Δεν πονώ πια.... Ως να μην έχω κορμί... να είμαι φως μόνον... Ένα φως
στρογγυλό και λευκό ως αυγό, από τα στήθια κι απάνου... Νομάτοι σωρό
μαζωμένοι τριγύρα να με κοιτάνε μουγκοί, έτσι όπως με έχουν στημένον... θέαμα οικτρόν, εις τούτην την άκρην του Ζητούνι... Δε με υβρίζουν
πια... δεν εφτύνουν όπως έκαμαν ότε με εφέρνανε... Ανάμεσό τους κι η μάνα... Τη
βλέπω... σκίζεται η καρδιά της, σιωπά και κοιτά κι όλο κλαίγει... επιθυμώ να
της ειπώ να μην κλαίγει, να της ειπώ πως δεν πονώ πια, για δεν ορίζω πια το
κορμί μου... ο πόνος επέρασεν, πάγει εκείνος... είμαι φως τώρα, μονάχα φως...
και τι έχει να σκιαχτεί το φως απόνα παλούκι;... Μα να της ομιλήσω δεν
ημπορώ... δεν έχω δύναμιν μήτε να σαλέψω τα γλέφαρα... Γνωρίζω πως εκείνη
βλέπει ακόμα με τα ομάτια της γης... βλέπει τον υιόν της αγνώριστον θέαμα...
εδαρμένον, αιματωμένον, πρηγμένον... με οφούσκες και πύο εις όλον του το κορμί
από το λάδι το καφτόν οπού του έριχναν ψές και εγελούσαν... και μ’ ένα ξύλινον
σουβλί να απερνά το κορμί κάτω από τα σκέλια... να απερνά μέσα από την κοιλιάν και να βγαίνει εις
την δεξάν ωμοπλάτην... αυτό βλέπει η μάνα... όχι πως είμαι φως, ένα άσπρο φως ως αυγό από τα στήθια κι απάνω, οπού ετοιμάζεται λεύτερο να πετάξει...
Ποτές δεν είχα την φαντασίαν πως θα εζούσα ετούτην την τιμήν... να απεράσω
όσα επέρασεν Εκείνος... Εκείνος οπού επίστεψα και εφόρεσα διά το καλόν Του και
ράσον. Τον Ιησού των Ελλήνων!... Τώρα γνωρίζω πώς επάνω εις τον σταυρόν,
Εκείνος δεν ήταν ένα άσκημο... αιματωμένον θέαμα, αλλά φως... Και τι ημπορούν
να κάμουν τρία παλιόκαρφια σ’ ένα περίλαμπρον φως;...
Επολεμήσαμεν γενναίως εις το γιοφύρι... Δεν εφοβήθημεν διόλου τον αριθμόν,
τα ντουφέκια, τα τουμπελέκια... αλαλαγμούς και αλόγατα... Ολίγοι, μα τους
εκρατήσαμεν γερά. Και όταν ετελείωσεν ο τζεμπχανές, ξεσπαθώσαμεν... Εκρατήσαμεν
την θέσιν πολεμώντας πεισματικά, δουλεύοντας τέλος μόνον χέρια, μαχαίρια... Και
πώς να εφεύγαμεν; Σιμά ο Λεωνίδας είχεν από τον τάφον ασκωθεί και
εκοιτούσεν... Αϊ να ήσταν εκεί! Να
ιδείτε πώς ευώδιαζεν ο ιδρώς και η μπαρούτι!... Να ιδείτε πώς εδαγκώναμεν...
και ζέστα του μεσημεριού... με τους
οδόντας τα φουσέκια! Μαύροι
εκαταντήσαμεν... Όμως ολίγοι έχουν την τύχην να εγνωρίσουν απόγιομα δίχως
αύριο... στιγμές βαριές ως αιώνες!
Ύστερις εμείναμεν όρθιοι μονάχα τρεις... ένα βόλι έκαψεν τον μηρόν μου...
ελαβώθην και η σπάθα σπασμένη... Ως σκύλοι επάνω μας έπεσαν!... ετελείωσαν
ογλίγωρα τους δυο μου συντρόφους. Απόμεινα ο ύστατος εν ζωή... Με δέσαν και με
επήραν...
Όμως τώρα δε πονώ πια... Ως να μην έχω κορμί. Ως νάμαι μονάχα φως... Ένα φως στρογγυλό και λευκό από τα στήθια κι απάνου... Κοιτώ πέρα... ένας αγέρας μαύρος και τραχύς έρχεται απεδώ να τους πάρει... Δεν έχουν σωσμό... όμως... αίμα πολύ ακόμη εις τα άνθη θα στάξει... και αίμα αδελφού απ’ αδελφό, την πέτρα θα βάψει... κι αυτήν την γυναίκα, άλλοι επάνω θα τραβούν, άλλοι κάτω... το νου σας στην ψεύτικη λευτεριά αδερφοί... το νου σας στους νέους της εσπέρας αφένδες... Αυτός ο πόλεμος ποτές δεν τελειώνει... όμως τώρα, ένα στρατί από άστρα... τον ουρανό και τη γης φαίνεται να ενώνει... χάνω τον κόσμο... κι ο καβαλάρης αυτός που ώρα κοιτά... ελυπήθη ως φαίνεται και το όπλο σηκώνει... γυναίκα αγέρωχη, αψηλή, από το μονοπάτι των άστρων, εμέ φαίνεται να σιμώνει... έχετε γεια αδελφοί... εγώ ο Διάκος, τα ύστερα λέγω... αυτός ο πόλεμος ποτές... ποτές δεν τελειώνει... κι η λευτεριά τους Έλληνας, πολλά... πολλά θα πληγώνει...
14/1/2021