικόν του. Απαλά... αδιόρατα. Του ήλθε να εγερθεί αύθις εκ της πολυθρόνας του και να φιλήσει την Ξένην. Μα τον εβάστα μία και μόνον σκέψις. Του κυρίου Νίκου. Θα ήτο παλιανθρωπιά εκ μέρους του. Ο άνθρωπος τον ενεπιστεύετο, τον έβαζε εις το σπίτι του, τον τάιζε, τον πότιζε και να φερθεί τοιουτοτρόπως; Από την άλλη, εάν ήτο καθαρός πέρα ως πέρα, έπρεπε να τραβήξει τον πόδα του από το ερωτικόν άγγιγμα, να προφασισθεί κούρασιν ή διάβασμα, να υπάγη σπίτι του και να μην ξαναπατήσει εκεί, ότε η Ξένη ήτο μόνη. Αύτη θα ήτο μία καθαρά λύσις! Όχι να κάθηται εις αυτήν την γκρίζα ζώνην οπού δεν οδήγη πουθενά! Διότι το πράγμα εσυνεχίσθη. Από εκείνην την ημέραν -ως να έγινε μία κρυφή και άλογος συμφωνία μεταξύ των- αι επισκέψεις του Θέμη εγένοντο συχνότεραι, σχεδόν καθημεριναί και σε ώρας μάλιστα, όπου έλειπεν ο σύζυγος! Τι συνομωσία ήτο πάλι ετούτη; Και διατί τέλος πάντων επιδίδοντο εις αυτό το μαρτυρικόν παίγνιον με την επαφή των ποδών, ενώ παρηκολούθουν τηλεόραση; Δε θα ήτο πιο... έντιμο να εγίνοντο επιτέλους ερασταί; Τουλάχιστον θα αποσυμφορούντο! Ή μήπως ανέμενε ο καθείς να κάμει την αρχή ο άλλος; Ναι ετούτο ήτο μία καλή υπόθεσις. Το ποίος θα έχει την πρώτη ευθύνη εις τέτοιους παρανόμους έρωτας, είναι μέγα ζήτημα. Ο Θέμης πάντως αν και ελεύθερος και χωρίς καμίαν άλλην συναισθηματικήν δεύσμευσιν, ηρνείτο να πάρει τέτοιαν ευθύνη. Το ίδιο όμως και η Ξένη, δι' αυτό έπεσαν εις αυτό το μαρτύριον. Ήρχοντο στιγμές οπού εκείνος ήθελε να ελευθερωθεί εκ της μοιραίας παγίδος -το προσεπάθησεν μάλιστα δι' εν διάστημα, σταματώντας εντελώς αυτάς τας ανουσίας επισκέψεις- μα δεν έλειπαν αι αφορμαί διά να επιστρέψει. Καμιά φορά εσκέπτετο πως ήτο το παίγνιον της Ξένης, διά να συμπληρώνει εκείνη τας κενάς ώρας οπού εκάθητο μόνη, αναμένουσα τον σύζυγον...
Μόνο εις τας διακοπάς των Χριστουγέννων, ότε ο Θέμης έφυγε εκ Θεσσαλονίκης και μετέβη εις το πατρικόν του, ησύχασεν κάπως. Μα πάλιν επέστρεψεν και το μαρτύριον εσυνεχίσθη. Δεν ημπορούσε να την βγάλει από το νου του. Την επεθύμει διακαώς. Τα μαλλιά, τα χείλη, τον λαιμό, τους γλουτούς. Εφόρει συνήθως κάτι απλά, ριχτά φορέματα έως ολίγον επάνω από το γόνα οπού ετόνιζαν το ωραίον της σώμα. Μίαν φοράν μάλιστα, ερχόμενη από τα ενδότερα οπού μόλις είχεν αλλάξει, τον παρακάλεσεν να της ανεβάσει το φερμουάρ εις την πλάτην, ενός τέτοιου φορέματος. Εάν ήτο εκ του πονηρού ή αθώα η παράκλησις ταύτη της Ξένης, ο Θέμης ποτέ δεν έμαθεν, καθώς ηρκέσθη απλώς να ανεβάσει το φερμουάρ και να καθίσει πάλιν εις την θέσιν του. Δεν ήσαν ολίγαι αι στιγμαί όμως -ότε εκείνη του ητοίμαζε τον καφέ ή γλυκόν εις την κουζίνα και του ομιλούσε με στραφείσαν την πλάτην- οπού ησθάνετο ακατανίκητην επιθυμίαν να εγερθεί, να την εναγκαλίσει... να βυθίσει το πρόσωπον εις την κώμην της και είτα να αρχίσει να την φιλά εις τον λαιμόν, εις τα χείλη και όπου αλλού, ακαταπαύστως...
Μα δεν ετόλμα. Και όσον δεν ετόλμα, τόσο εβυθίζετο περισσότερον εις το έρεβος του πόθου...
Αύτη η κατάστασις, επήγε έως τας παραμονάς των Απόκρεω, όπου μίαν εσπέραν -ήτο Τσικνοπέμπτη- η Ξένη του επρότεινε να ενδυθούν μασκαράδες και να πάρουν τους δρόμους διά να διασκεδάσουν. Εκείνος εδέχθη. Θα μεταμφιέζετο εις... ρεμπέτην! Ευρίσκοντο εις το σπίτι της και επήγαν εις εν δώμα όπου η Ξένη εφύλαγε παλαιά ρούχα και μάσκες. Δεν άφησε τον Θέμη να ενδυθεί μόνος, μα παρέμεινε προς αρωγήν του. Τον εβοήθη να φορέσει το υποκάμισον -το επέρασε εντός της περισκελίδος, το εκομβίωσε- του έδεσε την γραβάταν, έσφιξε την ζώνην... Μα κάθε άγγιγμά της επάνω του, ήτο ένα μαρτύριον διά τον Θέμη. Του εφαίνετο πως όλα τούτα, δεν ήσαν απλά αγγίγματα μα ερωτικά χάδια επάνω εις το σώμα του. Είχε ζαλισθεί, εκόντευε να σωριασθεί εις το πάτωμα εκ του πόθου. Ήθελε να την αρπάξει και να την σπρώξει εις την κλίνην οπού ήτο σιμά, μα πάλιν εδίσταζε. Εάν ήσαν αθώα όλα ετούτα και μόνον εκείνος τα εκλάμβανε ως χάδια; Είτα όμως την εβοήθησε να ενδυθεί και εκείνη και κατά κάποιον τρόπον, επήρε οπίσω την... εκδίκησίν του. Εφρόντισε να είναι... ελαφρώς χάδια και τα ειδικά του αγγίγματα. Όμως και εκείνη έδειχνε να το απολαμβάνει. Το πρόσωπόν της έλαμπε και εχαίρετο όσα συνέβαινον. Διά πρώτην φορά μάλιστα ο Θέμης, την ένιωσε τόσο ανοικτή εις παν ενδεχόμενον... Μα τότε ενεφανίσθη εις τον νου του -πώς ημπόρεσε τέτοιαν ώραν;- το φάντασμα του κυρίου Νίκου. Ο Θέμης τον εσκέφθη ανυποψίαστον και ήσυχον εις το σιδηροδρομικό σταθμόν όπου ηργάζετο, να αναμένει να διαβούν αι ώραι και να έλθουν τα μεσάνυκτα, διά να επιστρέψει εις την πιστήν και ηγαπημένην του σύζυγον. Δεν ετόλμησε τίποτε λοιπόν, παρ' όλο οπού ένιωσε πόσο ευάλωτη ήτο εκείνας τας στιγμάς η Ξένη.
Δεν το ετόλμησε ούτε αργότερα, ότε ευγήκαν με μάσκας εις την Φιλελλήνων και είτα εις την Βασιλίσσης Όλγας, οπού πλείστοι διαβάται και μασκαράδες κατά παρέας, με κομφετί, καραμούζες, χορούς και γέλωτες, εχαίροντο την ζωήν. Ήτο ωραία νύξ και η Ξένη είχε κολλήσει αγκαζέ επάνω του όλην την ώραν και έδειχνε πρόθυμη να τον ηκολουθήσει όπου εκείνος απεφάσιζεν. Έλεγον διάφορα ανούσια μα χαρωπά. Ήρχοντο στιγμές όμως, όπου ο Θέμης ευρίσκετο εις τα όρια. Εσκέπτετο να την τραβήξει εις μίαν σκοτεινή πάροδον της Βασιλίσσης Όλγας, να αφαιρέσει τας μάσκας και να αρχίσει να την φιλά εις τα χείλη, εις τον λαιμόν, εις τα ώτα... να χαθεί εις τας ευωδίας της κώμης της. Μα πάλιν δεν απεφάσιζε να ξεπεράσει τα όρια της ηθικής και της ατολμίας του. Έτσι λοιπόν επέστρεψαν εις τα ίδια και εχώρισαν εις τον διάδρομον της πολυκατοικίας ως φίλοι, με πρόσωπα ρόδινα και ολίγον λαχανιασμένοι. Και με μίαν σκιάν ανεκπλήρωτου εις τα όμματα...
Από εκείνην την νύκτα, ο Θέμης εμεταμορφώθη. Έπαψε τας επισκέψεις εις το σπίτι της Ξένης και ότε εκείνη τον εκάλει, προεφασίζετο διάβασμα, γράψιμο ή εξετάσεις. Στο τέλος του έτους μάλιστα, ηύρε άλλο σπίτι μακριά. Επάνω εις την Βασιλίσσης Όλγας. Όχι ημιυπόγειον πια, αλλά εις τον τρίτον. Εις μίαν πολυκατοικίαν έναντι της Σχολής Τυφλών. Ήρχισε νέα ζωή. Εξ΄άλλου, δεν έλειπαν οι ανώδυνοι πειρασμοί εις τον κύκλο του. Ξέκοψε εντελώς από την Ξένην και ελυτρώθη άπαξ διά παντός, από το ερωτικό του μαρτύριον...
10/2/2025
Φιλολογική επιμέλεια: Κυριάκος Γεωργιάδης
Πίνακες: Γιώργος Ρόρρης, Picabia